1. Τοπογραφία – Θέση στον αστικό ιστό
Το παλάτι της Αντιόχειας βρίσκεται στο βόρειο άκρο της πόλης, στο νησί1 που σχηματίζεται από τους δύο βραχίονες του ποταμού Ορόντη. Βρίσκεται πίσω από ένα μνημειώδες πρόπυλο και γειτνιάζει με το οχυρωματικό τείχος της πόλης.2 Υπολογίζεται ότι κατέχει το 1/4 του νησιού και ότι είναι χωροθετημένο στο κέντρο του, με θέα τον Ορόντη.
Η τοπογραφία, η θέση και η εσωτερική διάρθρωση του παλατιού της Αντιόχειας αποτελούν αντικείμενο επιστημονικών υποθέσεων, αφού το νησί του Ορόντη, στο οποίο βρισκόταν το παλάτι και σήμερα καλύπτεται από αποθήκες, δεν έχει ανασκαφεί. Κατά συνέπεια, οι κύριες πηγές στις οποίες στηρίζεται η περιγραφή του παλατιού είναι κειμενικές και όχι αρχαιολογικές. Ωστόσο, και παρά την έλειψη αρχαιολογικών τεκμηρίων, το παλάτι της Αντιόχειας κατέχει ιδιαίτερη θέση στις σύγχρονες θεωρίες σχετικά με την εξέλιξη του παλατιακού μοντέλου της Ύστερης Αρχαιότητας στην Ανατολή.3 Σχετικά με τη θέση του παλατιού στην πόλη, ακολουθούμε πάντα το τοπογραφικό σχέδιο του D.N. Wilber4 στην αποκατάσταση του G. Downey,5 η οποία είναι σύμφωνη με το κείμενο Αντιοχικός του Λιβανίου (356-360),6 και τις αναφορές του Ευαγρίου (6ος αι.)7 και του Θεοδωρήτου Κύρου (α΄ μισό 5ου αι.).8 Ως προς τη μορφή του παλατιού, αντλούμε κάποιες πληροφορίες από δύο παραστάσεις που θεωρείται ότι εικονίζουν το οικοδόμημα: η πρώτη βρίσκεται στην ταινία που περιτρέχει το ψηφιδωτό δάπεδο της Μεγαλοψυχίας, από μια οικία στο χωριό Γιάκτο (Yakto), στο προάστιο της Δάφνης της Αντιόχειας,9 ενώ η δεύτερη βρίκσεται στο γλυπτό τμήμα της αψίδας του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη.10 Στο ψηφιδωτό δάπεδο του Yakto, όπου εικονίζεται η διαδρομή από το προάστιο της Δάφνης στην Αντιόχεια, παριστάνεται το παλάτι δίπλα σε έναν μικρό ιππόδρομο, (ο ιππόδρομος της Αντιόχειας;) και πιθανόν κοντά στο Χρυσό Οκτάγωνο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στο γλυπτό διάκοσμο της αψίδας του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη το παλάτι της Αντιόχειας αποτελεί το φόντο μιας σκηνής θυσίας.
Βάσει των κειμενικών πηγών, η κύρια είσοδος του παλατιού στο νότο, ήταν προσβάσιμη μέσω ενός μεγαλοπρεπούς τετράπυλου, ενώ η πίσω όψη του εφάπτεται στο εξωτερικό τείχος της πόλης. Αυτή η χωροθέτηση του παλατιού έδινε τη δυνατότητα διαμόρφωσης δύο όψεων με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Η κύρια όψη, που αποσκοπεί στην ανάδειξη του κτηρίου μέσα στον αστικό ιστό, αξιοποιούσε στοιχεία πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού (μεγαλοπρεπείς άξονες με κιονοστοιχία, τετράπυλο στη διασταύρωσή τους). Αντίθετα, η πίσω όψη έδινε μικρότερη έμφαση στην μνημειακή διαμόρφωση και μεγαλύτερη στην προστασία του ιδωτικού χώρου του συγκροτήματος. Πέραν της ομορφιάς του τοπίου, η επιλογή της θέσης του παλατιού δίπλα στο ποτάμι συνέβαλλε και στην εξασφάλισή του από εισβολείς. Ο Hoepfner11 αναφέρει για το ανακτορικό συγκρότημα ότι επρόκειτο για «πόλη μέσα στην πόλη», αφού περιλάμβανε ανάκτορα, κτήρια διοίκησης, βιβλιοθήκες, ακαδημίες, ναούς, χώρους συγκεντρώσεων, θέατρο και στάδιο.
