Έφεσος (Βυζάντιο), Σαρχός Χαμάμ ή Βυζαντινό Μέγαρο

1. Εισαγωγή

Το συγκρότημα βρίσκεται στην κάτω πόλη, στα δυτικά μίας από τις κύριες οδούς που συνέδεαν το Στάδιο με το Θέατρο της Εφέσου (η λεγόμενη οδός του Θεάτρου). Περίπου 70 μ. δυτικά του κτηρίου βρίσκεται το επισκοπικό μέγαρο τής πόλης. Το πώς εντασσόταν στον αστικό ιστό, καθώς και η γενική εικόνα γύρω από το κτίσμα δεν μας είναι γνωστά, εξαιτίας της έλλειψης αρχαιολογικών αναφορών.

Ο ανασκαφέας F. Miltner αρχικά είχε θεωρήσει το αρχιτεκτονικό συγκρότημα λουτρό, εξού και στην παλιότερη βιβλιογραφία απαντά με τις ονομασίες «βυζαντινά λουτρά» ή «Sarhoş Hamam» (επί λέξει «τα λουτρά του μέθυσου»). Η δεύτερη αυτή ονομασία οφειλόταν στην ακανόνιστη κάτοψή του. Αργότερα ο H. Vetters ταύτισε το συγκρότημα με το μέγαρο του τοπικού διοικητή. Τα διάφορα τμήματά του χρονολογούνται από τον 1ο έως τον 6ο αιώνα.

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

Το συγκρότημα (75 × 50 μ., δηλαδή περ. 4.000 τ.μ.) αποτελείται από δύο κύρια μέρη, με δύο διαφορετικούς άξονες (εικ. 1): ένα λουτρό στα βόρεια και ένα χώρο υποδοχής στα νότια. Τα δύο αυτά μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω μιας επιμήκους και στενής αίθουσας (45,4 × 7,6 μ.) στα δυτικά. Και οι δύο απολήξεις της είναι αψιδωτές, ενώ η πρόσοψη προς το δρόμο δεν ήταν κλειστή αλλά ανοιχτή (τοξοστοιχίες). Η κύρια πρόσοψη του κτηρίου, καθώς και η κύρια είσοδος δε βρίσκονταν στην πλευρά της οδού του Θεάτρου, αλλά σε έναν παράλληλο δρόμο στα δυτικά.

Ο χώρος της εισόδου οδηγεί στο λουτρό, το οποίο αποτελούνταν από αρκετά δωμάτια (συνολικά: 30 × 26 μ.). Κρίνοντας από τις εσωτερικές εγκαταστάσεις, ήταν πιθανή μια διαρρύθμιση που όριζε μια συγκεκριμένη διαδοχή των χώρων: caldarium (θερμός οίκος, το τετράκογχο δωμάτιο), sudatorium (χώρος εφίδρωσης, το δωμάτιο με τις δύο αψίδες), frigidarium (ψυχρός οίκος, το ορθογώνιο δωμάτιο στα νότια). Υπήρχαν όμως και τυπικά οικιστικοί χώροι. Ο προσανατολισμός του λουτρού είναι κοινός με αυτόν της Εμβόλου της ρωμαϊκής πόλης.1

Ένας διάδρομος (πλάτους 3,3 μ., με προσανατολισμό ανατολικά προς δυτικά) χώριζε αυτή την οικιστική και λουτρική μονάδα από μία τετράγωνη αίθουσα (19 × 19 μ.). Τέσσερις ημικυκλικές κόγχες (πλάτους 6 μ. και βάθους 3,3 μ.) στις τέσσερις γωνίες της αίθουσας δίνουν οκταγωνικό σχήμα στην κάτοψη του χώρου. Αντίστοιχα, οκτώ πεσσοί ή κίονες στήριζαν έναν πελώριο θόλο (διαμέτρου 9 μ.).2 Η κύρια είσοδος της τετράκογχης αυτής αίθουσας (260 τ.μ.) βρισκόταν στα δυτικά, ενώ στα ανατολικά της ήταν προσαρτημένα τρία επιπλέον δωμάτια. Το κεντρικό δωμάτιο από αυτά (5,7 × 8,6 μ.) ήταν αψιδωτό (πλάτος 7,5 μ., βάθος 3 μ.). Στη νότια όψη του συγκροτήματος ήταν προσαρτημένη μια μικρή εκκλησία (12 × 4,5 μ., εικ. 2), με σύνθρονο στην αψίδα· δεν υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις για ύπαρξη νάρθηκα στα δυτικά.

