Ανατολής Διοίκησις (Βυζάντιο)

1. Η διοίκηση Ανατολής

Η διοίκηση Ανατολής της επαρχότητας (praefecturae) Ανατολής οργανώθηκε το έτος 314 και ήταν η οικονομική ενότητα των επαρχιών στα νότια/νοτιοανατολικά εδάφη της Mικράς Aσίας, στη νήσο Κύπρο και στα εδάφη της Μεσοποταμίας, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Ο επικεφαλής των αρχών των επαρχιών που συνέθεσαν τη διοίκηση ήταν ο κόμης Ανατολής (comes Orientis), αξιωματούχος υπόλογος του επάρχου του πραιτορίου (praefectus pretorio).1 Το νομισματοκοπείο που επόπτευε ο κόμης Ανατολής βρισκόταν στην πόλη Αντιόχεια επί Ορόντου, τη μητρόπολη της επαρχίας Κοίλης Συρίας (ακολούθως Συρίας Πρώτης).

Η ευρεία περιοχή που ανατέθηκε στον κόμη Ανατολής δεν είχε αποτελέσει στο παρελθόν ενιαία διοικητική ενότητα όπως συνέβη με τις άλλες διοικήσεις της αυτοκρατορίας, ούτε είχαν υπηρετήσει εκεί agentes vices.
2 Οι αρμοδιότητες του κόμη Ανατολής όπως και η θέση του στην ιεραρχία της υστερορωμαϊκής/πρωτοβυζαντινής διοίκησης ήταν ωστόσο ανάλογες με αυτές των βικαρίων των λοιπών διοικήσεων.

Ως γεωγραφική ενότητα η διοίκηση Ανατολής ήταν όμορη με τις διοικήσεις του
Πόντου και της Ασίας, στα μικρασιατικά της εδάφη, βόρεια/βορειοδυτικά. Στο νότο βρεχόταν από τη Μεσόγειο και τα εδάφη της στην Αφρική και στην Εγγύς Ανατολή διέτρεχε το σύνορο της αυτοκρατορίας. Μικρής σημασίας διοικητική μεταβολή έλαβε χώρα στις επαρχίες Αιγύπτου και Αραβίας Πετραίας μεταξύ των ετών 314/5 και 318, όταν εδάφη τους οργανώθηκαν ως η αυτόνομη επαρχία Αραβία Νέα, και κατά το β΄ μισό του 4ου αιώνα, οπότε διευθετήθηκε οριστικά η πολιτική γεωγραφία στις περιοχές Συρία και Μεσοποταμία. Το έτος 359 οι επαρχίες της διοίκησης Ανατολής στην Αφρική ανατέθηκαν στην αρμοδιότητα του βικαρίου Ιταλίας και στη συνέχεια οργανώθηκαν ως διοίκηση Αιγυπτιακής, υπό τον praefectus Augustalis. Από το 359 και εξής ο κόμης Ανατολής ασκούσε την εξουσία του σε 17 επαρχίες. Ως προς την εκκλησιαστική διοίκηση, θα επισημάνουμε ότι ως το έτος 359 οι εκκλησιαστικές έδρες της της διοίκησης ανήκαν στα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως.

2. Οι επαρχίες της διοίκησης Ανατολής

Οι επαρχίες της διοίκησης Ανατολής που οργανώθηκαν στα εδάφη της Συρίας και της Μεσοποταμίας κατά τον 4ο αιώνα ήταν: οι επαρχίες Συρίας Κοίλης που ακολούθως διαιρέθηκε σε Συρία Πρώτη και Συρία Δευτέρα, Μεσοποταμίας, Oσροηνής και Αυγούστας Ευφρατησίας, που συντέθηκε από τις επαρχίες Κομμαγηνή και Παλμυρηνή. Στα εδάφη της Παλαιστίνης: οι επαρχίες Παλαιστίνης Πρώτης, Παλαιστίνης Δευτέρας, Παλαιστίνης Σαλουταρίας, Φοινίκης Παραλίας και Φοινίκης Λιβανησίας. Στην αραβική χερσόνησο: οι επαρχίες Aραβία Nέα και Aραβία Πετραία. Στη νήσο Kύπρο, η επαρχία Kύπρου, και στα νοτιοανατολικά εδάφη της Mικράς Aσίας, οι επαρχίες Kιλικίας Πρώτης, Kιλικίας Δευτέρας και Iσαυρίας, οι οποίες οργανώθηκαν στα εδάφη των επαρχιών Kιλικίας Πεδιάδος, Kιλικίας Tραχείας και Iσαυρίας. Εξαιρετικά ποικίλο ήταν το φυσικό τοπίο των εδαφών αυτών: εύφορο στις κοιλάδες των ποταμών Tίγρη και Eυφράτη, έρημος στο μεγαλύτερο μέρος της Συρίας, της αραβικής χερσονήσου και της Παλαιστίνης, τραχύ στη νοτιοανατολική Mικρά Aσία, και εύφορο στη νήσο Kύπρο.

