Κύμη (Αρχαιότητα)

1. Θέση

Πόλη της Αιολίδας, κτισμένη σε ένα μικρό κόλπο βόρεια της χερσονήσου της Φώκαιας, στα μισά περίπου της διαδρομής μεταξύ Σμύρνης και Περγάμου, περίπου 4 χλμ. νοτιοδυτικά της σημερινής πόλης Aliağa, και σε απόσταση σχεδόν 7 χλμ. νότια της Μύρινας. Η θέση ονομάζεται Namurt Limani. Η Κύμη μαζί με τη Λέσβο ήταν οι κυριότερες από τις 30 περίπου κτήσεις των Αιολέων στην Τρωάδα, την Αιολίδα και το ανατολικό Αιγαίο.1 Στην επικράτεια της πόλης, την Κυμαία χώρα, περιλαμβανόταν ένας οικισμός με το όνομα Βλακεία.2

2. Ιστορία

2.1. Αρχαϊκή περίοδος

Η Κύμη θεωρείται από τις πρώτες ελληνικές αποικίες στη Μικρά Ασία. Ιδρύθηκε από Αιολείς που μετοίκησαν στη Μικρά Ασία από το όρος Φρίκιον στη Λοκρίδα, με επικεφαλής τους απογόνους του Αγαμέμνονα και του Ορέστη, το Βόρο και το Μάλαο. Οι Αιολείς συνάντησαν στη νέα πατρίδα τους Πελασγούς από τη γειτονική Λάρισα, τους οποίους αφομοίωσαν.3 Ο Έφορος, ιστορικός συγγραφέας από την Κύμη, αναφέρει ότι η πόλη ιδρύθηκε από τις Αμαζόνες. Αμαζόνιον είναι η εναλλακτική ονομασία της σε ένα απόσπασμα του Εκαταίου, που το διασώζει ο Στέφανος Βυζάντιος.4 Οι περισσότερες πηγές τοποθετούν την αιολική μετανάστευση πριν από την ιωνική, ενώ η Κύμη αναφέρεται διεξοδικά σε μια σειρά από επεισόδια που σχετίζονται με την αντίδραση των Αιολέων στην εγκατάσταση των Ιώνων: ο Νικόλαος της Δαμασκού αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Κύμης προσπάθησε να εμποδίσει την ίδρυση της Φώκαιας από τους Ίωνες.5 Το Χρονικό του Ευσεβίου τοποθετεί την ίδρυση της πόλης στα 1050 π.Χ.6 Ελάχιστα προϊστορικά όστρακα έχουν έλθει στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, ανεπαρκείς μάρτυρες της προελληνικής φάσης κατοίκησης.

O Στράβωνας αναφέρει ότι για 300 χρόνια οι κάτοικοι της πόλης δε ζητούσαν δασμούς από τα πλοία που επισκέπτονταν το λιμάνι τους. Η παράλογη αυτή ιστορία έχει ερμηνευθεί ως ένδειξη του καθαρά αγροτικού χαρακτήρα της Κύμης, αλλά και των περισσότερων αιολικών πόλεων, που δε βρίσκονται συνήθως στην παραλία. Η αγροτική φύση της εγκατάστασης τονίζεται βέβαια και από τον Ησίοδο, ο πατέρας του οποίου εγκατέλειψε την αιολική πόλη και μετανάστευσε στην Άσκρα της Βοιωτίας.7

Η ναυτική δραστηριότητα των Κυμαίων πάντως ήταν ιδιαίτερα έντονη: ο Στράβωνας θεωρεί το λιμάνι της ένα από τα σημαντικότερα στο Αιγαίο, εκτίμηση που επιβεβαιώνεται και από την έρευνα.8 Λέγεται ότι η Κύμη μαζί με τη Λέσβο ίδρυσαν 30 πόλεις. Μία από αυτές ήταν η Σίδη της Παμφυλίας, αλλά λέγεται ότι μόλις οι κάτοικοι αποβιβάστηκαν στην ακτή άρχισαν κατά μαγικό τρόπο να μιλούν βαρβαρικά.9 Και η Σμύρνη όμως θεωρείται αποικία της Κύμης, σύμφωνα με μία τουλάχιστον εκδοχή της λογοτεχνικής παράδοσης: μάλιστα οικιστής αναφέρεται ο Θησεύς, απόγονος του Αδμήτου από τη Θεσσαλία.10 Στις κτήσεις της Κύμης περιλαμβάνονται επίσης η Κεβρήνη στην Τρωάδα και η Αίνος στη Θράκη, που είχε αρχικά αποικιστεί από Αλωπεκοννήσιους και ενισχύθηκε με αποίκους από την Κύμη και τη Μυτιλήνη.11 Τέλος, ας σημειωθεί ότι η παράδοση που αφορά την ίδρυση της Κύμης στην Καμπανία (περ. 750 π.Χ.) αναφέρει την Κύμη της Αιολίδας ως μία από τις πόλεις που συμμετείχαν. Η πλειονότητα των μελετητών αποδέχεται ως πραγματική μητρόπολη την Κύμη της Εύβοιας, μαζί με τις άλλες ευβοϊκές πόλεις που αναφέρονται, την Ερέτρια και τη Χαλκίδα, αλλά υπάρχουν και οι αντίθετες απόψεις, που αποδέχονται την παράδοση ως αυθεντική.12 Την περίοδο εκείνη ξεκινούν και οι εισαγωγές γεωμετρικής κεραμικής από τον ελλαδικό χώρο, γεγονός που μαρτυρά εμπορικές επαφές με τη μητρόπολη.13

Στα τέλη του 8ου αιώνα οι πηγές αναφέρουν ότι ο βασιλιάς της Κύμης Αγαμέμνονας πάντρεψε την κόρη του με το βασιλιά της Φρυγίας Μίδα.14 Η χρήση του ονόματος του Αγαμέμνονα δείχνει ότι οι Κυμαίοι έπαιρναν στα σοβαρά την καταγωγή τους από τους απογόνους του Ορέστη και του πατέρα του, παρά το γεγονός ότι ο Στράβωνας και ο Ελλάνικος τους θεωρούσαν συγγενείς των Λοκρών στη Φωκίδα.15 Απόδειξη θεωρείται η σχέση του όρους Φρίκιον στη Λοκρίδα με το προσωνύμιο Φρικωνίδα της Κύμης και της Λάρισας, που αναφέρεται από μια σειρά συγγραφέων.16 Όμως, αν και γλωσσολογικά οι δύο λέξεις είναι ετυμολογικά συγγενείς, η λέξη Φρικωνίς είναι αδύνατο να προέρχεται απευθείας από τη λέξη Φρίκιον.17

Για την ιστορία της πόλης κατά την Αρχαϊκή περίοδο λίγα είναι γνωστά. O Στράβωνας την αποκαλεί «πόλιν μεγίστα και αρίστη». Η Κύμη είχε δεσμούς με τη λυδική βασιλική οικογένεια ήδη από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ., όταν έζησε εκεί εξόριστος ο Άρδυς, πριν ανέλθει στο θρόνο. Μετά το 546 π.Χ. η Κύμη πέρασε στην κατοχή των Περσών. Ο Λυδός αξιωματούχος Πακτύης κατέφυγε εκεί μαζί με το θησαυροφυλάκιο των Σάρδεων. Οι Κυμαίοι έστειλαν πρεσβεία θεοπρόπων στο μαντείο του Απόλλωνα στα Δίδυμα να ρωτήσουν τι τύχη έπρεπε να επιφυλάξουν στον ενοχλητικό επισκέπτη τους. Η πρεσβεία αποτελούνταν από τους επιφανέστερους πολίτες της πόλης, με επικεφαλής τον Αριστόδικο, το γιο του Ηρακλείδη. Τελικά, ο Πακτύης μεταφέρθηκε στη Μυτιλήνη, η οποία και τον παρέδωσε στους Πέρσες.18 Το 513 π.Χ. ο τύραννος Αρισταγόρας συμμετείχε με τα δικά του πλοία στη σκυθική εκστρατεία του Δαρείου. Ο τύραννος εκδιώχθηκε από τους Κυμαίους το 500/499 π.Χ., αλλά δε φονεύθηκε τελικά.19 Οι πηγές δεν αναφέρουν ανάμειξη των Κυμαίων στην Ιωνική Επανάσταση (500-493 π.Χ.) και φαίνεται ότι ο ισχυρός στόλος τους δε συμμετείχε στη ναυμαχία της Λάδης (494 π.Χ.).

