1. Εισαγωγή
Η πόλη των Αδάνων υπήρξε παλιό αστικό κέντρο της Κιλικίας, ευφορότατης περιοχής της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Η πόλη άκμασε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή ως διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Η περιοχή διατηρήθηκε υπό τον έλεγχο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι και την εμφάνιση του Ισλάμ. Από τότε η Κιλικία αποτέλεσε ένα από τα πολιτισμικά και γεωγραφικά σύνορα στα οποία συναντήθηκαν, ανταγωνίστηκαν και συναλλάχθηκαν ο ισλαμικός και ο χριστιανικός κόσμος. Ήδη από τον 7ο αιώνα η περιοχή της Κιλικίας και της πόλης των Αδάνων άλλαξε πολλές φορές χέρια, καθώς υπήρξε το επίκεντρο της αντιπαράθεσης Βυζαντινών, Αράβων και Αρμενίων. Κατά το 13ο και 14ο αιώνα η πόλη των Αδάνων άκμασε ως κέντρο του βασιλείου της Μικράς Αρμενίας.
Η περιοχή των Αδάνων ενσωματώθηκε τυπικά στο οθωμανικό κράτος στις αρχές του 17ου αιώνα. Παρά το γεγονός ότι ο οθωμανικός στρατός είχε καταλάβει την Κιλικία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο (1516-1517), η περιοχή ενσωματώθηκε αρχικά στο κρατίδιο των Ραμαντάνογλου (Ραμαζάνογλου), που ήταν υποτελές στην Πύλη. Το 1608 τα Άδανα αποτέλεσαν επαρχία (εγιαλέτι) με έδρα την πόλη των Αδάνων, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την οθωμανοαιγυπτιακή σύρραξη της δεκαετίας του 1830. Με την ανακωχή της Κιουτάχειας (1833) η Κιλικία παραχωρήθηκε στην Αίγυπτο, αλλά το 1840 η εξουσία της Πύλης αποκαταστάθηκε στην περιοχή. Μέχρι το 1868 η πόλη των Αδάνων ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου σαντζακιού του βιλαετιού Χαλεπίου. Το έτος αυτό η οθωμανική διοίκηση, στο πλαίσιο της διοικητικής αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας που εγκαινιάστηκε το 1864 με το νέο νόμο των βιλαετιών, αποφάσισε τη δημιουργία ενός νέου νομού στην Κιλικία, μια περιοχή άμεσου ενδιαφέροντος για την οθωμανική διοίκηση, με έδρα τα Άδανα. Το νέο βιλαέτι δημιουργήθηκε μετά την απόσπαση των σαντζακιών των Αδάνων, του Kozan και του Cebelibereket από το βιλαέτι του Χαλεπίου, καθώς και του σαντζακιού του İcel από το βιλαέτι του Ικονίου, τα οποία αποτέλεσαν και τη βάση του νέου νομού. Ειδικότερα για το σαντζάκι των Αδάνων, αυτό χωριζόταν σε τέσσερις καζάδες (Άδανα, Μερσίνα, Ταρσός, Καραϊσαλί). Η συνολική έκταση του νέου βιλαετιού έφτανε τα 40.000 τ.χμ. και περιλάμβανε 1.664 συνοικισμούς, πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά. Πρωτεύουσα του νέου νομού ορίστηκε η πόλη των Αδάνων.
Τα Άδανα, χτισμένα σε λόφο στους πρόποδες του Ταύρου, βρίσκονται στο κέντρο της Κιλικίας (Çukurova) και περιβρέχονταν από τον ποταμό Σάρο (Seyhan), έναν από τους κυριότερους της Κιλικίας, μαζί με τον Πύραμο (Ceyhan) και τον Καλύκαδνο (Gök-Su). Η πόλη είχε ανεπτυγμένο ιστό ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή, πολλά δε ρωμαϊκά οικοδομήματα διασώθηκαν σε καλή κατάσταση. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ενισχύθηκαν αισθητά οι οχυρώσεις της πόλης, μέρος των οποίων διασώθηκε μέχρι το 1836 όταν καταστράφηκαν από το στρατό του Μωχάμετ Άλι.1 Το κλίμα της περιοχής επηρεαζόταν από τα μεγάλα έλη που είχαν σχηματιστεί στη νότια πεδινή πλευρά της επαρχίας. Το νοσηρό και υγρό κλίμα ήταν ιδιαίτερα αισθητό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν οι κάτοικοι της πόλης των Αδάνων αλλά και πολλοί κάτοικοι της πεδιάδας εγκατέλειπαν προσωρινά τις οικίες τους για να εγκατασταθούν σε βορειότερα και ορεινότερα σημεία. Παρά τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη του 19ου αιώνα τα αποξηραντικά έργα που έγιναν ήταν περιορισμένα και το νοσηρό κλίμα της περιοχής δε μεταβλήθηκε ιδιαίτερα. Κατά τη διάρκεια της περιήγησής του στην Κιλικία το 1911 ο Sir Mark Sykes, ο μετέπειτα σχεδιαστής της διανομής των οθωμανικών αραβικών επαρχιών ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία, αναφέρθηκε στα Άδανα με περιφρόνηση ως μια πόλη γεμάτη πυρετούς και σκόνη, την οποία εγκατέλειψε με μεγάλη ικανοποίηση.2 Η έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου ματαίωσε τα σχέδια της οθωμανικής κυβέρνησης για την πλήρη αποξήρανση των ελών.