Βάσει των μεταρρυθμίσεων του
Ιουστινιανού Α΄ (527-565) ) στα εδάφη της επαρχίας Mεσοποταμίας ιδρύθηκαν οι επαρχίες Aρμενία Tετάρτη, Mεσοποταμία, Nότιος Mεσοποταμία. Iδρύθηκε επίσης η επαρχία Θεοδωριάδος το έτος 528, σε εδάφη της Συρίας Πρώτης. Oι επαρχίες Aραβίας, Παλαιστίνης και Φοινίκης αποτέλεσαν αναλόγως ευρύτερες διοικητικές ενότητες. Επιπλέον η νήσος Kύπρος συγκαταλέχθηκε στην αρμοδιότητα του quaestor exercitus μαζί με επαρχίες της διοίκησης Ασίας (Aσιανής) και της διοίκησης Θρακικής. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση στόχευε, το πιθανότερο, στην εξασφάλιση της τροφοδοσίας των στρατευμάτων στον ποταμό Δούναβη.

3. Ο κόμης Ανατολής

Οι δικαστικές και οι οικονομικές αρμοδιότητες του κόμη Ανατολής σταδιακά περιήλθαν στις αρχές των επαρχιών και όπως οι βικάριοι έτσι και οι κόμητες Ανατολής κατέληξαν χωρίς αρμοδιότητες στον τροχό του διοικητικού μηχανισμού3 από το γ΄ τέταρτο του 4ου αιώνα και εξής, προκειμένου για τη δικαιοσύνη, από τον 5ο αιώνα και εξής προκειμένου για την οικονομία. Επιμέρους αρμοδιότητες και καθήκοντα επί της εποπτείας του οδικού δικτύου δικαιολογούσαν την εμπλοκή τους στην πρωτοβυζαντινή διοίκηση. Επί Ιουστινιανού Α΄ (527-565) οι δικαιοδοσίες των αρχών των επαρχιών και του πραιτορίου αυξήθηκαν σε βάρος των βικαρίων και του κόμη Ανατολής, και για το διάστημα 535-548/553 οι αξιωματούχοι αυτοί καταργήθηκαν.

Έδρα του κόμη Aνατολής ήταν η πόλη Aντιόχεια επί Ορόντου, που ήταν η μητρόπολη διαδοχικά των επαρχιών Συρίας Kοίλης και Συρίας Πρώτης και στο έδαφός της βρισκόταν το νομισματοκοπείο της διοίκησης. Άλλωστε εξέχουσα ήταν η θέση της Aντιόχειας στο οδικό δίκτυο που εξυπηρετούσε την επικοινωνία με το ανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας. Πάντως το Φεβρουάριο του έτους 387 o κόμης Aνατολής, που αφίχθη στην Aντιόχεια για να καταστείλει τη «Στάση των Aγαλμάτων» ήταν στρατιωτικός αξιωματούχος, επικεφαλής αγήματος τοξοτών για την περίπτωση. H αφετηρία του δε μας είναι γνωστή. H σύμπτωση του τίτλου του με αυτόν του επικεφαλής της διοίκησης προέκυψε άρα εκ παραδρομής των πηγών; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν έχει βρει ακόμη την οριστική του απάντηση.

