1. Γενική περιγραφή
Το αποκαλούμενο «Επισκοπικό μέγαρο» είναι ένα συγκρότημα με περίστυλη αυλή που περιβάλλεται από δωμάτια (ένα από τα οποία αψιδωτό), λουτρά, αποχωρητήριο και άλλους χώρους· χρονολογείται στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. (ή γύρω στο 500 μ.Χ., σύμφωνα με τον S. Karwiese). Το μέγαρο εγκαταλείφθηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 7ο αιώνα (654/655: αραβικές επιθέσεις), όταν ο επίσκοπος μετακινήθηκε στον Άγιο Θεολόγο (Αγιασολούκ-Σελτζούκ).1
Το μνημείο αποτελεί μέρος του επισκοπικού συγκροτήματος της πόλης, που περιλάμβανε το μέγαρο, το ναό της Παναγίας, ένα αίθριο κι ένα βαπτιστήριο. Βρίσκεται στην κάτω πόλη, κοντά στο λιμάνι της Εφέσου, και υποτίθεται ότι ήταν η έδρα του επισκόπου της Εφέσου στην Ύστερη Αρχαιότητα.
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή
Το επισκοπικό μέγαρο βρίσκεται στον ελεύθερο χώρο ανάμεσα στο υποτιθέμενο Βυζαντινό μέγαρο στα ανατολικά και την εκκλησία της Παναγίας (ή της Συνόδου) στα δυτικά. Στα νότια του συγκροτήματος βρίσκονται οι Ξυστοί, ενώ στα βόρεια κείτονται τα ερείπια του ρωμαϊκού Ολυμπιείου.
Το μνημείο ανεγέρθηκε στο αριστερό τμήμα της νότιας στοάς του Ολυμπιείου (ναός του αυτοκράτορα Αδριανού). Εξαιτίας της κατάστασής του από αρχαιολογικής πλευράς (μόνο μέρος του συγκροτήματος έχει ανασκαφεί), ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά με βεβαιότητα.
Το συγκρότημα εκτεινόταν σε μήκος περίπου 140 μ. (από την αψίδα της εκκλησίας μέχρι την απόληξη του αψιδωτού χώρου στα ανατολικά του περιστυλίου). Η συνολική έκταση του κτηρίου έφτανε περίπου τα 4.200 τ.μ. Το κέντρο του κτηρίου βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του συγκροτήματος. Αποτελείται από μία περίστυλη αυλή· ο αύλειος χώρος (14 x 8,5 μ.) είναι στρωμένος με μάρμαρο και περιβάλλεται από 4 x 6 κίονες. Οι κιονοστοιχίες (μήκους περίπου 2-2,50 μ.) οδηγούσαν σε πολλούς διαφορετικούς χώρους (25 δωμάτια, συνολική κάτοψη: 1.250 τ.μ.).2
Ένας χώρος από αυτούς είναι μία αψιδωτή αίθουσα (πιθανότατα μέρος του χαλκιδικού στα ανατολικά της αυτοκρατορικής στοάς) στην ανατολική πλευρά της αυλής. Το δωμάτιο αυτό μπορεί ενδεχομένως να ερμηνευτεί ως χώρος υποδοχής (ίσως του αρχιεπισκόπου της Εφέσου).3
Επίσης, το μερικώς ανεσκαμμένο σύμπλεγμα δωματίων ακριβώς στα ανατολικά της αψίδας της βασιλικής ανήκε στο επισκοπικό μέγαρο: Τα δωμάτια αυτά μπορούν να ερμηνευτούν ως λουτρό με μεγάλη παραλληλόγραμμη αίθουσα (18,5 x 7,5 μέτρα). Εδώ, στη νότια αψίδα, ανακαλύφθηκε μια δεξαμενή επενδεδυμένη εσωτερικά με μάρμαρο (ψυχρός οίκος). Μπορούν επίσης να ταυτιστούν με βεβαιότητα ένας θερμός οίκος και ένα αποχωρητήριο.4
Εξαιτίας της έλλειψης ανασκαφικών δεδομένων δε γνωρίζουμε τίποτα για την αψίδα και το χώρο μεταξύ του περιστυλίου και του λουτρού.