Πάντως, τα τοπογραφικά σχέδια της αρχαίας πόλης της Αντιόχειας από διάφορους μελετητές, βάσει των πενιχρών αρχαιολογικών δεδομένων, των κειμενικών αναφορών και της σημερινής τοπογραφίας (η οποία όμως έχει αλλάξει σημαντικά από τις αναχωματώσεις και τις αλλαγές της ροής του ποταμού) αποκλίνουν σε βασικά τους σημεία.12 Δύο πρόσφατες μελέτες μάλιστα έθεσαν εκ νέου κάποια ερωτήματα και διαπιστώσεις σε σχέση με τη θέση του παλατιού, τοποθετώντας το ανατολικότερα από την προτεινόμενη από τον Wilbur θέση.13
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή
Για την αρχιτεκτονική του παλατιού δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Η κύρια όψη του παλατιού, σύμφωνα με το ψηφιδωτό του Yakto, ήταν διώροφη, με μνημειακή διαμόρφωση, με μια μεγάλη είσοδο στο ισόγειο και μία υπερκείμενη στοά στον όροφο. Μπροστά από την είσοδο ένα μεγαλοπρεπές τετράπυλο έπαιζε το ρόλο μνημειώδους πρόσβασης στο παλάτι.14 Το τετράπυλο αυτό δημιουργείτο από τη διασταύρωση τεσσάρων δρόμων διαμορφωμένων κατά μήκος με στοές: τριών που κατέληγαν στις οχυρώσεις του νησιού και ενός, «του πλατύτερου και του πιο ωραίου»,15 που οδηγούσε στο παλάτι. Στο δεύτερο όροφο, η πίσω όψη (βορινή πλευρά) διαμορφώνεται –μόνο όμως στο σημείο που εφαπτόταν με τα τείχη– σε εξώστη με στοά και έχει θέα στον Ορόντη και στην εξοχή. Η βορινή πλευρά περιστοιχιζόταν στα αριστερά και στα δεξιά από δύο υπερυψωμένους πύργους. Το ανάκτορο της Αντιόχειας παρουσίαζε επομένως αρκετά από τα κύρια, σύμφωνα με την υπολογία του Duval, χαρακτηριστικά των παλατιακών μεγάρων της Ύστερης Αρχαιότητας.16 Η κύρια είσοδος του παλατιού στη νότια όψη του βρίσκεται στην απόληξη του κύριου άξονα που διέσχιζε την πόλη, ενώ η πίσω όψη εφαπτόταν στα τείχη, τα οποία σε αυτό το σημείο απέληγαν σε κιονοστοιχία αντί επάλξεων, διαμορφώνοντας έτσι στον όροφο των εκεί διαμερισμάτων του ανακτόρου εξώστη με στοά.