2.2. Κλασική περίοδος

Το 480 π.Χ. η πόλη βρίσκεται υπό τη διοίκηση του Πέρση υπάρχου Σανδώκη, γιου του Θαμασίου, που εκστρατεύει με 15 πλοία κατά της Ελλάδας, στο πλευρό του Ξέρξη.20 Μετά τη συντριβή του το 479 π.Χ. ο στόλος του Ξέρξη κατέφυγε στην Κύμη. Κατά τραγική ειρωνεία, εκεί κατέφυγε και ο υπεύθυνος της συντριβής του στόλου, ο Θεμιστοκλής, όντας φυγάς το 465 π.Χ. Συναντώντας όμως στην ακτή μια σειρά ατόμων που κυνηγούσαν το διάσημο φυγά προκειμένου να τον παραδώσουν στο βασιλιά Αρταξέρξη και να πάρουν την αμοιβή των 200 ταλάντων με την οποία είχε επικηρυχθεί, ο Θεμιστοκλής έφυγε γρήγορα για τις Αιγές και από εκεί κατέφυγε μόνος του στην αυλή του Πέρση μονάρχη.21

Στον 5ο αι. π.Χ. η Κύμη ανήκει στην ιωνική πτέρυγα της Συμμαχίας της Δήλου. Αναφέρεται 13 φορές στους καταλόγους της περιόδου 452/451-421/420 π.Χ. Η αρχική εισφορά ήταν πολύ υψηλή, 12 τάλαντα (μεγαλύτερη από της Μιλήτου ή της Εφέσου), αλλά από το 448 π.Χ. μειώθηκε στα 9 τάλαντα.22 Το 412 π.Χ. η πόλη αποστάτησε και συμμετείχε με ένα απόσπασμα 50 οπλιτών στις επιχειρήσεις των Σπαρτιατών και των Μηθυμνίων ενάντια στους Αθηναίους και τους Μυτιληναίους.23 Σύντομα όμως φαίνεται ότι επανήλθε στη συμμαχία των Αθηναίων, αν και η στάση της γενικά στον Ιωνικό πόλεμο (412-404 π.Χ.) κρίνεται επαμφοτερίζουσα.24 Το 408 ή το 407 π.Χ., μάλλον μετά την καταστροφική για τους Αθηναίους ναυμαχία στο Νότιον, ο Αλκιβιάδης επιτίθεται στην Κύμη χωρίς επιτυχία, αλλά λεηλατεί την επικράτειά της, παρόλο που κατ’ όνομα τουλάχιστον η πόλη παραμένει στο πλευρό των Αθηναίων. Οι Κυμαίοι έστειλαν πρεσβεία στην εκκλησία του αθηναϊκού δήμου, για να καταγγείλουν τη συμπεριφορά του αθηναϊκού ναυτικού.25 Πάντως, στην ίδια την Αθήνα κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Αλκιβιάδης υπήρξε αναποτελεσματικός επειδή δωροδοκήθηκε από τους Πέρσες.26 Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, η Κύμη πέρασε εκ νέου υπό τον έλεγχο των Περσών, αφού προηγουμένως πολιορκήθηκε από τον Τισσαφέρνη, το σατράπη της Λυδίας, το 400 π.Χ. 27

Το 383 π.Χ. η Κύμη και οι Κλαζομενές έστειλαν απεσταλμένους στους Δελφούς, προκειμένου να επιλύσουν τη διαφορά τους για τον έλεγχο των Λευκών, όπου βρισκόταν ένα ιερό του Απόλλωνα.28 Η πόλη φαίνεται πως είχε γενικά αρκετές επαφές με τα πελοποννησιακά κράτη ιδιαίτερα για θρησκευτικούς σκοπούς, όπως μαρτυρούν επιγραφές που αναφέρονται σε πρεσβείες από το Άργος και τη Νεμέα.29 Άλλο άξιο λόγου γεγονός του πρώιμου 4ου αι. π.Χ. είναι η ίδρυση σχολής μαθηματικών από τον περίφημο Εύδοξο της Κνίδου (περ. 370 π.Χ.).

Το 334 π.Χ. η πόλη καταλήφθηκε από τους Μακεδόνες. Ο Μέγας Αλέξανδρος τη βοήθησε όταν βρισκόταν σε οικονομική αφάνεια, προσφέροντας δωρεά στο ναό του Απόλλωνα ένα κανδηλέρι που προερχόταν από τη λεηλασία της Θήβας.30

2.3. Ελληνιστική περίοδος

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Κύμη καταλήφθηκε από τον Αντίγονο Μονόφθαλμο, εκδιώκοντας το νόμιμο σατράπη της Λυδίας, τον Κλείτο.31 Ένα τιμητικό ψήφισμα από την πόλη μάς επιτρέπει να αποκτήσουμε σαφή εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζε στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο: ανήμποροι να στελεχώσουν τα δικαστήρια ή ίσως μην έχοντας εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο, οι πολίτες της Κύμης κάλεσαν τον Αντίγονο Μονόφθαλμο, ο οποίος δεν είχε ακόμη αναγορευθεί βασιλιάς (πριν από το 306 π.Χ.), να μεριμνήσει για την απονομή δικαιοσύνης στην πόλη. Ο Αντίγονος ανταποκρίθηκε, έστειλε ένα διάγραμμα με τις γενικές περί δικαίου αντιλήψεις του και όρισε δικαστές από τη Μαγνησία επί Σιπύλω, τους οποίους τιμά το εν λόγω ψήφισμα.32

Οι δυσκολίες ήταν κυρίως οικονομικές και συνεχίστηκαν και κατά το α´ τρίτο του 3ου αι. π.Χ. Ένα ενδιαφέρον επιγραφικό μνημείο αναφέρεται στην απαίτηση των Κυμαίων στο Φιλέταιρο του Περγάμου να τους χορηγήσει χρήματα για να αποκτήσουν ασπίδες. Ο Φιλέταιρος απάντησε ότι δε διέθετε πλέον εργαστήριο ασπίδων, αλλά τους πρόσφερε 600 από τις 1.000 ασπίδες που είχε απόθεμα. Η φτώχεια της πόλης φαίνεται και από το γεγονός ότι αναφέρεται ρητά η απαγόρευση να πωληθούν οι ασπίδες από τους δικαιούχους, που ήταν 50 από καθεμιά από τις 12 φυλές.33

