Παλλαδάρι

1. Ανθρωπογεωγραφία

Κωμόπολη σε λόφο μεταξύ της Προύσας και του χωριού Ελιγμοί (Κουρσουνλού) κοντά στα Μουδανιά. Οι Ελιγμοί θεωρούνταν επίνειο του Παλλαδαρίου. Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του οικισμού το αποκαλούσαν Πελλαδάρι ή Παλλαδάριο, όπως άλλωστε αναγραφόταν ο οικισμός και στα εκκλησιαστικά έγγραφα. Αντίθετα στα οθωμανικά έγγραφα ο οικισμός αναφερόταν ως Φιλαντάρ. Σήμερα η ονομασία του είναι Gündoğdu.

Η κωμόπολη ήταν χτισμένη αμφιθεατρικά στην πλαγιά λόφου, στην κορυφή του οποίου υπήρχαν ερείπια παλιού κάστρου (αργότερα επεκτάθηκε προς την πεδιάδα). Υπάρχει η εκδοχή πως η ονομασία προερχόταν από ένα άγαλμα της Παλλάδας Αθηνάς που ανακαλύφθηκε στο χώρο του κάστρου. Φαίνεται πάντως ότι στο συγκεκριμένο κάστρο (ή ακρόπολη) πρέπει να υπήρχε ιερό της Παλλάδας.1 Υπήρχε μάλιστα η παράδοση ότι στο Παλλαδάριο είχε πεθάνει ο Αννίβας και μάλιστα υποτίθεται πως είχαν ανακαλύψει και τον τάφο του, ο οποίος περιείχε πολλά αρχαιολογικά ευρήματα. Από το κάστρο υπήρχε υπόγεια σήραγγα, η οποία κατέληγε στους Ελιγμούς. Η κωμόπολη ανήκε το 16ο αιώνα στο βακούφι του σουλτάνου Ορχάν και είχε χριστιανούς καλλιεργητές.2

Στις αρχές του 20ού αιώνα ο οικισμός αριθμούσε περί τις 820 οικίες και γύρω στα 3.000 άτομα.3 Οι κάτοικοί του αποτελούνταν αποκλειστικά από ελληνορθοδόξους και θεωρούνταν ντόπιοι, εκτός από περίπου 10 οικογένειες που κατάγονταν από την Ήπειρο. Ήταν γενικά τουρκόφωνοι, υπήρχαν όμως και εκείνοι, όπως οι ηπειρωτικής καταγωγής, που γνώριζαν καλά και την ελληνική.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα το Παλλαδάρι, λόγω της εγγύτητάς του με την Προύσα, υπαγόταν απευθείας στο βιλαέτι της Προύσας. Η κωμόπολη διοικούνταν από ένα μουχτάρη, τον οποίο οι κάτοικοι τον αποκαλούσαν τσορμπατζή, με τη βοήθεια ενός ή δύο συμβούλων (αζάδων). Είχε κυρίως φοροσυλλεκτικές αρμοδιότητες σε συνεργασία με τον αρμόδιο κρατικό υπάλληλο.

Η κωμόπολη υπαγόταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Προύσας. Μέσα στον οικισμό υπήρχαν τρεις ναοί: ο Αϊ-Στράτηγος (των Ταξιαρχών), της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Αγίας Τριάδας. Η πιο παλιά εκκλησία ήταν αυτή του Αϊ-Στράτηγου, η οποία βρισκόταν κάτω από το κάστρο. Ήταν πέτρινη, με στέγη από κεραμίδια και καμπαναριό. Εκεί υπήρχε και ένα αγίασμα. Στο ναό αυτό εκκλησιάζονταν οι κάτοικοι του Πάνω Μαχαλά (αυτού δηλαδή που βρισκόταν προς την πλευρά του κάστρου). Στην ίδια συνοικία βρισκόταν και η εκκλησία της Θεοτόκου, αλλά προς την πλευρά του χωριού Ελιγμοί. Είχε καταστραφεί παλιότερα, ανοικοδομήθηκε όμως στις αρχές του 19ου αιώνα. Τέλος, η εκκλησία της Αγίας Τριάδας ήταν η μεγαλύτερη και η μεταγενέστερη όλων. Άρχισε να χτίζεται το 1907-1908, ολοκληρώθηκε όμως μόλις το 1919. Εκεί εκκλησιάζονταν οι κάτοικοι του Κάτω Μαχαλά. Έξω από τον οικισμό υπήρχαν δύο παρεκκλήσια: του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Θύρσου (τοπικού αγίου προς τιμήν του οποίου είχε ιδρυθεί και ομώνυμη εκπαιδευτική αδελφότητα), όπου υπήρχε και αγίασμα. Στην περιοχή του κάστρου είχαν χτιστεί άλλα τρία παρεκκλήσια: της Αναλήψεως, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Ιωάννη.

Στον οικισμό υπήρχαν ένα αρρεναγωγείο και ένα παρθεναγωγείο, τα οποία στεγάζονταν σε ξεχωριστά κτήρια. Το αρρεναγωγείο, το οποίο ήταν παλιότερο και στεγαζόταν σε διώροφο κτήριο, βρισκόταν στον Πάνω Μαχαλά, ενώ το παρθεναγωγείο στον Κάτω.