Κρίνοντας από την εγγύτητα με την επισκοπική εκκλησία και από την κάτοψη, δηλαδή το σχήμα των ξεχωριστών δωματίων (ιδίως της αψιδωτής αίθουσας), το συγκρότημα θα μπορούσε να θεωρηθεί επισκοπικό μέγαρο που περιλάμβανε και λουτρό. Ωστόσο δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις για να υποστηρίξουν μια τέτοια ερμηνεία.
Ακόμα και μικρότερα αντικείμενα, όπως μια μολύβδινη ευλογία, ένα χάλκινο θυμιατήριο κ.λπ., μπορούν μονάχα να δείξουν το χριστιανικό χαρακτήρα του συγκροτήματος5 αλλά δεν είναι δυνατό να στηρίξουν επιχειρήματα για τη χρήση του. Έτσι η ερμηνεία του χώρου ως επισκοπικού μεγάρου δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί υποθετική.
Το υποτιθέμενο επισκοπικό μέγαρο δε θεωρείται τυπικό παράδειγμα επισκοπείου, γιατί η κάτοψή του και η διάταξη των χώρων επηρεάζονταν από το σχήμα της αυτοκρατορικής στοάς. Έτσι, δεν υπάρχει τυπική κάτοψη επισκοπικού μεγάρου.6
Πολλά μαρμάρινα μέλη, σπόλια, από άλλα κτήρια χρησιμοποιήθηκαν εδώ σε δεύτερη χρήση και ενσωματώθηκαν ως διακοσμητικά και λειτουργικά μέρη στο συγκρότημα.
3. Κατασκευή
Τα υλικά δομής του μεγάρου είναι μάρμαρο, πλίνθοι και λαξευτοί λίθοι. Πολλοί τοίχοι έχουν γίνει με μεικτή τοιχοποιία, ενώ σε μερικές μόνο περιπτώσεις έχει βρεθεί αργολιθοδομή. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε με μονάδα μέτρησης το ρωμαϊκό πόδα (περίπου 30 εκατοστά).7 Δεν υπάρχουν ενδείξεις, ούτε αρχαιολογικές ούτε από πηγές, που να πιστοποιούν την ύπαρξη δεύτερου ορόφου.8
4. Ιστορικό
Το κτήριο δεν έχει χρονολογηθεί ακόμα με ακρίβεια. Οι πρώτοι ανασκαφείς είχαν προτείνει τον 4ο αιώνα μ.Χ. Πιο πρόσφατα, ωστόσο, χάρη σε στρωματογραφικά και νομισματικά ευρήματα, ο S. Karwiese πρότεινε μια χρονολόγηση στα τέλη του 5ου αιώνα.9
Ο Παλλάδιος10 αναφέρει ένα περιστατικό που συνέβη στα τελευταία χρόνια του 4ου αιώνα στην Έφεσο: Ο επίσκοπος της περιοχής Αντωνίνος λέγεται ότι είχε αποσπάσει ορισμένους κίονες από την παρακείμενη εκκλησία, για να τους τοποθετήσει στο τρικλίνιό του. Κατηγορήθηκε επίσης ότι χρησιμοποίησε μάρμαρο από την είσοδο του βαπτιστηρίου για τη διακόσμηση του λουτρού του. Ο επίσκοπος καθαιρέθηκε με τις κατηγορίες αυτές.
Δυστυχώς δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τα περιστατικά αυτά αφορούσαν το συγκεκριμένο συγκρότημα, καθώς ούτε η χρονολόγηση ούτε η χρήση του έχουν ακόμη επιβεβαιωθεί.
Ανασκαφές διεξήγαν ο F. Knoll, τις περιόδους 1904-1907 και 1912-1913, ο J. Keil το 1929 και ο S. Karwiese από το 1984 μέχρι το 1986 και από το 1991 μέχρι το 1994.
Το μνημείο βρίσκεται εντός του ανασκαφικού χώρου και είναι προσβάσιμο για τους επισκέπτες.