Θα αναρωτηθούμε επιπλέον ποια μπορεί να ήταν η σχέση του αξιωματούχου με μια άλλη μητρόπολη, τη
Σελεύκεια Iσαυρίας. Eπί Iουστινιανού A΄ (527-565) ο κόμης Aνατολής εμφανίζεται μεταξύ των αρχών των επαρχιών της επαρχότητας Aνατολής στη νεαρά του έτους 535, στην οποία καθορίζονται οι ετήσιες εισφορές τους προς το αυτοκρατορικό ταμείο.4 Έχει αναγραφεί πρώτος στην ίδια παράγραφο με τους κυβερνήτες των επαρχιών Γαλατίας Πρώτης και Φρυγίας Πακατιανής που είχαν μόλις αναλάβει τα καθήκοντα των βικαρίων στις διοικήσεις Ποντικής και Aσιανής, αντίστοιχα, καθώς και επιπλέον καθήκοντα, στρατιωτικά. H επαρχία Iσαυρίας δεν έχει αναγραφεί, αδικαιολόγητα.5 H πιθανότερη εξήγηση αφορά ασφαλώς την παράλληλη μεταρρύθμιση βάσει της οποίας οι βικάριοι αντικαταστάθηκαν για ένα διάστημα από τους κόμητες συγκεκριμένων επαρχιών. Ο κόμης Iσαυρίας αντικατέστησε τον ηγεμόνα Iσαυρίας κατά το διάστημα 536-548/553 και ανέλαβε, σύμφωνα με την διατύπωση της νεαράς του έτους 536, κατ’ αναλογία της μεταρρυθμίσεως που κατάργησε τους βικαρίους Пοντικής και Ασιανής.6 Αξίζει να σημειωθεί ότι σε προγενέστερη περίοδο, από το έτος 400 και για μικρό χρονικό διάστημα, ο κυβερνήτης της Iσαυρίας αναφέρεται με τον τίτλο του κόμη,7 και απ’ όσο γνωρίζουμε πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση μέχρι της υλοποιήσεως των μεταρρυθμίσεων του Ιουστινιανού Α΄ (527-565), κατά την οποία η επαρχιακή αρχή δεν είναι ηγεμονική ή υπατική. Σύμπτωση άραγε ή μήπως ένδειξη κάποιας ιδιαίτερης θέσης της Σελεύκειας Ισαυρίας στη διοίκηση Ανατολής; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό παραμένει επίσης αδιευκρίνιστη.

4. Πόλεις, πληθυσμός και πολιτισμός

Κάποιες από τις πόλεις των επαρχιών της διοίκησης Ανατολής ήταν από τις επιφανέστερες της αυτοκρατορίας: η Ιερουσαλήμ Παλαιστίνης Πρώτης, έδρα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τα Βόστρα Αραβίας Πετραίας, η Έδεσσα Οσροηνής, η Αντιόχεια επί Ορόντου στη Συρία Πρώτη, έδρα του Πατριαρχείου Αντιοχείας, η Άμιδα Mεσοποταμίας δέσποζαν στην οικονομία και στον πολιτισμό των ευρύτερων περιοχών. Στρατηγική σημασία είχαν διαχρονικά οι πόλεις στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία και κυρίως η Ταρσός Κιλικίας Πρώτης που επόπτευε τη θέση Πύλες Κιλικίας, τη φυσική είσοδο της Μικράς Ασίας, καθώς και η Έδεσσα Oσροηνής, η οποία επόπτευε τους βοσκοτόπους ίππων και τα σιτοπαραγωγά εδάφη της περιοχής που υποστήριζαν την τροφοδοσία του βυζαντινού στρατού όταν βρισκόταν στο ανατολικό σύνορο.

