Αμάσεια (Αρχαιότητα)

1. Γεωγραφική θέση – Ονομασία

Αρχαία πόλη του Πόντου κοντά στη συμβολή των ποταμών Ίριδος και Tersakan-Sou. Ταυτίζεται με τη σύγχρονη Amasya. Η χώρα της εκτεινόταν μέχρι τον ποταμό Άλυ στα δυτικά, ενώ στα νότια συνόρευε με το βασίλειο της Καππαδοκίας, την τετραρχία των Γαλατών Τρόκμων και τη χώρα της Ζήλας. Στο βορρά συνόρευε με τη χώρα της Νεαπόλεως. Περιλάμβανε τις περιοχές Γαζακηνή,1 Πιμωλισηνή,2 Διακοπηνή,3 Βαβάνομον,4 Ξιμηνή,5 καθώς και την πυκνοκατοικημένη πεδιάδα Χιλιόκωμον.6

Στους μεταγενέστερους χρόνους η πόλη απέκτησε κατά περιόδους διάφορα προσωνύμια προς τιμήν αντίστοιχων αυτοκρατόρων, όπως συνάγεται από τις νομισματικές της εκδόσεις. Έτσι, επί αυτοκράτορα Αδριανού (117-138) ονομάστηκε Αμάσεια Αδριανεία, ενώ από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211) μέχρι του Καρακάλλα (211-217) καλούνταν Αμάσεια Σευηρεία Αντωνινεία. Τέλος, επί Σεβήρου Αλεξάνδρου (222-235) ονομαζόταν Αμάσεια Σευηρεία Αλεξανδρεία.7

2. Ιστορία

Οικιστής της πόλης θεωρούνταν ο θεός Ερμής, όπως τεκμηριώνεται από νομίσματα της περιόδου του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211). Η Αμάσεια υπήρξε πρωτεύουσα του βασιλείου του Πόντου και βασιλική νεκρόπολη των πρώτων Μιθριδατιδών, από την ίδρυση του βασιλείου περίπου το 301 π.Χ. μέχρι τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Σινώπη, σε κάποια χρονική στιγμή μεταξύ της ηγεμονίας του Φαρνάκη Α΄ (180-160/154 π.Χ.) και του Μιθριδάτη ΣΤ΄ (120-63 π.Χ.). Το 70 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Γ΄ Μιθριδατικού πολέμου (73-63 π.Χ.), κυριεύτηκε από το Ρωμαίο στρατηγό Λούκουλλο.8

Στους χρόνους που ακολούθησαν την κατάλυση του βασιλείου του Πόντου (63 π.Χ.) και μέχρι τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η διοικητική υπαγωγή της πόλης παραμένει ασαφής. Ο Στράβων παραδίδει ότι εκχωρήθηκε σε βασιλείς, αλλά η ταυτότητά τους και η διάρκεια της κυριαρχίας τους στην πόλη παραμένουν αντικείμενο εικασιών. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, το 63 π.Χ. η Αμάσεια επανιδρύθηκε πιθανόν από το Ρωμαίο στρατηγό Πομπήιο, ο οποίος ίδρυσε έντεκα πόλεις στο ποντικό τμήμα της νέας επαρχίας Πόντου-Βιθυνίας. Κατά μία άλλη εκδοχή, το 63 π.Χ. η πόλη εκχωρήθηκε στο ιερατικό κράτος της Ζήλας. Μια τρίτη άποψη υποστηρίζει ότι αρχικά εντάχθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία Πόντου-Βιθυνίας, αργότερα όμως –πιθανότατα περίπου το 40 π.Χ.–, με πρωτοβουλία του Μάρκου Αντωνίου εκχωρήθηκε σε κάποια τοπική δυναστεία.9

Το 3/2 π.Χ. ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία Γαλατίας, γεγονός που σηματοδότησε την εισαγωγή νέου συστήματος χρονολόγησης. Το 34/35 η πόλη εντάχθηκε στη διοικητική περιφέρεια του Γαλατικού Πόντου (Pontus Galaticus). Με την ευκαιρία αυτή η Ρώμη τής απένειμε τον τίτλο της μητροπόλεως, διάκριση που της έδωσε μια υπεροχή έναντι των υπόλοιπων πόλεων της ίδιας περιφέρειας. Σε περίπτωση μάλιστα που ο Γαλατικός Πόντος10 αποτέλεσε θρησκευτικό κοινό, τότε έδρα του κοινού αυτού ήταν η Αμάσεια. Επί αυτοκράτορα Τραϊανού (περ. 112) εντάχθηκε στη νέα επαρχία Καππαδοκίας, ειδικότερα στη διοικητική περιφέρεια του Μεσόγειου Πόντου (Pontus Mediterraneus),11 ενώ την εποχή του Αδριανού (117-138) ήταν πιθανότατα μέλος του κοινού του Πόντου.