Το 218 π.Χ. ο Άτταλος Α´, εκμεταλλευόμενος τη δυναστική διαμάχη μεταξύ του Αχαιού και του Αντιόχου Γ´, προσάρτησε στο περγαμηνό βασίλειο μια σειρά από πόλεις της Αιολίδας, όπως η Κύμη, η Μύρινα, η Φώκαια, οι Αιγές και η Τήμνος, αλλά και της Ιωνίας, όπως η Τέως και η Κολοφών.34

Το 192 π.Χ. όμως η πόλη αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Αντίοχο Γ´. Μετά τη μάχη της Μαγνησίας επί Σιπύλω και την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.), η Κύμη εξαιρέθηκε από την καταβολή φόρου.35 Η έλλειψη πόρων πάντως ήταν το σοβαρότερο πρόβλημα. Κάποια στιγμή στο 2ο αι. π.Χ. η πόλη προσέφυγε στην εύπορη Αρχίππη, την κόρη του Δικαιογένη, προκειμένου να ανοικοδομηθεί το βουλευτήριο. Μια σειρά από τιμητικά ψηφίσματα που αναφέρουν την υπόθεση ορίζουν την ανέγερση χάλκινου ανδριάντα στην ευεργέτιδα και στον πατέρα της (που πάντως θα χρηματοδοτούσε εν μέρει ο αδελφός της Ολύμπιος), τη θέσπιση εορτών και την απόδοση τιμών στο θέατρο (βλ. παράθεμα).36

Το 131 π.Χ., κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Αριστονίκου, έγινε στα ανοικτά της Κύμης μια αποφασιστικής σημασίας ναυμαχία όπου ο διεκδικητής του ατταλιδικού θρόνου ηττήθηκε από το στόλο της Εφέσου και αναγκάστηκε να μετατοπίσει τη δράση του στην ενδοχώρα.37

2.4. Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος

Στο β´ μισό του 1ου αι. π.Χ. η Κύμη έφτασε στο έσχατο σημείο οικονομικής εξαθλίωσης, καθώς αναγκάστηκε να πουλήσει το ιερό του Διονύσου (και την εκμετάλλευση των προσόδων του). Ο αγοραστής αρνήθηκε να επιστρέψει το ιερό, παρά το γεγονός ότι ο Αύγουστος εξέδωσε αυτοκρατορικό διάταγμα για το σκοπό αυτό.38 Το 17 μ.Χ. η πόλη χτυπήθηκε σκληρά από τον ισχυρό σεισμό που κατέστρεψε 12 πόλεις στη δυτική Μικρά Ασία. Ανοικοδομήθηκε από τον Τιβέριο και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης έλαβε το όνομα Καισάρεια.39 Η άνοδος της Εφέσου και η αξιοποίηση του λιμανιού της σε βάρος αυτού της Κύμης οδήγησε σε παρακμή την άλλοτε κραταιά πόλη της Αιολίδας.

Στην Ύστερη Αρχαιότητα και τους Πρώτους Βυζαντινούς αιώνες η Κύμη αποτελεί έδρα επισκοπής. Οι επίσκοποι της πόλης αναφέρεται ότι έλαβαν μέρος σε μια σειρά σημαντικών συνόδων: στη Νίκαια το 325, στην Έφεσο το 431, στη Χαλκηδόνα το 451, στην Κωνσταντινούπολη το 536 και το 553.40

3. Ιστορικό των ερευνών και περιγραφή των ερειπίων της πόλης

Η θέση εντοπίστηκε από περιηγητές και άλλους ταξιδιώτες του 15ου αιώνα. Ο Κυριακός της Ανκόνας την επισκέφτηκε αρκετές φορές μεταξύ του 1431 και του 1446. Περιηγητές και ερασιτέχνες αρχαιολόγοι επισκέπτονται την Κύμη ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Το ενδιαφέρον για τις αρχαιότητές της ξεκίνησε στη δεκαετία του 1870, εκ παραλλήλου με τις έρευνες και τα σημαντικά ευρήματα πήλινων ειδωλίων που οι γάλλοι αρχαιολόγοι πραγματοποιούσαν στη γειτονική Μύρινα, αλλά και στη Σμύρνη και το Πέργαμο. Πρώτος δούλεψε εκεί ο Βενετός Demosthene Baltazzi, που κατείχε εκτάσεις γης στην περιοχή κατά μήκος του κόλπου του Nemrut.

Στην Κύμη έχουν εργαστεί συστηματικά γαλλικές, τσεχοσλοβακικές, τουρκικές, γερμανικές και πιο πρόσφατα ιταλικές και εκ νέου τουρκικές αρχαιολογικές αποστολές. Οι Γάλλοι έσκαψαν το 1881 με επικεφαλής το Salmon Reinach. Αργότερα, το 1925, ήρθε η αποστολή του Πανεπιστημίου της Πράγας υπό τον Anton Salaç. Ο Akrem Akurgal συνέχισε με μικρές τομές το 1955 και άλλοι Τούρκοι αρχαιολόγοι, με επικεφαλής τον Hasan Tas Uçankus και τον Vedat Idil, έσκαψαν περιορισμένα από το 1979 έως το 1984, ενώ η ιταλική ομάδα εργάστηκε συστηματικά κατά τη δεκαετία του 1980 (από το 1982), υπό τις οδηγίες της Sebastiana Lagona, ξεκινώντας τις έρευνες εκ του μηδενός, λόγω της μακροχρόνιας εγκατάλειψης του αρχαιολογικού χώρου.41 Οι δυσκολίες στις εργασίες είναι πολλές, επειδή η περιοχή πλημμυρίζει συχνά. Οι έρευνες των Ιταλών αρχαιολόγων έχουν βοηθήσει πολύ στην κατανόηση της εξέλιξης της πολεοδομικής ανάπτυξης της αρχαίας πόλης, ενώ οι τουρκικές έρευνες των τελευταίων χρόνων βοήθησαν στον εντοπισμό των περίφημων λιμενικών εγκαταστάσεων, οι οποίες είχαν εκτός του εμπορικού και στρατιωτικό προορισμό. Το γεγονός αυτό καταδεικνύεται και από μια σειρά μαρτυριών για ναυτικές επιχειρήσεις που είχαν ορμητήριο ή τόπο διεξαγωγής τους τα λιμάνια της πόλης, ήδη από τον 5ο αι. π.Χ.42 Κατά μήκος της ακτής έχει ανασκαφεί ύστερη ελληνιστική στοά, που σίγουρα συνδέεται με τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στο λιμάνι. Πάντως, οι πρόσφατες έρευνες των Τούρκων αρχαιολόγων υποδεικνύουν την ύπαρξη και δεύτερου λιμένα, κάτι που δεν επαληθεύεται από τις γραπτές πηγές.43 Νοτιότερα, σε σημείο που αντιστοιχούσε πιθανότατα στο κεντρικό τμήμα των εγκαταστάσεων του κυριότερου λιμένα, ανασκάφηκε από τους Τσεχοσλοβάκους και κατόπιν από τους Ιταλούς ένα μνημειακό κτήριο του 12ου-13ου αιώνα, που περιβαλλόταν από πύργους.44 Κάτω από το κτήριο αποκαλύφθηκε πλακόστρωτη οδός της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου και τείχος του τέλους του 4ου αι. π.Χ. από ανδεσίτη λίθο.

