Ανεμούριον, Λουτρό ΙΙΙ 2 Β

1. Εισαγωγή

Το συγκρότημα των θερμών είναι χωροθετημένο στη ζώνη ανάμεσα στον επαρχιακό δρόμο, παράλληλο στην ακτογραμμή, και τη θάλασσα. Βρίσκεται σε περιοχή δημόσιων κτηρίων, στο κέντρο της πόλης του Ανεμουρίου. Προς νότο συνορεύει με την εξέδρα και το Λουτρό ΙΙ 11 Β, από τα οποία διαχωρίζεται με ένα τείχος της πόλης (ΙΙ 14 F). Δυτικά εφάπτεται στο τείχος της πόλης ΙΙΙ 3 F,
1 που αναπτύσσεται κάτω από τον επαρχιακό δρόμο. Στη βόρεια πλευρά των θερμών βρίσκονται κάποια αταύτιστα κτήρια (ΙΙΙ 4 Ε, ΙΙΙ 5 Α), καθώς και ένα τρίκογχο κτίσμα (ΙΙΙ 6), πιθανά λατρευτικού χαρακτήρα.2 Πρόκειται για συγκρότημα λουτρών με παλαίστρα, η οποία διαμορφώνεται στην ανατολική πλευρά του. Η χρονολόγησή του ανάγεται στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. και βασίζεται σε νομισματικά ευρήματα. Η οργάνωση της κάτοψής των θερμών, με ασύμμετρη διάταξη μικρών και μεσαίων σε μέγεθος καμαροσκέπαστων δωματίων, καθώς και η διαμόρφωση μιας από τις όψεις του κτηρίου –της νότιας– με αψιδωτή απόληξη των εξωτερικών τοίχων του ακολουθούν τα γενικά χαρακτηριστικά υστερορωμαϊκών λουτρών των μικρών επαρχιακών πόλεων της Κιλικίας και της ανατολικής Παμφυλίας.3

Το λουτρό ΙΙΙ 2 Β ανήκει στον δακτυλιόσχημο τύπο λουτρών, επειδή η είσοδος στο κτήριο, επικοινωνώντας μόνο με ένα από τα δωμάτιά του, καθορίζει μία κυκλική πορεία του επισκέπτη μέσα στους χώρους του. Μια άλλη ιδιαιτερότητα του λουτρού αυτού, που αφορά την κάτοψη και τις όψεις του είναι ότι διατάσσει σε σειρά4 τις τρεις θερμές αίθουσές του, από τις οποίες οι δύο ακριανές έχουν αψίδες με τον ίδιο προσανατολισμό, στη συγκεκριμένη περίπτωση νότιο. Αυτές οι δύο ιδιαιτερότητες χαρακτηρίζουν επίσης το γειτονικό λουτρό ΙΙ 11 Β, καθώς και το λουτρό της Ιωτάπης 5 Β. Το λουτρό άρχισε να ανασκάπτεται κατά τη δεκαετία του ’60, ενώ μία άλλη αρχαιολογική αποστολή ολοκλήρωσε την ανασκαφή στη δεκαετία του ’70.

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

Η κάτοψη των θερμών ΙΙΙ 2 Β θεωρείται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, επειδή συνδυάζει τον τύπο λουτρού με παράλληλες αψιδωτές αίθουσες με μία ορθογώνια παλαίστρα. Τα θερμά δωμάτια βρίσκονταν στη νότια πλευρά του κτηρίου, ενώ το frigidarium που διέθετε, είχε μια μεγάλη πισίνα στη βόρεια πλευρά.
5

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν τη διαίρεση της κάτοψης του λουτρού σε δύο χώρους: νότιο και βόρειο. Στο νότιο μέρος βρίσκονταν τα θερμά δωμάτια ενώ στο βόρειο μέρος τα ψυχρά. Η κύρια είσοδος στο συγκρότημα των θερμών γινόταν από το δημόσιο δρόμο, στα ανατολικά του συγκροτήματος, διαμέσου μιας ευρύχωρης κλίμακας που οδηγούσε στην παλαίστρα.
6 Τις τρεις πλευρές της παλαίστρας περιέτρεχε στυλοβάτης, ενώ το δάπεδό της κοσμούσαν δύο ψηφιδωτά με γεωμετρικά μοτίβα. Το κεντρικό ψηφιδωτό περιλάμβανε απλά διαγώνια μπλε και λευκά μοτίβα, ενώ το περιμετρικό ψηφιδωτό του διαδρόμου ήταν πιο πολύχρωμο και με πιο περίπλοκα σχέδια. Στην τέταρτη πλευρά της παλαίστρας αναπτυσσόταν μία επιμήκης γαλαρία κάθετη στην παλαίστρα. Επικοινωνούσε με τρία παράλληλα στον κατά μήκος άξονά της δωμάτια, από τα οποία το κεντρικό έπαιζε το ρόλο προθαλάμου για τον κυρίως χώρο των λουτρών.