Όσον αφορά την εσωτερική διάρθρωση του παλατιού, ο Λιβάνιος17 μας πληροφορεί πως είναι μεγαλειώδους ομορφιάς. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως διέθετε εσωτερικά περιστύλια με αυλές και στοές, γύρω από τα οποία οργανώνονταν από τη μια τα ιδιωτικά διαμερίσματα (θάλαμοι) και από την άλλη οι αίθουσες της υποδοχής και της δημόσιας ζωής (ανδρώνας). Ο Ευάγριος μας πληροφορεί πως το συγκρότημα περιελάμβανε πολλά κτήρια (οίκους), εκ των οποίων όμως δύο κατέρρευσαν στο σεισμό του 458.18 Το σχέδιο του παλατιού, όπως περιγράφεται στις πηγές, φαίνεται ότι παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με το παλάτι του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη κι αυτό του Διοκλητιανού στο Split (Σπολάτο), ακολουθώντας τα χαρακτηριστικά των παλατιών της τετραρχίας.19
3. Χρονολόγηση Η ίδρυση του παλατιού ανάγεται στην περίοδο των Σελευκιδών,20 ξαναχτίστηκε όμως, όπως και ο ιππόδρομος και αρκετά λουτρά, στα τέλη του 3ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Διοκλητιανού (284-305).21 Είναι αυτή την εποχή που το νησί παίρνει το όνομα Νέα Πόλη. Αλλαγές στη χωροθέτηση των κτηρίων έγιναν επίσης και από τους αυτοκράτορες Γαλλιηνό (253-268) και Πρόβο (276-282). Ο Μεγάλος Κωνσταντίνος (306-337), τέλος, αναδιοργάνωσε εκ νέου την πόλη της Αντιόχειας. 4. Σημερινή κατάσταση και βιβλιογραφική έρευνα Από το παλάτι δε σώζεται τίποτα. Κι αυτό, όπως και το Χρυσό Οκτάγωνο, καλύπτεται πιθανότατα από επιχωματώσεις που έχουν τροποποιήσει κατά πολύ την τοπογραφία της πόλης και έχουν δυσχεράνει το ανασκαφικό έργο. Βασιζόμενοι στις υπάρχουσες πηγές διάφοροι μελετητές (P. Lauffray, G. Poccardi)22 έχουν αποπειραθεί να αναπαραστήσουν την τοπογραφία της αρχαίας πόλης της Αντιόχειας. Μέχρι σήμερα η επικρατέστερη εκδοχή για την αναπαράσταση της τοπογραφίας της πόλης και της χωροθέτησης των σημαντικότερων μνημείων της θεωρούνταν αυτή του D.N. Wilber στην αποκατάσταση του G. Downey· το τοπογραφικό αυτό σχέδιο συμπεριέλαβε μόλις το 2000 η C. Kondoleon, επιμελήτρια της έκθεσης «Antioch. The lost ancient city» στον κατάλογο της έκθεσης.23 Ωστόσο, το 1999 ο Hoepfner παρουσίασε μια τροποποιημένη εκδοχή της τοπογραφίας της Αντιόχειας, σύμφωνα με την οποία μετατοπίζονται κάποιες πολεοδομικές χαράξεις και χωροθετήσεις σημαντικών μνημείων.24
1. Η πόλη που βρίσκεται στο νησί, το οποίο σχηματίζεται από τις διακλαδώσεις του Ορόντη, καλείται από το Λιβάνιο Νέα Πόλη, σε αντίθεση με την Παλαιά Πόλη, που απλώνεται στη δεξιά όχθη του Ορόντη. Το νησί είναι οχυρωμένο και συνδέεται με την Παλαιά Πόλη μέσω 5 γεφυρών, βλ. Festugière, A.J., Antioche païenne et chrétienne. Libanius, Chrysostome et les moines de Syrie (Paris 1959), σελ. 23-26. 2. Βλ. το χάρτη της πόλης της Αντιόχειας στο βιβλίο Downey, G., A history of Antioch in Syria, from Seleucus to the Arab conquest (Princeton – New Jersey 1961), εικ. 11. 3. Παρατήρηση του Duval, N., “Les résidences impériales: leur rapport avec les problèmes de légitimité, les partages de l’empire et la chronologie des combinaisons dynastiques”, στο Paschoud, F. – Szidat, J. (επιμ.), Usurpationen in der Spätantike. Akten des Kolloquiums Staatsstreich und Staatlichkeit 6-10 März 1996 Solothurn/Bern Heft 111 (Stuttgart 1997), σελ. 140. Βλ. επίσης Lavin, I., “Antioch hunting mosaics and their sources”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 271. 