Το σαντζάκι των Αδάνων αποτέλεσε το επίκεντρο της οικονομικής δραστηριότητας του βιλαετιού, καθώς εκεί αναπτύχθηκε μεγάλος αριθμός καλλιεργειών. Η περιοχή αποτελούσε φυσικό σιτοβολώνα, αλλά δίπλα στην καλλιέργεια των δημητριακών εμφανίστηκαν και νέες καλλιέργειες με προεξάρχουσα αυτή του βαμβακιού. Η καλλιέργεια αυτή έμελλε να έχει σημαντική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη του νομού, διότι γύρω της επικεντρώθηκε μια σειρά παραγωγικών δραστηριοτήτων που άλλαξαν τη φυσιογνωμία της Κιλικίας. Η υψηλή διαθεσιμότητα γαιών και η περιορισμένη ύπαρξη εργατικών χεριών, που δεν μπορούσε να την καλύψει απόλυτα ούτε η εποχιακή μετανάστευση ούτε ο μόνιμος εποικισμός, είχαν αποτέλεσμα τη στροφή προς την εκμηχάνιση της καλλιέργειας του βαμβακιού. Το σαντζάκι των Αδάνων είχε από τους υψηλότερους ρυθμούς εκμηχάνισης της καλλιέργειας με συνολική επένδυση σε αγροτικά μηχανήματα που ξεπέρασε σε αξία τις 40.000 στερλίνες. Στα 1909 ο Βρετανός υποπρόξενος υπολόγιζε ότι υπήρχαν ήδη 220 ατμοκίνητες αλωνιστικές μηχανές και άροτρα, ενώ κάθε χρόνο εισάγονταν 200-250 θεριστικές μηχανές.
Η ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας, σε συνδυασμό με την ένταξη νέων γαιών στην καλλιέργεια με την αποξήρανση ελών, ενίσχυσε τον οικονομικό ρόλο της περιοχής και ανέδειξε τη σημασία της Κιλικίας ως παραγωγικής ζώνης. Επιπλέον, η συσσώρευση κεφαλαίου από το εμπόριο και την παραγωγή βαμβακιού ενθάρρυνε την επένδυση στη βιομηχανική επεξεργασία του βαμβακιού, καθώς και σε τομείς της ελαφριάς βιομηχανίας τόσο στην πόλη των Αδάνων, όσο και στα άλλα δύο σημαντικά αστικά κέντρα του σαντζακιού, στην Ταρσό και τη Μερσίνα.
2. Παραγωγή βαμβακιού στα Άδανα
1893 | 20.000 τόνοι |
1902 | 40.000 |
1903 | 42.000 |
1904 | 42.000 |
1905 | 45.000 |
1906 | 50.000 |
1907 | 60.000 |
1908 | 75.000 |
1909 | 40.000 |
1910 | 64.000 |
1911 | 80.000 |
1912 | 100.000 |
| |
Η οικονομική σημασία της περιοχής υπογραμμίστηκε από την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου που ένωνε τα τρία μεγάλα κέντρα του βιλαετιού, τα Άδανα, την Ταρσό και τη Μερσίνα. Η κατασκευή της γραμμής στη δεκαετία του 1890 έγινε από αγγλογαλλική εταιρεία, η οποία εξαγόρασε το προνόμιο από τους Mehmed Nahid bey και Κωστάκη Θεοδωρίδη, στους οποίους είχε αρχικά παραχωρηθεί το 1883. Ωστόσο η προοπτική της σύνδεσης της γραμμής αυτής με το σιδηρόδρομο της Βαγδάτης που είχε φτάσει μέχρι την Ηράκλεια του Ικονίου δεν κατέστη δυνατή, όπως ελπιζόταν, μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου.
Η οικονομική ανάπτυξη που γνώρισε το σαντζάκι των Αδάνων συνοδεύτηκε και από μια αισθητή δημογραφική αύξηση που αφορούσε τόσο τη μουσουλμανική όσο και τις μη μουσουλμανικές κοινότητες. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε συνηγορούν στην εκτίμηση ότι η δημογραφική αύξηση αποτελεί υπόθεση του 19ου αιώνα και συνδέεται με τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και τη φιλελευθεροποίηση του οθωμανικού κράτους κατά την περίοδο αυτή, αλλά και με τις γενικότερες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Χαρακτηριστική είναι η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Κιρκασίων στην Κιλικία που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους με τον Κριμαϊκό πόλεμο. Οι δημογραφικές πληροφορίες που διαθέτουμε είναι αντιφατικές μεταξύ τους ως προς το δημογραφικό μέγεθος των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων, αλλά όχι ως προς την αυξητική τάση του συνολικού πληθυσμού.