Λίγα είναι τα κατάλοιπα της πόλης που έχουν αποκαλυφθεί έως σήμερα, παρά τις συστηματικές έρευνες τόσων ετών. Η Κύμη εκτείνεται σε δύο λόφους, που περιβάλλουν το λιμάνι, καθώς και στην κοιλάδα που βρίσκεται ανάμεσά τους και ορίζεται από δύο ποταμούς, τον Ξάνθο στα βόρεια και ένα μικρό χείμαρο στα νότια. Στο βόρειο λόφο έχουν ανασκαφεί τα ερείπια ενός σημαντικού ιωνικού ναού, ήδη από τις τσεχοσλοβακικές ανασκαφές του 1925. Ο ναός αποτελείται από πρόδομο, σηκό και άδυτο. Kατά την Ελληνιστική περίοδο ήταν αφιερωμένος στην Ίσιδα, αλλά θεωρείται ότι αρχικά ανήκε στην Κυβέλη-Αρτέμιδα ή ακόμα και στην Αφροδίτη.45 Την αρχική εκδοχή υποστηρίζει και η πληθώρα αρχαϊκών ειδωλίων του τύπου της Κυβέλης που έχουν βρεθεί στη νεκρόπολη.46 Τα ερείπια του ναού ανάγονται στον 4ο αι. π.Χ. Η ταύτιση με ιερό της Ίσιδας στην Ελληνιστική περίοδο και αργότερα είναι σίγουρη, λόγω του σημαντικού ευρήματος ενός ύμνου χαραγμένου σε επιγραφή, που προέρχεται από τη θέση αυτή.47 Σήμερα τα κατάλοιπα του ναού έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Ένα τμήμα ρωμαϊκής πλακόστρωτης οδού, που περιβαλλόταν από κιονοστοιχία, ανασκάφτηκε από Τούρκους αρχαιολόγους στο νότιο τμήμα της βόρειας ακρόπολης, το 1978 και το 1979, και αρχικά θεωρήθηκε τμήμα οικίας. Πιθανόν να ήταν η κεντρική οδός που οδηγούσε από την ακρόπολη στην Αγορά, η οποία δεν έχει ακόμη ερευνηθεί.

Αναφέρεται επίσης το θέατρο, στις δυτικές υπώρειες της βόρειας ακρόπολης και στα βορειοανατολικά του μεσαιωνικού κτηρίου στο λιμάνι. Τα κατάλοιπα ανήκουν στην Ελληνιστική περίοδο. Οι έρευνες αποκάλυψαν τμήμα του κτηρίου της σκηνής που έφερε αρχιτεκτονικά μέλη με πλούσια διακόσμηση. Αποτελούνταν από προσκήνιο με 12 κιονίσκους και 2 πεσσούς στην πρόσοψη, που έφερε επιστύλιο διακοσμημένο με γιρλάντες και προσωπεία Σιληνών. Πίσω από το θέατρο έχει έρθει στο φως ένα μεγάλο κτήριο της Κλασικής περιόδου, με προσεκτικά δουλεμένους τετράπλευρους δόμους.

Στην περιοχή του ποταμού Ξάνθου έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα ενός ρωμαϊκού υδραγωγείου, που έφτανε στην πόλη από το βορρά, καθώς και οι πυλώνες μιας γέφυρας.

Στο νότιο λόφο έχουν διενεργηθεί σποραδικές τομές, που αποκάλυψαν την ύπαρξη ελληνιστικών οικιών του 3ου-1ου αι. π.Χ., αλλά και διάσπαρτα ίχνη κτισμάτων της Ύστερης Αρχαιότητας. Ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό δάπεδο στη δίχρωμη τεχνική, με κυμάτιο και παραστάσεις δελφινιών, εντοπίστηκε σε μία ελληνιστική οικία που ανέσκαψαν Τούρκοι αρχαιολόγοι το 1980.48 Η θέση πάντως είναι γνωστή κυρίως για τα σημαντικά κεραμικά ευρήματα της Ανατολίζουσας περιόδου.49 Αναφέρεται μια μεγάλη δεξαμενή με ευρήματα που χρονολογούν τη χρήση της μεταξύ του 3ου και του 1ου αι. π.Χ. Στην κοιλάδα μεταξύ του νότιου και του βόρειου λόφου έχει ανασκαφεί ένα πολύ κατεστραμμένο κτήριο της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου. Από το εν λόγω οικοδόμημα σώζονται ο στερεοβάτης και κορμοί κιόνων από τοπικό ασβεστόλιθο.

Η πόλη ήταν τειχισμένη ήδη από την Ύστερη Αρχαϊκή περίοδο. Ίχνη του αρχαϊκού τείχους με πολυγωνική τοιχοποιία αναφέρονται σε πρόσφατες επιτόπιες έρευνες στο βόρειο άκρο του βόρειου λόφου, σε σημεία όπου πατά το μεταγενέστερο πρώιμο ελληνιστικό τείχος.50 Στο βόρειο τμήμα της πόλης υπάρχει ένα βυζαντινό οχυρό του 12ου-13ου αιώνα και ακόμη βορειότερα έχει εντοπιστεί μια νεκρόπολη του 15ου-16ου αιώνα, που αντιπροσωπεύει την οθωμανική φάση κατοίκησης της θέσης.

4. Ευρήματα

Γεωμετρική, ανατολίζουσα και αρχαϊκή κεραμική, διακοσμημένη και μη, έχει ανασκαφεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα σε σχετικά μεγάλους αριθμούς.51 Εξίσου διάσημα είναι τα πήλινα ειδώλια της κατηγορίας της Μύρινας, που ανασκάφηκαν εκεί την ίδια περίοδο και σήμερα φυλάσσονται στο Μουσείο της Σμύρνης. Νοτιότερα του ναού της Ίσιδας ανασκάφηκε ένας αποθέτης με πολυάριθμη ελληνιστική κεραμική και ειδώλια του τύπου της κουροτρόφου.52 Αντίθετα, λίγα είναι τα σημαντικά έργα πλαστικής που έχουν βρεθεί στην επικράτεια της πόλης. Ξεχωρίζει αναμφίβολα ο θαυμάσιος χάλκινος έφηβος που τρέχει. Έχει βρεθεί σε ναυάγιο στα ανοικτά της Κύμης και εκτίθεται στο Μουσείο της Σμύρνης. Χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ.53 Ένα άγαλμα καθιστής ανδρικής μορφής, που παραβάλλεται με αυτά του τύπου των Βραγχιδών από τα Δίδυμα, αλλά και δύο στήλες σε σχήμα ναΐσκου και μια ένθρονη Κυβέλη ανήκουν στην Ύστερη Αρχαϊκή περίοδο και προέρχονται από τις ανασκαφές του Reinach στη νεκρόπολη της Κύμης.54 Άξια λόγου είναι επίσης η κεφαλή του Αλεξάνδρου (ύστερος 4ος αι. π.Χ.), το άγαλμα μιας γυναίκας (1ος αι. π.Χ.), το κάτω τμήμα του ανδριάντα ενός στρατιωτικού (αρχές 2ου αι. π.Χ.) και η κεφαλή του Αυγούστου από μάρμαρο στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, που ανακαλύφθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Demosthene Baltazzi και εκτίθενται στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, το ρωμαϊκό αντίγραφο κεφαλής της Αφροδίτης της Κνίδου, στο Μουσείο της Σμύρνης, ενώ στα πρόσφατα ευρήματα συγκαταλέγεται και ένα μαρμάρινο ακέφαλο άγαλμα Αμαζόνας από τη Ρωμαϊκή περίοδο.