4. Η αναπαράσταση από τον αρχιτέκτονα D.N. Wilber έγινε στο πλαίσιο των αμερικανογαλλικών προπολεμικών ανασκαφών και εκδόθηκε από το C.R. Morey, βλ. “The excavations of Antioch on the Orontes”, Proceedings of the American Philological Society 76 (1936), σελ. 638. 5. Downey, G., A history of Antioch in Syria, from Seleucus to the Arab conquest (Princeton – New Jersey 1961), σελ. 140, 259-260, 318-323, 346-347, 384, 393-394, 398, 477-478, 514, 640-647, 661. Ο Downey τροποποιεί κάπως το τοπογραφικό σχέδιο του D.N. Wilber και το ανιπαραθέτει με εκείνο του του C.O. Müller (fig. 9), το οποίο όμως παρουσιάζει εξακριβωμένα λάθη προσανατολισμού. 6. Το κείμενο έχει μεταφραστεί από το Festugière, βλ. Festugière, A.J., Antioche païenne et chrétienne. Libanius, Chrysostome et les moines de Syrie (Paris 1959), σελ. 24-28, 44-46. 7. Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, Bidez, J. – Parmentier, L. (επιμ.), The ecclesiastical History of Evagrius with the scholia (London 1898), ΙΙ, 12. 8. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Parmentier, L. (επιμ.), Theodoret, Kirchengeschichte (Die Griechischen Christlichen Schriftsteller, Berlin 1998, α' έκδοση 1911), IV, 26, 1-3. 9. Το ψηφιδωτό πρωτοδημοσιεύτηκε από το Lassus, J., “La mosaïque de Yakto”, Antioch on-the-Orontes I: The excavations of 1932 (Princeton 1934), σελ. 114-156, ιδ. σελ. 49, και επαναδημοσιεύτηκε από το Levi, D., Antioch mosaic pavements I (Princeton 1947), σελ. 323-345, πίν. XXV-LXXX. 10. Downey, G., “The palace of Diocletian at Antioch”, Les annales archéologiques de Syrie 3 (1953), σελ. 106-116. 11. Hoepfner, W., Geschichte des Wohnens. 5.000 v.Chr. – 500 n.Chr. Vorgeschichte – Frühgeschichte – Antike (Stuttgart 1999), σελ. 482. 12. Χρησιμοποιούμε, όπως είπαμε, την αναπαράσταση του αρχιτέκτονα D.N. Wilber, βλ. Morey, C.R. (επιμ.), “Τhe excavations of Antioch on the Orontes”, Proceedings of the American Philological Society 76 (1936), σελ. 638, αλλά ο αρχιτέκτονας J. Lauffray έχει προτείνει ένα σχέδιο εντελώς διαφορετικό. Βλ. Lauffray, J., “L’urbanisme antique en Proche Orient”, Acta congressus M. Hafniae 4 (Kopenhagen 1958), σελ. 7-26. 13. Ο Poccardi, Ο.G., “Antioche de Syrie. Pour un nouveau plan urbain de l’île d’Oronte (ville neuve) du IIIe au Ve siècle”, Mélanges de l'Ecole française de Rome: Antiquité 106:2 (1994), σελ. 993-1023, κάνει έναν υπολογισμό που καταλήγει στο ότι, λαμβάνοντας υπόψη το πραγματικό εμβαδόν του ιπποδρόμου, αυτός θα έπρεπε να καλύπτει κατά ένα μέρος την υποτιθέμενη θέση του παλατιού. Επίσης ο W. Hoepfner (1999) επιχειρεί μια εξελικτική τοπογραφική ανάλυση της πόλης της Αντιόχειας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια και παρουσιάζει ένα σχέδιο, στο οποίο μας ενδιαφέρουν οι εξής διαπιστώσεις: το σχέδιο πόλης ακολουθεί δύο είδη πολεοδομικών χαράξεων. Η πρώτη χάραξη, που αφορά την κυρίως πόλη, ακολουθεί κατεύθυνση παράλληλη στο βουνό, ενώ η δεύτερη, που αφορά το νησί του Ορόντη και το βασιλικό