Αδραμύττι (Οθωμανική Περίοδος)

1. Ανθρωπογεωγραφία

Πόλη στη βόρεια άκρη ομώνυμου κάμπου και κοντά στο μυχό του Αδραμυττινού κόλπου. Απέχει από τη θάλασσα περίπου 6 χλμ. Επίνειο του Αδραμυττίου ήταν το Άκτσάι, από το οποίο απείχε περίπου 9 χλμ. Από τη νότια παρυφή της πόλης περνούσε ο δημόσιος δρόμος που συνέδεε το Αδραμύττι με το Τσανάκκαλε (Δαρδανέλια) και το Μπαλούκεσερ, με διακλάδωση για τις Κυδωνίες (Αϊβαλί). Το Αδραμύττι βρίσκεται 75 χλμ. δυτικά του Μπαλούκεσερ, 42 χλμ. ΒΑ του Αϊβαλιού, 51 χλμ. ΝΔ του Μπάλια Μαντέν, 73 χλμ. Ν-ΝΔ της Μπίγα, 130 χλμ. βόρεια της Σμύρνης και 188 χλμ. ΝΔ της Προύσας.

Αδραμύττι ήταν η ονομασία του οικισμού που χρησιμοποιούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο και έτσι ήταν καταχωρισμένο και στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Η τουρκική ονομασία του οικισμού είναι Edremit (Εντρεμίτ) και έτσι ήταν αντίστοιχα καταχωρισμένο στα επίσημα οθωμανικά κρατικά έγγραφα. Ουσιαστικά πρόκειται για παραφθορά της ελληνικής ονομασίας του.

Η ονομασία αυτή ανάγεται στην Αρχαιότητα, οπότε και αναφέρεται το Αδραμύττιο ως αποικία των Αθηναίων.1 Η αρχαία πόλη ήταν χτισμένη στο μικρό λόφο Καρατάς. Βρισκόταν σε καίρια συγκοινωνιακή θέση μεταξύ της θάλασσας και των γύρω ορεινών όγκων αλλά και επί της οδού που συνέδεε τον Ελλήσποντο με τις αιολικές και τις ιωνικές πόλεις. Ωστόσο δεν εξελίχθηκε σε αστικό κέντρο μεγάλης σημασίας. Σύμφωνα με άλλη άποψη εξελληνίστηκε επί Κροίσου και κυρίως αργότερα επί Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Καταστράφηκε από πειρατές γύρω στο 1100 για να χτιστεί ξανά στη θέση όπου έγινε γνωστό στους Νεότερους χρόνους. Η θέση αυτή (συγκεκριμένα ο λόφος πάνω στον οποίο είχε χτιστεί ένα τμήμα του) το προστάτευε από τους πειρατές, το απομάκρυνε όμως ταυτόχρονα από τη θάλασσα αλλά και τις σημαντικές διά ξηράς οδούς.2

Το Αδραμύττι κατά τα έτη πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή διέθετε συνολικά πληθυσμό μεταξύ 15.000 - 17.000 κατοίκων. Από αυτούς οι ελληνορθόδοξοι ήταν μεταξύ 5.500 και 7.000, ενώ οι υπόλοιποι ήταν Τούρκοι (οι περισσότεροι) και Τάταροι.3 Επίσης υπήρχαν λίγοι Αρμένιοι και Εβραίοι.

Η καταγωγή των περισσότερων ελληνορθόδοξων κατοίκων του Αδραμυττίου ήταν από την Μυτιλήνη. Άρχισαν να μεταναστεύουν στο Αδραμύττι και στην ευρύτερη περιοχή του κυρίως μετά το σεισμό που έπληξε το νησί το 1867. Υπήρχαν επίσης και λίγοι ελληνορθόδοξοι έποικοι από το Αϊβαλί. Υπήρχαν όμως και ελληνορθόδοξοι που θεωρούνταν «ντόπιοι».

Οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι μιλούσαν την ελληνική. Μολονότι όμως οι περισσότεροι κατάγονταν από τη Μυτιλήνη, δε μιλούσαν με τη μυτιληνέϊκη προφορά. Γνώριζαν πάντως και τουρκικά, αφού άλλωστε το μουσουλμανικό τουρκόφωνο στοιχείο υπερείχε πληθυσμιακά στην πόλη.

2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – θρησκεία – εκπαίδευση

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τον 20ό αιώνα το Αδραμύττι ήταν πρωτεύουσα επαρχίας (καϊμακαμλίκι, kaymakamlik), η οποία υπαγόταν στο μουτεσαριφλίκι (mutasarrıflık) του Μπαλούκεσερ της διοικητικής περιφέρειας (βιλαέτι, Valilik) της Προύσας.4 Η επαρχία του Αδραμυττίου περιλάμβανε 47 χωριά. Στο συμβούλιο του καϊμακάμη της πόλης υπήρχαν δύο σύμβουλοι (αζάδες, âza) – εκπρόσωποι του ελληνορθόδοξου στοιχείου. Το Αδραμύττι ήταν και έδρα δημάρχου (belediye reisi). Στο συμβούλιο της δημαρχίας (belediye) δεν εκπροσωπούνταν οι ελληνορθόδοξοι του οικισμού, δεν υπήρχαν δηλαδή ελληνορθόδοξοι δημοτικοί σύμβουλοι. Επικεφαλής της ελληνορθόδοξης κοινότητας ήταν 3-4 μουχτάρηδες (muhtar), έχοντας μοιρασμένες αρμοδιότητες κατά συνοικία. Μουχτάρηδες αντίστοιχα διοικούσαν και το μουσουλμανικό στοιχείο. Εκτός όμως από τους μουχτάρηδες λειτουργούσε και σώμα δημογεροντίας, η οποία φρόντιζε τα κοινοτικά ζητήματα και επέβλεπε το έργο της σχολικής εφορείας και της εκκλησιαστικής επιτροπής.

Το Αδραμύττι υπαγόταν σε εκκλησιαστικό επίπεδο στη μητρόπολη Εφέσου. Η μοναδική εκκλησία του οικισμού ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ήταν πέτρινη εκκλησία με τρούλο, ενώ στο εσωτερικό της είχε σε πολλά σημεία επένδυση με μάρμαρο. Στους τοίχους υπήρχαν αγιογραφίες, ενώ από την οροφή κρέμονταν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι. Στο Αδραμύττι υπήρχαν επίσης 6 τζαμιά. Κάποια από αυτά ήταν παλαιότερα εκκλησίες.

Στο Αδραμύττι λειτουργούσαν νηπιαγωγείο, παρθεναγωγείο και δημοτικό σχολείο (αρρεναγωγείο), που είχε όμως και τάξεις σχολαρχείου (επτατάξιο). Το 1905 το αρρεναγωγείο διέθετε 173 μαθητές και 6 δασκάλους, το παρθεναγωγείο (τετρατάξιο) 100 μαθήτριες και 3 δασκάλες και τέλος το νηπιαγωγείο 180 νήπια με 2 νηπιαγωγούς. Το δημοτικό ήταν μεγάλο ισόγειο κτήριο, όπου η κάθε τάξη διέθετε τη δική της αίθουσα.

3. Η πεδιάδα του Αδραμυττίου και το βουνό Ίδη

Το Αδραμύττι είχε δική του πεδιάδα. Ο κάμπος του άρχιζε από το βουνό Ίδη (Καζ Νταγ), το οποίο βρισκόταν βορειοδυτικά σε απόσταση 18 χλμ. και τελείωνε στο χωριό Φρενελί προς ανατολάς και στο χωριό Κεμέρ προς νότο. Την πεδιάδα του Αδραμυττίου διέσχιζε ο μικρός ποταμός Εύηνος (Φρενελί τσάι), ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση περίπου ενός τετάρτου νότια της πόλης. Πήγαζε από την Ίδη. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες που υπήρχαν στην πεδιάδα του Αδραμυττίου ανήκαν παλαιότερα σε μουσουλμάνους ιδιοκτήτες. Προοδευτικά όμως, και ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα, περιέρχονταν στην κυριότητα ελληνορθόδοξων.