Το μνημείο είναι ένα από τα σημαντικότερα κοσμικά κτήρια της βυζαντινής Εφέσου. Η κάτοψη, αλλά και η υποτιθέμενη ανωδομή παραπέμπουν μάλλον σε κάποιο σημαντικό δημόσιο κτήριο παρά σε δημόσια λουτρά.3 Το συγκρότημα (τόσο τα ρωμαϊκά όσο και τα βυζαντινά τμήματα) είχαν κατασκευαστεί με μονάδα μέτρησης το ρωμαϊκό πόδι (περ. 30 εκ.). 4

Ορισμένα τμήματα από το διάκοσμο των τοίχων διατηρούνται στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος (δηλαδή στο ρωμαϊκό λουτρό). Διακρίνονται δύο στρώματα τοιχογραφιών. Το παλιότερο είναι συγκρίσιμο με αυτά της Πομπηίας (τρίτος διακοσμητικός ρυθμός, α΄ μισό του 1ου αιώνα),5 ενώ τα διακοσμητικά στοιχεία του νεότερου θυμίζουν τη ζωγραφική της οικίας 2 (αρ. 51) στους πρόποδες του λόφου της Εφέσου.6 Επομένως το στρώμα αυτό μπορεί να χρονολογηθεί στο α΄ μισό του 3ου αιώνα.

Ελάχιστα μόνο σπαράγματα μαρτυρούν ότι η αίθουσα υποδοχής κοσμούνταν επίσης με τοιχογραφίες. Η αίθουσα εισόδου και η αίθουσα υποδοχής είχαν πολύχρωμα μωσαϊκά δάπεδα, ωστόσο λίγα τμήματα σώζονται από τα αρχικά ψηφιδωτά.7 Ειδικά οι τοίχοι της αίθουσας υποδοχής κοσμούνταν με μαρμάρινες πλάκες. Βρέθηκε μεγάλος αριθμός μελών σε δεύτερη χρήση (σπόλια).

Στο κτίσμα έχουν χρησιμοποιηθεί λίθοι και πλίνθοι. Στην αρμολόγηση της πλινθοδομής του ρωμαϊκού τμήματος (λουτρό) έχει χρησιμοποιηθεί αργολιθοδομή, ενώ οι πρωτοβυζαντινοί τοίχοι έχουν γίνει με μεικτή τοιχοποιία.8 Ο θόλος της αίθουσας υποδοχής είχε κατασκευαστεί από πλίνθους.

3. Ιστορικό

Σχετικά με την ακριβή χρονολόγηση του συγκροτήματος δεν έχουμε καταλήξει οριστικά. Ο διάκοσμος (τοιχογραφίες) του βόρειου τμήματος του συγκροτήματος (δηλαδή του λουτρού) μπορεί να χρονολογηθεί στον 1ο αιώνα. Έχουν διαπιστωθεί εκτεταμένες επισκευές από τον 3ο αιώνα. Αργότερα το λουτρό ενσωματώθηκε σε ένα συγκρότημα με κάπως διαφορετικό προσανατολισμό. Η μετατροπή αυτή, καθώς και η προσθήκη των αιθουσών υποδοχής και εισόδου, έγιναν ενδεχομένως στις αρχές του 6ου αιώνα.9