Μολονότι πρωτεύουσα του Μεσόγειου Πόντου ήταν η Νεοκαισάρεια, η Αμάσεια τη συναγωνιζόταν στην απόκτηση διακρίσεων, όπως συνάγεται από τους τιμητικούς τίτλους που έφερε. Έτσι, όπως και η Νεοκαισάρεια, τιμήθηκε με τον τίτλο της μητρόπολης την εποχή του Αδριανού. Επί Αντωνίνου Πίου (138-161) έφερε παράλληλα και τον τίτλο πρώτη του Πόντου, πιθανόν για να προβάλει ότι είναι η πιο αρχαία πόλη του Πόντου ή για να διακηρύξει την πρωτοκαθεδρία της έναντι της αντιπάλου της Νεοκαισαρείας. Την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου (161-180) της εκχωρήθηκε το προνόμιο να φέρει τον τίτλο της νεωκόρου, να αποτελεί δηλαδή έδρα της αυτοκρατορικής λατρείας. Επί Σεβήρου Αλεξάνδρου (222-235) η Αμάσεια εντάχθηκε στην επαρχία Πόντου. Μετά την αναδιοργάνωση της Μικράς Ασίας από το Διοκλητιανό (286) έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας Διοσπόντου/Ελενοπόντου. Η σημασία της πόλης παρέμεινε αμείωτη μέχρι και τους Βυζαντινούς χρόνους.12

3. Οικονομία – Πολιτειακή οργάνωση

Στη χώρα της Αμάσειας ήταν ανεπτυγμένη η εκτροφή ίππων και η κτηνοτροφία. Παραδίδεται επίσης η ύπαρξη ορυχείων ορυκτού άλατος στην περιοχή Ξιμηνή, από τα οποία εικάζεται ότι προήλθε η ονομασία του Άλυος ποταμού. Τέλος η θέση της, στη συμβολή πολλών σημαντικών οδών, συνέβαλε καθοριστικά στην εμπορική και γενικά οικονομική ανάπτυξή της κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους.13

Σύμφωνα με τις λιγοστές μαρτυρίες για την πολιτειακή της οργάνωση, το 2ο αι. π.Χ. ανώτατος αξιωματούχος ήταν ο φρούραρχος. Οι χάλκινες νομισματικές εκδόσεις της Αμάσειας την εποχή του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορος (120-63 π.Χ.) παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με τα νομίσματα άλλων πόλεων του Πόντου και της Παφλαγονίας της ίδιας περιόδου όσον αφορά τους τύπους, το σταθμητικό κανόνα και το μέταλλο. Η ομοιότητα αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι εκδόσεις της Αμάσειας έγιναν μάλλον με πρωτοβουλία του ίδιου του φιλέλληνα Μιθριδάτη ΣΤ΄, ο οποίος επιδίωκε με αυτό τον τρόπο να προβληθεί ως ιδρυτής πόλεων. Το 70 π.Χ. η Αμάσεια είχε καθεστώς πόλης.14

4. Θρησκεία

Οι επιγραφικές μαρτυρίες και οι νομισματικές εκδόσεις της Αμάσειας πιστοποιούν τη λατρεία πολυάριθμων θεοτήτων. Κυρίαρχη θεότητα ήταν ο Ζευς Στράτιος, στη λατρεία του οποίου ήταν αφιερωμένοι δύο ναοί στη χώρα της πόλης. Με τη λατρεία του συνδέονται πιθανόν και οι πολυάριθμες αναπαραστάσεις πυράς και βωμού σε νομίσματα της Αμάσειας. Αναθηματικές επιγραφές αναφέρονται στην ιερή τριάδα Απόλλων–Άρτεμις–Λητώ, καθώς και στις νύμφες. Στα νομίσματά της παριστάνονται η Αφροδίτη, ο Άρης, η Τύχη, ο Ερμής, ο Διόνυσος, η Παλλάδα, ο Ασκληπιός και ο θεοποιημένος ποταμός Ίρις. Ο Δίας λατρευόταν με διάφορα προσωνύμια, στο πλαίσιο μάλιστα του θρησκευτικού συγκρητισμού ταυτίστηκε με κάποια ιρανική θεότητα, γι’ αυτό και λατρεύτηκε με το ιρανικό επίθετο Omanis.