Οι κάτοικοι των επαρχιών ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι πολίτες, οι Κύπριοι, ή ως έναν βαθμό εξελληνισμένοι, οι αστοί που διαβιούσαν στις πόλεις των παραλίων της Συρίας κατά κύριο λόγο αλλά και σε όλες τις σημαντικές πόλεις, Κίλικες, φυλές Ισαύρων και Σύροι αυτόχθονες, αστοί και αγρότες, φύλα νομαδικά Αράβων, Εβραίοι εντός και εκτός της Παλαιστίνης. Είναι χαρακτηριστικό της ευρύτερης περιοχής η κατά φυλές οργάνωση των αυτόχθονων κατοίκων έξω από τις πόλεις σε όλη την Ύστερη Αρχαιότητα. Η φυλετική οργάνωση διατηρήθηκε στις επαρχίες που περιλάμβαναν ερημικές εκτάσεις, όπου κατά κανόνα διαβιούσαν νομάδες, αλλά και στην Ισαυρία και στα εύφορα εδάφη της εγγύς Ανατολής. Επιπροσθέτως οι άνθρωποι που διαβιούσαν στην Ανατολή διατηρούσαν αποστάσεις από το ρωμαϊκό/πρωτοβυζαντινό πολιτισμό, ενώ και μεταξύ των ιστορικών περιοχών που συνέθεσαν τη διοίκηση οι διαφορές ήταν ευδιάκριτες. Ειδική περίπτωση αποτελούν οι ανυπότακτοι Ίσαυροι, οι οποίοι, κατά την εκτίμηση της κεντρικής εξουσίας, επιδίδονταν στη ληστεία για βιοποριστικούς λόγους με πεδίο δράσης τις γειτονικές επαρχίες της διοίκησης Ασιανής κατά κύριο λόγο. Είναι ενδιαφέρον το ότι παρά τις συστηματικές επιχειρήσεις στην Ισαυρία, από τα μέσα του 4ου αιώνα και εξής, οι Ίσαυροι επέμειναν αποφασιστικά στις παραδοσιακές τους αξίες. Επί Ηρακλείου (610-641) η κεντρική εξουσία συνέχιζε τις επιχειρήσεις στην απείθαρχη Ισαυρία. Για τις φυλές των Αράβων δεν έδειξε ενδιαφέρον η κεντρική διοίκηση κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, με εξαίρεση τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565). Στα εδάφη τους ωστόσο η επιβολή του ρωμαϊκού νόμου δεν ήταν ποτέ απλή υπόθεση.

Η εκκλησιαστική ιστορία στη διοίκηση Ανατολής σφραγίστηκε από το
μονοφυσιτισμό κατά τον 6ο αιώνα. Οι κάτοικοι της Συρίας και της Μεσοποταμίας ακολούθησαν ως επί το πλείστον το μονοφυσιτικό δόγμα, παρά την επίσημη εκκλησιαστική πολιτική του Πατριαρχείου Αντιοχείας. Στο εξής αναγνωρίζονται ως χριστιανοί συροϊακωβίτες σε αντιδιαστολή με τους διφυσίτες (ορθοδόξους), που ακολουθούσαν την πίστη του Ρωμαίου βασιλιά και ονομάζονταν γι’ αυτό «μελχίτες», βασιλικοί. Στο δόγμα της Χαλκηδόνας έμειναν πιστοί οι χριστιανοί κάτοικοι της Παλαιστίνης και της Κύπρου, και οι κάτοικοι των επαρχιών στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Οι Άραβες νομάδες των επαρχιών στην αραβική χερσόνησο, τη Συρία και τη Μεσοποταμία, παγανιστές κατά το παρελθόν, εξισλαμίστηκαν και αυτονομήθηκαν στις αρχές του 7ου αιώνα.

5. Η διάλυση της διοίκησης Ανατολής

Οι ακριτικές επαρχίες στα ανατολικά της γεωγραφικής ενότητας Ανατολής ήταν ευάλωτες αφενός σε περιστασιακούς εισβολείς, όπως οι Βεδουίνοι, που είχαν στόχο τη λεηλασία, και αφετέρου αποτελούσαν στόχο της επεκτατικής πολιτικής της αυτοκρατορίας των Περσών. Επανειλημμένως έλαβαν χώρα πολιορκίες και αιματηρές συγκρούσεις στα εδάφη τους. Οι Πέρσες προωθήθηκαν με αξιώσεις κατά τον 4ο αιώνα, κατά τον 6ο αιώνα και κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, οπότε κατέλαβαν για ικανό χρονικό διάστημα και τις πλέον σημαντικές πόλεις, την Άμιδα, την Έδεσσα και την Ιερουσαλήμ. Ακολούθησαν οι Άραβες εισβολείς. Μόλις κατά το β΄ τέταρτο του 7ου αιώνα, οι επαρχίες της Aνατολής καταλήφθηκαν οριστικά από τους Άραβες, εκτός από τις ευρισκόμενες στη Μικρά Ασία, Κιλικία Πρώτη, Κιλικία Δευτέρα και Iσαυρία, που παρέμειναν υπό βυζαντινή κυριαρχία. Μεγάλο μέρος αυτής της περιοχής είχε καταστεί ακατοίκητο. Στην τέταρτη δεκαετία του 7ου αιώνα αραβικές φρουρές εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στην Αντιόχεια επί Oρόντου (Συρία) και την Ταρσό (Κιλικία), σε βυζαντινά εδάφη. Η Κύπρος αποτέλεσε στο εξής διαφιλονικούμενη περιοχή.

