1. Ο χώρος – ιστορικά στοιχεία
Η μητρόπολη Αδάνων και Ταρσού βρισκόταν μέσα στα όρια του βιλαετιού Αδάνων – κατ’ αναλογία με τη βυζαντινή διοικητική διαίρεση, όταν το θέμα Κιλικίας αποτελούσε, παράλληλα, την επικράτεια της μητρόπολης. Η μητρόπολη Αδάνων και Ταρσού ανήκε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, μια παράμετρος που δημιουργούσε ορισμένες φορές δυσχέρειες με τις μητροπόλεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης και το ίδιο το Πατριαρχείο.1
Ο χώρος που κάλυπτε το βιλαέτι Αδάνων έφτανε τα 40.000 τ.χλμ.2 Πιο συγκεκριμένα, στο βιλαέτι Αδάνων εντασσόταν το σαντζάκι Αδάνων που αποτελούνταν από τέσσερις καζάδες (Αδάνων, Ταρσού, Καρά-ισαλού και Μερσίνας). Η ίδια η πόλη (Adana) βρίσκεται πάνω στις όχθες του ποταμού Σάρου (Seyhan), στο μέσο μιας μεγάλης πεδιάδας.3 Περίπου 40 χλμ. νοτιοδυτικά των Αδάνων βρίσκεται η ιστορική Ταρσός (Tarsus), χτισμένη στις όχθες του ποταμού Κύδνου, συρρικνωμένη κατά τον Π. Κοντογιάννη στο «τέταρτον της αρχαίας της επιφανείας».4
Η πόλη της Μερσίνας (Mersin) ιδρύθηκε το 1832 κοντά σε ένα φυσικό όρμο στις ακτές της Κιλικίας και κατέστη το επίνειο της κοντινής Ταρσού, των Αδάνων (σε απόσταση 67 χλμ. από αυτά), αλλά και πολλών περιοχών του κεντρικού υψιπέδου της Ανατολίας. Όπως αναφέρεται, πήρε το όνομά της από τις πολλές μυρσίνες που φύονταν στα περίχωρά της.5 Δυτικότερα βρίσκεται η Σελεύκεια (Silifke), που ιδρύθηκε από το Σέλευκο Νικάτορα, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Καλυκάνδου, αποτελούσε έδρα του σαντζακιού Ιτσιλί και είχε ως επίνειο το Τας-ουτζού, 10 χλμ. ανατολικά της, στο βάθος του κολπίσκου Αγά-λιμάν.6
2. Πληθυσμός
Ο πληθυσμός του βιλαετιού Αδάνων έφτανε το 1892 στο συνολικό αριθμό των 403.500 κατοίκων και αποτελούνταν ειδικότερα (μεταξύ άλλων) από 158.000 μουσουλμάνους και 68.000 ελληνορθόδοξους, σύμφωνα με το Μ. Χαμιδόπουλο. Οι αριθμοί που δίνονται οκτώ χρόνια αργότερα από τους Verney και Babmann, το 1900, αποκλίνουν ελάχιστα όσον αφορά το συνολικό και, επιμέρους, το μουσουλμανικό πληθυσμό, ενώ σε ό,τι αφορά τον ελληνορθόδοξο υπάρχει μια εμφανής απόκλιση, χωρίς να είναι σαφές αν στα οκτώ χρόνια ανάμεσα στις δύο απογραφές παρουσιάστηκε κάποιος παράγοντας διαφοροποίησης στα κατά τα άλλα αναλλοίωτα νούμερα ή αν απλώς τα ελληνικά στοιχεία δίνουν μεγαλύτερο αριθμό. Συγκεκριμένα, οι αριθμοί που δίνουν οι Verney και Babmann παρουσιάζουν συνολικό πληθυσμό 403.430 κατοίκων· μεταξύ αυτών 158.000 μουσουλμάνοι, (αναλλοίωτος ο αριθμός) και 46.200 ελληνορθόδοξοι.7
Η πόλη των Αδάνων, σύμφωνα με τον Π. Κοντογιάννη, είχε συνολικό πληθυσμό περίπου 70.000 κατοίκων, στους οποίους πλεόναζαν οι Γρηγοριανοί Αρμένιοι (40.000, τουλάχιστον μέχρι τις διώξεις των ετών 1909 και 1915), ενώ αναφέρονται επίσης 10.000 ελληνορθόδοξοι (με νησιωτική κυρίως προέλευση, αλλά και από τις περιοχές του Ικονίου και της Καππαδοκίας), 20.000 μουσουλμάνοι, καθώς και λίγοι Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα Γερμανοί, από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα.8 Πάντα σύμφωνα με τον Κοντογιάννη, η Ταρσός είχε 30.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 15.000 ήταν μουσουλμάνοι, οι 7.000 Αρμένιοι και οι 5.000 ελληνορθόδοξοι,9 ενώ οι κάτοικοι της Μερσίνας ανέρχονταν στους 22.000, με 15.000 μουσουλμάνους, 4.000 ελληνορθόδοξους, 1.000 Αρμένιους και λιγότερους Άραβες και Ευρωπαίους, κυρίως Γάλλους.10 Η Σελεύκεια, τέλος, είχε 3.000 κατοίκους από τους οποίους 1.000 ήταν ελληνορθόδοξοι.11
3. Οικονομία
Η οικονομική σημασία των Αδάνων ενισχυόταν από την ύπαρξη υποκαταστήματος της Οθωμανικής Τραπέζης στην πόλη, σε σύνολο 22 υποκαταστημάτων στα ασιατικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.12 Στα Άδανα άλλωστε είχε στραφεί κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα το ενδιαφέρον γερμανικών επιχειρηματικών κύκλων για εκμετάλλευση των πρώτων υλών της επαρχίας, όπως η εταιρεία βάμβακος (Deutsch – Levantinische Baumwollengesellschaft), παράλληλα με τη διέλευση του γερμανικών συμφερόντων σιδηροδρόμου που διέσχιζε την Ανατολία με τελικό προορισμό τη Βαγδάτη. Η μεγάλη κιλικική πεδιάδα, στο μέσο της οποίας βρίσκονται τα Άδανα, απέδιδε παραγωγή βαμβακιού, καθώς επίσης και σιτηρών, ρυζιού και ζαχαροκάλαμου.13 Φημισμένο επίσης ήταν το μέλι των Αδάνων.14 Η πόλη, τέλος, αποτέλεσε ένα από τα νέα κέντρα ταπητουργίας που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα.15
