Ανεμούριον, Λουτρό ΙΙ 7 Α

1. Εισαγωγή

Το Λουτρό ΙΙ 7Α του Ανεμουρίου, το μικρότερο σε μέγεθος λουτρό της πόλης, βρίσκεται μεταξύ του υδραγωγείου (ΙΙ 4 W) και του σημερινού δρόμου (ΙΙ 5), σε οικιστική περιοχή στα δυτικά του θεάτρου. Εμφανίζει όλα τα χαρακτηριστικά των λουτρών των μικρών επαρχιακών πόλεων της Κιλικίας και της ανατολικής Παμφυλίας, που οικοδομήθηκαν μεταξύ 3ου και 5ου αι. μ.Χ. Τα λουτρά αυτής της ομάδας δε διαθέτουν γυμνάσιο, είναι μικρά σε μέγεθος, ασύμμετρα σε κάτοψη, με καμαροσκέπαστα δωμάτια και συχνά με μια αψιδωτή απόληξη. Το λουτρό αυτό ανήκει στον τύπο λουτρών με αίθουσα (ή κεντρικού τύπου), στον οποίο τα δωμάτια διατάσσονται γύρω από μια μεγάλη κεντρική αίθουσα. Αντίστοιχη αρχιτεκτονική σύνθεση απαντά στο Λουτρό Ι 12Α στην Αντιόχεια επί Κράγω και στο Λουτρό ΙΙ 1 Α των Συέδρων. Ως προς τη χρήση των χώρων οι απόψεις των μελετητών διίστανται. Ο F. Yegul θεωρεί τη μεγάλη κεντρική αίθουσα Α χώρο για κοινωνικές ή περιορισμένες αθλητικές δραστηριότητες.1 Αντίθετα, η I. Nielsen, η οποία έχει παρατηρήσει ότι στα λουτρά της Ύστερης Αρχαιότητας οι ψυχροί οίκοι (frigidarium) έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις από τους θερμούς (caldarium), θεωρεί την κεντρική αίθουσα ως το frigidarium του συγκροτήματος, γύρω από το οποίο οργανώνονται στη μία πλευρά οι θερμοί οίκοι και στην άλλη οι χώροι που προορίζονταν για κοινωνικές συναθροίσεις.2 Για τη Nielsen, μάλιστα, το συγκεκριμένο λουτρό του Ανεμουρίου αποτελεί υποδειγματική περίπτωση. Το λουτρό ανασκάφηκε κατά τη δεκαετία του ’60, είναι εξαιρετικά καλά διατηρημένο και σώζονται σχεδόν όλες οι καμάρες που στέγαζαν τις αίθουσές του. Χρονολογείται τα τέλη του 3ου ή στο α΄ μισό του 4ου αιώνα.

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

Το λουτρό αποτελείται από μία κεντρική αίθουσα Α,3 ορθογώνια σε κάτοψη, καμαροσκέπαστη, χτισμένη κατά τον άξονα ανατολής-δύσης. Γύρω της και σε επικοινωνία με αυτή οργανώνονται τα υπόλοιπα δωμάτια, που στεγάζονται επίσης με καμάρες, κάθετες όμως ως προς αυτή της κεντρικής αίθουσας. Το ανατολικό τμήμα της αίθουσας Α επικοινωνεί μέσω τοξωτού ανοίγματος με δεξαμενή, της οποίας βρέθηκαν τα ίχνη. Η ίδια αρχιτεκτονική διάταξη παρατηρείται στα λουτρά της Αντιόχειας επί Κράγω και των Συέδρων.

