Αντιόχεια επί Ορόντου (Βυζάντιο), Μαρτύριο Αγίου Βαβύλα

1. Γεωγραφική θέση

Το μαρτύριο του Αγίου Βαβύλα βρίσκεται στο Kaussié (Quasıye), μία σύγχρονη κωμόπολη στο δρόμο που οδηγεί από την αρχαία Αντιόχεια στην Αλεξανδρέττα, περίπου 600 μ. από τη γέφυρα που ένωνε το νησί του Ορόντη με τη δεξιά κοίτη του ποταμού.1 Το κτίσμα του μαρτυρίου βρίσκεται απομονωμένο στο μέσο μεγάλης έκτασης.2

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

2.1. Γενική διάταξη

Ο Άγιος Βαβύλας ανήκει στα σταυρόσχημα κτίσματα, δηλαδή σε αυτά που έχουν κάτοψη σε σχήμα σταυρού. Ο σταυρός αποτελείται από τέσσερις μονόκλιτες, σχεδόν ισοσκελείς κεραίες, που ξεκινούν από έναν κεντρικό τετράγωνο χώρο. Είναι προσεκτικά προσανατολισμένος στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, με ελάχιστη απόκλιση.3 Όσον αφορά τους άξονες σχεδίασης, το αρχικό κτίσμα είναι εντελώς συμμετρικό σε σχέση με τους δύο άξονες του σταυρού και τις δύο διαγωνίους του κεντρικού τμήματος. Επιπλέον το σχέδιό του είναι τέτοιο ώστε να τονίζεται το κέντρο του. Τα προσκτίσματα της ανατολικής πλευράς του κτηρίου, που φαίνεται να κάνουν πιο σύνθετο το σχέδιο, είναι μεταγενέστερες προσθήκες και δεν αλλοιώνουν την κανονικότητα του αρχικού σχεδίου.

Το δάπεδο του κτηρίου δεν έχει παντού το ίδιο ύψος. Το επίπεδο της ανατολικής κεραίας του σταυρού είναι χαμηλότερο κατά 20 εκ. από αυτό της βόρειας και νότιας κεραίας και κατά 52 εκ. από το επίπεδο της δυτικής κεραίας. Πάντως, το δάπεδο παρουσιάζει μια γενική κλίση από τα δυτικά προς τα ανατολικά.4

2.2. Το κεντρικό τετράγωνο

Το κέντρο του μνημείου καταλαμβάνεται από μία τετράγωνη αίθουσα, με πλευρές 16,60 μ., που δεν οριοθετείται από τοίχους αλλά από ένα διαχωριστικό κιγκλίδωμα του οποίου έχει βρεθεί η ελαφριά θεμελίωση. Στις γωνίες του τετραγώνου, αντίθετα, υπάρχουν τέσσερις ογκώδεις πεσσοί σχήματος L, κάτι που αποδεικνύεται από τις θεμελιώσεις τους, οι οποίες εισχωρούν βαθιά στο έδαφος.5 Οι τέσσερις πεσσοί δημιουργούν ένα είδος τετράπυλου στο οποίο βαίνουν τέσσερα μεγάλα τόξα (περίπου 7,50 μ.). Μέσω αυτών των ανοιγμάτων επιτυγχάνεται η επικοινωνία του κεντρικού τετραγώνου με τα τέσσερα κλίτη.

Στο κέντρο του τετραγώνου αυτού βρίσκεται το βήμα,6 ένα υπερυψωμένο επίμηκες επίπεδο-εξέδρα με αψιδωτή απόληξη στο δυτικό του άκρο. Η εξέδρα αυτή περιβάλλεται, όπως και ο ίδιος ο τετράγωνος χώρος, από ένα κιγκλίδωμα. Πρόκειται για το πιο αρχαίο γνωστό βήμα.7 Έχει μορφή ελαφρώς τραπεζοειδή και το ημικύκλιό του, τοποθετημένο δυτικά, είναι στραμμένο προς την ανατολή.8 Ανατολικά βρίσκεται ένας προθάλαμος υπερυψωμένος κατά ένα ή δύο σκαλοπάτια. Δύο επιπλέον σκαλοπάτια οδηγούν στο ενδιάμεσο επίπεδο και ένα τελευταίο επιτρέπει την πρόσβαση στην αψίδα.