Η είσοδος στον προθάλαμο των λουτρών γινόταν διαμέσου τριών ανοιγμάτων, που σηματοδοτούσαν δύο κίονες ή πεσσοί. Αντικριστά σε αυτούς, στο ίδιο ύψος στον απέναντι τοίχο, διαμορφώνονταν ημικυκλικές κόγχες εκατέρωθεν ενός ανοίγματος, που έδινε πρόσβαση στο χώρο των λουτρών. Μια ψηφιδωτή επιγραφή, όπου αναγραφόταν «καλώς λούσαι» σηματοδοτούσε την είσοδο, ενώ μία άλλη, «καλώς ελούσου» την έξοδο. Βόρεια του προθαλάμου βρισκόταν το αποδυτήριο,
7 ευρύχωρη ορθογωνική αίθουσα επίσης με ψηφιδωτά δάπεδα. Η είσοδος στα λουτρά οδηγούσε στο χώρο D, το frigidarium, ο οποίος περιλάμβανε πισίνα και περιμετρικό διάδρομο στο βόρειο τμήμα του. Βρέθηκαν τέσσερις μικρές κλίμακες μέσα στο χώρο της πισίνας, μια σε κάθε γωνία της, και δύο ημικυκλικές αντικριστές κόγχες στη δυτική και ανατολική πλευρά της. Ένα πολύχρωμο γεωμετρικό ψηφιδωτό δάπεδο κοσμούσε το νότιο τμήμα του δωματίου, χώρο στάσης μπροστά στην πισίνα. Μετά το frigidarium ο λουόμενος κατευθυνόταν σε ένα δεύτερο δωμάτιο, που περιλάμβανε μια μικρότερη πισίνα στο βόρειο τμήμα του (B). Το νότιο τμήμα των λουτρών, το caldarium, καταλάμβαναν τρία θερμά θολοσκεπή δωμάτια σε σειρά (E, F, G) χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο της κάτοψης. Η νότια όψη των δύο ακρινών (E, G) απολήγει σε αψίδα στην οποία διανοίγονται τρία τοξωτά ανοίγματα με παράθυρα. Το κεντρικό δωμάτιο (F) διαμόρφωνε μεγάλο άνοιγμα στο νότιο τοίχο του. Όλοι οι χώροι επικοινωνούσαν μεταξύ τους, ώστε να είναι δυνατή η κυκλική πορεία του λουόμενου. Ημικυκλικές κόγχες διαμορφώνονταν στους επιμήκεις τοίχους των θερμών χώρων (E, F).

Το οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή είναι λαξευτή πέτρα με την προσθήκη κάποιων κεραμιδιών. Πλίνθοι χρησιμοποιήθηκαν στις κόγχες, τα τόξα και τα πλαίσια των παραθύρων του δωματίου F. Υποθέτουμε ότι το κτήριο ήταν επιχρισμένο, καθώς τμήματα εξωτερικού κονιάματος εντοπίστηκαν στις αψίδες των χώρων E και G. Ως προς το αποχετευτικό σύστημα βρέθηκε ένας αγωγός στη βορειοδυτική γωνία του frigidarium (D), ο οποίος συνεχιζόταν στον εσωτερικό χώρο και ένας άλλος στο χώρο του caldarium, στην αψίδα του δωματίου E.

Το λουτρό ΙΙΙ 2 Β του Ανεμουρίου βρίσκεται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση από το γειτονικό λουτρό ΙΙ 11 Β, καθώς οι τοίχοι του σώζονται μέχρι τη μέση του ύψους της καμάρας και των κογχών των αψίδων.



1. Το τείχος ΙΙΙ 3 F ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις υψομετρικές καμπύλες του λόφου.

2. Στην υπόθεση αυτή οδηγούμαστε, πέρα από τον ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του κτίσματος, από τη γειτνίασή του με τρεις εκκλησίες (ΙΙΙ 10 C, III 13 C, III 14 C), που βρίσκονται βορειότερα αυτού.

3. Yegul, F., Baths and bathing in classical antiquity (New York 1992), σελ. 301.

4. Nielsen, I., Thermae et Balnea. The architecture and cultural history of Roman public baths (Aarhus 1993), σελ.110-1.

5. Yegul, F., Baths and bathing in classical antiquity (New York 1992), σελ.304.

6. Οι διαστάσεις της παλαίστρας είναι 36,50 Χ 25,30 μ.

7. Ο προσδιορισμός των χώρων με γράμματα ή αριθμούς ακολουθεί την καταγραφή τους στο σχέδιο των T. Boyd, J. Russell, βλ.Yegul, F., Baths and Bathing in classical Antiquity (New York 1992), σελ. 305.