Η κάτοψη του συγκροτήματος σχηματίζει ορθογώνιο, από το οποίο εξέχουν ο χώρος Κ και η αψίδα Η. Η είσοδος του κτηρίου βρίσκεται στη βόρεια όψη, στο βορειοδυτικό άκρο της, και οδηγεί σε έναν επιμήκη και στενό διάδρομο (Q), που φωτίζεται από τέσσερα τοξωτά παράθυρα και καταλαμβάνει όλο το μήκος της δυτικής πλευράς. Δεξιά από την είσοδο, στο δυτικό τοίχο του δωματίου Q, βρισκόταν θρανίο και δύο ορθογώνιες κόγχες, η μία από τις οποίες περιείχε μικρή δεξαμενή. Μία άλλη δεξαμενή διαμορφώνεται στον ανατολικό τοίχο. Ο διάδρομος δίνει πρόσβαση στους κοινόχρηστους χώρους και στην κεντρική αίθουσα. Τα ανοίγματα που οδηγούν από την κεντρική αίθουσα Α στα υπόλοιπα δωμάτια είναι τοξωτά, εκτός από αυτά των δωματίων F, Q και Β. Νοτιοανατολικά του διαδρόμου βρίσκεται ένα τετράγωνο δωμάτιο (Β) με σταυροθόλιο, το οποίο επικοινωνεί με την κεντρική αίθουσα Α, το διάδρομο Q και το παρακείμενο, επίσης τετράγωνο, δωμάτιο C, στην ανατολική και νότια πλευρά του οποίου διαμορφώνονται μικρές ορθογώνιες κόγχες με δεξαμενές (χώροι D και Ε). Το καμαροσκέπαστο τετράγωνο δωμάτιο G διαθέτει μια ορθογώνια κόγχη με δεξαμενή στα ανατολικά (Ι) και μια αψίδα (Η) στα νότια, που φωτίζεται από τρία τοξωτά παράθυρα και περιλαμβάνει, ομοίως, μία δεξαμενή. Στο δυτικό τοίχο του διαμορφώνονται άλλες τρεις δεξαμενές. Δύο μικρά δωμάτια (F) μεσολαβούν ανάμεσα στο δωμάτιο με τις δεξαμενές (G) και την κεντρική αίθουσα (A). Τα δωμάτια της ανατολικής πλευράς (J, K, L, M) καλύπτονται από καμάρες παράλληλες με τον άξονα της κεντρικής αίθουσας. Στο χώρο J λειτουργούσε σύστημα θέρμανσης με υπόκαυστα.4 Το γεγονός ότι η αψίδα (Η) δεν επικοινωνούσε κατευθείαν με την κεντρική αίθουσα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε ιδιαίτερη χρήση. Η εγγύτητά της με το χώρο J οδηγεί στην υπόθεση ότι λειτουργούσε ως caldarium.5 Υπόκαυστα βρέθηκαν στους χώρους Β, C, D και Ι. Ειδικότερα, κάτω από το δάπεδο του δωμάτιου C εντοπίστηκαν κιονίσκοι, ενώ κάτω από τα δάπεδα των άλλων χώρων υπάρχουν πεσσίσκοι. Ο χώρος Κ επικοινωνούσε με το δωμάτιο J και έδινε πρόσβαση προς τον εξωτερικό χώρο. Τα βόρεια δωμάτια (Ν και Ο), με τετραγωνισμένη κάτοψη και παράθυρα στο βόρειο τοίχο τους, φαίνεται να αποτελούσαν τους χλιαινόμενους χώρους του tepidarium, καθώς κάτω από το δάπεδο του Ο υπάρχουν επίσης υπόκαυστα. Το τελευταίο δωμάτιο (P) είναι στενό, με υπονόμους· ένα μικρό παράθυρο ανοίγεται στη βόρεια πλευρά του, ενώ παράθυρα ανοίγονται και προς την αίθουσα Α και το διάδρομο Q. Χρησίμευε πιθανότατα ως αποχωρητήριο. Ο χώρος R κτίστηκε αργότερα, δημιουργώντας μία δεύτερη είσοδο στο χώρο των λουτρών. Διαθέτει τέσσερις ημικυκλικές κόγχες, δύο στο δυτικό τοίχο, μία στο βόρειο και η μία στον ανατολικό.6

Τα λίγα ευρήματα που έχουν σωθεί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το λουτρό ήταν διακοσμημένο με μάρμαρα, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά.

3. Υλικά και τρόποι δομής

Οι τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από ακανόνιστα λαξευμένα κομμάτια ασβεστόλιθου. Πλίνθινοι κιονίσκοι χρησιμοποιήθηκαν στα υπόκαυστα κάτω από το δωμάτιο C και επίσης πλίνθινοι πεσσίσκοι στα υπόκαυστα κάτω από τους χώρους Β, C, D και Ι. Για τις καμάρες χρησιμοποιήθηκε λαξευτός αμμόλιθος και πλάκες μαρμάρου, ενώ στην κατασκευή πρέπει να έγινε χρήση βοηθητικού ξυλότυπου. Με εξαίρεση ένα χώρο που καλύπτεται με σταυροθόλιο (Β), όλοι οι άλλοι στεγάζονται με ημικυλινδρικές καμάρες. Η εξωτερική επικάλυψη της στέγης έγινε με διαδοχικές στρώσεις ερυθρόχρωμου κονιάματος που περιέχει κεραμόσκονη. Οι αρμοί των διαφορετικών τμημάτων της κεντρικής καμάρας (αίθουσα Α) καλύπτονται με κατάλληλα διαμορφωμένους κεράμους. Οριζόντιοι και κατακόρυφοι κεραμικοί αγωγοί μαρτυρούν το σύστημα τροφοδοσίας του λουτρού με νερό από τη δεξαμενή, καθώς και το σύστημα αποχέτευσης. Τμήματα επιχρίσματος της εξωτερικής όψης των τοίχων έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν το χρώμα της ώχρας και κοσμούνταν με ζωγραφική απομίμηση ισόδομης τοιχοποιίας.



1. Yegül, F., Baths and Bathing in Classical Antiquity (New York 1992), σελ. 304.

2. Nielsen, I., Thermae et Balnea. The Architecture and Cultural History of Roman Public Baths (Aarhus 1990), σελ. 114, υποσ. 115-116 και 139.

3. Οι διαστάσεις του δωματίου Α είναι 4,5 × 18 μ.

4. Ενώ στα λουτρά των Συέδρων και της Αντιόχειας επί Κράγω ένας υπόγειος διάδρομος αποτελούσε το σύστημα θέρμανσης.

5. Rosenbaum, E. – Huber, G. – Onurkan, S., A Survey of Coastal Cities in Western Cilicia. Preliminary Report (Monographs of Turkish Historical Society VI/8, Ankara 1967), σελ. 47, ίδιες διαστάσεις παρατηρούνται στο λουτρό των Συέδρων και της Αντιοχείας.

6. Rosenbaum, E.– Huber, G. – Onurkan, S., A Survey of Coastal Cities in Western Cilicia. Preliminary Report (Monographs of Turkish Historical Society VI/8, Ankara 1967), σελ. 4-9.