Αμάσεια (Βυζάντιο), Ταφικό Μνημείο, Αϊναλί Μαγαρά, Ζωγραφικός Διάκοσμος

1. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναού

Ο ναός που βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ. από την Αμάσεια του Πόντου έλαβε την τουρκική ονομασία «Aynalı Mağara », δηλαδή «σπηλιά που μοιάζει με καθρέπτη», πιθανότατα λόγω της λείας επιφάνειας των τοίχων του. Το μνημείο λαξεύτηκε κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους μέσα στο βράχο προκειμένου να λειτουργήσει ως τάφος.1 Η αψιδωτή πρόσοψή του έχει πλάτος 9,73 μ. και ύψος 8,61 μ. Η είσοδος γίνεται από ορθογώνια θύρα σε απόσταση 4,43 μ. από το δάπεδο και έχει ύψος 1,43 μ. και πλάτος 1,32 μ.

Εσωτερικά, ένα τοιχάριο χωρίζει τη σπηλιά σε δύο ορθογώνια διαμερίσματα, από τα οποία το μεγαλύτερο σε διαστάσεις χρησιμοποιήθηκε από τους χριστιανούς ως κυρίως ναός και το μικρότερο ως Ιερό Βήμα με βορειοανατολικό προσανατολισμό. Παραμένει άγνωστο σε ποιον άγιο ήταν αφιερωμένος ο ναός. Στην πρόσοψη και στο εσωτερικό του ναού διατηρούνται τοιχογραφίες που ανήκουν σε δύο διαφορετικά στρώματα, ενώ από το τρίτο και πιο πρόσφατο στρώμα εικονογράφησης δεν έχουν διατηρηθεί παρά μόνο κάποιες επιφάνειες κονιάματος που αποτελούσαν το υπόστρωμα των τοιχογραφιών.2

1.1. Α' Στρώμα

Στο στρώμα αυτό ανήκουν κόκκινοι σταυροί ζωγραφισμένοι απευθείας πάνω στους τοίχους του Βήματος και του κυρίως ναού. Στο Ιερό, την οροφή κοσμούν δύο μετάλλια, των οποίων την περιφέρεια περιτρέχει εσωτερικά ταινία με συνεχή τρίγωνα· το κέντρο τους καταλαμβάνει από ένας σταυρός, του οποίου οι διχαλωτές απολήξεις των κεραιών διακοσμούνται με κυκλικά μοτίβα, που μιμούνται πολύτιμους λίθους. Ένας ακόμα διάλιθος σταυρός έχει απεικονιστεί στον νοτιοανατολικό τοίχο του ίδιου χώρου· τα ίχνη κόκκινου χρώματος που διατηρούνται πάνω από την οριζόντια κεραία του ανήκαν πιθανότατα σε επιγραφή που έχει πλέον σβηστεί.

Στο τοιχάριο που χωρίζει το Ιερό από τον κυρίως ναό ξεχωρίζουν τα περιγράμματα απλών σταυρών κάτω από το κατεστραμμένο σε μεγάλο μέρος μεταγενέστερο στρώμα διακόσμησής του, ενώ τρεις επιπλέον σταυροί μέσα σε μετάλλια έχουν απεικονιστεί στο ανατολικό άκρο του βορειοανατολικού τοίχου του κυρίως ναού.

Τέλος, στον νοτιοδυτικό τοίχο του ίδιου διαμερίσματος, κάτω από μια κατεστραμμένη παράσταση του β' στρώματος τοιχογραφιών είναι ορατοί δύο σταυροί, ένας με λεπτές κεραίες με διχαλωτά άκρα και ένας απροσδιόριστου σχήματος.

