1. Θέση και ιστορία της έρευνας
Στη νοτιοδυτική πλαγιά του όρους Panayır Dağ, μακριά από το κέντρο της Εφέσου και την πολυσύχναστη περιοχή της Εμβόλου, βρίσκεται μια κατασκευή ασυνήθιστης αρχιτεκτονικής μορφής, που πιθανολογείται ότι αποτελούσε μνημείο νίκης. Το λεγόμενο Kυκλικό μνημείο στο Panayır Dağ (αρ. 34), όπως έχει επικρατήσει να αναφέρεται στη σύγχρονη βιβλιογραφική έρευνα, αποκαλύφθηκε το 1897 από το R. Heberdey. Στις αρχές του 19ου αιώνα δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο των αυστριακών ανασκαφικών ερευνών της Εφέσου λεπτομερής μελέτη των σωζόμενων αρχιτεκτονικών λειψάνων του μνημείου συνοδευόμενη από πρόταση σχεδιαστικής αποκατάστασης του G. Niemann.1 Το 1974 ακολούθησε σύντομη περιγραφή του μνημείου από το W. Alzinger στο έργο του για την αρχιτεκτονική των χρόνων του Αυγούστου στην Έφεσο,2 ενώ τα μορφολογικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής διακόσμησης του μνημείου εξετάστηκαν και από το F. Rumscheid.3 Τμήματα της ανωδομής του εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο της Εφέσου στη Βιέννη.
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή
Το μνημείο ήταν συμπαγές, αφού το εσωτερικό του δεν ήταν διαμορφωμένο σε θάλαμο, αλλά επρόκειτο για έναν χτιστό πυρήνα από αργούς λίθους με την τεχνική opus caementicium, τον οποίο περιέβαλλε μια εντυπωσιακή διώροφη αρχιτεκτονική σύνθεση. Διαρθρωνόταν σε τέσσερα διαδοχικά δομικά επίπεδα: 1. την τετράγωνη βάση, που είχε τη μορφή ποδίου (podium), 2. τον πρώτο όροφο με το κυλινδρικό βάθρο, το οποίο έφερε δωρικούς ημικίονες, 3. το δεύτερο όροφο με το σηκόμορφο κυκλικό πυρήνα και την ιωνική περίσταση και 4. το στηθαίο (αττικό) πάνω στο οποίο εδραζόταν πιθανόν κωνική στέγη. Πιο συγκεκριμένα, το οικοδόμημα πατούσε πάνω σε τετράγωνης κάτοψης βάση (ύψους 2,05 μ. και πλάτους 7,84 μ.), την οποία συνέθεταν ένας αναβαθμός, τρεις δόμοι λιθοπλίνθων με κύφωση και η ευθυντηρία της ανωδομής.4 Η αρχιτεκτονική μορφή της βάσης του συγκεκριμένου κτηρίου θυμίζει το υψηλό βάθρο (podium) του Μνημείου του Μέμμιου. Ο πρώτος όροφος της ανωδομής αποτελούσε μια κυλινδρική κατασκευή με ύψος 6,04 μέτρα. Η κατασκευή πατούσε πάνω σε ασβεστολιθική κυκλική βάση που στη διατομή της σχημάτιζε σπείρα (torus). Στη συνέχεια ακολουθούσε ένα βάθρο μαρμάρινων ορθοστατών (ύψους 0,77 μ.), που κατέληγαν στην κάτω και άνω πλευρά τους σε κυμάτια, τα οποία δημιουργούσαν ομαλή μετάβαση προς το υπερκείμενο τμήμα. Μεταξύ των δύο επιπέδων του πρώτου ορόφου5 μεσολαβούσε μια βαθμίδα που λειτουργούσε ταυτόχρονα ως τοιχοβάτης και στυλοβάτης. Πάνω σε αυτήν υψωνόταν τοίχος χτισμένος από τρεις στρώσεις μαρμάρινων γωνιόλιθων.6 Δωρικοί ημικίονες ύψους 2,65 μ., ο συνολικός αριθμός των οποίων παραμένει άγνωστος,7 κοσμούσαν σε τακτά διαστήματα τον τοίχο του πρώτου ορόφου. Ο θριγκός αποτελούνταν από επιστύλιο, ζωφόρο με τρίγλυφα και μετόπες και γείσο ιωνικού τύπου.8 Οι υδρορροές της σίμης είχαν μορφή ανάγλυφων λεοντοκεφαλών, που εναλλάσσονταν με κέρατα αφθονίας. Ακολουθούσε διβαθμιδωτή κρηπιδωτή κατασκευή, πάνω στην οποία υψωνόταν η ιωνική περίσταση του δεύτερου ορόφου, οι κίονες της οποίας δεν αναπτύσσονταν σε