Μοναδικής αξίας εύρημα είναι το σύνολο των κοσμημάτων που είναι γνωστό ως ο θησαυρός της Κύμης.55 Αποκτήθηκε σε τρεις φάσεις από το Βρετανικό Μουσείο, μεταξύ του 1876 και του 1878. Ο πρώτος ιδιοκτήτης, ο Alfred Lawson, διευθυντής της Οθωμανικής Τράπεζας της Σμύρνης, διατεινόταν ότι και τα περίπου 100 κομμάτια προέρχονταν από τον ίδιο τάφο. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο, καθώς περιέχονται ευρήματα που ανάγονται στον ύστερο 5ο αι. π.Χ. έως και τη Ρωμαϊκή περίοδο, ενώ κάποια αντικείμενα είναι πλαστά. Η έρευνα έχει καταδείξει ότι η πλειονότητα του υλικού, που εντοπίζεται στον ύστερο 4ο και τον πρώιμο 3ο αι. π.Χ., θα μπορούσε να προέρχεται από ένα μεγάλο θαλαμωτό τάφο, όπου είχαν ταφεί πέντε συνολικά γυναίκες. Περιλαμβάνονται διαδήματα με διακόσμηση από ανάγλυφα γοργόνεια, διαδήματα με περίαπτα σε φυτικά μοτίβα, περιδέραια, δίσκοι, ρόδακες και ενώτια σε διάφορα σχήματα, εκ των οποίων ξεχωρίζουν τα εντυπωσιακά δισκόμορφα ενώτια που απολήγουν σε πυραμιδοειδή κοσμήματα και χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Ένα ανάλογο εύρημα από την Κύμη, με σημαντικά χρυσά κοσμήματα, απέκτησε στα τέλη του 19ου αιώνα και το Μουσείο του Βερολίνου.56

5. Νομίσματα

Αναφέρεται από τον Ηρακλείδη του Πόντου ότι η Κύμη ήταν η πρώτη πόλη που έκοψε νόμισμα τον καιρό του Μίδα, στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. Εφευρέτης του νομίσματος θεωρείται ο βασιλιάς Αγαμέμνονας, ο γιος της Δημοδίκης.57 Σε κάθε περίπτωση, το νομισματοκοπείο της πόλης είναι ενεργό ήδη από τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Τα πρώτα νομίσματα είναι στον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα (στατήρας 18,6 γραμμ.). Στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται η προτομή ενός αλόγου και στον οπισθότυπο ένα έγκοιλο τετράγωνο, που περιέχει ένα άλλο έγκοιλο τετράγωνο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο ένα αστέρι. Στα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ. η πόλη κόβει νόμισμα από ήλεκτρο, με προτομή αλόγου στον εμπροσθότυπο και έγκοιλο τετράγωνο στον οπισθότυπο, βάρους περίπου 14 γραμμ. Αργυρά νομίσματα συνεχίζουν να παράγονται στον 6ο αι. π.Χ., με προτομή αλόγου και έγκοιλο τετράγωνο, αλλά σε σταθμητικό κανόνα με στατήρα γύρω στα 12 γραμμ. Στον πρώιμο 5ο αι. π.Χ. συναντάμε αργυρό νόμισμα στον τύπο της κεφαλής του αετού με την επιγραφή ΚΥ στον εμπροσθότυπο και το έγκοιλο τετράγωνο στον οπισθότυπο. Μια σειρά από αργυρά νομίσματα του ίδιου αιώνα, σε διάφορες υποδιαιρέσεις, περιλαμβάνουν την επιγραφή ΚΥ με τον αετό, την κεφαλή ή την προτομή του αλόγου στον εμπροσθότυπο και την προτομή του αλόγου και το ρόδακα αντίστοιχα στον οπισθότυπο, καθώς και το όνομα του υπεύθυνου αξιωματούχου. Το 334 π.Χ. εντοπίζεται μία κοπή τετραβόλων με την κεφαλή του Πέρση σατράπη Σπιθριδάτη και την προτομή του αλόγου.

Στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο η πόλη κόβει αργυρά τετράδραχμα στο ροδιακό σταθμητικό κανόνα με τον αετό και τα ονόματα των αξιωματούχων στον εμπροσθότυπο και την προτομή του αλόγου με την επιγραφή ΚΥ στον οπισθότυπο. Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., πιθανόν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αντιόχου Α' (293-280 π.Χ.), έχουμε μια σημαντική αλλαγή στους τύπους που χρησιμοποιεί η πόλη: εμφανίζεται πλέον η κεφαλή της Αμαζόνας Κύμης, που θεωρείται οικίστρια της πόλης, ενώ στον οπισθότυπο εμφανίζεται ένα όρθιο άλογο ή ένα αγγείο και το όνομα του αξιωματούχου, η επιγραφή ΚΥ και άλλα μονογράμματα. Το 246 π.Χ. εντοπίζεται κοπή με την κεφαλή του Αντιόχου Β' Θεού στον εμπροσθότυπο και καθιστό Ηρακλή στον οπισθότυπο, βάρους 17,05 γραμμ. Μετά το 190 π.Χ. η πόλη υιοθετεί το αττικό σταθμητικό βάρος και κόβει αργυρά τετράδραχμα και δραχμές, με την κεφαλή της Κύμης στον εμπροσθότυπο και το όρθιο άλογο με την επιγραφή ΚΥΜΑΙΩΝ και το όνομα των αξιωματούχων. Στην ίδια περίοδο έχουμε και χάλκινα νομίσματα με διάφορους τύπους (προτομή αλόγων στον εμπροσθότυπο, αγγεία, κάνθαροι και φαρέτρα με τόξο στον οπισθότυπο). Κατά την Αυτοκρατορική περίοδο, η νομισματοκοπία της Κύμης παρουσιάζει ασυνέχεια: νομίσματα απαντούν από την εποχή του Νέρωνα (51-67) έως την εποχή του Γαλιηνού (251-268), με διάφορους τύπους, όπου δεσπόζει η κεφαλή της Κύμης, η παράσταση της Κύμης ως Αμαζόνας, λατρευτικό άγαλμα της Άρτεμης ή της Κυβέλης, ο Ώρος και η Ίσιδα, ο Ποσειδώνας να αρπάζει την Αμυμώνη, η Αθηνά, η Σίβυλλα, ένας αθλητής που εισέρχεται σε ιερό, ο ποταμός Ξάνθος ανακεκλιμένος, κρατώντας ένα κλαδί και την επιγραφή ΑΙΛ ΕΡΜΕ ΚΥΜΑ ΞΑΝΘΟΣ.58

