1. Ανθρωπογεωγραφία Κωμόπολη ανατολικά του αμαξιτού δρόμου Προύσας – Μουδανιών και σε απόσταση 5 χλμ. από τα Μουδανιά, σε μία χαράδρα. Η μουσουλμανική ονομασία του οικισμού ήταν Μεσέ Μπολού (έτσι αναφερόταν και στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα). Η σημερινή του ονομασία είναι Aydınpınar. Το ελληνικό όνομα του οικισμού –και στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα– ήταν Μισόπολη ή Μυσόπολη ή Μεσόπολη. Σύμφωνα με τον Σάββα Ιωαννίδη (αναφέρει σχετικά ο Βενέδικτος Φ. Αδαμαντιάδης αλλά και η Σία Αναγνωστοπούλου, η οποία εξετάζει την περίπτωση της Μισόπολης στο πλαίσιο των οικισμών της Βιθυνίας με μακρά παράδοση ελληνορθόδοξων πληθυσμών), η Μισόπολη κατοικήθηκε από εποίκους από τη Θεσσαλία περίπου το 1500.1
Σχετικά με το όνομα της κωμόπολης ο Ιωαννίδης εισήγαγε τη γραφή «Μυσόπολις» αντί της γραφής «Μεσαίπολις», η οποία αναφερόταν στα επίσημα έγγραφα της μητρόπολης, πιστεύοντας ότι η λέξη παράγεται από το «Μυσών πόλις», αφού η περιοχή θεωρούνταν ότι ανήκε στη Μυσία. Ο Ιωαννίδης ισχυρίζεται ότι την ίδια προέλευση έχει και το όνομα του κοντινού μουσουλμανικού χωριού Μυσέ-κιοϊ, όπως και των μουσουλμανικών χωριών δίπλα στον ποταμό Nilufer, των Μυσή-μπαγλαρί (αμπέλια του Μυσή). Αντίθετα, ο Hammer σε περιγραφή του ταξιδιού του στην Προύσα αναφέρεται στο όνομα της κωμόπολης εξηγώντας ότι αυτό σημαίνει «μισή πόλις».2 Η ερμηνεία του Hammer συμφωνεί με προφορική παράδοση των κατοίκων, η οποία ανέφερε ότι πράγματι η πόλη καταστράφηκε κάποτε από ληστές και έμεινε μισή: εξ ου και το όνομά της. Τέλος, οι Μ. Κλεώνυμος και Χ. Παπαδόπουλος θεωρούν ότι το όνομα το οφείλει η κωμόπολη στη «μεσόγειο» θέση της.3 Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, η κωμόπολη χτίστηκε μέσα στη χαράδρα από το φόβο των ληστών που την είχαν καταστρέψει. Πάντως, φαίνεται ότι η πόλη αποτελούσε συνέχεια αρχαίου οικισμού: Οι κάτοικοι ανακάλυπταν κατά καιρούς διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ τα μάρμαρα ενός αρχαίου τάφου τα χρησιμοποίησαν για την κατασκευή της εκκλησίας τους.
Ο πληθυσμός της Μισόπολης στις αρχές του 20ού αιώνα έφθανε περίπου τις 350 οικογένειες, όλες ελληνορθόδοξες.4 2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, η Μισόπολη υπαγόταν απευθείας στο καϊμακαμλίκι των Μουδανιών, που ανήκε στο βιλαέτι της Προύσας. H κοινότητα διοικούνταν από ένα μουχτάρη (muhtar) σε συνεργασία με 2-3 συμβούλους, τους αζάδες (âza). Παράλληλα λειτουργούσαν σχολική εφορεία και εκκλησιαστική επιτροπή.
Η κωμόπολη ανήκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Προύσης. Στη Μισόπολη υπήρχε μία μεγάλη εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, η οποία γιόρταζε στις 29 Αυγούστου· πιθανότατα χτίστηκε στα μισά του 19ου αιώνα. Ήταν πλούσια διακοσμημένη και είχε εικόνες που ήρθαν από τα Ιεροσόλυμα. Ανατολικά του χωριού υπήρχε παρεκκλήσι αφιερωμένο στον ίδιο άγιο, το οποίο γιόρταζε επίσης στις 29 Αυγούστου. Το πανηγύρι επισκεπτόταν κόσμος από τα γύρω χωριά: πήγαιναν δύο μέρες πριν από τη γιορτή και έφευγαν δύο μέρες μετά. Πολλοί φιλοξενούνταν από φίλους ή συγγενείς.