απόλυτη αντιστοιχία με τους ημικίονες του κατώτερου ορόφου. Το συνολικό ύψος των κιόνων υπολογίζεται σε 3,15 μέτρα. Πατούσαν πάνω σε ασυνήθιστες βάσεις, καθώς διέφεραν τελείως από τις βάσεις μικρασιατικού και αττικού τύπου.9 Ιδιομορφία παρουσίαζαν και τα κιονόκρανά τους, στη μια όψη των οποίων διαμορφώνονταν οι έλικες πάνω από τον εχίνο, που έφερε ανάγλυφη διακόσμηση, ενώ στην κύρια όψη οι έλικες είχαν αντικατασταθεί από φυτικά μοτίβα. Ελισσόμενοι βλαστοί και ανθέμια αναπύσσονταν στη θέση των ελίκων, ενώ ανάγλυφα ανθέμια κοσμούσαν και τα προσκεφάλαια.10 Πρόκειται για μπαρόκ μορφολογικά στοιχεία που προδίδουν την επίδραση της ρωμαϊκής αισθητικής.11 Ο θριγκός, που παρουσίαζε σιγμοειδές προφίλ, αποτελούνταν από ένα τριταινιωτό επιστύλιο, μια ακόσμητη ζωφόρο και γείσο με κιλλίβαντες.12 Φυτικά μοτίβα κοσμούσαν το γείσο και τη σίμη.13 Την οροφή της περίστασης κάλυπταν φατνώματα με ανθεμωτή διακόσμηση και γεωμετρικά σχέδια.14 Ο εξωτερικός τοίχος του σηκόμορφου πυρήνα ήταν χτισμένος από μαρμάρινες πλάκες, ίσως κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα ορθογώνιας λιθοδομής. Πιθανολογείται ότι τη διακόσμηση της επιφάνειας του τοίχου συμπλήρωναν κιλλίβαντες. Η θέση βέβαια των κιλλιβάντων –δυο από τους οποίους βρέθηκαν στο χώρο– παραμένει υποθετική. Παρ’ όλα αυτά στη σχεδιαστική αναπαράσταση του μνημείου αποκαθίστανται στα τμήματα του εξωτερικού τοίχου του «σηκού» μεταξύ των μετακιόνιων διαστημάτων.15 Πάνω από τον ιωνικό θριγκό του δεύτερου ορόφου διαμορφωνόταν μια τριβαθμιδωτή βάση, με δύο κυκλικούς και έναν πολυγωνικό αναβαθμό, που πιθανολογείται ότι είχε δώδεκα πλευρές. Πάνω από τη βάση υψωνόταν ένα κυλινδρικό στηθαίο (αττικόν), το οποίο έφερε επιμελημένη πλαισίωση, καθώς κατέληγε κάτω σε ταινία, ενώ η επίστεψη του τονιζόταν με κυμάτια.16 Η αποκατάσταση της στέγης παραμένει υποθετική, αφού για τη στέγαση του μνημείου δεν έχουμε επαρκή στοιχεία. Οι ανασκαφείς υπέθεσαν ότι το μνημείο κάλυπτε βαθμιδωτή κωνική στέγη, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν κάποιο γλυπτό έργο, πιθανόν τρόπαιο ή αγαλματική μορφή.17 Μέσα από την παρουσίαση της αρχιτεκτονικής του κυκλικού μνημείου γίνεται σαφές ότι πρόκειται για οικοδόμημα ασυνήθιστου και πρωτοποριακού σχεδιασμού. Διατηρεί στοιχεία της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής παράδοσης, ενώ ταυτόχρονα διαφαίνονται και κάποιες επιρροές της ρωμαϊκής αισθητικής. Πιο συγκεκριμένα, τα συστήματα τοιχοποιίας, η δόμηση των λιθοπλίνθων με χρήση συνδέσμων (δεσμών) και γόμφων, αλλά και τα διακοσμητικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, που αποδίδονται με φειδώ, βασίζονται στις αρχές της ελληνικής αρχιτεκτονικής· από την άλλη η χυτή τοιχοποιία του συμπαγούς πυρήνα της κατασκευής, η απουσία βαθμιδωτής κρηπίδας στη βάση του μνημείου, καθώς και τα στιλιστικά στοιχεία των δωρικών και ιωνικών κιονοκράνων υποδηλώνουν την εισροή ρωμαϊκών προτύπων.18 Τυπολογικά το μνημείο ανήκει στην κατηγορία των αναμνηστικών-τιμητικών μνημείων, τα οποία γνώρισαν μεγάλη ακμή κατά τους Ύστερους Ελληνιστικούς και κυρίως κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους.19
3. Χρονολόγηση και ερμηνεία
