Έφεσος (Αρχαιότητα), Πύλη της Μαγνησίας

1. Θέση

Η λεγόμενη Πύλη της Μαγνησίας ήταν η κύρια είσοδος του οχυρωματικού τείχους της Εφέσου. Βρισκόταν στην ανατολική άκρη της πόλης, στους πρόποδες του όρους Panayır Dağ. Αποτελούσε την αφετηρία των οδικών αρτηριών που συνέδεαν την Έφεσο με σημαντικές γειτονικές πόλεις, όπως η Μαγνησία του Μαιάνδρου, η Μίλητος και η Σμύρνη, και συγχρόνως εξασφάλιζε την επικοινωνία με την ανατολική Μικρά Ασία. Από την Πύλη της Μαγνησίας διερχόταν και η πομπική οδός, που οδηγούσε από το Αρτεμίσιο στην πόλη. Γύρω στο 200 μ.Χ. οικοδομήθηκε στα βόρεια της πύλης ένα μνημειακό συγκρότημα λουτρού-γυμνασίου, το λεγόμενο Ανατολικό Γυμνάσιο, ενώ κατά την Ύστερη Αρχαιότητα μία τρίκλιτη βασιλική ιδρύθηκε στην περιοχή πάνω σε ερείπια του οχυρωματικού τείχους.
1

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή και οικοδομικές φάσεις

Με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τις ανασκαφικές έρευνες γίνεται σαφές ότι η Πύλη της Μαγνησίας παρουσίαζε διαφορετικές οικοδομικές φάσεις:

2.1. Α΄ οικοδομική φάση

Η Πύλη της Μαγνησίας ήταν από την αρχή μια μνημειακή κατασκευή που εξυπηρετούσε όχι μόνο στρατηγικούς σκοπούς αλλά και θρησκευτικές και εθιμοτυπικές τελετές.2 Η πρώτη οικοδομική φάση της χρονολογείται την Ελληνιστική περίοδο, συγκεκριμένα την εποχή του Λυσιμάχου, όπως άλλωστε και το οχυρωματικό τείχος της πόλης.

Το αρχικό κτίσμα ήταν δωρικού ρυθμού, αφού τμήματα δωρικών κιόνων και του θριγκού βρέθηκαν στο χώρο. Διέθετε μία είσοδο πλάτους 3,70 μ. καθώς και μία σχεδόν τετράγωνη αυλή (διαστάσεων 22,80 x 25 μ.), που αναπτυσσόταν προς την πόλη και συνέθετε τη δυτική όψη της πύλης. Η αυλή αυτή πρέπει να αποτελούσε σημείο συνάντησης πολιτών, ταξιδιωτών και εμπόρων σε καιρό ειρήνης, ενώ σε καιρό πολέμου ίσως λειτουργούσε ως χώρος άμυνας. Δε γνωρίζουμε αν σε αυτή την αρχική φάση η πύλη ενισχυόταν με πύργους, καθώς οι μεταγενέστερες μετατροπές του πυλώνα έχουν αλλοιώσει την αρχική εικόνα του.

2.2. Β΄ οικοδομική φάση

Οι επεμβάσεις των Ρωμαϊκών χρόνων τοποθετούνται στη δεύτερη οικοδομική φάση. Τότε η Πύλη της Μαγνησίας μετατράπηκε σε ογκώδες συγκρότημα με τρεις εισόδους. Πιο αναλυτικά, κατά το δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ. δύο δίοδοι πλαισίωσαν την κεντρική είσοδο, το πλάτος της οποίας μειώθηκε κατά 60 εκατοστά. Δύο θυρόφυλλα έκλειναν το άνοιγμα της κεντρικής εισόδου, που στεγαζόταν με καμάρα, ενώ τα λίθινα τμήματα του πλαισίου της κοσμούνταν με κυμάτια. Ανάλογη μορφή θα πρέπει να υποθέσουμε ότι είχαν και τα δύο πλευρικά θυραία ανοίγματα. Θεωρείται ότι η κεντρική και η νότια δίοδος προορίζονταν για τα τροχοφόρα οχήματα, ενώ η βόρεια για τους πεζούς. Επιπλέον το λίθινο επικλινές επίπεδο (ράμπα) που βρέθηκε μπροστά από τη βόρεια είσοδο πιθανολογείται ότι σχετίζεται με τη διέλευση της ιεράς πομπής.

Δύο ισχυροί πύργοι ενσωματωμένοι στο τείχος, με τετράγωνη κάτοψη και πλευρά μήκους 11 μ., προστέθηκαν εκατέρωθεν των πυλώνων. Για την ανέγερση των πύργων χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό δεύτερης χρήσης, που προέρχεται από ελληνιστικά κτήρια. Οι πύργοι ήταν διώροφοι, ο κάτω όροφος ήταν γεμάτος με απορρίψεις, ενώ στον πάνω όροφο βρίσκονταν τα ενδιαιτήματα της φρουράς.3 Τα μεταπύργια διαστήματα ενισχύθηκαν, και το πάχος τους από 3,40 μ. διευρύνθηκε στα 5 μέτρα.

Επισκευές πραγματοποιήθηκαν και στο χώρο της αυλής, η οποία επενδύθηκε με μαρμάρινες πλάκες, όπως άλλωστε και η οδός που διερχόταν από το συγκρότημα. Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας υπόγειος αποχευτικός αγωγός που ήταν παράλληλος με τους πύργους και διέθετε θολωτό κλιμακοστάσιο. Οι συνολικές διαστάσεις του συγκροτήματος, συμπεριλαμβανομένων και των πύργων, κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους ήταν περίπου 42 x 42 μέτρα. Ιδιαίτερη έμφαση θεωρούν οι μελετητές ότι πρέπει να δόθηκε στην αρχιτεκτονική της εξωτερικής όψης της σύνθεσης. Δυστυχώς, όμως, τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη του κτίσματος είναι λίγα και δεν επιτρέπουν την πλήρη σχεδιαστική αναπαράστασή του.