1.2. Β' Στρώμα

Εδώ εντάσσεται η παράσταση στην πρόσοψη του μνημείου, όπως και οι περισσότερες από τις παραστάσεις στο εσωτερικό του. Η παράσταση της πρόσοψης είναι χωρισμένη σε δύο ζώνες, που ορίζονται από κάθετες και οριζόντιες κόκκινες ταινίες οι οποίες σχηματίζουν πλαίσιο. Η κατώτερη ζώνη εκτείνεται αριστερά και δεξιά της εισόδου του ναού, ενώ η ανώτερη ζώνη τοποθετείται πάνω από την είσοδο. Η διακόσμηση της κατώτερης ζώνης διατηρείται μόνο στο αριστερό τμήμα της πρόσοψης και απεικονίζει πομπή όρθιων μορφών, έξι ή οκτώ συνολικά, από τις οποίες καλύτερα σώζονται μόνο οι δύο στο αριστερό άκρο. Στην ανώτερη ζώνη, στο κέντρο, ακριβώς πάνω από την είσοδο, παριστάνεται ο Χριστός ένθρονος. Στα αριστερά του στέκουν τέσσερις όρθιες ολόσωμες μορφές, από τις οποίες η μία γυναικεία, ενώ στα δεξιά μόλις ξεχωρίζουν τα ίχνη δύο φωτοστέφανων. Η μορφή στο αριστερό άκρο διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση από τις υπόλοιπες και φορεί πορφυρό ένδυμα με χιαστί διακοσμητικές ταινίες και λευκές στιγμές σε κάθε ρόμβο που σχηματίζεται ανάμεσά τους. Η δίζωνη αυτή παράσταση, όπως σώζεται, με τον Χριστό στο κέντρο της ανώτερης ζώνης και τις υπόλοιπες μορφές γύρω του, απεικονίζει πιθανότατα τη Δευτέρα Παρουσία.

Στο εσωτερικό του ναού, στον βορειοδυτικό τοίχο του Ιερού, διατηρούνται δύο αδιάγνωστες μορφές ντυμένες η μία με κοκκινωπό χιτώνα και κίτρινο ιμάτιο και η άλλη με κόκκινο χιτώνα.

Στην καμαρωτή οροφή του κυρίως ναού εικονίζονται δώδεκα όρθιες μορφές, χωρισμένες σε ομίλους των έξι, που ο καθένας τους βρίσκεται μέσα σε κόκκινο πλαίσιο. Καθώς μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα δίπλα σε δύο από αυτές τις μορφές σώζονταν οι επιγραφές με τα ονόματα του Ανδρέα και του Φιλίππου, μπορούμε εύκολα να τις ταυτίσουμε με τους δώδεκα αποστόλους.3 Οι απόστολοι είναι ντυμένοι με χιτώνες και ιμάτια διαφόρων χρωμάτων, που απολήγουν μπροστά πάνω από τον αριστερό ώμο. Ταινίες μαύρου χρώματος διακοσμούν ακόμα κάποιους από τους χιτώνες.4 Τρεις από τους αποστόλους κάθε ομίλου κρατούν διπλωμένα ειλητάρια και τρεις κλειστούς κώδικες (κατά πάσα πιθανότητα Ευαγγέλια). Δύο από τους κώδικες αυτούς διατηρούν τη διακόσμησή τους: στον έναν κώδικα ένας ισοσκελής σταυρός, και στον άλλο δύο σταυροί, που τέμνονται μεταξύ τους διαγώνια τοποθετημένοι, προβάλλουν πάνω σε κίτρινο βάθος. Στα πρόσωπα των αποστόλων δεν σώζεται τίποτα περισσότερο από μια κιτρινωπή επιφάνεια χρώματος, ο προπλασμός. Επιπλέον, οι φωτοστέφανοι που περιέβαλλαν τις κεφαλές τους αρχικά πρέπει να ήταν κίτρινοι με λευκό περίγραμμα, αλλά πλέον δείχνουν μουντοί πράσινοι. Τέλος το βάθος πάνω στο οποίο εικονίζονται οι μορφές σήμερα είναι μαύρο· σώζεται όμως μια κατώτερη ζώνη πράσινου ή κίτρινου χρώματος, που προφανώς δήλωνε τη γη, ενώ η ανώτερη ζώνη πιθανότατα ήταν ζωγραφισμένη με σκούρο γαλάζιο ή ανοιχτό γκρίζο χρώμα, για να δηλώσει τον ουρανό.