συγκρότημα, ακολουθεί την κατεύθυνση του ποταμού. Οι δύο αυτές δομές μοιάζουν να εισχωρούν η μία στην άλλη, και αυτό κατά το Hoepfner πρέπει να έχει συμβολική σημασία. Ακόμα, βάσει της προτεινόμενης χωροθέτησης, το παλατιακό συγκρότημα τοποθετείται στην περιοχή δίπλα στον ποταμό, αλλά ανατολικότερα της θέσης που προτείνεται από το Wilber, αφού, παρόμοια με τον Poccardi, και ο Hoepfner θεωρεί πιθανότερο ο ιππόδρομος να καταλαμβάνει την υποτιθέμενη θέση του παλατιού. Βλ. Hoepfner, W., Geschichte des Wohnens. 5.000 v.Chr – 500 n.Chr. Vorgeschichte – Frühgeschichte – Antike (Stuttgart 1999), σελ. 473-483. 14. Festugière, A.J., Antioche païenne et chrétienne. Libanius, Chrysostome et les moines de Syrie (Paris 1959), 45. 15. Festugière, A.J., Antioche païenne et chrétienne. Libanius, Chrysostome et les moines de Syrie (Paris 1959), σελ. 24. 16. Τα κύρια χαρακτηριστικά των παλατιακών μεγάρων της Ύστερης Αρχαιότητας τα έχει διατυπώσει ο Duval στο άρθρο του “Palais et cité dans la pars orientis”, Corso di cultura sull’arte ravennate et bizantina 26 (1979), σελ. 41-51. 17. Βλ. Festugière, A.J., Antioche païenne et chrétienne. Libanius, Chrysostome et les moines de Syrie (Paris 1959), σελ. 25, 45, 46, 272. 18. Ευαγρίου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, Bidez, J. – Parmentier, L. (επιμ.), The ecclesiastical History of Evagrius with the scholia (London 1898), ΙΙ, 12. 19. Poccardi, G., “Antioche de Syrie. Pour un nouveau plan urbain de l’île d’Oronte (ville neuve) du IIIe au Ve siècle”, Mélanges de l'Ecole Française de Rome: Antiquité 106:2 (1994), σελ. 1.008-1.009. Βλ. επίσης και Duval, N., “Les résidences impériales: leur rapport avec les problèmes de légitimité, les partages de l’empire et la chronologie des combinaisons dynastiques”, στο Paschoud, F. – Szidat, J. (επιμ.), Usurpationen in der Spätantike. Akten des Kolloquiums Staatsstreich und Staatlichkeit 6-10 März 1996 Solothurn/Bern Heft 111 (Stuttgart 1997), σελ. 140. 20. Η αυτοκρατορική κατοικία πρέπει να υπήρχε ήδη από την εποχή των Σελευκιδών (Ελληνιστική περίοδος) –χτισμένη ωστόσο αλλού–, ενώ χτίστηκε στο νησί όταν βασίλευε ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας (223-187 π.Χ.), έναν αιώνα μετά τη δημιουργία της πόλης της Αντιόχειας από τον πρώτο βασιλέα των Σελευκιδών. 21. Η περίοδος της αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού (284-305) σηματοδοτεί μια νέα οικοδομική φάση στο νησί. Πιο συγκεκριμένα, ο Downey πιστεύει πως το παλάτι είχε χτιστεί πριν από το 298, βλ. Downey, D., “The palace of Diocletian at Antioch”, Les annales archeologiques de Syrie 3 (1953), σελ. 110-111. 22. Lauffray, J., “L’urbanisme antique en Proche Orient”, Acta congressus M. Hafniae 4 (Kopenhagen 1958), σελ. 7-26· Poccardi, G., “Antioche de Syrie. Pour un nouveau plan urbain de l’île de l’Oronte (ville neuve) du IIIe au Ve siècle”, Mélanges de l’Ecole française de Rome: Antiquité 106:2 (Rome 1994), σελ. 993-1.023. 23. Kondoleon, C. (επιμ.), Antioch. The lost ancient city (Princeton N.J. 2000). 24. Hoepfner, W., Geschichte des Wohnens. 5.000 v.Chr – 500 n.Chr. Vorgeschichte – Frühgeschichte – Antike (Stuttgart 1999), σημ. 13.
|
|
|