Σύμφωνα με τη στατιστική του Αυστριακού στρατιωτικού ακολούθου στην Κωνσταντινούπολη A. Ritter zur Helle von Samo, που συντάχθηκε με βάση τους οθωμανικούς επαρχιακούς δημογραφικούς οδηγούς (salname), στην επαρχία των Αδάνων κατοικούσαν 324.000 άτομα. Η οθωμανική στατιστική του 1881/1882, η πρώτη η οποία συντάσσεται με συγκρίσιμους όρους, ανεβάζει τον πληθυσμό του βιλαετιού σε 396.349 άτομα.3 Στα 1891, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε ο Vital Cuinet, το βιλαέτι αριθμεί 403.000 άτομα. Η οθωμανική στατιστική του 1906 αναφέρει ότι κατοικούσαν συνολικά στο βιλαέτι 504.396 άτομα,4 νούμερο που θα μειωθεί αισθητά κατά την επόμενη απογραφή του 1914 στα 411.023.5 Η κατανομή του πληθυσμού αυτού γίνεται στη βάση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Παρά τις αισθητές αποκλίσεις που υπάρχουν στις δημογραφικές πληροφορίες ως προς το ακριβές μέγεθος των κοινοτήτων αυτών, δε φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία σχετικά με την απόλυτη δημογραφική κυριαρχία των μουσουλμάνων κατοίκων του νομού. Από τις χριστιανικές κοινότητες μεγαλύτερη σε μέγεθος ήταν η αρμενική, η οποία ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα, και ακολουθούσε, σε απόσταση, η ορθόδοξη κοινότητα. Υπήρχαν επίσης λίγοι καθολικοί και προτεστάντες. Ο αρμενικός πληθυσμός της Κιλικίας μειώθηκε αισθητά μετά τις σφαγές του 1909. Υπολογίζεται ότι μόνο στα Άδανα καταστράφηκαν πάνω από 2.000 κτίσματα, τα περισσότερα Αρμένιων κατοίκων της πόλης, ενώ οι συνολικές απώλειες των Αρμενίων υπολογίζονται σε 15.000 έως 20.000.
Σύμφωνα με τις οθωμανικές στατιστικές, τα δημογραφικά δεδομένα του σαντζακιού των Αδάνων είναι τα ακόλουθα: για τα έτη 1881/1882 156.164,6 για το 1906 123.6397 και για το 1914 144.820 άτομα.8 (Σημειωτέον πως κατά το 1881/1882 η περιοχή και η πόλη της Μερσίνας και της Ταρσού υπάγονταν ακόμη στο σαντζάκι των Αδάνων, ενώ αποσχίστηκαν από αυτό και αποτέλεσαν ξεχωριστό σαντζάκι το 1889.) Οι αριθμοί αυτοί πάντως δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την παρουσία ενός κυμαινόμενου πληθυσμού εποχιακών εργατών ή μεταναστών που κατοικούσαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο σαντζάκι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Cuinet υπολογίζει το συνολικό αριθμό των κατοίκων του σαντζακιού σε 174.062, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την παρουσία αυτού του πληθυσμού.9 Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ίδια πηγή ο αστικός πληθυσμός του σαντζακιού των Αδάνων ήταν ιδιαίτερα ψηλός σε σχέση με τα υπόλοιπα σαντζάκια του νομού Αδάνων. Τα Άδανα, η Μερσίνα και η Ταρσός συγκέντρωναν περίπου 70.000 μόνιμους κατοίκους, εκ των οποίων οι 30.000 κατοικούσαν στα Άδανα.
3. Η ορθόδοξη κοινότητα των Αδάνων
Κατά το 19ο αιώνα η χριστιανική ορθόδοξη κοινότητα των Αδάνων γνώρισε σημαντική οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, η οποία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις ευρύτερες εξελίξεις στην περιοχή. Η διαμόρφωση της χριστιανικής ορθόδοξης κοινότητας της πόλης των Αδάνων μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα σε αυτό τo πλαίσιο. Η δημογραφική μεγέθυνση και η οικονομική ευρωστία της εγγράφονται μέσα σε ένα χρονικό διάστημα που έχει αφετηρία τη δεκαετία του 1840 και ως κατάληξη την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης (1923) και τον εκπατρισμό στην Ελλάδα. Τα στοιχεία τα οποία διαθέτουμε για το δημογραφικό μέγεθος της ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας της πόλης των Αδάνων είναι διάσπαρτα και προέρχονται από τις επίσημες οθωμανικές απογραφές, τις πληροφορίες Ευρωπαίων εμπόρων και περιηγητών, καθώς και από τα δημοσιευμένα στοιχεία που βρίσκουμε σε δημοσιεύματα που έχουν ημιεπίσημο χαρακτήρα, όπως το έργο του V. Cuinet. Υπάρχουν επίσης οι εκτιμήσεις της ίδιας της κοινότητας, που όμως δε διαφέρουν σημαντικά από τις επίσημες στατιστικές.