Στον βορειοδυτικό τοίχο του ίδιου διαμερίσματος, που απολήγει σε ημικύκλιο, η διακόσμηση διαιρείται σε δύο ζώνες: την κατώτερη την καταλαμβάνουν τέσσερις όρθιες ολόσωμες μορφές και την ανώτερη η παράσταση της Δέησης. Στην κατώτερη ζώνη, από αριστερά προς τα δεξιά, έχει παρασταθεί ένας στρατιωτικός άγιος με κόκκινο ένδυμα και στρογγυλή ασπίδα στο αριστερό χέρι, ακολουθεί μια γυναικεία μορφή με ποδήρη ενδύματα μαύρου χρώματος, μια μορφή με σκούρα γαλάζια ενδύματα και τελευταία, σε μεγαλύτερη κλίμακα, μια ανδρική μορφή με κόκκινα υποδήματα και μαύρο χιτώνα με κόκκινη παρυφή· ταινίες χιαστί τοποθετημένες, λευκές πάνω στη μαύρη επιφάνεια και μαύρες πάνω στην κόκκινη, κοσμούν το χιτώνα. Στο κέντρο της ανώτερης ζώνης έχει απεικονιστεί ο Χριστός μετωπικά σε προτομή, κρατώντας ανοιχτό ευαγγέλιο με το αριστερό χέρι και φορώντας σκούρο γαλάζιο χιτώνα. Τα μαλλιά του πέφτουν λυτά στους ώμους και πίσω στην πλάτη, ενώ ο ένσταυρος φωτοστέφανος περιβάλλει την κεφαλή. Στα αριστερά του Χριστού έχει απεικονιστεί η Παναγία γυρισμένη κατά τα τρία τέταρτα προς αυτόν, επίσης σε προτομή, με τα χέρια υψωμένα σε στάση δέησης. Συμμετρικά απέναντί της και στην ίδια στάση ο Πρόδρομος, και αυτός σε προτομή, είναι στραμμένος κατά τα τρία τέταρτα προς το κέντρο. Από τα χέρια του διακρίνεται μέρος μόνο του αριστερού.

Στο κατώτερο τμήμα του βορειοανατολικού τοίχου, πάνω από τους δύο σταυρούς του α' στρώματος που προαναφέρθηκαν, διατηρείται μαύρη επιφάνεια με κόκκινες χιαστί ταινίες, ενώ στο βορινό άκρο του σώζεται μόνο το κόκκινο περίγραμμα της βάσης ενός θρόνου από παράσταση ένθρονης μορφής.

Τέλος, στο δυτικό τμήμα του νοτιοδυτικού τοίχου σώζεται παράσταση δύο στρατιωτικών αγίων μέσα σε κόκκινο πλαίσιο. Έχουν αποδοθεί σε ορμητική κίνηση, με τα πόδια σε διασκελισμό και τα κόκκινα ιμάτια να ανεμίζουν πίσω τους. Τα σώματα και τα πρόσωπά τους είναι γυρισμένα κατά τα τρία τέταρτα προς το κέντρο και χαμηλά, όπου έχει απεικονιστεί ένα φίδι· πάνω στο σώμα του έχουν καρφώσει τα δόρατά τους. Μια μεγάλη ασπίδα, διακοσμημένη με ταινία φυτικών σχεδίων στην περιφέρεια, συγκρατείται πίσω από την πλάτη του καθενός.

1.3. Γ' Στρώμα

Σε αυτό το στρώμα ανήκουν πέντε τετράγωνες επιφάνειες κονιάματος, των οποίων όμως η διακόσμηση δεν σώζεται. Οι τρεις από τις επιφάνειες αυτές βρίσκονται στο χώρο του Ιερού, μία σε κάθε τοίχο, ενώ οι δύο άλλες στον κυρίως ναό, μία πάνω στην παράσταση με τους στρατιωτικούς αγίους και το φίδι στον νοτιοδυτικό τοίχο και μία πάνω στην ένθρονη μορφή του βορειοανατολικού τοίχου.

2. Τεχνοτροπία και χρονολόγηση του διακόσμου

Από τα τρία στρώματα τοιχογραφιών που διέθετε αρχικά ο ναός διατηρούνται, όπως είδαμε, μόνο τα δύο παλαιότερα, τα οποία μας βοηθούν στην προσπάθεια χρονολόγησης του διακόσμου του.5 Η επανάληψη των διακοσμητικών θεμάτων του πρώτου στρώματος σε άλλους ναούς της Καππαδοκίας και της Τραπεζούντας που χρονολογούνται στην εποχή της Εικονομαχίας6 οδηγεί τη χρονολόγησή τους προς την εποχή αυτή. Ωστόσο, η παρουσία τους και σε ναούς του 12ου αιώνα στην κοιλάδα του Göreme επίσης στην Καππαδοκία7 διευρύνει την περίοδο χρονολόγησης των τοιχογραφιών του α' στρώματος στο Aynalı Mağara, εντάσσοντάς τις στην ευρύτερη περίοδο από τον 8ο έως το 12ο αιώνα.8