Ήταν καθιερωμένη επίσης η λατρεία του Διός Σαράπιδος, του Απόλλωνα, του Θεού Υψίστου και της Δήμητρας. Ακόμα παραδίδεται η ύπαρξη ναού της Μεγάλης Μητέρας Θεάς, ο οποίος κάηκε την εποχή του Διοκλητιανού, και άλσους αφιερωμένου στο θεό Έρωτα. Από την εποχή του Μάρκου Αυρηλίου ένας ναός, το λεγόμενο Σεβαστείον, ήταν αφιερωμένος στη λατρεία των αυτοκρατόρων, όπως συνάγεται από νομισματικές εκδόσεις που αναγράφουν τον τίτλο της νεωκόρου και απεικονίζουν το ναό. Στο ναό αυτό οι αρχές του Γαλατικού Πόντου θυσίαζαν στο θεοποιημένο αυτοκράτορα. Τέλος, η Αμάσεια ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα όπου εορταζόταν η Καλανδών, αρχαία γιορτή της Ανατολίας.15

5. Πολιτισμός – Οικοδομήματα

Η Αμάσεια πρέπει να δέχθηκε τη μεγαλύτερη επίδραση του ελληνικού πολιτισμού από όλες τις πόλεις της ενδοχώρας του ποντικού βασιλείου, λόγω της θέσης της κατά μήκος μιας μεγάλης εμπορικής αρτηρίας που είχε αφετηρία της την Αμισό στα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Παράλληλα, ως έδρα του βασιλείου των Μιθριδατιδών, για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε τόπος κατοικίας πολλών ανώτατων αξιωματούχων, αρκετοί από τους οποίους είχαν ελληνική καταγωγή. Η οικογένεια του γεωγράφου Στράβωνα είναι τυπικό παράδειγμα Ελλήνων της Αμάσειας που αναδείχθηκαν στην κοινωνική και διοικητική ιεραρχία του βασιλείου του Πόντου.16

Ο Στράβωνας περιγράφοντας τη γενέτειρά του δίνει τη λεπτομερέστερη εικόνα της πόλης σε σχέση με τις υπόλοιπες φιλολογικές πηγές. Η Αμάσεια ήταν σημαντικός συγκοινωνιακός κόμβος, αφού διέρχονταν από εκεί τέσσερις οδικές αρτηρίες. Ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ίριδος, στο βαθύ φαράγγι που σχηματιζόταν ανάμεσα σε δύο ψηλούς βραχώδεις λόφους. Τα ανάκτορα δέσποζαν πάνω από την πόλη, καθώς ήταν οικοδομημένα στην πλαγιά του δυτικού, ιδιαίτερα απόκρημνου, λόφου, σε ένα τεχνητό επίπεδο που υποστηριζόταν από αναλημματικό τείχος. Πάνω από τα ανάκτορα βρίσκονται λαξευμένοι στο βράχο πέντε μνημειώδεις βασιλικοί τάφοι, που ανήκουν στους πέντε πρώτους ηγεμόνες της δυναστείας των Μιθριδατιδών, καθώς και πολυάριθμοι άλλοι μικρότεροι. Εκτός από το οχυρωματικό τείχος της πόλης, ένα δεύτερο τείχος περιέβαλλε τα βασιλικά ανάκτορα, τους βασιλικούς τάφους και τις δύο κορυφές του δυτικού λόφου. Στο υψηλότερο μέρος του λόφου υψωνόταν ένας πύργος, ο οποίος αποτελούσε πιθανότατα το αρχαιότερο τμήμα του οχυρού.