Σύμφωνα με τις επίσημες οθωμανικές στατιστικές, ο αριθμός των ορθοδόξων στο σαντζάκι των Αδάνων ήταν ιδιαίτερα μικρός. Στα 1881/1882 καταγράφονται 1.605 ορθόδοξοι, στα 1906 2.434 και στα 1914 3.104. Οι αντίστοιχες καταχωρίσεις για τους ορθοδόξους του βιλαετιού είναι 3.453, 11.067 και 8.537.10 Ο Cuinet υπολογίζει τους ορθοδόξους του βιλαετιού σε 46.200 και σε αυτούς πρέπει να προστεθούν άλλοι 20.900 Σύροι ορθόδοξοι που τους καταχωρίζει ξεχωριστά.11 Δεν παρέχει όμως πληροφορίες για τους ορθοδόξους του σαντζακιού των Αδάνων. Σύμφωνα με το ημερολόγιο που εξέδωσε η ορθόδοξη αδελφότητα της Μερσίνας το 1911, οι ορθόδοξοι των Αδάνων ανέρχονται σε περίπου 15.000.12 Λίγα χρόνια αργότερα ο Κοντογιάννης υπολογίζει τους ορθοδόξους του βιλαετιού σε 20.000.13 Οι αριθμοί αυτοί παρουσιάζουν αποκλίσεις και μάλλον συσκοτίζουν το πραγματικό δημογραφικό μέγεθος των ορθοδόξων. Παρότι τα δημογραφικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας είναι μάλλον αντιφατικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επρόκειτο για μια κοινότητα μικρή σε μέγεθος και συγκεντρωμένη κυρίως στις πόλεις. Από τις υπάρχουσες πληροφορίες προκύπτει ότι οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλης των Αδάνων φαίνεται πως ανέρχονταν σε 4.000, αυτοί της Ταρσού σε 2.000-3.000 και οι ορθόδοξοι της Μερσίνας περίπου σε 3.000. Εκτός των πόλεων αυτών η παρουσία των ορθοδόξων σε όλο το βιλαέτι των Αδάνων ήταν περιορισμένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 1.664 συνοικισμούς, χωριά και πόλεις του νομού Αδάνων δε συναντήσαμε ορθοδόξους σε περισσότερους από 15.
Οι αποκλίσεις των δημογραφικών πληροφοριών αποτελούν μέρος του προβλήματος της διερεύνησης της δημογραφικής βάσης της κοινότητας, όχι όμως και το σημαντικότερο. Υπάρχει μια δεύτερη παράμετρος που αφορά τη σύνθεση της κοινότητας αυτής, η οποία είχε εξαιρετικά ετερόκλητο γεωγραφικά, γλωσσικά και πολιτισμικά χαρακτήρα, καθώς διαμορφώθηκε κυρίως μέσα από τη μετανάστευση ορθοδόξων από διαφορετικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Από κάθε άποψη η κοινότητα των Αδάνων αποτελεί μικρόκοσμο της ευρύτερης ορθόδοξης κοινότητας της αυτοκρατορίας, αντανακλώντας ευθέως τον ετερόκλητο χαρακτήρα της. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1850 ο Βρετανός έμπορος W.B. Barker ανέφερε τις εμπορικές ανταλλαγές Κύπριων χριστιανών που μετέφεραν προϊόντα του νησιού στην Κιλικία για να τα ανταλλάξουν με σιτάρι.14 Η κίνηση αυτή ενισχύθηκε κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα, όταν χριστιανικές ορθόδοξες οικογένειες από την Κύπρο εγκαταστάθηκαν στη Μερσίνα και τα Άδανα. Μια δεύτερη πηγή μετανάστευσης προς την Κιλικία ήταν οι χριστιανικοί ορθόδοξοι και τουρκόφωνοι ως επί το πλείστον οικισμοί της Καππαδοκίας, όπως η Καισάρεια, η Νίγδη και το Ζιντζίντερε, αλλά και χωριά του Πόντου. Η μεταναστευτική κίνηση από τις περιοχές αυτές, που έχει ήδη καταγραφεί στη βιβλιογραφία, είχε προορισμό κυρίως τη δυτική Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, αλλά ένα μέρος της κατευθύνθηκε νοτιότερα προς τις ταχύτατα αναπτυσσόμενες πόλεις του σαντζακιού των Αδάνων. Τέλος, μια τρίτη ομάδα ελληνόφωνων μεταναστών κατέφτασε στο σαντζάκι των Αδάνων από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, κυρίως από τη Χίο και τη Λέσβο. Οι μετανάστες αυτοί εγκαταστάθηκαν κυρίως στην πόλη της Μερσίνας, αλλά ορισμένοι κατέληξαν στην πόλη των Αδάνων. Οι διαφορετικές αυτές ομάδες των μεταναστών αποτέλεσαν, σύμφωνα με μια πηγή, τα δύο τρίτα περίπου της ορθόδοξης κοινότητας του σαντζακιού,15 χωρίς όμως να γνωρίζουμε με βεβαιότητα την ακριβή κατανομή τους στην πόλη των Αδάνων. Στις ομάδες αυτές πρέπει να προσθέσουμε και τους γηγενείς τουρκόφωνους ορθοδόξους, οι οποίοι αποτελούσαν το υπόλοιπο μέρος της κοινότητας. Επιπλέον, εμφανείς ήταν οι προσωρινές μεταναστευτικές κινήσεις αγροτών χριστιανών ορθοδόξων από την Καππαδοκία που πήγαιναν στον κάμπο των Αδάνων σε εποχές υψηλής ζήτησης για εργατικό δυναμικό, συνήθως την εποχή της συλλογής του βαμβακιού. Οι αγρότες αυτοί συνήθως επέστρεφαν στα χωριά τους μετά το πέρας των εργασιών, αλλά δεν πρέπει να αποκλείεται εγκατάστασή τους, μέρους τουλάχιστον, σε μονιμότερη βάση. Ανάλογες κινήσεις μουσουλμάνων αγροτών από τα σαντζάκια και τους καζάδες που περιστοίχιζαν τα Άδανα αναφέρονται συχνά σε πηγές της εποχής.