2.3. Γ΄ oικοδομική φάση

Κατά την τρίτη οικοδομική φάση, που τοποθετείται στην Ύστερη Αρχαιότητα, οι εγκαταστάσεις της πύλης επισκευάστηκαν, πριν από την οριστική καταστροφή τους. Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα ή τους Βυζαντινούς χρόνους, το νεκροταφείο που αναπτύχθηκε στην περιοχή της Πύλης της Μαγνησίας φαίνεται ότι σχετιζόταν άμεσα με τη γειτονική βασιλική του τέλους του 4ου αι. μ.Χ., που οικοδομήθηκε κοντά στο Ανατολικό Γυμνάσιο. Στα χρόνια που ακολούθησαν το συγκρότημα χρησίμευσε ως λατομείο, παρέχοντας οικοδομικό υλικό για την κατασκευή των μεταγενέστερων κτηρίων.4

3. Ευρήματα

Σε αποθέτη στο χώρο της πύλης βρέθηκε πλήθος σημαντικών γλυπτών και κινητών ευρημάτων που προέρχονται από μνημειακά κτήρια όπως νυμφαία, ηρώα και ταφικά μνημεία της γύρω περιοχής. Αξίζει να αναφερθούμε σε ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο Αφροδίτης και σε δύο ρωμαϊκά πορτρέτα,5 ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τμήματα μιας ελληνιστικής ζωφόρου διακοσμημένα με ανάγλυφες παραστάσεις όπλων6 καθώς και τρία μαρμάρινα λιοντάρια που θεωρούνται ότι πλαισίωναν την Πύλη της Μαγνησίας και χρονολογούνται επίσης στους Ελληνιστικούς χρόνους.7 Τέλος, ο μεγάλος αριθμός των μεγαρικών σκύφων που βρέθηκε στο χώρο συμβάλλει σημαντικά στην έρευνα της ελληνιστικής ανάγλυφης κεραμικής.8

4. Ιστορία της έρευνας

Η Πύλη της Μαγνησίας αποκαλύφθηκε από τον J. Wood το 1869 κατά τη διάρκεια των ερευνών του για τον εντοπισμό της θέσης του Αρτεμισίου.9 Το 1976 το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ανέθεσε στον Ελβετό αρχαιολόγο G. Seiterle τη διεξαγωγή της ανασκαφικής έρευνας της πύλης. Η συστηματική ανασκαφή πραγματοποιήθηκε το διάστημα 1979-1981, και τα ερείπια της πύλης που ήρθαν στο φως περιγράφονται με συντομία σε σχετικό άρθρο που δημοσίευσε ο G. Seiterle το 1982.10



1. Seiterle, G., “Das Hauptstadttor von Ephesos”, Antike Kunst 25 (1982), σελ. 145-146· Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 66-68.

2. Συγκεκριμένα αναφερόμαστε στη διέλευση της ιεράς πομπής από την πύλη αυτή.

3. Πιθανολογείται ότι τον 3ο αι. μ.Χ. οι πύργοι, που είχαν εν μέρει καταρρεύσει, ανακαινίστηκαν. Scherrer, P. (επιμ.), Ephesus. The New Guide (Istanbul 2000), σελ. 68.

4. Αναλυτικά για τις οικοδομικές φάσεις του κτίσματος βλ. Seiterle, G., “Das Hauptstadttor von Ephesos”, Antike Kunst 25 (1982), σελ. 145-149.

5. Το ένα χρονολογείται στα χρόνια του Αυγούστου και το άλλο στον 3ο αι. π.Χ. Αναλυτικά βλ. Seiterle, G., “Das Hauptstadttor von Ephesos”, Antike Kunst 25 (1982), σελ. 148, πίν. 27,1, 27,2.

6. Η ζωφόρος παρουσιάζει ομοιότητες με την αντίστοιχη του ιερού της Αθηνάς στην Πέργαμο. Βλ. Seiterle, G., “Das Hauptstadttor von Ephesos”, Antike Kunst 25 (1982),  σελ. 148, πίν. 27,3.

7. Για τα λιοντάρια βλ. Seiterle, G., “Das Hauptstadttor von Ephesos”, Antike Kunst 25 (1982), σελ. 148, πίν. 27,4.

8. Για την ελληνιστική κεραμική που βρέθηκε στο χώρο και τη διακόσμησή της βλ. Seiterle, G., “Das Hauptstadttor von Ephesos”, Antike Kunst 25 (1982), σελ. 148-149, πίν. 26,1-2.

9. Wood, J.T., Discoveries at Ephesus: including the site and remains of the great temple of Diana (London 1877, επανεκτ. 1975), σελ. 111-112.

10. Seiterle, G., “Das Hauptstadttor von Ephesos”, Antike Kunst 25 (1982), σελ. 145-149. Γενικότερα για το χρονικό της αρχαιολογικής έρευνας στο χώρο βλ. Wiplinger, G. – Wlach, G., Ephesus, 100 Years of Austrian Research (Vienna – Cologne – Weimar 1996), σελ. 118. Για τα αποτελέσματα της πρόσφατης ανασκαφικής έρευνας στην Πύλη της Μαγνησίας, βλ. Seiterle, G., “Grabungen 1996: Ephesos”, Öjh 66 (1997), Beiblatt, σελ. 23· Seiterle, G., “Grabungen 1997: Ephesos”, Öjh 67 (1998), Beiblatt, σελ. 29.