Στην προσπάθεια να χρονολογήσουμε κάπως ακριβέστερα τις τοιχογραφίες του πρώτου, παλαιότερου στρώματος, σημαντική ως terminus ante quem είναι η χρονολόγηση των τοιχογραφιών του υπερκείμενου δεύτερου στρώματος. Για τη χρονολόγηση αυτή βασιζόμαστε πολύ στη μελέτη της παράστασης των αποστόλων στο θόλο του κυρίως ναού, η οποία σώζεται σε ικανοποιητικό βαθμό και μπορεί να μελετηθεί συγκριτικά. Η παράσταση αυτή είχε χρονολογηθεί αρχικά από τον Jerphanion9 στο γ' τέταρτο του 11ου αιώνα με κριτήριο την τεχνοτροπική ομοιότητα των αποστόλων με μορφές από το ναό του Karabaş Kilise, που χρονολογείται με ακρίβεια στο 1060/1.10 Αν και η σύγκριση αυτή δεν έγινε απόλυτα αποδεκτή από τον Winfield, ο τελευταίος θεώρησε τη χρονολόγηση της παράστασης του Aynalı Mağara στον 11ο αιώνα πειστικότερη με βάση το περιορισμένο δημοσιευμένο συγκριτικό υλικό.11

Ωστόσο, η διεξοδικότερη μέχρι σήμερα τεχνοτροπική μελέτη της συγκεκριμένης παράστασης, που έγινε από τον Demus, οδήγησε σε ελαφρώς διαφορετικά συμπεράσματα.12 Ο Demus διέκρινε στα ιμάτια των αποστόλων μικρές αλλά σημαντικές τεχνοτροπικές διαφορές, που τον οδήγησαν να διακρίνει δύο διαφορετικούς τύπους μορφών: τον Α και τον Β. Στα ιμάτια των αποστόλων του τύπου Α οι πτυχώσεις είναι κάθετες και πέφτουν ελεύθερα χωρίς να διαγράφουν το σώμα, ενώ στα ιμάτια των μορφών του τύπου Β σχηματίζονται λοξές και καμπύλες γραμμές που χαρακώνουν τα ενδύματα δίνοντας την εντύπωση ότι αυτά κινούνται. Έτσι οι μορφές που ανήκουν στον τύπο Α αντιπροσωπεύουν ένα πιο σχηματικό ύφος, ενώ εκείνες του τύπου Β ένα πιο κλασικό. Η στενή τεχνοτροπική σχέση ανάμεσα στις μορφές του τύπου Α και στις ψηφιδωτές παραστάσεις του ναού της Αγίας Σοφίας στο Κίεβο (1043-46)13 οδηγεί στη χρονολόγηση του τύπου Α στα μέσα του 11ου αιώνα· αντίστοιχα, οι τεχνοτροπικές αναλογίες των μορφών του τύπου Β με τα ψηφιδωτά της Τσεφαλού στη Σικελία (1148)14 χρονολογεί τον τύπο αυτόν στο α' μισό του 12ου αιώνα.15

Με βάση τα συμπεράσματα αυτά, το β΄ μισό του 11ου αιώνα μπορεί να θεωρηθεί terminus ante quemγια το πρώτο στρώμα τοιχογραφιών του Aynalı Mağara. Αν και εξακολουθούμε να αγνοούμε πότε ο ελληνιστικός τάφος μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, μπορούμε εντούτοις να πούμε ότι κοσμήθηκε εσωτερικά με τοιχογραφίες για πρώτη φορά κάποια στιγμή μέχρι το α' μισό του 11ου αιώνα. Λίγες δεκαετίες αργότερα, νέες τοιχογραφίες έγιναν στο εσωτερικό και στην πρόσοψη του μνημείου, κάποιες από τις οποίες καλύφθηκαν τελικά με κονίαμα που αποτελούσε το υπόστρωμα του τρίτου και τελευταίου (και σήμερα εντελώς κατεστραμμένου) στρώματος εικονογράφησης του ναού.