Δεδομένων των διαστάσεών του, το ρωμαϊκό λουτρό δεν μπορεί να θεωρηθεί δημόσιο κτήριο. Εξάλλου υπάρχουν τρία σύγχρονά του και πολύ μεγάλα λουτρά στην ίδια περιοχή (οι Θέρμες του Λιμανιού, το Γυμνάσιο του Βήδιου και το Γυμνάσιο του Θεάτρου). Γι’ αυτό και η ερμηνεία του χώρου ως ιδιωτικής οικίας που περιλάμβανε και ιδιωτικά λουτρά φαίνεται πιο πιθανή. Κατά τους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους το κτήριο προσαρμόστηκε και ενσωματώθηκε σε ένα δημόσιο συγκρότημα. Κανένα χαρακτηριστικό του δεν υποδεικνύει περαιτέρω χρήση του χώρου ως λουτρού.10

Στην πραγματικότητα το συγκρότημα θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως κατοικία του ανθύπατου κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και αργότερα του βυζαντινού στρατηγού.11 Το ανάκτορό του περιλάμβανε δύο ενότητες: το λουτρό με τους προσαρτημένους οικιστικούς-χρηστικούς χώρους12 και την τετράκογχη αίθουσα (χώρος υποδοχής) με το παρακείμενο αψιδωτό δωμάτιο στα ανατολικά (ενδεχομένως ένα είδος αίθουσας ακροάσεων).13 Η μικρή εκκλησία στη νότια όψη δεν ήταν ενοριακός ναός, αλλά μάλλον ιδιωτικό παρεκκλήσιο.14 Έτσι, το πνευματικό και το κοσμικό κέντρο (το επισκοπικό μέγαρο και το μέγαρο του τοπικού διοικητή) θα βρίσκονταν δίπλα δίπλα.

Το κτήριο ανασκάφηκε από το 1954 μέχρι το 1956 από το F. Miltner και είναι σήμερα μόνο εν μέρει επισκέψιμο.




1. Karwiese, St., “Byzantine Palace”, in Scherrer, P. (ed.), Ephesus. The New Guide (Turkey 2000), σελ. 186.

2. Fasolo, F., “L'architettura romana di Efeso”, Bolletino del centro di studi per la storia dell'architettura 18 (1962), εικ. 70, 73-74.

3. Vetters, H., “Zum byzantinischen Ephesos”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft (1966), σελ. 281. Πρβλ. Swoboda, K.M., Römische und Romanische Palastbauten (Wien 1924), σελ. 185-199.

4. Vetters, H., “Zum byzantinischen Ephesos”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft (1966), σελ. 280.

5. Miltner, F., “XXII. Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”,  Jahreshefte des Österreichischen Archäologischen Instituts 44 (1959) Beibl., σελ. 249-250, εικ. 117. Vetters, H., “Zum byzantinischen Ephesos”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft (1966), σελ. 278; Βλ. επίσης Strocka, V.M., “Wandmalerei”,  Jahreshefte des Österreichischen Archäologischen Instituts 50 (1972-75), σελ. 468.

6. Ladstätter, S., “Die Chronologie des Hanghauses 2 ”, in Krinzinger, F. (ed.), Das Hanghaus 2 von Ephesos (Archäologische Forschungen 7 = DenkschrWien 302, Wien 2002), σελ. 9-40.

7. Miltner, F., “XXI. Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”,  Jahreshefte des Österreichischen Archäologischen Instituts 43 (1956) Beibl., σελ. 7.

8. Miltner, F., “XX. Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos”, Jahreshefte des Österreichischen Archäologischen Instituts 42 (1955) Beibl., σελ. 50.

9. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge et al. 1979), σελ. 51 προτείνει μια πρώιμη χρονολόγηση στα χρόνια του Διοκλητιανού.

10. Miltner, F., Ephesos. Stadt der Artemis und des Johannes (Wien 1958), σελ. 115.

11. Müller-Wiener, W., βιβλιοκρισία για το Miltner, F., Ephesos. Stadt der Artemis und des Johannes (Wien 1958) στο Gnomon 32 (1960), σελ. 724· Vetters, H., “Zum byzantinischen Ephesos”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft (1966), σελ. 281.

12. Reallexikon zur byzantinischen Kunst 2 (1971) στήλ. 204, λήμμα Ephesos (M. Restle).

13. Vetters, H., “Zum byzantinischen Ephesos”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft (1966), σελ. 280.

14. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge et al. 1979), σελ. 51.