Πρέπει να προστεθεί ότι η πολυπλοκότητα της δημογραφικής σύνθεσης της χριστιανικής ορθόδοξης κοινότητας των Αδάνων ενισχύεται και από έναν άλλο παράγοντα: τους Σύρους ορθόδοξους χριστιανούς, η καταγραφή των οποίων αρχίζει μετά τη δεκαετία του 1890. Μέχρι τότε δεν υπήρχε τυπική διάκριση ανάμεσα στους Σύρους ορθοδόξους, τους γηγενείς και τους νέους μετανάστες και όλοι αποτελούσαν μέρη της ίδιας θρησκευτικής κοινότητας. Η παρουσία των Σύρων ορθοδόξων στο σαντζάκι των Αδάνων φαίνεται πως σχετίζεται κυρίως με το ευρύτερο μεταναστευτικό φαινόμενο στο οποίο αναφερθήκαμε. Πάντως μέρος των αραβόφωνων ορθοδόξων πρέπει να ήταν εγκατεστημένο στην περιοχή πολύ καιρό πριν. Ο V. Cuinet αναφέρει ότι στο βιλαέτι των Αδάνων ζούσαν 20.900 Σύροι ορθόδοξοι, τους οποίους διαχωρίζει από τους υπόλοιπους ορθοδόξους του βιλαετιού,16 χωρίς ωστόσο να μας πληροφορεί σχετικά με την κατανομή τους σε γηγενείς ή μετανάστες. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ίδια πηγή, μεγάλος αριθμός αραβόφωνων ορθοδόξων κατοικούσε στα αστικά κέντρα μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται κυρίως για ομάδες μεταναστών.
Ο όρος Σύριοι ορθόδοξοι αρχίζει να αποκτά εθνικές/εθνοτικές συνδηλώσεις μετά την εκδήλωση του Αντιοχικού ζητήματος και συνδέεται με τις διαφορετικές πολιτικές και εκκλησιαστικές επιλογές μέρους των αραβόφωνων ορθοδόξων σε σχέση με την πλειονότητα των χριστιανών ορθοδόξων στο σαντζάκι των Αδάνων. Αποκτά συνεπώς ιδιαίτερη σημασία σε μια περίοδο κατά την οποία εμφανίζονται νέες διακρίσεις στο χώρο της ορθόδοξης κοινότητας μέσα από την πολιτικοποίηση της γλωσσικής διαφοροποίησης και την ενδοκοινοτική διαμάχη που ξέσπασε. Η εξέλιξη όμως αυτή δε μειώνει τη μέχρι τότε συμβίωση των αραβόφωνων ορθοδόξων με τους υπολοίπους, τις γαμήλιες ανταλλαγές ή τις κοινωνικές σχέσεις που ανέπτυξαν. Εξάλλου η αραβοφωνία των Σύρων ορθοδόξων δεν ήταν ισχυρότερο κριτήριο διάκρισης από την τουρκοφωνία του μεγαλύτερου τμήματος της κοινότητας.
4. Η κοινωνική διαστρωμάτωση της ορθόδοξης κοινότητας Αδάνων
Στην πλειονότητά τους οι ορθόδοξοι του νομού Αδάνων κατοικούσαν στα τρία αστικά κέντρα του νομού. Η συγκέντρωση του πληθυσμού αυτού στα αστικά κέντρα δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Οι προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής αποτέλεσαν δέλεαρ για την εγκατάσταση ορθόδοξων χριστιανών από άλλες περιοχές. Η κατεύθυνση της μεταναστευτικής κίνησης προς τα αστικά κέντρα προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική φυσιογνωμία της κοινότητας των Αδάνων. Οι πρώτοι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Πιθανή εμπορική επιτυχία τούς επιτρέπει να καλέσουν μέλη της οικογένειάς τους, προκειμένου να τους βοηθήσουν. Η μεταναστευτική κίνηση οργανώθηκε με βάση τα συγγενικά δίκτυα και οι επιχειρήσεις των ορθοδόξων στηρίχθηκαν άμεσα στη συγγένεια, έχοντας πάντα οικογενειακό χαρακτήρα. Η παρουσία συντοπιτών επέτρεψε την ανάπτυξη γαμήλιων στρατηγικών που συνέβαλαν στην οριστική εγκατάστασή τους στα Άδανα. Σταδιακά η μικρή κοινότητα της πόλης των Αδάνων στρωματοποιήθηκε κοινωνικά με τη συγκρότηση μιας κοινωνικής ιεραρχίας στην κορυφή της οποίας βρίσκονταν λίγες εκλεκτές οικογένειες, οι οποίες πλούτισαν με το εμπόριο και τη μεταποίηση του βαμβακιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της οικογένειας Συμεώνογλου. Προερχόμενη από το Ζιντζίντερε της Καππαδοκίας, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στα Άδανα ασχολούμενη με το εμπόριο του βαμβακιού, με βάση το οποίο δημιούργησε σημαντική περιουσία. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια Τρυπάνη, η οποία πρωτοστάτησε στη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής.