Σημαντικό εμπορικό κέντρο ήταν η Ταρσός, παρόλο που ως κύρια ασχολία των κατοίκων της αναφέρεται και η γεωργία. Η ανάπτυξη όμως της Μερσίνας έπληξε τις εμπορικές δραστηριότητες στην πόλη.16 Η στρατηγική θέση του λιμανιού της Μερσίνας (παρά τα όποια προβλήματα λόγω του μικρού βάθους του) επέφερε τη γρήγορη οικονομική της ανάπτυξη καθώς κατέστη το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου από και προς την Κιλικία και τη μικρασιατική ενδοχώρα. Η περιοχή της Καππαδοκίας, για παράδειγμα, προμηθευόταν μέσω Μερσίνας ευρωπαϊκά προϊόντα ή εξήγε τη δική της παραγωγή. Η παραδοσιακή εμπορική κίνηση της Καππαδοκίας με το λιμάνι της Σμύρνης είχε ατονήσει λόγω της μικρότερης απόστασης από το λιμάνι της Μερσίνας, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη των περιοχών της Κιλικίας. Η θέση της τονιζόταν από την παρουσία αντιπροσώπων (προξένων, υποπροξένων ή προξενικών πρακτόρων) όλων σχεδόν των ισχυρών κρατών στο β΄ μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Π. Κοντογιάννης δίνει κάποια αριθμητικά στοιχεία για την εμπορική κίνηση της πόλης· το 1911 κατέπλευσαν στο λιμάνι της 370 πλοία συνολικής χωρητικότητας 577.000 τόνων. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (σιτηρών, βαμβακιού και σουσαμιού) για εκείνο το έτος ανήλθαν στα 15.000.000 γαλλικά φράγκα και οι εισαγωγές στα 12.610.000 φράγκα.17
Οι δραστηριότητες αυτές απέχουν πάρα πολύ από αυτές άλλων θέσεων των ακτών της Κιλικίας για την οποία αναφέρει ο Π. Κοντογιάννης ότι γενικά δε διέθετε σημαντικά (χωροταξικά τουλάχιστον) λιμάνια. Η Σελεύκεια, για παράδειγμα, δυτικότερα της Μερσίνας, σύμφωνα πάλι με τον Κοντογιάννη, είχε λίγες εμπορικές δραστηριότητες, αν και το επίνειό της εξυπηρετούσε μια ευρύτερη περιοχή.18
Οι ελληνορθόδοξοι του βιλαετιού που κατάγονταν κυρίως από την Καππαδοκία και το Ικόνιο (αν και αναφέρονται νησιώτες και Κύπριοι) μετέβησαν στην Κιλικία λόγω των δυνατοτήτων για εμπορικές δραστηριότητες. Στο πλαίσιο της ακμαίας υφαντουργίας και ταπητουργίας της περιοχής σημειώνεται η ύπαρξη δύο ελληνικών κλωστηρίων στα Άδανα, των αδελφών Τρυπάνη (ημερήσια παραγωγή 800/1.000 δέματα) και των Συμεώνογλου και Σία (ημερήσια παραγωγή 150-200 δέματα), καθώς και του Μαυρομμάτη στην Ταρσό (ημερήσια παραγωγή 500/600 δέματα). Στις δύο πόλεις υπήρχαν παράλληλα εκκοκκιστήρια βάμβακος, ενώ αναφέρεται ένα νηματουργείο και στη Μερσίνα.19
1. ΘΗΕ 1 (1962), σελ. 382, βλ. λ. «Άδανα» (Τ. Γριτσόπουλος). 2. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία, (Αθήνα 1907), σελ. 13. 3. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 169. 4. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 171. 5. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 173. 6. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 174-175. 7. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 13. 8. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, (Αθήνα 1921), σελ. 169. 9. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 171. 10. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 173. 11. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 174. 12. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 50. 13. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 169-170. 14. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 417. 15. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 56. 16. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 171. 17. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 173· Ασβέστη, Μ.Β., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 50. 18. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 175. 19. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 183, 182· Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 116-117.
|
|
|