3. Κωνσταντίνος Ιωαννίδης - Ιβανώφ

Το παρθεναγωγείο είχε την επωνυμία Ιβανώφειο, από τον Κωνσταντίνο Ιβάνωφ, τον ομογενή πλούσιο ευεργέτη που συνεισέφερε οικονομικά για να ανοικοδομηθεί. Ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, γεννήθηκε στο Παλλαδάρι, έμεινε όμως γρήγορα ορφανός από πατέρα. Μικρός σε ηλικία υιοθετήθηκε από έναν πλούσιο έμπορο της Οδησσού. Εκεί απέκτησε μεγάλη περιουσία ασχολούμενος με εργολαβίες οικοδομών, ενώ άλλαξε το όνομά του σε Ιβάνωφ. Είχε μάλιστα χρηματίσει και δήμαρχος Οδησσού. Μια προτομή του κοσμούσε τη βιβλιοθήκη του παρθεναγωγείου, το οποίο μάλιστα είχε και τμήμα νηπιαγωγείου. Διέθετε επίσης μεγάλους χώρους υποδοχής, όπως και δωμάτια που προορίζονταν για τη φιλοξενία των δασκάλων. Ο Ιβάνωφ είχε επίσης αναλάβει την παροχή υποτροφιών σε πολλούς συμπατριώτες του, ενώ φρόντισε για τον εξωραϊσμό του χωριού του. Για παράδειγμα έχτισε ένα ηλιακό ρολόι μπροστά από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, για το οποίο ήταν ιδιαίτερα περήφανοι οι κάτοικοι του Παλλαδαρίου. Δίπλα στο ηλιακό ρολόι ανεγέρθηκε μετά το θάνατό του ένα κενοτάφιο.

4. Στοιχεία οικονομίας

Τα προϊόντα της κωμόπολης μεταφέρονταν συνήθως στην Κωνσταντινούπολη μέσω των λιμανιών των Ελιγμών και των Μουδανιών. Η βασική παραγωγική δραστηριότητα των κατοίκων ήταν η σηροτροφία και δευτερευόντως η ελαιουργία και η αμπελουργία. Η Σία Αναγνωστοπούλου αναφέρει πως το Παλλαδάρι, όπως και άλλα χωριά της Βιθυνίας, δέχτηκαν μετανάστες σηροτρόφους από τη Θράκη.4 Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Προύσα, όπου και υπήρχαν εργοστάσια επεξεργασίας μεταξιού. Κάθε Κυριακή στο Παλλαδάρι γινόταν παζάρι στο οποίο συγκεντρώνονταν προς πώληση προϊόντα από τα γύρω χωριά (κυρίως μουσουλμανικά χωριά), όπως φρούτα, γαλακτοκομικά, ξυλεία, ακόμα και ζώα και άλλα είδη.

Οι βασικές εμπορικές συναλλαγές του οικισμού διεξάγονταν με την Προύσα (τρόφιμα, υφάσματα κ.λπ.) και τα Μουδανιά, από όπου οι κάτοικοι αγόραζαν πετρέλαιο και αλάτι. Ο γυναικείος πληθυσμός της κωμόπολης, περίπου 200 με 300 άτομα, εργάζονταν στην πλειονότητά τους στα μεταξουργεία της Προύσας και των Μουδανιών. Στα εργοστάσια υπήρχαν δωμάτια και κατέλυαν εκεί. Πήγαιναν στα εργοστάσια την άνοιξη και επέστρεφαν στις αρχές του χειμώνα. Τα δημητριακά που παρήγαν οι κάτοικοι, ιδιαίτερα το σιτάρι, ήταν λίγα. Εξήγαν όμως ελιές, λάδι και σταφύλια. Τα ροζακιά σταφύλια του Παλλαδαρίου πωλούνταν στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρωσία.

5. Ιστορικά γεγονότα – Εγκατάσταση

Αρκετοί κάτοικοι του Παλλαδαρίου είχαν αναγκαστεί να ξενιτευτούν στην Αμερική. Είναι γνωστό το θάρρος που επέδειξε ο πληθυσμός της κωμόπολης, ιδιαίτερα κατά την έκρυθμη περίοδο 1914-1915, όταν πολλές φορές απέκρουσαν επιθέσεις μουσουλμάνων ατάκτων (Τσετών).

Στις 27 Αυγούστου 1922 το χωριό καταστράφηκε ολοκληρωτικά από πυρκαγιά που προκλήθηκε από την επίθεση των μουσουλμανικών άτακτων σωμάτων. Πολλοί κάτοικοι κατακρεουργήθηκαν, επειδή δεν πρόλαβαν να επιβιβαστούν στο λιμάνι των Μουδανιών, λόγω έλλειψης πλοίων. Οι διασωθέντες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Φούστανη Πέλλας και στα Νέα Μουδανιά Χαλκιδικής.