Η παρουσία πολλών εμπορικών οίκων στα Άδανα που ανήκαν σε χριστιανούς ορθόδοξους επιχειρηματίες τεκμαίρεται από πολλές πηγές και επιτρέπει να συμπεράνουμε τη δημιουργία μιας ισχυρής επιχειρηματικής ομάδας που δραστηριοποιούνταν στον εμπορικό, τραπεζικό και βιομηχανικό τομέα. Σύμφωνα με το Δελτίο του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στην Κωνσταντινούπολη, που εξέδιδε τακτικά ευρετήριο ομογενειακών επιχειρήσεων, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1911 υπήρχαν δεκαέξι επιχειρήσεις στα Άδανα. Συγκεκριμένα αναφέρονται οι επιχειρήσεις των Ν. & Ι. Αμπατζόγλου, Ι. Αρτέμη, Π. & Γ. Γρηγοριάδη, Ζώτου & Πατρινού, Αφών Καραγιακούπογλου, Αν. Καραϊωσηφόγλου, Δ. Κοκκινάκη, Ιορδάνη Κουζουτζόγλου, Α. Μιχαηλίδη, Ι. Πρωτόπαπα, Τρυπάνη Πατήρ & Υιού, Μ. Σεκίρογλου, Αρ. Συμεώνογλου & Σία, Συμεώνογλου & Ποδούρογλου και Φραγκάκη & Σινιόσογλου.17 Με δύο μόνο εξαιρέσεις, οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο και την κατεργασία του βαμβακιού. Το εμπόριο του βαμβακιού γινόταν σε δύο διαφορετικές φάσεις. Η πρώτη αφορούσε την αγορά του προϊόντος μετά τη συγκομιδή και την πρώτη κατεργασία. Μετά το τέλος των συναλλαγών αυτών, η παραγωγή μεταφερόταν σε πιεστήρια όπου το βαμβάκι πιεζόταν σε δέματα 150-200 κιλών και έπαιρνε το δρόμο της εξαγωγής προς την Ευρώπη ή τις μεγάλες αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Συρίας. Στην αγορά των Αδάνων δεσπόζουσα θέση είχε η γερμανική εταιρεία Deutsche Levantinische Baumwollengesellschaft, χωρίς όμως να αποκλείονται από το εμπόριο του βαμβακιού οι οθωμανικοί οίκοι.
Περισσότερο ισχυρή ήταν η θέση των επιχειρήσεων αυτών στη μεταποίηση του βαμβακιού. Τα εργοστάσια Hamidiye, ιδιοκτησίας Τρυπάνη, και Osmaniye, ιδιοκτησίας Συμεώνογλου, διέθεταν 15.000 ατράκτους για νηματοποίηση του βαμβακιού και αποτελούσαν σημαντικές επενδύσεις στην πόλη των Αδάνων. Η παραγωγική ικανότητα του εργοστασίου Τρυπάνη έφτανε τα 800-1.000 δέματα νήματος ημερησίως. Η αντίστοιχη παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου Συμεώνογλου έφτανε τα 200 δέματα ημερησίως. Δίπλα στα νηματουργεία θα έπρεπε να προστεθούν τα εκκοκκιστήρια του βαμβακιού, που μαζί με τις μονάδες βιομηχανίας ειδών διατροφής ολοκλήρωναν τη βιομηχανική υποδομή της πόλης των Αδάνων. Τα εκκοκκιστήρια της εταιρείας Συμεώνογλου & Ποδούρογλου, καθώς και της επιχείρησης του Μ. Κοκκινάκη, συμπλήρωναν τον κατάλογο των μεγάλων μονάδων της πόλης.
Το ύψος της επένδυσης που αντιπροσώπευαν αυτές οι βιομηχανικές μονάδες δεν είναι γνωστό με ακρίβεια. Γνωρίζουμε πάντως ότι το μέσο ύψος επένδυσης αυξήθηκε εντυπωσιακά το διάστημα 1890-1911: από τις 5.500 οθωμανικές λίρες την περίοδο 1893-1902, έφτασε τις 200.000 λίρες το 1907. Στις επενδύσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός των εργοστασίων Τρυπάνη στα Άδανα και στην Ταρσό, καθώς και του Συμεώνογλου στα Άδανα, χωρίς όμως να γνωρίζουμε το ακριβές ύψος τους.
Η συνολική παρουσία των επιχειρήσεων αυτών φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Επωνυμία επιχείρησης | Είδος βιομηχανικής δραστηριότητας |
Τρυπάνης & υιοί | Νηματουργείο, υφαντουργείο, εκκοκκιστήριο, αλευρόμυλος, μηχανουργείο |
Συμεώνογλου &Σία | Νηματουργείο |
Συμεώνογλου & Ποδούρογλου | Νηματουργείο |
Κοκκινάκης Δ. | Εκκοκκιστήριο, παγοποιείο |
Ζώτος & Πατρίκιος | Εκκοκκιστήριο |
Κουζουτζόγλου | Εκκοκκιστήριο |
Μιχαηλίδης | Εκκοκκιστήριο |
Αφοί Καραγιακούλογλου | Εκκοκκιστήριο |
| |
Πάντως δε θα έπρεπε να μείνει κανείς με την εντύπωση ότι οι ισχυρές οικονομικά οικογένειες της πόλης των Αδάνων ασχολούνταν αποκλειστικά με το εμπόριο και τη βιομηχανία. Ενδιαφέρον υπήρξε και για τη γαιοκτησία, αλλά και για τις τραπεζικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Ο Αριστείδης Συμεώνογλου φέρεται κάτοχος τεράστιου σε έκταση τσιφλικιού που έφτανε τα 200.000 στρέμματα, ενώ μεγάλες εκτάσεις γύρω από τη Μερσίνα είχε και ο Δ. Τρυπάνης.
