Άνθιμος Γ΄ Κωνσταντινουπόλεως

1. Γέννηση – σταδιοδρομία

Ο Άνθιμος γεννήθηκε στη Νάξο. Υπήρξε διάκονος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την περίοδο που τον πατριαρχικό θρόνο κατείχε ο Σμυρναίος Νεόφυτος (1789). Το 1791 χειροτονήθηκε Μέγας Αρχιδιάκονος, τιμήθηκε με το αξίωμα του πορτάρη, ενώ τον Απρίλιο του 1797 έγινε πρωτοσύγκελος.

2. Η δράση του στη μητρόπολη Σμύρνης

Το Μάιο του ίδιου έτους εκλέχθηκε στη μητρόπολη Σμύρνης, όπου διαδέχθηκε το Γρηγόριο, ο οποίος ανήλθε για πρώτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο ως Γρηγόριος Ε΄. Στη Σμύρνη έφθασε για πρώτη φορά ως μητροπολίτης στις 11 Ιουνίου 1797. Οι Σμυρναίοι μάλιστα τον αποκάλεσαν Βδελλά ή Αβδελλά, επειδή τα φρύδια του είχαν σχήμα βδέλλας! Ο Άνθιμος φρόντισε για την επισκευή του ναού της Αγίας Φωτεινής, ο οποίος είχε υποστεί εκτεταμένες βλάβες κατά τη διάρκεια της έκρυθμης περιόδου που έμεινε γνωστή ως «Ρεμπελιό», ενώ επιστάτησε στην ανέγερση του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης στο Μπουνάρμπασι (1799), του ναού των Αγίων Αποστόλων (Πέτρου και Παύλου) στον Κουκλουτζά (1801) και του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στον Απάνω Μαχαλά (1804). Επίσης επέβλεψε την ανακαίνιση του ναού του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη στην Αγριά της Παλαιάς Φώκαιας (1802).

Ο Άνθιμος αναμίχθηκε ιδιαίτερα στα εκπαιδευτικά πράγματα της ελληνορθόδοξης κοινότητας της πόλης. Καταρχήν ανασύστησε το ελληνικό σχολείο του Πάνω Μαχαλά, ενώ από την άλλη αναδείχθηκε σε πολέμιο του Φιλολογικού Γυμνασίου, προπύργιου του Διαφωτισμού στη Σμύρνη. Ο Άνθιμος ήρθε σε ιδιαίτερη αντιπαράθεση με τον γνωστό λόγιο Κωνσταντίνο Οικονόμο και τον αδελφό του Στέφανο.

Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του Ανθίμου στο μητροπολιτικό θρόνο της Σμύρνης, οι οθωμανικές αρχές συχνά «επέδραμαν» εναντίον της μητρόπολης και των άλλων εκκλησιών της Σμύρνης. Αιτία αυτού του «διωγμού» που υπέστη ήταν η φιλία του (όπως και του Γρηγορίου Ε΄) με τον ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνο Γεωργίου Χαντζερή, ο οποίος αποκεφαλίστηκε τον Φεβρουάριο του 1799. Ο Άνθιμος, με ιδιαίτερες προσπάθειες και αρκετές φορές με πολλά χρήματα στους ισχυρούς πολιτικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης, κατάφερε όχι μόνο να σταματήσουν αυτές οι επιθέσεις αλλά και να εκδοθούν «ορισμοί» του τότε σουλτάνου Σελίμ Γ΄ για την προστασία των σμυρναίικων εκκλησιών.

Όταν εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση ο Άνθιμος συνελήφθη (31 Μαρτίου 1821) και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και παρέμεινε επί 7 μήνες φυλακισμένος. Τον Οκτώβριο του 1821 εκλέχθηκε από την Ιερά Σύνοδο μητροπολίτης Χαλκηδόνος και τον Ιούλιο του 1822 μεταπήδησε στον πατριαρχικό θρόνο στη θέση του αποθανόντος Ευγενίου (1821-1822).