Το βουνό Ίδη αποτελούσε πλουτοπαραγωγική πηγή για τους κατοίκους του Αδραμυττίου. Το βουνό καταρχήν είχε άφθονα δάση από πεύκα, έλατα, καστανιές κτλ. Επίσης υπήρχαν εκεί λιβάδια, όπου βοσκούσαν χιλιάδες πρόβατα. Στο βουνό κατοικούσαν ομάδες Σαρακατσάνων που είχαν έρθει από τα Βαλκάνια (άγνωστο πότε) και οι οποίοι ασχολούνταν με την τυροκομία. Τα τυριά τους μάλιστα τα αποθήκευαν στις σπηλιές του βουνού, όπου διατηρούνταν δροσερά. Ολόκληρο το έτος υπήρχε χιόνι στο βουνό· οι μουσουλμάνοι χωρικοί των γύρω χωριών το μάζευαν και το μετέφεραν, ειδικά το καλοκαίρι, στο Αδραμύττι. Έφτιαχναν με αυτό σερμπέτια και άλλα αναψυκτικά. Επίσης οι κάτοικοι του Αδραμυττίου συχνά κυνηγούσαν στην Ίδη αλεπούδες, αγριογούρουνα, λαγούς κτλ. Οι κυνηγοί πουλούσαν τα δέρματα των ζώων στο Αδραμύττι· το δέρμα ενός κουναβιού πωλούνταν 1 οθωμανική λίρα, το δέρμα της αλεπούς 25-30 γρόσια και το δέρμα του λαγού, φθηνότερο κατά πολύ, 2 1/2 γρόσια το κομμάτι. Τα δέρματα κατόπιν τα έστελναν στη Σμύρνη και από εκεί εξάγονταν ακόμα και σε ευρωπαϊκές χώρες.

4. Στοιχεία οικιστικής δομής

Το Αδραμύττι συνδεόταν με το επίνειό του, το Άκτσάι, με φαρδύ αμαξιτό δρόμο. Κάθε πρωί περνούσαν από το δρόμο αυτό 50-100 αραμπάδες φορτωμένοι με μετάλλευμα (χαλκός), το οποίο μεταφερόταν από τα μεταλλεία του Μπάλια Μαντέν στο Άκτσάι. Εκεί φορτωνόταν σε πλοία, τα οποία το μετέφεραν σε άλλα λιμάνια.

Δίπλα στα νερά του Φρενελί τσάι λειτουργούσαν 12 νερόμυλοι. Το ελληνορθόδοξο στοιχείο κατοικούσε σε διαφορετικούς μαχαλάδες (στο σημείο όπου η πόλη «ίσιωνε» προς την πεδιάδα) από το μουσουλμανικό (στο ύψωμα που σχημάτιζε ο λόφος του Αδραμυττίου). Οι Τάταροι επίσης (πρόσφυγες από την Κριμαία) κατοικούσαν σε ξεχωριστή συνοικία, η οποία αριθμούσε γύρω στα 200-300 σπίτια. Οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι δεν είχαν δικούς τους μαχαλάδες αλλά ήταν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την πόλη. Κάποιοι από τους χριστιανικούς μαχαλάδες ήταν ο Soğan yemek mahallesi (μαχαλάς των κρεμμυδοφάγων,) ο Kaditarlası (χωράφι του καδή) και ο λεγόμενος «Ξεβράκωτος» μαχαλάς (πιθανότατα λεγόταν έτσι επειδή κατοικούνταν από ελληνορθόδοξους χαμηλών εισοδημάτων).