Στο κεντρικό τετράγωνο και, συγκεκριμένα, στις δύο προς βορρά γωνίες του βρίσκονται δύο τάφοι. Είναι και οι δύο προσανατολισμένοι κατά τον άξονα ανατολή-δύση, η κατασκευή τους όμως είναι διαφορετική. Ο τάφος στη βορειοδυτική γωνία, που μοιάζει με μονολιθική σαρκοφάγο λαξευμένη σε ασβεστόλιθο, είναι επιμελημένης κατασκευής9 και έχει θέση για δύο σώματα τοποθετημένα το ένα πάνω από το άλλο. Η πρώτη θέση ταυτίζεται με τον τάφο του αγίου Βαβύλα. Η δεύτερη με τον τάφο του Μελετίου, του πρώτου από τους δύο επισκόπους που ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή του μνημείου.10 Ο τάφος στη βορειοανατολική γωνία, που βρίσκεται απέναντι από τον προηγούμενο, είναι από τούβλο και δε διακρινόταν γιατί ήταν καλυμμένος από το δάπεδο. Πιθανόν πρόκειται για τον τάφο του επισκόπου Φλαβιανού, διαδόχου του Μελετίου.

2.3. Τα κλίτη

Από το κεντρικό τετράγωνο ξεκινούν τέσσερις επιμήκεις αίθουσες προσανατολισμένες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο κατά μήκος άξονάς τους είναι προέκταση των αξόνων του κεντρικού τετραγώνου. Είναι οι τέσσερις κεραίες του σταυρού, τις οποίες θα ονομάζουμε στο εξής κλίτη. Τα τέσσερα αυτά κλίτη έχουν σχεδόν το ίδιο μήκος, 25 μ., και 11,50 μ. πλάτος κι έχουν τοίχους ομοιόμορφου πάχους.

Το βόρειο κλίτος, όπως και το δυτικό και το νότιο, χαρακτηρίζονται στις επιγραφές ως «εξέδρα». Η ονομασία αυτή, που αναφέρεται γενικά σε οποιοδήποτε χώρο εξέχει από το κυρίως κτήριο, στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στη διαπίστωση πως τα κλίτη αυτά αποτελούν ένα είδος παραρτημάτων του κεντρικού τετραγώνου. Στο εσωτερικό όλων των κλιτών και σε διάφορα σημεία συναντούμε αρκετούς λαξευμένους ορθογώνιους τάφους από τούβλο, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από το επίπεδο του δαπέδου. Η διευθέτησή τους έγινε μετά την τοποθέτηση των δαπέδων. Φαίνεται ότι στο άκρο κάθε κλίτους ανοιγόταν προς τα έξω μία πόρτα. Στο ανατολικό κλίτος, μία επιπλέον πόρτα ανοιγόταν στο νότιο μέρος της μακριάς πλευράς του. Η συγκεκριμένη είσοδος θα συνδέσει αργότερα το μνημείο με τη στοά που προσαρτήθηκε σε αυτό.

Το ανατολικό κλίτος παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες. Κατά το πρώτο τέταρτο του 5ου αιώνα, περιστοιχίστηκε από κτηριακά παραρτήματα εκτός από το ανατολικό του άκρο, όπου τα υπολείμματα ενός πήλινου καναλιού βεβαιώνουν ότι ποτέ δε χτίστηκε κάτι σ’ αυτή τη θέση. Άλλη μια ιδιαιτερότητα είναι πως δεν έχει βρεθεί στοιχείο που να αποδίδει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτήρα στο ανατολικό άκρο αυτού του κλίτους. Έτσι, όχι μόνο δεν έχει βρεθεί Αγία Τράπεζα ή εξέδρα ή κάποια ένδειξη διαμόρφωσης αψίδας ιερού, αλλά επιπλέον το ανατολικό κλίτος είναι χαμηλότερο από τα υπόλοιπα τρία. Η παρουσία δύο μικρών συμμετρικών διαμερισμάτων στο άκρο των πλευρικών στοών εκατέρωθεν του ανατολικού κλίτους οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για την πρόθεση και το διακονικό που εξυπηρετούσαν το ιερό. Τελικά, όμως, η ευτελής κατασκευή τους, που υποδεικνύει και την ύστερη χρονολόγησή τους, δεν επιβεβαιώνει αυτή την ταύτιση. Επιπλέον στο εσωτερικό του κλίτους κατά μήκος του ανατολικού τοίχου, εκεί όπου συνήθως τοποθετείται ο άμβωνας του ιερού, συναντούμε τάφους μεταγενέστερης εποχής από την κατασκευή του μνημείου και του μωσαϊκού δαπέδου, το οποίο διατρυπήθηκε για την κατασκευή των τάφων αυτών.