Ο Στράβωνας μνημονεύει την ύπαρξη δύο υδρείων στην κορυφή του δυτικού οχυρωμένου λόφου, στην πραγματικότητα όμως οι υπόγειες λαξευμένες σήραγγες που έχουν εντοπιστεί είναι τρεις. Από αυτές εκείνη που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του οχυρωμένου λόφου είχε σχεδόν 300 βαθμίδες και οδηγούσε σε μια πηγή νερού. Πλησίον της βρέθηκε δεξαμενή. Στον αυχένα που συνέδεε τις δύο κορυφές του λόφου υπήρχε δεύτερη σήραγγα με 241 βαθμίδες. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη λαξευμένη υπόγεια σήραγγα σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία, με διαστάσεις 5,45 μ. πλάτος και 6 μ. ύψος. Η τρίτη, μικρότερη, σήραγγα οδηγούσε στο ποτάμι και ακολουθούσε ελικοειδή πορεία. Μολονότι οι δύο από αυτές τις σήραγγες ταυτίζονται με βεβαιότητα με υδρεία, η σύνδεση και των τριών με κάποια ανατολική λατρεία δεν μπορεί να αποκλειστεί. Χρονολογούνται την ίδια εποχή με τους βασιλικούς τάφους της Αμάσειας, δηλαδή περίπου μεταξύ του τέλους του 4ου και των μέσων του 2ου αι. π.Χ. Παρόμοιες υπόγειες σήραγγες έχουν εντοπιστεί και σε πολλά άλλα οχυρά της ανατολικής Μικράς Ασίας.

Επί του ποταμού Ίριδος, στους πρόποδες του οχυρωμένου λόφου, υπήρχε τοξωτή γέφυρα της Ρωμαϊκής περιόδου, τμήμα της οποίας είναι μέχρι σήμερα εμφανές στη νεότερη γέφυρα που την αντικατέστησε. Τα ερείπια δύο ακόμη γεφυρών σώζονται στην όχθη του ποταμού Tersakan Cayi. Πολυάριθμα αρχαία αρχιτεκτονικά κατάλοιπα έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή των νεότερων κτηρίων μέσα στην πόλη. Τέλος, στην επικράτεια της Αμάσειας υπήρχαν πολλά οχυρά που καταστράφηκαν κατά τους Μιθριδατικούς πολέμους.17



1. Γαζακηνή: Περιοχή του Πόντου που υπαγόταν διοικητικά στην Αμάσεια. Περιλάμβανε την Αμάσεια και τμήμα της κοιλάδας του Ίριδος ποταμού, εκτεινόταν δε πιθανόν μέχρι τα Γαζίουρα.

2. Πιμωλισηνή: Περιοχή στα σύνορα Πόντου και Παφλαγονίας, γύρω από το φρούριο Πιμώλισα. Εκτεινόταν και στις δύο όχθες του Άλυος ποταμού. Το τμήμα της που ανήκε στην Παφλαγονία καλούνταν και Πιμωλίτις.

3. Διακοπηνή: Περιοχή του νοτιοδυτικού Πόντου, στην οποία βρισκόταν η πεδιάδα Χιλιόκωμον. Το κέντρο της εντοπίζεται στο σύγχρονο χωριό Gümuşhacı Köy, σε απόσταση 56 χλμ. ανατολικά-βορειοανατολικά της Αμάσειας.

4. Βαβάνομον: Περιοχή του Πόντου στα δυτικά της Αμάσειας. Η ακριβής της θέση δεν έχει εντοπιστεί με βεβαιότητα. Τοποθετείται υποθετικά στην περιοχή του σύγχρονου Avkat. Περιοχή του Πόντου στα δυτικά της Αμάσειας. Η ακριβής της θέση δεν έχει εντοπιστεί με βεβαιότητα. Τοποθετείται υποθετικά στην περιοχή του σύγχρονου Avkat.

5. Ξιμηνή: Περιοχή του Πόντου που υπαγόταν διοικητικά στην Αμάσεια. Βρισκόταν στα ανατολικά του κάτω ρου του Άλυος ποταμού.

6. Χιλιόκωμον: Γόνιμη πεδιάδα του Πόντου, όπου βρίσκονταν χίλια χωριά, από τα οποία πολλά είχαν τα δικά τους ιερά. Βρισκόταν στα νότια της Φαζιμωνίτιδος, σε απόσταση 37,5 χλμ. βορειοανατολικά της Αμάσειας. Στράβ. 12.3.39· Cumont, F. – Cumont, E., “Voyage d’exploration archeologique dans le Pont et la petite Arménie”, Studia Pontica 2 (Bruxelles 1906), σελ. 147 κ.ε.· Jones, A.H.M., CERP² (Oxford 1971), σελ. 158 κ.ε.