Όλοι οι δρόμοι της πόλης ήταν στρωμένοι με καλντερίμι, ενώ στο πλάι είχαν αυλάκια για να τρέχει το νερό της βροχής. Οι δρόμοι φωτίζονταν τις νύχτες με λάμπες πετρελαίου. Υπεύθυνος για το φωτισμό ήταν ένας δημοτικός υπάλληλος, ο πασβάντης (νυχτοφύλακας). Η δόμηση των σπιτιών ήταν ιδιαίτερα πυκνή.

Υπήρχαν ακόμα στην πόλη πέντε χάνια. Σε αυτά διέμεναν οι αμαξάδες που έρχονταν από το Μπαλούκεσερ ή από το Μπάλια Μαντέν. Υπήρχε επίσης ένα ξενοδοχείο και έξι λουτρά. Οι ιδιοκτήτες των λουτρών (hamam) ήταν όλοι μουσουλμάνοι, ενώ τα χάνια ανήκαν κυρίως σε ελληνορθόδοξους. Τα επισκέπτονταν όμως τόσο οι μουσουλμάνοι του οικισμού όσο και ελληνορθόδοξοι.

5. Στοιχεία οικονομίας

Τα κύρια προϊόντα που παρήγαν οι κάτοικοι του Αδραμυττίου ήταν ελιές (και φυσικά ελαιόλαδο), σταφίδα και σύκα. Τα προϊόντα αυτά μεταφέρονταν στην αγορά της Σμύρνης και από εκεί εξάγονταν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης οι κάτοικοι διέθεταν αμπέλια, αχλαδιές και μποστάνια. Στο Αδραμύττι υπήρχαν περίπου 10 ελαιοτριβεία, τα οποία δούλευαν με ατμό. Το καθένα απασχολούσε γύρω στους 10-15 εργάτες.5 Υπήρχαν επίσης και 5-6 εργοστάσια επεξεργασίας σταφίδας και σύκων. Οι σταφιδοπαραγωγοί παρήγαγαν σταφίδα ροζακιά, γνωστή με την ονομασία «κέρινο». Επίσης ασχολούνταν με τη σιτοπαραγωγή και τη μελισσοκομία. Υπήρχαν στο Αδραμύττι γύρω στις 1.000 κυψέλες. Το μέλι του Αδραμυττίου ήταν περιζήτητο στην αγορά της Κωνσταντινούπολης. Επίσης 2 χλμ. ΝΑ του Αδραμυττίου βρισκόταν το χωριό Φρένκιοϊ, όπου υπήρχαν μεταλλικά νερά.

Στην πόλη αρκετοί από τους ελληνορθόδοξους ήταν έμποροι και τεχνίτες, μπακάληδες, τσαγκάρηδες, μαραγκοί κτλ. Οι μουσουλμάνοι, αντίθετα, δεν ήταν τεχνίτες στην πλειονότητά τους αλλά έμποροι και κτηματίες. Μεγάλο παζάρι γινόταν στην πόλη κάθε Τετάρτη, σε μια μεγάλη αλάνα μπροστά από το διοικητήριο, όπου συγκεντρώνονταν κάτοικοι των γύρω χωριών (χριστιανικών και μουσουλμανικών) για να πουλήσουν τα αγροτικά προϊόντα τους. Το Αδραμύττι αποτελούσε γενικότερα σημαντικό εμπορικό κέντρο. Από το επίνειό του, το Άκτσάι, πλοία μετέφεραν διάφορα προϊόντα σε πόλεις εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι για παράδειγμα μετέφεραν λάδι στην αγορά της Πόλης, εξήγαν λάδι, βελανίδια και μέλι στη Μασσαλία, πευκόξυλα στην Αίγυπτο και σιτάρι στη Μυτιλήνη. Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες του Αδραμυττίου προμηθεύονταν τα προϊόντα τους από την αγορά της Σμύρνης.