Όλες οι ενδείξεις λοιπόν –οι ιδιομορφίες του ανατολικού κλίτους, ο παραρτηματικός χαρακτήρας των υπόλοιπων τριών κλιτών και η ιδιαίτερη διαμόρφωση του κεντρικού τετράγωνου χώρου– οδηγούν στο συμπέρασμα πως η λειτουργία τελούνταν με επίκεντρο όχι το ανατολικό άκρο του μνημείου, που ήταν το σύνηθες,11 αλλά την κεντρική τετράγωνη αίθουσά του. Παρ’ όλα αυτά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχει και η άποψη πως ναι μεν ο κεντρικός τετράγωνος χώρος ήταν ο χώρος όπου πραγματοποιούνταν οι αναγγελίες κτλ., αλλά το ιερό αναπτυσσόταν στο ανατολικό κλίτος.12

3. Προσκτίσματα

Ως απόρροια της διεύρυνσης του ρόλου του μνημείου από μαρτύριο σε εκκλησία, έγιναν διαφορετικού χαρακτήρα προσθήκες στο κυρίως κτίσμα σε διαδοχικές χρονικές περιόδους.

Στο άκρο του δυτικού κλίτους προστίθεται αργότερα μία στοά μη επιμελημένης κατασκευής και μικρής σημασίας, από την οποία εισέρχεται κανείς στο κλίτος. Στο δυτικό τοίχο του νότιου κλίτους βρίσκουμε επίσης ίχνη μιας κατασκευής, πιθανότατα στοάς, από όπου μάλλον γινόταν η πρόσβαση.

Στην ανατολική πλευρά του μνημείου βρίσκονται προσαρτημένα πιο σύνθετα σύνολα.

Μεταξύ του ανατολικού και του βόρειου κλίτους διαμορφώνεται το βαπτιστηριακό σύνολο, με κύρια αίθουσα το βαπτιστήριο, μία τετράγωνη αίθουσα πλευράς 7 μ. που περιέχει την κολυμβήθρα και στα ανατολικά απολήγει σε αψίδα. Πίσω από την αψίδα βρίσκονται δύο μικρά δωμάτια που πιθανόν λειτουργούν ως ιματιοθήκη και αποδυτήρια. Χωρίς αμφιβολία το βαπτιστήριο επικοινωνούσε με το βόρειο κλίτος. Με το ανατολικό κλίτος χωριζόταν μέσω μιας αίθουσας σχήματος L, η οποία αγκαλιάζει τη βορειοανατολική γωνία του κεντρικού τετράγωνου χώρου και αποκαλείται σε μία επιγραφή «πειστικόν».13 Είναι πιθανώς το κατηχουμενείο και η κατασκευή του χρονολογείται από το 420 έως το 429. Την ίδια περίοδο χρονολογείται πιθανώς και το βαπτιστήριο.14 Κατά μήκος του βόρειου τοίχου της ανατολικής κεραίας τοποθετούνται μία επιμήκης αίθουσα και ένα μικρότερο δωμάτιο, που έχουν μορφή διαδρόμου και οδηγούν προς το πειστικόν και τα δωμάτια του βαπτιστηρίου. Πιθανόν πρόκειται για στοά η οποία αξιοποιεί την είσοδο που είναι τοποθετημένη στο μέσο της μακράς πλευράς του κλίτους.

Κατά μήκος των τοίχων ανάμεσα στο ανατολικό και στο νότιο κλίτος ξεχωριστές αίθουσες, που χρησίμευαν ως κατοικίες, διαδέχονται η μια την άλλη. Χρονολογούνται σε μια τρίτη κατασκευαστική περίοδο, μετά το 526. Μεταξύ των αιθουσών αυτών διακρίνουμε στο νότιο τοίχο του ανατολικού κλίτους μία στοά (το πιο πιθανό) που λειτουργούσε ως είσοδος με μνημειακό πρόπυλο και δωμάτια κατοικίας κατά μήκος του ανατολικού τοίχου του νότιου κλίτους.

Παρά τη σχετική συμμετρία των προσκτισμάτων που βρίσκονται εκατέρωθεν του ανατολικού κλίτους και εκ πρώτης όψεως του αποδίδουν τριμερή διάταξη, κανένα στοιχείο δεν έχει βρεθεί που να στηρίζει την υπόθεση ότι το ανατολικό αυτό κλίτος μετατράπηκε κάποτε σε τρίκλιτη βασιλική.15 Εξάλλου, όλα αυτά τα κτίσματα είναι μεταγενέστερα και κατασκευασμένα με ευτελή υλικά, και δε συνδέονται δομικά με το κυρίως κτίσμα.