7. Anderson, J.G.C. – Cumont, F. – Gregoire, H., “Recueil des Inscriptions Grecques et Latines du Pont et de l’Arménie”, Studia Pontica 3 (Bruxelles 1910), σελ. 110· Waddington, W.H. – Babelon, E. – Reinach, T., Recueil Général des Monnaies Grecques d’Asie Mineure I: Pont et Paphlagonie (Paris 1904), σελ. 27.

8. Για το μυθικό ιδρυτή της Αμάσειας και την κατάληψή της από το Λούκουλλο βλ. Waddington, W.H. – Babelon, E. – Reinach, T., Recueil Général des Monnaies Grecques d’Asie Mineure I: Pont et Paphlagonie (Paris 1904), σελ. 26 κ.ε. και αρ. 53. Δεν είναι γνωστό πότε μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του βασιλείου του Πόντου από την Αμάσεια στη Σινώπη. Από την έρευνα προκρίνεται υπεύθυνος για την απόφαση αυτή ένας από τους ακόλουθους τέσσερις βασιλείς: Φαρνάκης Α΄ (185-μεταξύ 160 και 154 π.Χ.), Μιθριδάτης Δ΄ (μεταξύ 160 και 155-152/1 π.Χ.), Μιθριδάτης Ε΄ (152/151-120 π.Χ.), Μιθριδάτης ΣΤ΄ (120-63 π.Χ.). Βλ. Lasserre, F., Strabon. Geographie, Tome IX (Livre XII) (Paris 1981), σελ. 72, αρ. 4 και σελ. 159· Μc Ging, B.C., The Foreign Policy of Mithridates VI Eupator King of Pontus (Mnemosyne 89, Leiden 1986), σελ. 39 και αρ. 127.

9. Συγκεκριμένα, έχει υποστηριχθεί ότι εκχωρήθηκε στο βασίλειο του Δαρείου (40-37 π.Χ.) ή του Πολέμωνα Α΄ (37-8/7 π.Χ.) ή του Γαλάτη Βριγάτου. Πιθανή εξάλλου φαίνεται και η ένταξή του στο ιερατικό κράτος των ποντικών Κομάνων, στο ιερατικό κράτος της Ζήλας ή, τέλος, στην εδαφική επικράτεια κάποιας άγνωστης τοπικής δυναστείας. Για περισσότερα στοιχεία και βιβλιογραφικές παραπομπές βλ. Marek, C., Stadt, Ära und Territorium in Pontus-Bithynia und Nord-Galatia (Istanbuler Forschungen 39, Tubingen 1993), σελ. 38· Jones, A.H.M., CERP² (Oxford 1971), σελ. 158 κ.ε. και σελ. 426, αρ. 39· Mitchell, S., Anatolia. Land, Men, and Gods in Asia Minor 1: The Celts in Anatolia and the Impact of Roman Rule (Oxford 1993), σελ. 39· Syme, R., Anatolica. Studies in Strabo (Oxford 1995), σελ. 31, 93, 114, 295.

10. Γαλατικός Πόντος: Διοικητική περιφέρεια η οποία χαρακτηρίζεται επαρχία από το Στράβωνα. Στο Γαλατικό Πόντο υπάγονταν διοικητικά οι πόλεις Αμάσεια, Κόμανα και Σεβαστόπολις. Ο Γαλατικός Πόντος αρχικά υπαγόταν στη ρωμαϊκή επαρχία Γαλατία, κατόπιν στη ρωμαϊκή επαρχία Καππαδοκία και τελικά ενώθηκε με τον Πολεμωνιακό Πόντο για να αποτελέσει το Μεσόγειο Πόντο.

11. Μεσόγειος Πόντος (Pontus Mediterraneus): Διοικητική περιφέρεια, η οποία χαρακτηρίζεται επαρχία από το Στράβωνα και υπαγόταν στη ρωμαϊκή επαρχία Καππαδοκία. Καταλάμβανε μεγάλο μέρος της ενδοχώρας του Πόντου και σε αυτή υπάγονταν διοικητικά οι πόλεις Νεοκαισάρεια, Ζήλα, Σεβάστεια, Αμάσεια, Σεβαστόπολις και Κόμανα.