Το κυκλικό μνημείο χρονολογήθηκε από τους ανασκαφείς στο δεύτερο μισό του 2ου αι. π.Χ. Αναγνωρίστηκε ως αναθηματικό μνημείο των Εφεσίων μετά τη νίκη στην Κύμη το 132 π.Χ., την οποία πέτυχαν σε βάρος του Αριστονίκου, πιθανόν νόθου γιου του βασιλιά Ευμένη Β΄ και διεκδικητή του περγαμηνού βασιλείου από τη Ρώμη.20 Με επιφύλαξη διατυπώθηκε αργότερα και η ερμηνεία του μνημείου ως ηρώου του ανθυπάτου P. Servilius Vatia Iasuricus (47/46-44 π.Χ.).21 Ο W. Alzinger πάντως θεώρησε προβληματική την ερμηνεία του οικοδομήματος και ταυτόχρονα άφησε ανοιχτό το ερώτημα εάν πρόκειται για ανακατασκευή των Αυτοκρατορικών χρόνων ενός μνημείου της Κλασικής εποχής, το οποίο, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ίδρυσαν οι Εφέσιοι με αφορμή τη νίκη τους εναντίον των Αθηναίων το 409 π.Χ.22 Περισσότερο πειστική φαίνεται η χρονολόγηση του μνημείου περίπου στα μέσα του 1ου αι. π.Χ., που βασίζεται στα τυπολογικά και μορφολογικά στοιχεία του κτίσματος και κυρίως στις ομοιότητες που παρουσιάζει με το Μνημείο του Μέμμιου και το Οκτάγωνο, οικοδομήματα της Εφέσου τα οποία έχουν χρονολογηθεί τον 1ο αι. π.Χ.23
1. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Städtegeschichte, Rundbau auf dem Panayır Dağ, Viersäulenmonument auf der Arkadiane, Bronzeathlet, Seldschukische Bauten, Artemision, antike Quellen (FiE 1, Wien 1906), σελ. 145-180. 2. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 37-40. 3. Rumscheid, F., Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 165-169. 4. Σύμφωνα με το W. Alzinger, ο πρώτος αναβαθμός αποτελούσε την ευθυντηρία, ακολουθούσαν οι τρεις δόμοι των γωνιόλιθων, οι οποίοι έφεραν μια προεξέχουσα ακόσμητη στέψη, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε και αυτή την ευθυντηρία της ανωδομής. Βλ. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 37. 5. Ως διαφορετικά επίπεδα του πρώτου ορόφου νοούνται το βάθρο των ορθοστατών και το κυλινδρικό «βάθρο» των ημικιόνων. 6. Το ύψος κάθε δόμου είναι διαφορετικό: υπολογίζεται από 0,85 μέχρι 0,88 μ. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Städtegeschichte, Rundbau auf dem Panayır Dağ, Viersäulenmonument auf der Arkadiane, Bronzeathlet, Seldschukische Bauten, Artemision, antike Quellen (FiE 1, Wien 1906), σελ. 146. 7. Όμως στη σχεδιαστική αποκατάσταση της κάτοψης του πρώτου επιπέδου του μνημείου αποτυπώνονται 12 κίονες. Βλ. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Städtegeschichte, Rundbau auf dem Panayır Dağ, Viersäulenmonument auf der Arkadiane, Bronzeathlet, Seldschukische Bauten, Artemision, antike Quellen (FiE 1, Wien 1906), σελ. 148, εικ. 82. 8. Αναλυτικά για τα στιλιστικά χαρακτηριστικά των δωρικών ημικιόνων και του θριγκού βλ. Rumscheid, F., Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 165-166. 9. Για την ιδιαίτερη μορφή των βάσεων των ιωνικών κιόνων βλ. Rumscheid, F., Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 166. 10. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Städtegeschichte, Rundbau auf dem Panayır Dağ, Viersäulenmonument auf der Arkadiane, Bronzeathlet, Seldschukische Bauten, Artemision, antike Quellen (FiE 1, Wien 1906), σελ. 150-152, εικ. 86, 87. 