6. Ιστορικά γεγονότα – εγκατάσταση

Το Αδραμύττι καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό το 1919 και λόγω της στρατηγικής του θέσης έγινε αφετηρία από όπου ξεκίνησε ο ελληνικός στρατός για την κατάληψη του Μπάλια Μάντεν (στόχος ο έλεγχος των μεταλλείων της πόλης). Κατά την αποχώρηση όμως δε λήφθηκε κανένα σοβαρό μέτρο για την προστασία του ελληνορθόδοξου πληθυσμού με συνέπεια μεγάλο μέρος των ελληνορθόδοξων να σφαγιαστούν.

Μετά την αποχώρηση από τη Μικρά Ασία οικογένειες από το Αδραμύττι εγκαταστάθηκαν στο Αίγιο, όπου υπήρχε προσφυγικός συνοικισμός με πρόσφυγες επίσης από το Αϊβαλί και τη Σμύρνη. Οι περισσότεροι όμως Αδραμυττινοί εγκαταστάθηκαν στη Μυτιλήνη, όπου ακόμη ασχολούνται με την ελαιουργία και την ελαιοκομία. Οικογένειες επίσης από την πόλη εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.

7. Λαϊκή παράδοση

Για την πόλη υπήρχε ένα χαριτωμένο τρίστιχο: Edremit altın keramik, bir taraftan bal akar, bir taraftan yağ akar (Αδραμύττι με τα χρυσά κεραμίδια, απ’ τη μια πλευρά ρέει το μέλι, από την άλλη μεριά ρέει το λάδι).




1. Στράβωνος Γεωγραφικών τα περί Μικράς Ασίας, μετά σημειώσεων ερμηνευτικών υπό Π. Καρολίδου (Αθήνα 1889) σελ. 130, όπου αναφέρεται: «πλησίον δ’ εθς τ δραμύττιον, θηναίων ποικος πόλις χουσα κα λιμένα κα ναύσταθμον…».

2. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921) σελ. 272.

3. Οι αυξημένοι αριθμοί προέρχονται από το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Μ 1, και από τον Κοντογιάννη. Κοντογιάννης,  Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος (Αθήνα 1921)  σελ. 270-272, ο οποίος αναφέρεται σε συνολικό πληθυσμό 17.000 κατοίκων, με τους ελληνορθόδοξους να αριθμούν 7.000 άτομα. Σύμφωνα με τη στατιστική που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ξενοφάνης 2 (1905)  σελ. 474-476, το Αδραμύττι κατοικούνταν από 5.500 ελληνορθόδοξους και 8.000 μουσουλμάνους Τούρκους . Βλ. και Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία , 19ος αι. - 1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες: Από το μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος (Αθήνα 1997), πίνακες, όπου αναφέρεται και ότι ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός αυξήθηκε μετά το 1870. Αντίθετα ο Cuinet, V., La Turquie d’Asie: Géographie administrative, statistique descriptive et raisonnée de chaque province de l’Asie Mineure, IV (Paris 1890-1895) σελ. 275, αναφέρει μόλις 1.240 ελληνορθόδοξους.

4. Το μουτεσαριφλίκι (σαντζάκι) του Μπαλούκεσερ μέχρι το 1888 αποτελούσε ανεξάρτητη διοικητική μονάδα. Το έτος εκείνο προσαρτήθηκε στο βιλαέτι της Προύσας. Κατά τα έτη πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή είχε ανεξαρτητοποιηθεί από το βιλαέτι της Προύσας και υπαγόταν απευθείας στο Υπουργείο Εσωτερικών στην Κωνσταντινούπολη, όπως δηλαδή συνέβαινε και στην περίπτωση του μουτεσαριφλικίου της Νικομήδειας (το οποίο όμως εξαρτήθηκε από το υπουργείο Εσωτερικών ήδη από το 1888).

5. Λουκάτος, Δ.,  «Λαϊκή ελαιοκομία και ελαιουργία στο Αδραμύττι», Μικρασιατικά Χρονικά 7 (1957) σελ. 101-115.