Νιχωράκι

1. Ανθρωπογεωγραφία

Παράλιο χωριό της Προποντίδας, μεταξύ Κίου και Μουδανιών, 3 χλμ. ανατολικά των Μουδανιών. To ελληνικό όνομα του χωριού, με το οποίο αναφερόταν στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα, ήταν Νεοχώριο. Οι ελληνόφωνοι κάτοικοί του το έλεγαν Νεοχωράκι ή Νιχωράκι. Η τουρκική ονομασία του οικισμού ήταν Μπουργάζ (burgaz = πύργος), η οποία χρησιμοποιούνταν στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα. Αυτή είναι και η σημερινή του ονομασία.

Σύμφωνα με τον Π. Κοντογιάννη, το χωριό ιδρύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα.1 Είχε εξαιρετικό κλίμα και πολύ πράσινο, γι' αυτό πολλές πλούσιες οικογένειες των Μουδανιών (μεταξύ αυτών και ο Ρώσος πρόξενος της πόλης) διέθεταν εκεί παραθεριστικές κατοικίες.

Στις αρχές του 20ού αιώνα ο πληθυσμός του Νεοχωρίου έφθανε περίπου τις 150 οικογένειες, από τις οποίες οι 140 (περί τα 700 άτομα) ήταν ελληνορθόδοξες, ενώ οι υπόλοιπες 10 (περί τα 50 άτομα) μουσουλμανικές.2 Η γλώσσα των κατοίκων ήταν η ελληνική. Ελληνικά γνώριζαν ακόμα και οι μουσουλμάνοι του χωριού.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το Νιχωράκι υπαγόταν απευθείας στο καϊμακαμλίκι των Μουδανιών, το οποίο με τη σειρά του ανήκε στο μουτεσαριφλίκι και στο βιλαέτι της Προύσας. H κοινότητα διοικούνταν από έναν μουχτάρη, τον οποίο βοηθούσαν δυο τρεις σύμβουλοι, οι αζάδες.

Εκκλησιαστικά το χωριό υπαγόταν στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Προύσης. Είχε μία εκκλησία, τους Ταξιάρχες, η οποία ήταν μεγάλη σε σχέση με τον πληθυσμό, πλούσια διακοσμημένη, με τρούλο και καμπαναριό. Για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις φρόντιζε τριμελής εκκλησιαστική επιτροπή. Υπήρχε ακόμα μια παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου δυτικά του χωριού, στην πλευρά του δρόμου προς τα Μουδανιά. Στο εσωτερικό της υπήρχε αγίασμα, στο οποίο, για να πάρει κανείς τον αγιασμό, έπρεπε να κατέβει μαρμάρινα σκαλοπάτια. Η εκκλησία αυτή λειτουργούσε μόνο την ημέρα της γιορτής του αγίου, στις 18 Ιανουαρίου. Κοντά στην εκκλησία αυτή είχε χτίσει κενοτάφιο ο ελληνικός στρατός όταν κατέλαβε την περιοχή το 1920. Εκτός από το αγίασμα του Αγίου Αθανασίου, υπήρχαν και τα αγιάσματα της Ζωοδόχου Πηγής και της Παναγίας της Δαφνιώτισσας.

Οι μουσουλμάνοι του χωριού είχαν ένα τζαμί με μιναρέ, έξω από το οποίο υπήρχε μία κρήνη.

3. Στοιχεία Οικονομίας

Στο χωριό υπήρχαν έξι καφενεία και τρία μπακάλικα. Το εμπορικό κέντρο με το οποίο ο οικισμός διεξήγαγε τις βασικές εμπορικές συναλλαγές του ήταν τα Μουδανιά. Κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η σηροτροφία. Άλλωστε το χωριό, όπως και άλλα της περιοχής, είχε γίνει τόπος υποδοχής εποίκων σηροτρόφων από τη Θράκη.3 Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Κίο και στα Μουδανιά. Παρήγαν επίσης ελιές, τις οποίες μάλιστα τις προωθούσαν έμποροι που επισκέπτονταν το χωριό στην αγορά της Κωνσταντινούπολης αλλά και στις αγορές της Ρωσίας και της Περσίας. Στο Νιχωράκι υπήρχαν τρεις νταϊφάδες (taifa = πλήρωμα) που ασχολούνταν με την αλιεία (κυρίως παλαμίδας). Τα ψάρια τα πουλούσαν στα Μουδανιά και στην Προύσα.

4. Ιστορικά γεγονότα – Έξοδος

Το χωριό εκκενώθηκε το 1914 και οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. Οι κάτοικοι επέστρεψαν το 1918 και εγκατέλειψαν οριστικά το χωριό τους το 1922. Μετά την Έξοδο οικογένειες από το χωριό εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα και στην Κομοτηνή.




1. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 204-5.

2. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 161. Οι Κλεώνυμος, Μ.  Παπαδόπουλος, Χρ., Βιθυνικά, ή Επίτομος Μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 150, αναφέρουν ότι στα μισά του 19ου αιώνα  το Νεοχώριο αποτελούνταν από 60 οικίες και ότι «προ τινών ετών εν αυτή κατώκουν και οθωμανοί, οίτινες, προϊόντος χρόνου, εξέλειπον μεταβάντες αλλαχού» (πάντως η παρουσία Τούρκων φαίνεται να πιστοποιείται μέχρι τη δεκαετία του 1920). Η στατιστική που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ξενοφάνης αναφέρει για το Νεοχώριο 700 ελληνορθόδοξους κατοίκους και 15 τούρκους· «Στατιστικός πίνακας επαρχίας Προύσης», Ξενοφάνης, Σύγγραμμα περιοδικόν του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή» 2:1 (1903), σελ. 88-89. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1906 αναφέρεται σε 650 ελληνορθόδοξους κατοίκους· βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολη 1906), σελ. 189-190. Ο Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Θ., Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 179, δίνει τον αριθμό των 130 ελληνορθόδοξων οικογενειών. Σύμφωνα με απογραφή από τα τέλη του 1920 το χωριό διέθετε 500 ελληνορθόδοξους· βλ. Αδαμαντιάδης, Β.Φ., «Η Εκκλησιαστική επαρχία Προύσης», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 122. Ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας.Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 224, αναφέρεται σε 600 ελληνορθόδοξους και λίγους τούρκους-μουσουλμάνους. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 800 ελληνορθόδοξων κατοίκων· Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l'Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 263.

3. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 221.