Μεταξύ Μισόπολης και Μουδανιών υπήρχε το παρεκκλήσι του «Σκοτεινού» Αϊ-Γιώργη. Το επίθετο δικαιολογείται από το γεγονός ότι βρισκόταν μέσα σε βραχώδη σπηλιά βάθους 20 μ. Μέσα στη σπηλιά υπήρχε αγίασμα. Σε μία γωνιά της ψηλά σε μάρμαρο υπήρχε σκαλισμένη η εικόνα του αγίου. Υπήρχαν άλλα δύο αγιάσματα (της Αγίας Φωτεινής και της Αγίας Άννας) όπως και τρία παρεκκλήσια (της Αγίας Παρασκευής, του Αγίου Παντελεήμονα και του Αρχάγγελου Μιχαήλ).
Το χωριό διέθετε αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο, τα οποία συστεγάζονταν σε κοινό (διώροφο) κτήριο. Το δημοτικό ήταν πεντατάξιο. 3. Στοιχεία οικονομίας Στον οικισμό υπήρχαν οκτώ καφενεία, επτά μπακάλικα, τέσσερα ελαιοτριβεία και ένας νερόμυλος. Οι βασικές συναλλαγές του οικισμού γίνονταν με τα Μουδανιά. Κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η σηροτροφία. Σύμφωνα με την ιστορικό Σία Αναγνωστοπούλου, η Μισόπολη, όπως και άλλοι οικισμοί της Βιθυνίας, είχε δεχτεί σημαντικό αριθμό μεταναστών σηροτρόφων από τη Θράκη.5 Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Κίο και στα Μουδανιά. Παρήγαν επίσης ελιές, τις οποίες μάλιστα τις προωθούσαν έμποροι από τα Μουδανιά που επισκέπτονταν το χωριό στην αγορά της Κωνσταντινούπολης. Το ίδιο γινόταν με τα σταφύλια. 4. Ιστορικά γεγονότα – Εγκατάσταση
Η κωμόπολη εκκενώθηκε το 1914 λόγω των γεγονότων του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μεταβούν στο Ντεμίρντεσι της Προύσας. Μάλιστα, αρκετοί άνδρες την περίοδο εκείνη μετανάστευσαν στην Αμερική. Οι κάτοικοι επέστρεψαν το 1919, για να εγκαταλείψουν τον οικισμό οριστικά το 1922. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οικογένειες από το χωριό εγκαταστάθηκαν στην Πτολεμαΐδα.
1. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 214-215. 2. Αδαμαντιάδης, Β.Φ., «Η Εκκλησιαστική επαρχία Προύσης», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 118. 3. Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολις 1867), σελ. 150. 4. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 160. Οι Κλεώνυμος Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολις 1867), σελ. 150, αναφέρουν ότι στη Μισόπολη στα μισά του 19ου αιώνα υπήρχαν 120 οικίες. Η στατιστική που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ξενοφάνης αναφέρει για τη Μισόπολη 1.500 ελληνορθόδοξους κατοίκους, βλ. Ξενοφάνης 2:1 (1903), σελ. 88-89. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1906 αναφέρεται σε 1.300 ελληνορθόδοξους κατοίκους, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολις 1906), σελ. 190. Ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολις 1909), σελ. 179, δίνει τον αριθμό των 260 ελληνορθόδοξων οικογενειών. Σύμφωνα με απογραφή, στα τέλη του 1920 το χωριό διέθετε 1.500 ελληνορθόδοξους, βλ. Αδαμαντιάδης, Β.Φ., «Η Εκκλησιαστική επαρχία Προύσης», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 122. Ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήναι 1921), σελ. 224, αναφέρεται σε 1.300 ελληνορθόδοξους. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 1.900 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le teste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 263. 5. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 221.
|
|
|