Ανεμούριον, Λουτρό ΙΙ 11 Β

1. Ιστορικό

Το Λουτρό ΙΙ 11 Β του Ανεμουρίου βρίσκεται μεταξύ των τειχών ΙΙ 14 F και 1 F. Η βόρεια όψη του είναι μεσοτοιχία με το Λουτρό ΙΙΙ 2Β, ενώ η ανατολική όψη του βλέπει στη θάλασσα. Παρουσιάζει τα γενικά χαρακτηριστικά των λουτρών των μικρών επαρχιακών πόλεων της Κιλικίας και της ανατολικής Παμφυλίας κατά την Υστερορωμαϊκή περίοδο, όπως διαπιστώνει ο Fikret Yegul.1 Για παράδειγμα, η κάτοψη παρουσιάζει ασυμμετρική διάταξη μικρών και μεσαίων καμαροσκέπαστων χώρων, ενώ η όψη διαμορφώνεται με αψιδωτές απολήξεις κάποιων από τους εξωτερικούς τοίχους του κτηρίου. Τα Λουτρά του Ανεμουρίου ΙΙ 11 Β και ΙΙΙ 2Β, καθώς και της Ιωτάπης 5Β, ανήκουν σε έναν τοπικό τύπο λουτρών που χαρακτηρίζεται από αψιδωτούς χώρους και εσωτερική διάταξη τέτοια που επιβάλλει μια ορισμένη διαδρομή στο εσωτερικό του λουτρού (reserved circulation). Ταυτόχρονα όμως συναποτελούν μια παραλλαγή του τύπου στην οποία τρεις θερμές αίθουσες τοποθετούνται εν σειρά.2 Πιο συγκεκριμένα, τα Λουτρά της Ιωτάπης 5Β και του Ανεμουρίου ΙΙ 11Β ξεχωρίζουν επειδή παρουσιάζουν τρεις παράλληλες αψιδωτές αίθουσες, χτισμένες κατά τον άξονα βορρά-νότου, με την αψίδα της κεντρικής αίθουσας να έχει αντίθετο προσανατολισμό από τις αψίδες των δύο εκατέρωθεν αιθουσών. Οι ψυχροί και οι θερμοί οίκοι διατάσσονται στη νότια, ανατολική και δυτική πλευρά της κεντρικής αίθουσας, η οποία επικοινωνεί μόνο με έναν από τους χώρους, υποχρεώνοντας έτσι τον επισκέπτη σε μια συγκεκριμένη, περιμετρική διαδρομή στο εσωτερικό του συγκροτήματος. Η διάταξη αυτή χαρακτηρίζει γενικώς το δακτυλιόσχημο τύπο λουτρών (ring-type plan baths), στον οποίο ανήκε, από την άποψη αυτή, το Λουτρό ΙΙ 11Β του Ανεμουρίου.

Το λουτρό ανασκάφηκε κατά τη δεκαετία του ’60 και οι εξωτερικοί τοίχοι του σώζονται μέχρι το ύψος της γένεσης της καμάρας. Χρονολογείται με αρκετή αβεβαιότητα στον 3ο αι. μ.Χ.