6. Προφορικές παραδόσεις για τον άγιο Θύρσο

Αγίασμα και παρεκκλήσι του αγίου υπήρχαν στο Παλλαδάρι της Προύσας, όπου και ο Συναξαριστής, όπως φαίνεται, τοποθετεί τον τόπο μαρτυρίου του αγίου. Η ύπαρξη αυτού του αγιάσματος προκάλεσε τη δημιουργία ενός σώματος προφορικών παραδόσεων που διασώθηκαν μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα από κατοίκους της περιοχής. Έτσι, σύμφωνα με αυτές:

Ο άγιος Θύρσος έζησε και αγίασε στο Παλλαδάρι της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία. Κατά την περίοδο των διωγμών είχε σταλεί από τη Ρώμη μαζί με άλλους Ρωμαίους στρατιώτες για να καταδιώξει χριστιανούς. Αυτός όμως προσηλυτίστηκε στη χριστιανική θρησκεία, λιποτάκτησε και δεν επέστρεψε. Υπήρχε η παράδοση ότι, όταν ο άγιος πήγε πρώτη φορά στο χωριό με κουρελιασμένα ρούχα, οι κάτοικοι του Παλλαδαρίου αρνήθηκαν να τον δεχτούν. Έχτισε ένα μικρό σπίτι έξω από το Παλλαδάρι, όπου και ασκήτεψε μέχρι το τέλος της ζωής του. Όταν όμως πέθανε, οι κάτοικοι είδαν στο σημείο εκείνο να εκπέμπεται φως και γι’ αυτό αποφάσισαν να χτίσουν εκεί (σε απόσταση 15 λεπτών από το χωριό) παρεκκλήσι στο οποίο υπήρχε και αγίασμα.

Οι σύγχρονοί του Παλλαδαρινοί αποκαλούσαν τον άγιο Θύρσο παππού, προσωνυμία που διατηρήθηκε και στις επόμενες γενιές. Παππού μάλιστα αποκαλούσαν και το αγίασμά του. Τον ονόμαζαν επίσης γιατρό, επειδή το νερό του αγιάσματος θεράπευε τους αρρώστους που έπασχαν από ελονοσία. Είναι ασαφές πότε γιόρταζε το παρεκκλήσι. Σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις το Δεκέμβριο (οπότε και συμφωνεί με το Συναξαριστή), ενώ κατά άλλες στις 2 Σεπτεμβρίου, ημερομηνία όμως που η εκκλησία γιορτάζει τον άγιο Μάμαντα – ο οποίος ωστόσο, με βάση το μαρτυρολόγιό του, γεννήθηκε στη Γάγγρα της Παφλαγονίας και μαρτύρησε κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου και τον τιμούσαν ιδιαιτέρως. Στο μεγάλο πανηγύρι, το οποίο γινόταν τότε, συγκέντρωνε κόσμο από τα γύρω χωριά της περιφέρειας της Προύσας (Μουδανιά, Ελιγμούς κ.λπ.). Στο πανηγύρι οι προσκυνητές έκαναν κουρμπάνια (θυσίες) σφάζοντας κοκόρια. Την ίδια μάλιστα πρακτική ακολουθούσαν και μουσουλμάνοι προσκυνητές, οι οποίοι πίστευαν στις θεραπευτικές ιδιότητες του αγίου. Επιπλέον, κάθε Σάββατο έφερναν από τα γύρω χωριά τα άρρωστα παιδιά, κυρίως αυτά που έπασχαν από ελονοσία, για να θεραπευτούν. Οι γονείς τους, τέλος, θυσίαζαν κάποιο πετεινό και έδεναν κάποιο κουρελάκι στα διπλανά δέντρα του αγιάσματος.




1. Αδαμαντιάδης, Β.Φ., «Η εκκλησιαστική επαρχία Προύσης», Μικρασιατικά Χρονικά 8 (1959), σελ. 119.

2. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 214, 251.

3. Άλλες γνώμες αφηγητών αναφέρονται σε 3.500-4.000 κατοίκους, ωστόσο μάλλον πρέπει να θεωρηθούν υπερβολικές, βλ. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 142. Κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα (1867), ο πληθυσμός του Παλλαδαρίου ανερχόταν σε 300 ελληνορθόδοξες οικογένειες και 50 τουρκικές: βλ. Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολη 1867), σελ. 152. Η στατιστική που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ξενοφάνης αναφέρει για το Παλλαδάρι 2.500 ελληνορθόδοξους κατοίκους: Ξενοφάνης 2:1 (1903), σελ. 88. Για την ίδια περίοδο (1906) η επίσημη στατιστική του Οθωμανικού Πατριαρχείου βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολη 1906), σελ. 189, δίνει τον αριθμό των 2.400 ελληνορθοδόξων. Ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολη 1909), σελ. 178, αναφέρεται για το έτος 1909 σε συνολικό αριθμό 565 οικογενειών. Ο Κοντογιάννης κάνει λόγο για 3.000 ελληνορθοδόξους στα Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921), σελ. 225, και Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 117. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 2.800 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l'Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 262.

4. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 221.