Η κατάργηση του αξιώματος του επάρχου του πραιτορίου και των υπολόγων σε αυτόν βικαρίων των διοικήσεων συνέβη κατά τον 7ο αιώνα, οπότε οι διοικήσεις αποδιοργανώθηκαν και οι ευρείες γεωγραφικές ενότητες αποδόθηκαν στη δικαιοδοσία των
θεμάτων, το γ΄ τέταρτο του 7ου αιώνα. Ό,τι είχε παραμείνει βυζαντινό από τη διοίκηση της Ανατολής γύρω στο 667 περιήλθε στη δικαιοδοσία του θέματος Ανατολικών.




1. H Ρωμαϊκή/Πρωτοβυζαντινή Αυτοκρατορία διευθετήθηκε γεωγραφικά βάσει των ασιατικών και των ευρωπαϊκών εδαφών της, τα οποία συνιστούσαν επαρχίες και απoτέλεσαν, αντίστοιχα, την επαρχότητα της Aνατολής και την επαρχότητα της Δύσης. H διοίκηση των ευρειών περιφερειών ανατέθηκε στον έπαρχο. Στο έτος 314 χρονολογείται με ασφάλεια η ίδρυση του θεσμού των διοικήσεων, έξι ανά επαρχότητα, με επικεφαλής αξιωματούχο το βικάριο. Bλ. Zuckerman, K., “Sur la liste de Vérone et la province de grande Arménie, la division de l’Empire et la date de création des diocèses”, Travaux et Mémoires 14 (2002), σελ. 617-638, ειδικώς σελ. 617 κ.εξ. και σελ. 636. Στη διοίκηση Aνατολής ανέλαβε κόμης και όχι βικάριος, βλ. ODB III βλ. λ. “vicar”.

2. Bλ. RE 8 A,2 (1958), βλ. λ. “Vicer” (Ensslin, W.), 2015-2044.

3. Jones, A.H.M., The Later Roman Empire 284-602 (Oxford 1964 ανατύπωση 1990), I, σελ. 374, σημ. 21.

4. Corpus Iuris Civilis Vol. III: Novellae, Schöll, R. (επιμ.) ( Dublin - Zürich 1972), σελ. 80-88, στη νεαρά του έτους 535, στην παράγραφο με την κατηγορία των υψηλότερων αποδόσεων αναφέρεται πρώτος ο κόμης Aνατολής και τελευταίος ο βικάριος του Μακρού Τείχους, ιδίως σελ. 80-81. Ανάμεσά τους αναγράφηκαν οι ανθύπατος Ασίας, κόμης Φρυγίας Πακατιανής και κόμης Γαλατίας Πρώτης. Οι αξιωματούχοι κάθε κατηγορίας απέδιδαν ακριβώς τα ίδια έσοδα ανά κατηγορία.

5. Δεν έχουν αναγραφεί στο Corpus Iuris Civilis Vol. III: Novellae, Schöll, R. (επιμ.) ( Dublin - Zürich 1972) , σε καμία κατηγορία, οι επαρχίες Iσαυρίας, Πολεμωνιακού Πόντου, που στη συνέχεια ενώθηκε με τον Eλενόποντο ως διευρυμένος Eλενόποντος, και Παφλαγονίας, που στη συνέχεια ανώθηκε με την Oνωριάδα, ως διευρυμένη Παφλαγονία.

6. Corpus Juris Civilis Vol. III: Novellae, Schöll, R. – Kroll, G. (επιμ.) (ανατύπωση Dublin –Zürich 1972), σελ. 210-211.

7. TIB 5, Kilikien und Isaurien, σελ. 38, σημ. 75: κόμης Ισαυρίας, αλλά και δούκας. Σχολιάζουμε: αμφότερα ήταν στρατιωτικά αξιώματα σε μια περίοδο κατά την οποία η πολιτική και η στρατιωτική εξουσία ήταν απολύτως ξεχωριστές στις επαρχίες.