6. Θεσμοί

Ο Αριστοτέλης είχε συγγράψει μια Κυμαίων Πολιτεία, από την οποία σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα.59 Σε συνδυασμό με φιλολογικό, επιγραφικό και άλλο υλικό, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι η πόλη είχε βασιλεία στον 8ο αι. π.Χ., αλλά στις αρχές του επόμενου αιώνα ο Φείδων και αργότερα ο Προμηθεύς νομοθέτησαν την επέκταση του δικαιώματος του πολίτη σε μια σειρά φτωχότερων κατοίκων. Ο Φείδων πρόσφερε το δικαίωμα του πολίτη στους κατοίκους εκείνους οι οποίοι ήταν σε θέση να διατηρήσουν ένα άλογο. Ο Προμηθεύς επεξέτεινε το δικαίωμα σε 1.000 ακόμη κατοίκους. Από αυτές τις πληροφορίες συνάγεται ότι το πολίτευμα ήταν αριστοκρατικό. Η αρχή αυτή καταλύθηκε από τον Κύρο τον Πρεσβύτερο, ο οποίος επέβαλε την τυραννίδα.60 Μετά την εκδίωξη του τυράννου Αρισταγόρα (500/499 π.Χ.) είναι άγνωστο τι συνέβη. Το πιθανότερο είναι να εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία, την οποία κατέλυσε ο δημαγωγός Θρασύμαχος. Οι δημοκρατικοί αντέδρασαν και η πόλη οδηγήθηκε σε στάση, κατά την οποία μεγάλο τμήμα των πλουσίων εξοντώθηκε.61

Σε αμφίβολης ιστορικής αξίας εδάφιο του Πλουτάρχου αναφέρεται η βουλή, το σώμα των βουλευτών και ο αξιωματούχος που ήταν υπεύθυνος για το δεσμωτήριον της πόλης. Επιγραφές του ύστερου 4ου αι. π.Χ. αναφέρονται σε σύγχρονα τιμητικά ψηφίσματα. Ο Αριστοτέλης κάνει λόγο και για τη νομοθεσία όσον αφορά την ανθρωποκτονία που ίσχυε στην πόλη τον πρώιμο 4ο αι. π.Χ.62

Στην Ελληνιστική περίοδο η Κύμη παρουσιάζει το σύνολο των θεσμών που χαρακτηρίζουν τις αυτόνομες πόλεις του ελληνικού κόσμου: ένα σώμα αρχόντων, βουλή, πρυτάνεις, δήμο, στρατηγούς και φυλές. Η πόλη είχε υιοθετήσει τη σελευκιδική χρονολόγηση. Σε ελληνιστική επιγραφή αναφέρεται ο μήνας Τέρφειος, ενώ σε άλλη ρωμαϊκή αναφέρονται δύο ακόμη ονόματα μηνών, ο Φράτριος και ο Πορνόπιος.63

7. Πρόσωπα

Η Κύμη σχετίζεται με τον Όμηρο, όπως μαρτυρά ο ψευδοηροδότειος Βίος του Ομήρου. Η μητέρα του ποιητή, η Κριθείς, καταγόταν από εκεί. Και ο πατέρας του Ησιόδου ήταν Κυμαίος που μετανάστευσε στη Βοιωτία. Στην Κλασική περίοδο το σημαντικότερο τέκνο της πόλης ήταν ο ιστορικός Έφορος, που έζησε περίπου μεταξύ του 405 και του 330 π.Χ. Κυριότερο έργο του θεωρούνται τα 30 βιβλία των Ιστορικών, η πρώτη παγκόσμια ιστορία, που άρχιζε με την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Δωριείς και τελείωνε με την αρχή της βασιλείας του Φιλίππου Β´ της Μακεδονίας. Τα Ιστορικά δεν έχουν σωθεί, αλλά αποτέλεσαν βασική πηγή για το Διόδωρο το Σικελιώτη (1ος αι. μ.Χ.). Λέγεται ότι όταν δεν είχε κάτι σημαντικό να αναφέρει για την πατρίδα του έγραφε σε διάφορα σημεία του έργου του: «Eκείνο τον καιρό οι Κυμαίοι δεν έκαναν τίποτε».64 Άλλος ιστορικός κάποιας φήμης είναι ο Ηρακλείδης, συγγραφέας των Περσικών, που συνεχίζει το έργο του Κτησία. Ο Αντίδωρος ήταν φιλόλογος από την Κύμη και έζησε γύρω στο 300 π.Χ.



1. Στράβ. 13.1.2, 13.46-47, 13.49, 51.2.1, 51.3.5-6, 51.14.1.3.

2. Αριστλ., απ. 531.1-2.

3. Στράβ. 13.4.3. Για την αιολική μετανάστευση στη Μικρά Ασία και το ανατολικό Αιγαίο: βλ. Bérard, J., La migration éolienne, Revue Archéologique (1959), σελ. 1-28· Vanschoonwinkel, J., L’Égée et la Méditerranée Orientale à la fin du IIe millénaire (Louvain-la Νeuve – Providence 1991), σελ. 405-421.

4. Εκαταίος, απόσπασμα 226, στο Στέφανο Βυζάντιο, βλ. λ. «Κύμη» (80.23-25).

5. Νικόλαος της Δαμασκού FGrHist 90 F 51. Την πρωτοκαθεδρία των Αιολέων στη Μικρά Ασία υποστήριξε ο Φερεκύδης FGrHist 3 F 155, όπως παρατίθεται από το Στράβωνα 14.1.3. Αντίθετα, ο Ρωμαίος ιστορικός Velleius Paterculus (1.2.3-4) υποστήριζε ότι οι Ίωνες προϋπήρχαν των Αιολέων στη Μικρά Ασία.

6. Ευσέβιος, Χρονικόν, στη λατινική εκδοχή του Ιερωνύμου (σελ. 69 Helm²). Εκεί αναφέρεται η Κύμη της Καμπανίας, που πρέπει να διορθωθεί σε Κύμη της Αιολίδας: βλ. Βérard, J., La colonisation grecque de l’Italie méridionale et de la Sicile dans l’Antiquité (Paris 1941), σελ. 60-62.

7. Ησίοδ., Έργ. 633-636.

8. Στράβ. 13.3.6.

9. Αρρ., Αν. A.26.4. Η διάλεκτος των Σιδητών ήταν βαρβαρική, αλλά διέφερε από αυτή των γειτόνων τους στην Παμφυλία. Βλ. γενικά Brixhe, C., Le dialecte grec de Pamphylie (Paris 1976).

10. ΨευδοΗρόδοτος, Βίος Ομήρου 2. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, τη Σμύρνη την ίδρυσε η Έφεσος (Στράβ. 14.1.4) ή ο Θησέας και οι Αθηναίοι (Τάκιτος, Annales IV.56 και Αίλιος Αριστείδης 17.3-5, 18.2, 19.4, 21.3-4, 23, 26 και 29.27).

11. Κεβρηνή και Κύμη: Έφορος, αποσπάσματα 10 και 39 αντίστοιχα.

12. ΨευδοΣκύλαξ, Περίπλους 238-239. Βλ. Dunbabin, T.J., The Western Greeks. The History of Sicily and South Italy from the Foundation of the Greek Colonies to 480 BC (Oxford 1948), σελ. 6-7 · Pugliese Carratelli, G., “Riflessioni sulla storia di Kyme eolica”, Studi su Kyme Eolica. Atti della giornata di Studio della scuola di specializzazione in Archeologia dell’Università di Catania, Catania, 16 maggio 1990, Cronache di Archeologia 32 (1993), σελ. 13.

13. Frasca, M., Ceramiche greche d'importazione a Kyme eolica nell'VIII secolo a.C., στο Euboica. L’Eubea e la presenza euboica in Calcidica e in Occidente, Atti del convegno internazionale, Napoli 13-16 novembre (Napoli 1998), σελ. 273-279.

14. Ξενοφάνης, απόσπασμα F 4 Diels-Kranz, όπως παρατίθεται από τον Πολυδεύκη (9.83).