4. Στέγαση

Από το κτήριο είναι εμφανή μόνο τα θεμέλια. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να διατυπώσουμε υποθέσεις σχετικά με την ανωδομή του στηριζόμενοι σε αρχαιολογικές ενδείξεις και στο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Η απουσία οποιουδήποτε υλικού θολοδομίας στα ερείπια, όπως επίσης και το γεγονός ότι τα τέσσερα κλίτη δε χωρίζονταν από κολόνες και είχαν τοίχους πάχους μόνο 0,70 μ., οδηγούν στην υπόθεση ότι η οροφή τους ήταν ξύλινη.16 Όσον αφορά τη μορφή της στέγης του κεντρικού τμήματος όπου διασταυρώνονται τα κλίτη, οι απόψεις διίστανται. Η πιο πιθανή είναι η εκδοχή της πυραμιδοειδούς στέγης.17 Υπάρχει επίσης η άποψη ότι η στέγη ήταν κωνικού σχήματος18 ή ακόμα και ότι το κεντρικό τμήμα ήταν υπαίθριο.19

5. Δάπεδα

Τα ψηφιδωτά δάπεδα που κοσμούν τα τέσσερα κλίτη του μνημείου είναι σημαντικά για την τεχνοτροπία του τέλους του 4ου αιώνα. Ο διάκοσμος είναι ανεικονικός, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά γεωμετρικά σχέδια, όπως κύκλοι, ρόδακες, οκτάγωνα, εξάγωνα, τετράγωνα, ρόμβοι, μαίανδροι, στιλιζαρισμένα μοτίβα λουλουδιών, σταυροί κ.ά. Aξιοσημείωτος είναι ο πλούτος των μοτίβων πλήρωσης της βασικής σύνθεσης, όπως πυκνές ποικιλοχρωμίες, δαντελωτά σπιράλ, ζιγκ-ζαγκ ή ψαροκόκαλα διευθετημένα κατά παράλληλες ταινίες, σταυροί, κατά ομόκεντρους ρόμβους εξάγωνα ή ορθοκανονικούς καννάβους, τα οποία προσδίδουν στο δάπεδο μεγάλη αξία διακοσμητική και χρωματική. Τα μοτίβα πλήρωσης κατά τρόπο «ουράνιου τόξου»20 είναι τα πιο πολλά. Συναντούμε ακόμα τα μοτίβα χρυσοχοΐας21 ή τα μοτίβα σε προοπτική.

Σε καλύτερη κατάσταση σώζεται το ψηφιδωτό του βόρειου κλίτους, ενώ αυτό του δυτικού είναι το χειρότερα διατηρημένο εξαιτίας των πολλαπλών επεμβάσεων για τη διάνοιξη τάφων. Εκτός από τα τέσσερα κλίτη ψηφιδωτά δάπεδα έχουν επίσης το βαπτιστήριο και τα υπόλοιπα παραρτήματα, ενώ το κεντρικό τετράγωνο αναδεικνύεται από μια πλακόστρωση με μαρμαροθετήματα (opus sectile). Από το δάπεδο του κεντρικού τετραγώνου δε σώζονται παρά ελάχιστα τμήματα. Το δάπεδο γύρω από το βήμα οργανωνόταν με βάση μια σειρά από μικρούς τετράπλευρους τάπητες, διαφορετικού μεγέθους και μορφής, οι οποίοι πλαισιώνονταν από λευκές ταινίες πλακών. Από το δάπεδο της εξέδρας δεν έχει απομείνει τίποτα, αλλά φαίνεται ότι ήταν στρωμένο με μαρμαροθετήματα ασβεστόλιθου και μαρμάρου, πλούσια σε υλικό και διακόσμηση.

Συνολικά, τα δάπεδα του Αγίου Βαβύλα εντυπωσιάζουν αφού τα πολύχρωμα γεωμετρικά σχέδια των ψηφιδωτών δαπέδων έρχονται σε ζωηρή αντίθεση με το απλό μαρμάρινο δάπεδο του κεντρικού τετραγώνου.

Τα ψηφιδωτά δάπεδα των κλιτών χρονολογούνται, σύμφωνα με τις επιγραφές, το 387. Τα μαρμαροθετήματα του κεντρικού τετραγώνου σε opus sectile δεν πρέπει να είναι σύγχρονα των ψηφιδωτών, για λόγους τεχνοτροπίας και χρονολογικής εμφάνισης. Έτσι, η πιθανή παρουσία ενός δαπέδου προγενέστερης εποχής και άλλης φύσης από αυτή του μαρμαροθετήματος πρέπει να διερευνηθεί.22 Λογικά σε αυτή τη φάση ανήκει η στρώση κονιάματος που βρέθηκε κάτω από το opus sectile. Τα ψηφιδωτά, τέλος, του πειστικού και του βαπτιστηρίου χρονολογούνται μεταξύ 420 και 429, ενώ αυτά των διαμερισμάτων μεταξύ ανατολικού και νότιου κλίτους πρέπει να χρονολογούνται κοντά στο σεισμό του 526.