3. Η δράση του ως Οικουμενικού Πατριάρχη

Η περίοδος κατά την οποία πατριάρχευσε ο Άνθιμος ήταν ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της συνέχισης της Ελληνικής Επανάστασης. Σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών1 στον Πατριάρχη Άνθιμο Γ΄ παραδόθηκε η περίφημη γυναίκα του Αλή Πασά του Τεπελενλή, η Βασιλική, μαζί με τον αδελφό της Σίμο και τον οπλαρχηγό Θανάση Βάγια.

Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του ο Άνθιμος κατάφερε να διατηρηθεί η ανεξαρτησία της Αρχιεπισκοπής της Κύπρου, όπως και τα προνόμιά της, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή, αφού οι Οθωμανοί είχαν προβεί σε εκτελέσεις κληρικών και προκρίτων στο νησί, ενώ κάποιοι συνοδικοί πίεζαν για την κατάργηση της Αρχιεπισκοπής. Την ίδια περίοδο αρνήθηκε στον Άγγλο προτεστάντη ιεραπόστολο Λιβς την έκδοση από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο μετάφρασης της Αγίας Γραφής στη δημοτική («εις χυδαίαν φράσιν»), μολονότι ο Λιβς είχε ερείσματα σε κάποια μέλη του ανώτατου κλήρου (όπως π.χ. ο Τυρνόβου Ιλαρίωνας, που είχε διατελέσει και ηγούμενος του μετοχίου της Σιναϊτικής κοινότητας στη συνοικία Μπαλάτ της Κωνσταντινούπολης, ή ο συνοδικός Σερρών Χρύσανθος).

Η υπόθεση αυτή φαίνεται ότι υπήρξε η αιτία για την αποπομπή του Ανθίμου Γ΄ τον Ιούλιο του 1824 αφού συσπείρωσε τους αντιπάλους του μέσα στην Ιερά Σύνοδο, προεξάρχοντος του Δέρκων Ιερεμία (αλλά και λαϊκών), οι οποίοι κατηγόρησαν τον Πατριάρχη ότι υποθάλπει την ανεξαρτησία των Σέρβων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (κατηγορία που σχετιζόταν με την απόφαση του Ανθίμου να αποδεχθεί την αποπληρωμή του χρέους των δύο σερβικών μητροπόλεων, του Βελιγραδίου και της Ουζίτσης, προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τον ηγέτη των Σέρβων Μίλος Οβρένοβιτς).

4. Η δράση του μετά την έκπτωση από τον πατριαρχικό θρόνο – Θάνατος

Ο Άνθιμος καταρχήν κατέφυγε στο Σκούταρι και από εκεί εξορίστηκε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, όπου και έμεινε έγκλειστος στην μονή Τιμίου Προδρόμου. Τελικά το Δεκέμβριο του 1825 του δόθηκε η άδεια να εγκατασταθεί στη Σμύρνη, όπου και κατοίκησε σε ένα μικρό διαμέρισμα στον Πάνω Μαχαλά. Στα 1831 και 1833 διετέλεσε τοποτηρητής του μητροπολιτικού θρόνου της Σμύρνης. Ο Άνθιμος κατά την παραμονή του στη Σμύρνη λάμβανε τακτικά μέρος σε εκκλησιαστικές τελετές. Τελικά πέθανε τον Αύγουστο 1842 στο νοσοκομείο της ελληνορθόδοξης κοινότητας (γνωστό ως Γραικικό Νοσοκομείο), ενώ κληροδότησε όλη του την περιουσία στους ναούς και τα ευαγή ιδρύματα της πόλης. Η μεγαλοπρεπής κηδεία του έγινε χοροστατούντος του τότε μητροπολίτη Εφέσου και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Ανθίμου Στ΄. Ο Άνθιμος τάφηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Μεγάλη εικόνα του σωζόταν μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή στο Επιτροπικό του συγκεκριμένου ναού.



1. Γεδεών, Μ., Πατριαρχικής Ιστορίας Μνημεία (Αθήνα 1922), σελ. 7-11, 36-39.