15. Μυκηναϊκή καταγωγή των Κυμαίων: βλ. Cassola, F., La Ionia nel mondo miceneo (Napoli 1957), σελ. 77. Καταγωγή από το όρος Φρίκιον στη Λοκρίδα: Στράβ. 13.1.3-4 και Ελλάνικος FGrHist 4 F 80.

16. Ηρ. 1.149 · ΨευδοΗρόδοτος, Βίος Ομήρου 38· Στέφ. Βυζ., βλ. λ. «Κύμη» και βλ. λ. «Λάρισσα».

17. Το γλωσσολογικό πρόβλημα επισημαίνει ο Chantraine, P., Dictionnaire étymologique de langue grecque IV (Paris 1980), σελ. 1.229, βλ.λ. «Φριξ».

18. Ηρ. 1.153-161.

19. Αρισταγόρας: Ηρ. 4.138.2 και 5.37-38.

20. Ηρ. 7.194.1.

21. Πλούτ., Θεμ. 25. Ο Θουκυδίδης πάντως αναφέρει ότι ο Θεμιστοκλής κατέπλευσε στην Έφεσο (1.137). Βλ. γενικά Keaveney, A., The Life and Journey of Athenian Statesman Themistocles (524-460 B.C.?) as a Refugee in Persia (Lewinston – Queenston – Lampeteer 2004), σελ. 23-28.

22. 452/451 π.Χ.: IG I³, 261, στ. 5· 448/447 π.Χ.: IG I³, 264.Ι.13· 421/420 π.Χ.: IG I³, 285.10-11.

23. Θουκ. 8.100.3.

24. Διόδ. Σ. 13.73.3-6. Βλ. Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 223, σημ. 177.

25. Διόδ. Σ. 13.73.6· Κορνήλιος Νέπως, Alcibiades 7.1-2.

26. Θουκ. 8.100.3.

27. Διόδ. Σ. 14.35.7. Βλ. Debord, P., LAsie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 224.

28. Fontenrose, J., The Delphic Oracle: Its Responses and Operations (Berkeley 1978), αρ. H15.

29. Άργος: SEG 23, 1968, αρ. 189, στ. 18 (330-324 π.Χ.). Νεμέα: SEG 36 (1986), αρ. 331, στ. 34-35 (331-330 π.Χ.).

30. Πλίνιος 34.14. Βλ. γενικά Gallet de Santerre, H., Alexandre le Grand et Kymé d’Éolide, BCH 71-72 (1947-1948), σελ. 302-306. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι ο εν λόγω ναός ήταν στο Γρύνειο: βλ. Ragone, C., Il tempio di Apollo Gryneios in Eolide, Virgilio, S. (επιμ.), Studi Ellenistici 3 (Pisa 1990), σελ. 9-112.

31. Διόδ. Σ. 18.52.5-8. Κατά το Sartre, M., Η Ελληνιστική Μικρά Ασία, μτφρ. Δ. Παλαιοθόδωρος (Αθήνα 2005) (LAnatolie hellénistique de l’Égée au Caucase, Paris 2003), σελ. 55, σημ. 67, η περίπτωση της κατάκτησης της Κύμης είναι υποθετική, επειδή το κείμενο του Διοδώρου στο σημείο εκείνο είναι παραφθαρμένο.

32. OGIS, αρ. 7 = Engelmann, H., Die Inschriften von Kyme (Bonn 1976), αρ. 1. Βλ. Γενικά Robert, L., “Les juges étrangers dans la cite grecque”, στο Xenion. Festschrift für Pan. J. Zepos 1 (Αθήνα 1973), σελ. 765-782· Billows, R.A., Antigonos the One-Eyed and the Creation of the Hellenistic State (BerkeleyLos AngelesLondon 1990), σελ. 211-212.

33. Βλ. Manganaro, C., “Kyme e il dinasta Philetairos”, Chiron 30 (2000), σελ. 403-413. Η επιγραφή χρονολογείται είτε στο 280-278 π.Χ. είτε στα τέλη της δεκαετίας του 270 π.Χ. ή ακόμη αργότερα (βλ. Bull. épigraphique 2001, 373).

34. Πολύβ. 5.72-78· Will, E., Histoire politique du monde hellénistique, 323-30 av. J.-C. ΙΙ (Paris 2003), σελ. 47.

35. Πολύβ. 21.45 και 33.13.8· Τίτος Λίβιος 38, 39-41.

36. Honle, A., “Neue Inschriften aus Kyme”, Archäologische Anzeiger (1967), σελ. 46-62· Engelmann, H., Die Inschriften von Kyme (Bonn 1976), αρ. 13· Savalli-Lestrade, I., “Archippé de Kyme”, στο Loraux, N. (επιμ.), La Grèce au féminin (Paris 2003), σελ. 249-295· Sartre, M., Η Ελληνιστική Μικρά Ασία, μτφρ. Δ. Παλαιοθόδωρος (Αθήνα 2005) (L’Anatolie hellénistique de l’Égée au Caucase, Paris 2003), σελ. 239-242.

37. Στράβ. 14.1, 38.

38. Engelmann, H., Die Inschriften von Kyme (Bonn 1976), αρ. 17· Sherk, R.K., Rome and the Greek East (Cambridge 1984), σελ. 114-115, αρ. 95. Βλ. αναλυτικότερα Charbonnel, N., “À propos de l’inscription de Kymée et des pouvoirs d’Auguste dans les provinces au lendemain du règlement de 27 av. n.è.”, Revue des droits de l’Antiquité 26 (1979), σελ. 177-225· Giovannini, A., “Les pouvoirs d’Auguste de 27 à 23 av. J.-C. Une relecture de l’ordonnance de Kymè de l’an 27 (IK 5, n° 17)”, ZPE 124 (1999), σελ. 95-106.

39. Τάκιτος, Ann. II 47: Στράβ. 12.579 και 13.627.

40. Lagona, S., “Kyme eolica: fonti, storia, topografia”, στο Studi su Kyme Eolica. Atti della giornata di Studio della scuola di specializzazione in Archeologia dellUniversità di Catania, Catania, 16 maggio 1990, Cronache di Archeologia 32 (1993), σελ. 21.

41. Πρώιμες έρευνες: “Cymè. Chronique des fouilles et découvertes”, BCH 49 (1925), σελ. 476-478· Akurgal, E., “Foça kazilari ve Kyme sondajlari”, TürkArkDerg 6 (1956), αρ. 1, σελ. 3-24. Για τα ευρήματα και τα αποτελέσματα των τσεχοσλοβακικών ερευνών βλ. Boujek, J. (επιμ.), Kyme, 1. Anatolian collection of Charles University (Praha 1974)· Bouzek, J. – Kostomitsopoulos, P. – Ondrejov, I., Kyme, 2. The results of the Czechoslovak expedition (Praha 1980) και Bouzek, J., “The Hellenistic town of Kyme in Asia Minor”, στο Soziale Probleme im Hellenismus und im römischen Reich. Akten der Konferenz Liblice 10.-13.10.1972 (Praha 1973), σελ. 263-273. Για τα ευρήματα των ιταλικών ερευνών βλ. γενικά τις αναφορές στο περιοδικό Kazı sonuçları toplantısı (1987-1997), καθώς και Lagona, S., “Kyme eolica”, Aitna 1 (1994), σελ. 109-116, “Le ricerche a Kyme Eolica”, Aitna 3 (1999), σελ. 7-42, “Kyme eolica”, στο Missioni archeologiche italiane. La ricerca archeologica, antropologica, etnologica (Roma 1997), σελ. 357-360 και γενικά το συλλογικό τόμο Studi su Kyme eolica. Atti della giornata di studio della Scuola di specializzazione in archeologia dell'Università di Catania, Catania 16 maggio 1990, CronCatania 32, 1993 (Catania 1998). Οι νεότερες τουρκικές έρευνες συνοψίζονται από τον Idil, V., “Aiolya'da Kyme antik kentinde yapılan yeni kazılar”, Belleten 53 (1989), σελ. 505-543.