Βλέπουμε έτσι πως, εκτός από τον πλούτο των διακοσμητικών μοτίβων και τεχνοτροπιών, τα δάπεδα του Αγίου Βαβύλα προσφέρουν επίσης την ευκαιρία της μελέτης της εξέλιξης των τρόπων διακόσμησης.

6. Υλικά – Τρόποι δομής

Οι τοίχοι του μνημείου δε σώζονται και συχνά δεν απομένουν παρά μόνο οι θεμελιώσεις. Οι θεμελιώσεις έχουν γίνει από βασάλτη και τσιμέντο, σύμφωνα με τη διαδικασία της πλήρωσης των αυλακιών. Οι θεμελιώσεις του κυρίως κτηρίου και των προσαρτημένων σε αυτό διαμερισμάτων, που συνήθως δεν προχωρούν βαθύτερα από ένα μέτρο ούτε είναι πλατύτερες από μέτρο, έφεραν τοίχους από ασβεστόλιθους. Για τα δεσίματα των γωνιών του μνημείου (ακρογωνιαίοι λίθοι) φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν λαξευτές πέτρες. Η λαξευτή πέτρα χρησιμοποιήθηκε επίσης στις κολόνες και στα τόξα του κεντρικού χώρου του μνημείου. Στα υπόλοιπα τμήματα επιλέχθηκαν γενικά πιο ευτελή υλικά. Πιθανόν τα ανώφλια (πρέκια) και οι παραστάδες των ανοιγμάτων ήταν φτιαγμένα από μονολίθους, αλλά κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύεται εύκολα γιατί το μνημείο, εκτός από τις φυσικές καταστροφές που υπέστη, χρησιμοποιήθηκε κάποια χρονική περίοδο και ως λατομείο.

7. Λειτουργία – Χρονολόγηση

To μνημείο του Αγίου Βαβύλα είναι γνωστό ως μαρτύριο, σύμφωνα με τις επιγραφές όμως είναι εκκλησία. Στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια, συνηθιζόταν να υψώνεται πάνω στον τάφο ενός μάρτυρα προς τιμήν του ένα περίκεντρο κτήριο (οκτάγωνο, ροτόντα, σταυροειδές) ως μαρτύριο. Tο συγκεκριμένο κτήριο, το οποίο κατασκευάστηκε με τη φροντίδα των επισκόπων Μελετίου23 και Φλαβιανού, μπορεί κατ’ αρχάς να ταυτιστεί με το μαρτύριο του τοπικού μάρτυρα αγίου Βαβύλα.24 Για τη χριστιανική κοινότητα της Αντιόχειας τα λείψανα του αγίου Βαβύλα είχαν την ίδια σημασία με αυτά των αγίων Αποστόλων και ο τόπος ανάπαυσής του έπρεπε να είναι ανάλογα σημαντικός. Ο άγιος Βαβύλας μαρτύρησε στην Αντιόχεια το 250, όπου και μάλλον ετάφη. Τα λείψανα του αγίου μεταφέρθηκαν στο συγκεκριμένο κτήριο25 αφού είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του ή, έστω, το μεγαλύτερο μέρος του· αυτό ήταν τουλάχιστον το σχέδιο του Μελετίου. Τα λείψανα και του αγίου Βαβύλα και του επισκόπου Μελετίου πρέπει να είχαν τοποθετηθεί στο μνημείο κατά το έτος 381, κι αν όχι τότε, σίγουρα πάντως έως το 386-388.

Ο κυρίως ναός (δηλαδή οι τέσσερις κεραίες που συνθέτουν το σταυρό) χτίστηκε το 38126 από τον επίσκοπο Μελέτιο.27 Τρεις επιγραφές που βρέθηκαν στο εσωτερικό των κλιτών και χρονολογούνται το 387 σχετίζονται με την τοποθέτηση των δαπέδων των κλιτών κατά το έτος αυτό, κατά την περίοδο δηλαδή που επίσκοπος ήταν ο Φλαβιανός. Το στιλ των ψηφιδωτών επιβεβαιώνει τη χρονολόγηση.

Σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, μεταξύ 420 και 429, χρονολογούνται οι προσθήκες της ανατολικής πλευράς του βόρειου κλίτους, συγκεκριμένα το πειστικόν και πιθανόν το βαπτιστήριο. Οι κατασκευές ανάμεσα στο νότιο και το ανατολικό κλίτος χρονολογούνται σε μια τρίτη φάση, που τοποθετείται μετά το σεισμό του 526.28

Το σχέδιο του κτηρίου αρκεί για να αποδειχτεί ότι πρόκειται για εκκλησία. Διαπιστώνεται πως η κεντρική τετράγωνη αίθουσα είναι ο χώρος όπου τελείται η Θεία Λειτουργία. Ο Lassus υποστηρίζει29 ότι, με βάση το σχεδιασμό, είναι το μόνο μέρος από όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει ό,τι συμβαίνει στο κτήριο· επιπλέον, όπως είδαμε, στο κέντρο του τετραγώνου υψωνόταν ένας εξώστης με ημικυκλική απόληξη, ο οποίος ταυτίζεται με το ιερό. Εξάλλου, οι επιγραφές που έχουν βρεθεί αποδίδουν στα κλίτη δευτερεύοντα χαρακτήρα («εξώστες»).30 Κατά την Donceel-Voûte,31 όμως, το ιερό αναπτύσσεται σε όλο το ανατολικό κλίτος, με τη μόνη διαφορά πως η Αγία Τράπεζα δε βρίσκεται στο βάθος της ανατολικής πτέρυγας, όπως στις άλλες εκκλησίες της Αντιόχειας –επειδή διαπιστώθηκε η ύπαρξη πόρτας στον ανατολικό τοίχο–, παρά στο ύψος της νότιας πόρτας που επικοινωνεί με τα προσκτίσματα. Άσχετα με τη χωροθέτηση του ιερού, πάντως, η προσθήκη στην ανατολική κεραία του βαπτιστηρίου και άλλων διαμερισμάτων και στοών αντανακλά την προσαρμογή του μαρτυρίου στις απαιτήσεις των τακτικών λειτουργιών. Ο Άγιος Βαβύλας αποτελεί, λοιπόν, παράδειγμα μαρτυρίου που μετατράπηκε σε εκκλησία.

8. Ανασκαφές – Σημερινή κατάσταση

Οι τοίχοι του μνημείου δε διασώζονται, παρά μόλις κατά λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Το κτήριο ανασκάφηκε στο πλαίσιο των ανασκαφών της Αντιόχειας από την αποστολή του Πανεπιστημίου Princeton κατά το διάστημα 1933-1936. Η ανασκαφή του 1933-1936 και συγκεκριμένα οι συστηματική έρευνα που διεξήγαγε η ομάδα του Jean Lassus το 1935 αποτελούν σημείο αναφοράς. Για την ακριβή σημερινή κατάσταση του κτηρίου καθώς και των δαπέδων του δεν έχουμε πληροφορίες. Τα ψηφιδωτά καθώς και τα μαρμαροθετήματα που διατηρήθηκαν σε καλύτερη κατάσταση φυλάσσονται στο Μουσείο της Αντιόχειας, ενώ μία επιγραφή του δυτικού κλίτους βρίσκεται στο Μουσείο Dumbarton Oaks στην Washington.




1. Βλ. Lassus, J., Sanctuaires chrétiens de Syrie. Essai sur la genèse, la forme et l’usage liturgique des édifices du culte chrétien, en Syrie du IIIe siècle à la conquête musulmane (Institut Français d’Archéologie de Beyrouth, Bibliothèque Archéologique XLII, Paris 1947), σελ. 123.

2. Βλ. Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 6.

3. Ο προσανατολισμός του κτηρίου είναι πολύ ακριβής: η διαφορά ανάμεσα στο βορρά της εκκλησίας και στο μαγνητικό βορρά είναι μόλις 3 μοίρες, βλ. Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 7.

4. Κατά το Lassus, αυτές οι διαφορές οφείλονται πιθανώς στη γενική κλίση από τα δυτικά προς τα ανατολικά που παρουσίαζε το έδαφος στην περιοχή κατά την Αρχαιότητα, βλ. Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 10.

5. Οι τέσσερις πεσσοί έχουν μήκος 4,50-4,78 μ. και πάχος 1,58-1,90 μ. Οι διαστάσεις δίνονται με βάση το έργο της Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie I (Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 21. Βλ. επίσης το έργο του Tchalenko, G., Églises de village de la Syrie du Nord. Planches (Institut français d'archéologie du Proche-Orient 105, Paris 1979-1980), εικ. 544-547. Βασικό θεωρείται το ανασκαφικό έργο του Lassus, όπως δημοσιεύεται στο Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié", στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 5-44. Όπου οι διαστάσεις παρουσιάζουν μικρή απόκλιση, προτιμάται η πιο σύγχρονη προαναφερθείσα βιβλιογραφία.