12. Anderson, J.G.C. – Cumont, F. – Gregoire, H., “Recueil des inscriptions grecques et latines du Pont et de l’Armenie”, Studia Pontica 3 (Bruxelles 1910), σελ. 110· Waddington, W.H. –Babelon, E. – Reinach, T., Recueil Général des Monnaies Grecques d’Asie Mineure I: Pont et Paphlagonie (Paris 1904), σελ. 27· Belke, K., TIB 9. Paphlagonien und Honorias (Denkschr. Akad. Wien, phil.-hist. Kl, 249, Wien 1996), σελ. 62· Marek, C., Stadt, Ära und Territorium in Pontus-Bithynia und Nord-Galatia (Istanbuler Forschungen 39, Tubingen 1993), σελ. 57, 77 κ.ε.

13. Στράβ. 12.3.39· Anderson, J.G.C. – Cumont, F. – Gregoire, H., “Recueil des Inscriptions Grecques et Latines du Pont et de l’Arménie”, Studia Pontica 3 (Bruxelles 1910), σελ. 110· McGing, B.C., The Foreign Policy of Mithridates VI Eupator King of Pontus (Mnemosyne 89, Leiden 1986), σελ. 39.

14. Μέμν. 38.9· Στράβ. 12.3.39. Για το φρούραρχο: OGIS 365. Για τη νομισματοκοπία του Μιθριδάτη ΣT΄: BMC Pontus, σελ. 30, αρ. 1-2· Jones, A.H.M., CERP² (Oxford 1971), σελ. 156· Callatay, F., L’Histoire des Guerres Mithridatiques vue par les Monnaies (Numismatica Lovaniensia 18, Louvain-la-Neuve 1997), σελ. 248, αρ. 18.

15. Waddington, W.H. – Babelon, E. – Reinach, T., Recueil General des Monnaies Grecques d’Asie Mineure I: Pont et Paphlagonie (Paris 1904), σελ. 27· French, D.E., “Cappadocia and the Eastern Limes: Aspects of Romanisation at Amaseia in Cappadocia”, στο Freeman, P. – Kennedy, D.L. (eds), The Defence of the Roman and Byzantine East. Proceedings of a Colloquium Held at the University of Sheffield in April 1986 (BAR International Series 297(i), Oxford 1986), σελ. 278· Mitchell, S., Anatolia. Land, Men, and Gods in Asia Minor Ι1: The Rise of the Church (Oxford 1993), σελ. 74· Cumont, F. – Cumont, E., “Voyage d’exploration archeologique dans le Pont et la petite Arménie”, Studia Pontica 2 (Bruxelles 1906), σελ. 171 κ.ε. Anderson, J.G.C. – Cumont, F. – Gregoire, H., “Recueil des Inscriptions Grecques et Latines du Pont et de l’Arménie”, Studia Pontica 3 (Bruxelles 1910), σελ 110· Parmentier, L., “Le Roi des Saturnales”, RPh (1897), σελ. 148.

16. Στράβ. 10.4.10· The Foreign Policy of Mithridates VI Eupator King of Pontus (Mnemosyne 89, Leiden 1986), σελ. 11· Syme, R., Anatolica. Studies in Strabo (Oxford 1995), σελ. 115· Jones, A.H.M., CERP² (Oxford 1971), σελ. 158· Fletcher, W., “The Pontic Cities of Pompey the Great”, TAPhA 70 (1939), σελ. 17 κ.ε.

17. Στράβ. 12.3.39-40· Olshausen, E. – Biller, J., Historisch - geographische Aspekte der Geschichte des Pontischen und Armenischen Reiches 1: Untersuchungen zur historischen Geographie von Pontos unter der Mithradatiden, (Beihefte zum Tübinger Atlas des vorderen Orients 29, Wiesbaden 1984), σελ. 112· Cumont, F. – Cumont, E., “Voyage d’exploration archéologique dans le Pont et la petite Arménie”, Studia Pontica 2 (Bruxelles 1906), σελ. 151, 157 κ.ε.· Gall, H. von, “Zu den Kleinasiatischen Treppentunneln”, AA 82 (1967), σελ. 507, 514, 518 κ.ε.· Perrot, G. – Guillaume, E. – Delber, J., Exploration archéologique de la Galatie et de la Bithynie d’une partie de la Mysie, de la Phrygie, de la Cappadoce et du Pont 1 (Paris 1872), σελ. 367 κ.ε., ιδ. σελ. 371.