Η ισχύς και η λάμψη της επιχειρηματικής αυτής ομάδας δεν πρέπει να συσκοτίσει την παρουσία των αφανών χριστιανών ορθοδόξων, εποίκων ή γηγενών, οι οποίοι ζούσαν στην πόλη των Αδάνων. Οι πληροφορίες που υπάρχουν για αυτούς είναι περιορισμένες και αποσπασματικές. Μεγάλο μέρος του χριστιανικού ορθόδοξου ενεργού πληθυσμού των Αδάνων απασχολούνταν στον τομέα του εμπορίου και των υπηρεσιών στελεχώνοντας είτε μικρές ατομικές είτε μεγάλες επιχειρήσεις. Σημαντικός επίσης αριθμός πρέπει να έβρισκε απασχόληση στις χειρωνακτικές εργασίες που προσφέρονταν στην πόλη των Αδάνων και στα γύρω χωριά. Οι διαθέσιμες πηγές υπογραμμίζουν ότι οι γηγενείς ορθόδοξοι κάτοικοι της περιοχής εξακολούθησαν να απασχολούνται στον αγροτικό τομέα, καθώς στην πλειονότητά τους ήταν μικροκαλλιεργητές. Δε γνωρίζουμε πώς αυτοί οι μικροί καλλιεργητές μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στα υψηλά ημερομίσθια που διαμόρφωσε η ταχύτατη επέκταση της παραγωγής βαμβακιού. Το πιο πιθανό είναι να εξαντλούσαν τις παραγωγικές δυνατότητες του νοικοκυριού τους πριν στραφούν στη ζήτηση ξένων εργατικών χεριών. Εξίσου σημαντικός τομέας απασχόλησης για πολλούς ορθόδοξους εποίκους ήταν η βιομηχανία των Αδάνων. Δε διαθέτουμε ακριβείς υπολογισμούς για το εργατικό δυναμικό της πόλης, αλλά αυτό πρέπει να προσέγγιζε τα 3.000-4.000 άτομα. Μόνο το εργοστάσιο του Τρυπάνη απασχολούσε 1.000 εργάτες και η εβδομαδιαία δαπάνη για ημερομίσθια έφτανε τα 20.000 πιάστρα, ενώ ο Συμεώνογλου απασχολούσε στη βιομηχανία του 350 άτομα σε μόνιμη βάση.
5. Κοινοτική ζωή
Η κοινοτική ζωή των ορθοδόξων δεν είχε στατικό αλλά δυναμικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα. Ο μικρός αριθμός των ορθοδόξων δεν εμπόδισε τη συγκρότηση κοινότητας, η οποία επιφορτίστηκε με τη διαχείριση της εκπαίδευσης και της Εκκλησίας. Στα 1875 δημιουργήθηκε η κοινότητα των Αδάνων, την οποία επόπτευε εξαμελής δημογεροντία σε συνεργασία με το μητροπολίτη Ταρσού Αδάνων. Ο κανονισμός της κοινότητας εγκρίθηκε στα 1900 και διασώζεται σε χειρόγραφη μορφή στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ). Η δημογεροντία αναγνωριζόταν από το οθωμανικό κράτος ως η πολιτική αρχή της κοινότητας. Τα μέλη της εκλέγονταν ανά τριετία και ήταν υπεύθυνα για την εξεύρεση πόρων για τη λειτουργία των σχολείων, τη διαχείριση της περιουσίας της κοινότητας, ενώ είχαν και δικαστικές αρμοδιότητες. Η δημογεροντία διατηρούσε βιβλία στα οποία καταγράφονταν τα πρακτικά της, οι εισπράξεις και οι δαπάνες της Εκκλησίας, όπου και κρατούνταν το ληξιαρχείο της κοινότητας. Τα βιβλία, που βρίσκονται συγκεντρωμένα στα ΓΑΚ, είναι γραμμένα στα καραμανλίδικα και τα ελληνικά.
Η οικονομική ευρωστία της κοινότητας αντικατοπτρίστηκε στην κατασκευή σύγχρονων σχολικών εγκαταστάσεων που οικοδομήθηκαν το 1875, καθώς και στο μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Νικολάου που ανεγέρθηκε το 1845.
Η δημιουργία σχολείων για τους χριστιανούς ορθοδόξους στα Άδανα έγινε με σχετική καθυστέρηση, κατά τη δεκαετία του 1870. Το πρώτο σχολείο που ιδρύθηκε επί μητροπολίτη Γερμανού στην πόλη ήταν αρρεναγωγείο, ενώ το 1891 λειτούργησε και παρθεναγωγείο. Το 1910 ιδρύθηκε νηπιαγωγείο έπειτα από δωρεά της οικογένειας Συμεώνογλου. Ακριβή στοιχεία για την ετήσια φοίτηση δεν υπάρχουν, πλην αποσπασματικών πληροφοριών που αφορούν τη δεκαετία του 1900. Σύμφωνα με αυτές, στα 1904 ο αριθμός των μαθητών ήταν 235 και το 1909 έφτανε τους 350. Το 1923 ο συνολικός αριθμός μαθητών και μαθητριών που φοιτούσαν στα σχολεία της κοινότητας φέρεται να έφτασε τους 800. Η κοινότητα φρόντισε για την εξασφάλιση μόνιμων πόρων για τη λειτουργία των σχολείων, οι δαπάνες των οποίων άγγιζαν τις 300 οθωμανικές λίρες. Τα κοινοτικά καταστήματα εξασφάλιζαν πάγιους ετήσιους πόρους 150 λιρών, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα καλύπτονταν από τα δίδακτρα των εύπορων μαθητών (100 λίρες) και τα έσοδα από θεατρικές παραστάσεις και λαχειοφόρους αγορές που οργάνωνε η κοινότητα.