6. Το βήμα χρησίμευε για ανακοινώσεις, για την ανάγνωση των Γραφών και ίσως αποτελούσε έδρα κάποιας μερίδας του κλήρου, αν και δε διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιμετρικών πάγκων στα τρία επίπεδα της εξέδρας. Μπορούσε να κινηθεί κανείς γύρω του αλλά όχι πολύ άνετα. Εξάλλου κάθε κλίτος είχε την είσοδό του. Βλ. Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie I (Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 31.

7. Η περιγραφή του μαρτυρίου βρίσκεται στο Tchalenko, G., Églises de village de la Syrie du Nord. Planches (Institut français d'archéologie du Proche-Orient 105, Paris 1979-1980), εικ. 544-547.

8. Οι διαστάσεις του βήματος δίνονται από τον Tchalenko: το μήκος είναι 8,74 μ. Το βάθος της αψίδας είναι 3,61 μ. (με τους εξωτερικούς τοίχους). Το μέγιστο πλάτος του βήματος είναι 7,70 μ. Βλ. Tchalenko, G., Églises de village de la Syrie du Nord. Planches (Institut français d'archéologie du Proche-Orient 105, Paris 1979-1980), εικ. 545. Οι αντίστοιχες διαστάσεις που δίνονται από την Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie I (Publications de l’art et d’archéologie de l’Université catholique de Louvain 69, Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 21, είναι: μήκος 8,75 μ., πλάτος 7,15 μ. και καθαρό βάθος αψίδας 2,83 μ.

9. Είναι ο μόνος τάφος σε όλο το μνημείο που έχει επιμελημένη κατασκευή.

10. Βλ. Downey, G., “The shrines of St. Babylas at Antioch and Daphne”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 45-48.

11. Συνήθως στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική –συγκεκριμένα, στης συριακή και ιδιαίτερα στο παράδειγμα του Αγίου Συμεών– περιμένουμε να συναντήσουμε το ιερό τοποθετημένο στο ανατολικό άκρο του κτίσματος, βλ. Lassus, J., Sanctuaires chrétiens de Syrie. Essai sur la genèse, la forme et l’usage liturgique des édifices du culte chrétien, en Syrie du IIIe siècle à la conquête musulmane (Institut Français d’Archéologie de Beyrouth, Bibliothèque Archéologique XLII, Paris 1947), σελ. 125.

12. Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie I (Publications de l’art et d’archéologie de l’Université catholique de Louvain 69, Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 30-31.

13. Το πειστικόν χρησίμευε για την κατήχηση. Στο βόρειο τμήμα της, στο ψηφιδωτό δάπεδο, υπήρχε μία επιγραφή τριών γραμμών, η οποία μας βοηθάει να αποδώσουμε τη λειτουργία αυτή στη συγκεκριμένη αίθουσα. Το πειστικόν πρέπει επίσης να επικοινωνούσε με το βόρειο κλίτος, βλ. Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie I (Publications de l’art et d’archéologie de l’Université catholique de Louvain 69, Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 28). Για την ετυμολογία της λέξης «πειστικόν» έχουν αποφανθεί και άλλοι μελετητές, αλλά οι ερμηνείες που έχουν δώσει είναι μάλλον ατυχείς. O Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton 1938), σελ. 42, υποθέτει ότι είναι ένα είδος γραμματείας (από το «πιστικός») ή αίθουσα των έμπιστων (από το «πιστός»). Ο Grégoire, H., “Notules Épigraphiques”, Byzantion 13 (1938), σελ. 180-181, πιστεύει ότι η λέξη προέρχεται από το λατινικό “posticum”, που είναι ισοδύναμο της ελληνικής λέξης «οπισθόδομος», και υποδεικνύει μια αίθουσα που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου κτίσματος (στην περίπτωση του Αγίου Βαβύλα, στο πίσω μέρος του βαπτιστηρίου).

14. Κατά το Levi, D., Antioch mosaic pavements I (Princeton N.J. – London – The Hague 1947), σελ. 284, το βαπτιστήριο χρονολογείται την ίδια περίοδο με το πειστικόν. Ο Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 30, σωστά τοποθετεί την κατασκευή του προγενέστερα της ολοκλήρωσης των αιθουσών που βρίσκονται κατά μήκος της ανατολικής και της νότιας κεραίας.