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

Η κάτοψη περιλαμβάνει μια μεγάλη αίθουσα και επτά δωμάτια, επικοινωνεί όμως μόνο με ένα από αυτά. Στη νότια πλευρά του κτηρίου διατάσσονται τρεις επιμήκεις αίθουσες καμαροσκέπαστες, χτισμένες κατά τον άξονα βορρά-νότου με αψιδωτή απόληξη της μίας από τις στενές πλευρές τους. Δύο από τις αίθουσες (Ε, G) διαμορφώνουν αψίδα στο νότιο τοίχο τους και η τρίτη στο βόρειο (F). Και τα τρία αυτά δωμάτια διαθέτουν ανοίγματα στη νότια πλευρά τους. Σύμφωνα με την Elisabeth Rosenbaum,3 η είσοδος γινόταν από το δωμάτιο G, από θύρα με μονολιθικό υπέρθυρο, η οποία πλαισιωνόταν από δύο κόγχες ύψους 1,75 μ. Το δωμάτιο G επικοινωνούσε με το επόμενο (F) με μία πόρτα στη νοτιοδυτική γωνία του. Ο χώρος F διέθετε ένα μεγάλο άνοιγμα στο νότο, ενώ η αψίδα του στο βορρά είναι τυφλή. Ο μεσότοιχος μεταξύ των δωματίων F και E έχει καταρρεύσει. Το δωμάτιο Ε έχει ένα μεγάλο τοξωτό άνοιγμα στη βόρεια πλευρά του. Το δάπεδο του χώρου Ε καλύπτει υπόκαυστα που αποτελούνται από πήλινους κιονίσκους με επίχρισμα. Μία τέταρτη αίθουσα (Β) με αψίδα στα δυτικά βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του δωματίου G. Στη βόρεια πλευρά του κτηρίου σώζεται η αυλή, η οποία ορίζεται στη δυτική πλευρά της από ένα συμπαγή τοίχο με δύο ορθογώνιες κόγχες, ενώ στην ανατολική οδηγεί σε ένα ορθογώνιο καμαροσκέπαστο δωμάτιο (C). Μία άλλη τοξωτή είσοδος οδηγεί στο χώρο Β. Μαζί με το συμπαγή τοίχο στα δυτικά αποκαλύφτηκε και ένας τετράγωνος χώρος μικρών διαστάσεων (Α). Το πολύ καλά διατηρημένο ανοιχτόχρωμο ερυθρό υδραυλικό κονίαμά του μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για δεξαμενή. Η αίθουσα C επικοινωνεί με ένα επίσης καμαροσκέπαστο δωμάτιο D. Κατάλοιπα στα ανατολικά υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός ακόμη χώρου με αψιδωτή απόληξη. Στη βορειοανατολική γωνία της αίθουσας βρέθηκε μία σκάλα που οδηγούσε στα Λουτρά ΙΙΙ 2 Β. Η δυτική είσοδος χαρακτηρίζεται από την παρουσία τριών αντηρίδων. Ένας αποχετευτικός αγωγός βρέθηκε στη νότια αψίδα του δωματίου Ε και συνεχίζει και έξω από την αψίδα.

Ως προς τον τρόπο και τα υλικά δομής του κτηρίου, για την κατασκευή των θεμελίων έχει χρησιμοποιηθεί λαξευτή πέτρα, ενώ για τα πλαίσια των ανοιγμάτων χρησιμοποιήθηκαν μονολιθικά κομμάτια ασβεστόλιθου. Πλίνθοι χρησιμοποιήθηκαν στα υπόκαυστα του δωματίου Ε, καθώς και για τη φραγή ενός μικρού τμήματος του ανατολικού τοίχου του δωματίου G.

Η εγγύτητα των δύο υστερορωμαϊκών Λουτρών του Ανεμουρίου ΙΙ 11Β και ΙΙΙ 2Β θα μπορούσε να ερμηνευτεί σε σχέση με την πρακτική των χριστιανών, που προέβλεπε διαφορετικά λουτρά για γυναίκες και άνδρες. Δίδυμα λουτρά απαντούν και σε άλλες μικρές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπως στην Τλω και στα Οινόανδα, όπως έχει επισημάνει η Inge Nielsen.4




1. Yegül, F., Baths and Bathing in Classical Antiquity (New York 1992), σελ. 301, εικ. 399.

2. Nielsen, I., Thermae et Balnea. The Architecture and Cultural History of Roman Public Baths (Aarhus 1990), σελ. 110-111.

3. Rosenbaum, E. – Huber, G. – Onurkan, S., A Survey of Coastal Cities in Western Cilicia. Preliminary Report (Turkish Historical Society Monographs VI/8, Ankara 1967), σελ. 10.

4. Nielsen, I., Therme et Balnea. The Architecture and Cultural History of Roman Public Baths (Aarhus 1993), σελ. 111, υποσ. 119.