3. Οι επιγραφές της πρόσοψης

Μέχρι το 1953, οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το μνημείο είχαν διαβάσει στην πρόσοψή του δύο επιγραφές χαραγμένες με κεφαλαία γράμματα:16 από την πρώτη, στο χώρο πάνω από το άνοιγμα της εισόδου στο ναό, διατηρούνταν τα γράμματα ΤΗΣ / ΑΡΧΙ / ΙΕΡΕΥΣ, και από τη δεύτερη, κάτω από την είσοδο, τα εξής: ΚΛ . . . . . ΟΕΟΣ / Χ . . . . 'ΙΟΥ.17 Από τις επιγραφές αυτές, που γράφτηκαν σε διαφορετικές εποχές και αφορούσαν διαφορετικά πρόσωπα (που όμως τοποθετήθηκαν στον ίδιο τάφο18), το 1971 διατηρούνταν μόνο η πρώτη, όπως δείχνει σχέδιο της πρόσοψης που περιέχεται στην τελευταία σχετική με το μνημείο δημοσίευση του Winfield.19



1. Για την αρχιτεκτονική του ναού βλ. Winfield, D., «Aynalı Mağara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 282-83.

2. Για τα στρώματα εικονογράφησης του ναού βλ. Winfield, D., «Aynali Magara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 283-291.

3. Jerphanion, G. de, Mélanges d'archéologie anatolienne. Monuments préhelleniques, gréco-romains, byzantins et musulmans de Pont [= Mélanges de l’ Université Saint-Joseph 13] (Beyrouth 1928), σελ. 14.

4. Είναι πολύ πιθανό, όμως, το αρχικό χρώμα των ταινιών να ήταν διαφορετικό, ίσως σκούρο κόκκινο, το οποίο να μετατράπηκε σε μαύρο με το πέρασμα των αιώνων και την έκθεση στον ήλιο· βλ. Winfield, D., «Aynali Magara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 288.

5. Για τη χρονολόγηση του α΄ στρώματος εικονογράφησης βλ. Winfield, D., «Aynalı Mağara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 291-93, και για του β' στρώματος βλ. Demus, O., «Zu den fresken von Aynalı Mağara», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 295-297.

6. Winfield, D., «Aynalı Mağara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 292.

7. Winfield, D., «Aynalı Mağara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 292.

8. Winfield, D., «Aynalı Mağara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 291-92.

9. Jerphanion, G. de, Mélanges d'archéologie anatolienne. Monuments préhelleniques, gréco-romains, byzantins et musulmans de Pont [= Mélanges de l’ Université Saint-Joseph 13] (Beyrouth 1928), σελ. 14.

10. Restle, M., «Zum Datum der Karabaş Kilise im Soğanli Dere», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 19 (1970), σελ. 261-66.

11. Winfield, D., «Aynalı Mağara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 293.

12. Demus, O., «Zu den fresken von Aynalı Mağara», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 295-297.

13. Powstenko, O., The Cathedral of St. Sophia in Kiev (New Υork 1954), πίν. 88, 95, 128, και Lazarev, V., Old Russian Murals and Mosaics (London 1966), εικ. 25.

14. Demus, O., The Mosaics of Norman Sicily (London 1949), πίν. 4a.

15. Demus, O., «Zu den fresken von Aynalı Mağara», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), σελ. 296-297.

16. Για τις επιγραφές και τις μεταγραφές τους που προτάθηκαν κατά καιρούς, βλ. κυρίως Jerphanion, G. de, Mélanges d'archéologie anatolienne. Monuments préhelleniques, gréco-romains, byzantins et musulmans de Pont [= Mélanges de l’ Université Saint-Joseph 13] (Beyrouth 1928), σελ. 12-13, και Bean, G. E., «Inscriptions from Pontus», Belleten 17 (1953), σελ. 169, αρ. 5.

17. Εδώ μεταφέρουμε τις επιγραφές όπως αυτές μεταγράφηκαν από τον Bean, G. E., «Inscriptions from Pontus», Belleten 17 (1953), σελ. 169, αρ. 5.

18. Bean, G. E., «Inscriptions from Pontus», Belleten 17 (1953), σελ. 169, αρ. 5.

19. Winfield, D., «Aynalı Mağara. Amasya», Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 20 (1971), εικ. 1 στη σελ. 282.