15. Την άποψη αυτή διατυπώνει ο Lassus. Βλ. Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 18-19.

16. Βλ. Smith, E.B., The dome. A study in the history of ideas (Princeton N.J. 1950), σελ. 109-110.

17. Βλ. Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 9, 34· Lassus, J., Sanctuaires chrétiens de Syrie. Essai sur la genèse, la forme et l’usage liturgique des édifices du culte chrétien, en Syrie du IIIe siècle à la conquête musulmane (Institut Français d’Archéologie de Beyrouth, Bibliothèque Archéologique XLII, Paris 1947), σελ. 123· Tchalenko, G., Églises de village de la Syrie du Nord. Planches (Institut français d'archéologie du Proche-Orient 105, Paris 1979-1980), σελ. 351.

18. Βλ. Smith, E.B., The dome. A study in the history of ideas (Princeton N.J. 1950), σελ. 110.

19. Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (Αθήνα 1991), σελ. 97.

20. Η τεχνοτροπία του ουράνιου τόξου (rainbow style) είναι αυτή κατά την οποία κάθε διακοσμητικό μοτίβο/στοιχείο περικλείεται από ένα μαίανδρο και δημιουργεί έτσι το αίσθημα έντονης ζάλης, βλ. Levi, D., Antioch mosaic pavements I (Princeton N.J. – London – The Hague 1947), σελ. 284.

21. Μotifs d’orfèvrerie: Όρος που χρησιμοποιεί η Donceel-Voûte για να ορίσει την επεξεργασία του συνόλου των πολύτιμων μετάλλων, βλ. Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie I (Publications de l’art et d’archéologie de l’Université catholique de Louvain 69, Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 22, σε απάντηση του όρου silver plate motif που χρησιμοποιεί ο Levi –βλ. Levi, D., Antioch mosaic pavements I (Princeton N.J. – London – The Hague 1947), σελ. 284-85– και ο οποίος καλύπτει μόνο την αργυροχοα.

22. Συλλογισμός που κάνει η Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie I (Publications de l’art et d’archéologie de l’Université catholique de Louvain 69, Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 28.

23. O επίσκοπος Μελέτιος ήταν προκάτοχος του Φλαβιανού. Ο Φλαβιανός διατέλεσε επίσκοπος Αντιοχείας το διάστημα 381-404.

24. Βλ. Downey, G., “The shrines of St. Babylas at Antioch and Daphne”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 45-48.

25. Τα λείψανα του αγίου μεταφέρθηκαν από την Αντιόχεια στη Δάφνη έναν αιώνα μετά το 250, σε ένα μαρτύριο που χτίστηκε κοντά στο ναό του Απόλλωνα. Το σώμα του αγίου επέστρεψε στην Αντιόχεια το 363. Το συγκεκριμένο μνημείο αντικατέστησε τον αρχικό τάφο όπου είχε τοποθετηθεί το σκήνωμα το 363. Βλ. Downey, G., “The shrines of St. Babylas at Antioch and Daphne”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.) Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 45.

26. Για τη χρονολόγηση βλ. Downey, G., “The shrines of St. Babylas at Antioch and Daphne” στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 48, και Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 37-38, καθώς και Lassus, J., Sanctuaires chrétiens de Syrie. Essai sur la genèse, la forme et l’usage liturgique des édifices du culte chrétien, en Syrie du IIIe siècle à la conquête musulmane (Institut Français d’Archéologie de Beyrouth, Bibliothèque Archéologique XLII, Paris 1947), σελ. 123.

27. Ο Μελέτιος πέθανε το Μάιο ή τον Ιούνιο του 381. Το τελευταίο διάστημα που ο Μελέτιος ασχολήθηκε με την κατασκευή της εκκλησίας πρέπει να ήταν ο Απρίλιος του 381. Βλ. Downey, G., “The shrines of St. Babylas at Antioch and Daphne”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 47.

28. Βλ. Levi, D., Antioch mosaic pavements I (Princeton N.J. – London – The Hague 1947), σελ. 284.

29. Βλ. Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London –The Hague 1938), σελ. 34-37.

30. Βλ. Lassus, J., “L’église cruciforme de Kaoussié”, στο Stillwell, R. et al. (επιμ.), Antioch-on-the-Orontes 2: The Excavations 1933-1936 (Princeton N.J. – London – The Hague 1938), σελ. 14.

31. Donceel-Voûte, P., Les pavements des églises byzantines de Syrie et du Liban. Décor, archéologie, liturgie I (Publications de l’art et d’archéologie de l’Université catholique de Louvain 69, Louvain-la-Neuve 1988), σελ. 31.