11. Διαφορετική άποψη εκφράζει ο F. Rumscheld, που θεωρεί ότι αντανακλούν αρχαιότερους μικρασιατικούς τύπους, βλ. Rumscheid, F., Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 166-167. 12. Βλ. Rumscheid, F., Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 167-168. 13. Αναλυτικά για το διάκοσμο της σίμης βλ. Rumscheid, F., Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 168. 14. Οι οριζόντιες επιφάνειες των φατνωματικών πλακών βρίσκονταν πάνω από το επιστύλιο και αποτελούσαν ουσιαστικά το μέτωπο της ζωφόρου του θριγκού του δεύτερου ορόφου. Αναλυτικά για τα φατνώματα βλ. Rumscheid, F., Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 167-168. 15. Βλ. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Städtegeschichte, Rundbau auf dem Panayır Dağ, Viersäulenmonument auf der Arkadiane, Bronzeathlet, Seldschukische Bauten, Artemision, antike Quellen (FiE 1, Wien 1906), πίν. V. 16. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Städtegeschichte, Rundbau auf dem Panayır Dağ, Viersälenmonument auf der Arkadiane, Bronzeathlet, Seldschukische Bauten, Artemision, antike Quellen (FiE 1, Wien 1906), σελ. 153. 17. Σύμφωνα με το Fedak, I., Monumental Tombs of the Hellenistic Age: A Study of Selected Tombs from the Pre-Classical to the Early Imperial Era (Toronto 1990), το κυκλικό μνημείο στεγαζόταν με θόλο. 18. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Städtegeschichte, Rundbau auf dem Panayır Dağ, Viersäulenmonument auf der Arkadiane, Bronzeathlet, Seldschukische Bauten, Artemision, antike Quellen (FiE 1, Wien 1906), σελ. 156-167. 19. Το Kυκλικό μνημείο εντάσσεται στην κατηγορία των τιμητικών μνημείων “Memorialbauten” σε εγχειρίδια και ειδικές μελέτες της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής. Θεωρήθηκε ότι ο τύπος αυτός εμπνέεται από τα χορηγικά μνημεία της Ύστερης Κλασικής περιόδου. Βλ. Lauter, H., Die Architektur des Hellenismus (Darmstadt 1986), σελ. 207-212· von Hesberg, H., Formen privater Repräsentation in der Baukunst des 2. und 1. Jahrhunderts v. Chr. Arbeiten zur Archäologie (Wien 1994), σελ. 14-19. 20. Λόγω της απουσίας εσωτερικού θαλάμου, το μνημείο δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως χώρος λατρείας ή ταφικό μνημείο. Έτσι οι ανασκαφείς θεώρησαν την κυκλική κατασκευή νικηφόρο μνημείο το οποίο έφερε τρόπαιο. Αναλυτικά για το θέμα βλ. Benndorf, O. – Heberdey, R. – Karabacek, J.v. – Kukula, R.C. – Niemann, G. – Schindler, W. – Winberg, W., Städtegeschichte, Rundbau auf dem Panayır Dağ, Viersäulenmonument auf der Arkadiane, Bronzeathlet, Seldschukische Bauten, Artemision, antike Quellen (FiE 1, Wien 1906), σελ. 162-165. 21. Keil, J., Ephesos, Ein Führer durch die Ruinenstätte und ihre Geschichte (Wien 1964), σελ. 115-116. 22. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (Wien 1974), σελ. 40. 23. Για τη χρονολόγηση του μνημείου γύρω στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. με βάση τα στιλιστικά χαρακτηριστικά του βλ. επίσης Rumscheid, F., Untersuchungen zur Kleinasiatischen Bauornamentik des Hellenismus (Mainz 1994), σελ. 165-168.
|
|
|