Η πορεία των σχολείων στα Άδανα ακολούθησε μια γνωστή κατεύθυνση. Η παροχή εκπαίδευσης ήρθε να συγκεράσει τις εκπαιδευτικές ανάγκες μιας διευρυνόμενης μεσαίας τάξης, που έβλεπε την εκπαίδευση ως αξία και μέσο κοινωνικής ανόδου, με την ανάγκη της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ιεραποστολικής δραστηριότητας άλλων χριστιανικών δογμάτων. Η δημιουργία σύγχρονων εκπαιδευτηρίων από προτεσταντικές και καθολικές αποστολές στην Κιλικία που απευθύνονταν κυρίως σε Αρμενίους και ελληνορθοδόξους θεωρήθηκε από τις εκκλησιαστικές Αρχές και την ηγεσία της κοινότητας μέσο προσηλυτισμού των μαθητών. Στα Άδανα λειτουργούσαν από τα τέλη του 19ου αιώνα σχολεία που τα είχαν ιδρύσει καθολικοί ιεραπόστολοι και σε αυτά φοιτούσαν περισσότεροι από 200 μαθητές. Η έλξη που ασκούσαν τα σχολεία αυτά στις αστικές οικογένειες των Αδάνων φαίνεται πως οφειλόταν στην καλή διδασκαλία ξένων γλωσσών και στον περισσότερο σύγχρονο, σε σχέση με τα ορθόδοξα σχολεία, προσανατολισμό του προγράμματος σπουδών.
Η ορθόδοξη κοινότητα των Αδάνων υπαγόταν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και η πόλη των Αδάνων ήταν η έδρα του μητροπολίτη της επαρχίας Ταρσού και Αδάνων. Η θέση αυτή ενέπλεξε την κοινότητα των Αδάνων, όπως και αυτές της Μερσίνας και της Ταρσού, στο Αντιοχικό ζήτημα. Από τις μητροπόλεις που υπάγονταν στον πατριαρχικό θρόνο Αντιοχείας, η μητρόπολη Ταρσού και Αδάνων πρωτοστάτησε στην άρνηση αποδοχής του πατριάρχη Μελετίου, καθώς και στη μη αποδοχή του νέου μητροπολίτη Αλεξάνδρου Ταχάν, ο οποίος υπήρξε επιλογή του πατριάρχη. Το Αντιοχικό ζήτημα υπήρξε καταλύτης στην αναδιάταξη της ορθόδοξης κοινότητας της πόλης. Η πλειονότητα των ορθοδόξων που αντέδρασε στην εκλογή του πατριάρχη Μελετίου ήρθε σε αντιπαράθεση με τη μειοψηφία των ορθοδόξων που τον υποστήριζαν. Η διαμάχη αυτή είχε αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση πολιτισμικών γνωρισμάτων που μέχρι εκείνη την περίοδο δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία. Η γλωσσική διαφοροποίηση αραβόφωνης μειονότητας και τουρκόφωνης και ελληνόφωνης πλειονότητας ανάχθηκε σε εθνική αντιπαράθεση ανάμεσα σε Άραβες και Έλληνες. Η γλώσσα του εθνικισμού και η οικειοποίησή της στο πλαίσιο της διαμάχης αυτής μετέτρεψε μια εκκλησιαστική διαμάχη σε πολιτική διαφορά εθνικού χαρακτήρα. Η παρέμβαση του ελληνικού υποπροξενείου και της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη επέδρασε ιδιαίτερα στην ένταση της διαμάχης. Η μητρόπολη Ταρσού και Αδάνων συνέχισε να χηρεύει μέχρι και την αποχώρηση των ορθόδοξων κατοίκων των Αδάνων στα 1923.
Η ορθόδοξη κοινότητα των Αδάνων συνέδεσε την τύχη της με την έκβαση της μεγάλης αντιπαράθεσης που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στην περιοχή. Η συνθήκη των Σεβρών παραχώρησε την Κιλικία στη Γαλλία, αλλά μετά τη συνθήκη της Άγκυρας τον Οκτώβριο του 1921, κατά την οποία η Γαλλία συμφώνησε να αποχωρήσει από την περιοχή, άρχισε μαζική έξοδος των χριστιανών, οι οποίοι φοβήθηκαν τα αντίποινα των μουσουλμάνων. Με βάση τη συνθήκη της Άγκυρας η τουρκική διοίκηση αναγνώριζε τα δικαιώματα των μειονοτήτων και εγγυήθηκε πολιτική αμνηστία. Όμως, ούτε οι όροι αυτοί ούτε η προσωπική παρουσία και οι συνεχείς προτροπές του διπλωμάτη και πολιτικού Franklin-Bouillon, ο οποίος υπέγραψε εκ μέρους της Γαλλίας τη συνθήκη της Άγκυρας, δεν εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη των χριστιανών, κυρίως των Αρμένιων κατοίκων της Κιλικίας, που άρχισαν να εκκενώνουν την περιοχή από τα παράλια. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λωζάννης, οι εναπομείναντες χριστιανοί της επαρχίας Αδάνων, περίπου 10.000, μετακινήθηκαν οριστικά στην Ελλάδα.