42. Ηρ. 1.149, 1.157-160, 5.32-38· Θουκ. 3.31, 8.22.31, 8.100· Έφορος, FGrHist 259 Φ 87, 89· Διόδ. Σ. 14.35· Cornelius Nepo, Alcibiades 8.

43. ΨευδοΣκύλαξ, Περίπλους 98. Για το λιμάνι βλ. Lagona, S., “Il porto di Kyme eolica”, στο Atti II Rassegna di archeologia subacquea (Giardini – Naxos 1988), σελ. 17-24. Την ύπαρξη δύο λιμένων αναφέρει ο Idil, V., “Aiolya'da Kyme antik kentinde yapılan yeni kazılar”, Belleten 53 (1989), σελ. 529. Γενικά για την τοποθεσία της πόλης και τη σχέση της με τη θάλασσα βλ. Schäfer, J. – Schläger, H., “Zur Seeseite von Kyme in der Aeolis”, AA (1962), σελ. 40-57.

44. Βλ. Pagnano, G., “Nota sul restauro della torre I a Kyme”, CronCatania 32 (1993), σελ. 107-110.

45. Για τις διάφορες εκδοχές βλ. Rubinstein, L., “Aiolis and South-Western Mysia”, στο Hansen, M.H. – Nielsen, T.H. (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation (Oxford 2004), σελ. 1.044.

46. Reinach, S., “Statuettes archaïques de Cybèle découvertes à Cymé, Eolide”, BCH 13 (1889), σελ. 543-560, πίν. 8. Βλ. επίσης Lagona, S., “Cibele e iside a Kyme eolica”, στο Die Ägäis und das westliche Mittelmeer, Wien 24-27 März 1999 (Wien 2000), σελ. 143-148.

47. Salaç, A., “Hymne en l’honneur de la déesse Isis découvert à Cymé en Asie Mineure”, Listy filol. 56 (1929), σελ. 76-80· Lexa, F., “L’hymne grec de Cymé sur la déesse Isis”, AO 2 (1930), σελ. 138-152.

48. Salzmann, D., ”Ein hellenistisches Kieselmosaik aus Kyme”, Archaölogische Anzeiger (1993), σελ. 601-606.

49. Ακροπόλεις: Gates, Η.Ν., “Archaeology in Turkey”, AJA 101 (1997), σελ. 241 κ.ε.

50. Τείχη: Gates, “Archaeology in Turkey”, AJA 97 (1994), σελ. 275.

51. Βλ. Dümmler, F., “Vasenscherben aus Kyme in Aeolis”, Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts. Römische Abteilung 3 (1888), σελ. 159-180 (πρώιμα ευρήματα) και Frasca, M., “Osservazioni preliminari sulla ceramica protoarcaica ed arcaica di Kyme eolica”, CronCatania 32 (1993), σελ. 51-70.

52. Για τα ειδώλια βλ. Dufkov, M., “Hellenistic production of terracottas in Asia Minor Kyme”, στο Soziale Probleme im Hellenismus und im römischen Reich. Akten der Konferenz Liblice 10.-13.10.1972 (Praha 1973), σελ. 277-294.

53. Uçankus, H.T., “Die bronzene Siegerstatue eines Läufers aus dem Meer vor Kyme”, Nikephoros 2 (1989), σελ. 135-155.

54. Reinach, S., “Deux terres-cuites de Cymé”, BCH 10 (1886), σελ. 492-500· Reinach, S., “Statues archaïques de Cybèle découvertes à Cymé, Eolide”, BCH 13 (1889), σελ. 543-560, πίν. 8.

55. Williams, D. – Ogden, D., Greek Gold. Jewelry of the Classical World (London 1994), σελ. 93-104· Williams, D., “The Kyme treasure”, στο Calinescu, A. – Rudolph, W. (επιμ.), Ancient jewelry and archaeology (Bloomington 1996), σελ. 117-129.

56. Ondrejova, I., “Jewelry from Kyme”, στο Boujek, J. (επιμ.), Kyme, 1. Anatolian collection of Charles University (Praha 1974), σελ. 125-126.

57. Ηρακλείδης του Πόντου FGrHist 216 F 11· Πολυδεύκης 9.83. Βλ. Lagona, S., “Kyme eolica: fonti, storia, topografia”, στο Studi su Kyme Eolica. Atti della giornata di Studio della scuola di specializzazione in Archeologia dellUniversità di Catania, Catania, 16 maggio 1990, Cronache di Archeologia 32 (1993), σελ. 20.

58. Γενικά βλ. Head, V.N., Historia Nummorum. A survey of Greek Numismatics,² (Oxford 1910), σελ. 552-554· Lang, G., Klassische Antike Stätten Anatoliens. Band I: Abonuteichos-Laranda (Norderstedt 2003), σελ. 630-632 (όπου παρατίθενται και όλα τα ονόματα των αξιωματούχων που χαράχθηκαν στα νομίσματα της πόλης). Για τα νομίσματα του 3ου αι. π.Χ. βλ. επίσης Milne, J.G., “The Mint of Kyme in the Third Century B.C.”, NC (1940), σελ. 129-137· Oakley, J.H., “The Autonomous Wreathed Tetradrachms of Kyme, Aeolis”, ANSMN 27 (1982), σελ. 1-37. Ονόματα αξιωματούχων σε κοπές της Κύμης: Masson, O., “Quelques noms de magistrats monétaires grecs, 5. Les monétaires de Kymé d'Eolide”, RN 28 (1986), σελ. 51-64.

59. Αριστλ, απ. 530-531 και Ηρακλ. Λέμβ. 36-39.

60. Φείδων και Προμηθεύς: Ηρακλ., Πολ. 10.16. Κύρος: Ηρακλ., Πολ. 11.5. Ο τίτλος του τυράννου ήταν αισυμνήτης: Αριστλ., απ. 530.1-2.

61. Αριστλ., Πολιτ. 1304b41-1305a1, 1305b20-24: η αναφορά στην Κύμη δεν είναι σίγουρο ότι σχετίζεται με την αιολική, αν και κάτι τέτοιο θεωρείται πιθανό: Rubinstein, L., “Aiolis and South-Western Mysia”, στο Hansen, M.H. – Nielsen, T.H. (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation (Oxford 2004), σελ. 1.044.

62. Αξιωματούχοι: Πλούτ., Ηθ. 291Ε-292A. Τιμητικό ψήφισμα: Engelmann, H., Die Inschriften von Kyme (Bonn 1976), αρ. 1. Νόμος για ανθρωποκτονία: Αριστλ., Πολιτ. 1268b-1269a.

63. Engelmann, H., Die Inschriften von Kyme (Bonn 1979), αρ. 13· IGR, iv 1302.

64. Samuel, D.H., “Cyme and the veracity of Ephorus”, TAPA 99 (1968), σελ. 375-388.