Αντιοχικό Ζήτημα (τέλη 19ου αι.)

1. Εισαγωγή

Τον Ιανουάριο του 1898 ο Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων αναγκάστηκε να παραιτηθεί έπειτα από απαίτηση των αρχιερέων του θρόνου Αντιοχείας. Η παραίτηση αυτή οδήγησε την Εκκλησία Αντιοχείας σε βαθύτατη κρίση η οποία έμεινε γνωστή ως Αντιοχικό ζήτημα. Οι διαστάσεις του ζητήματος αυτού δεν ήσαν μόνο εκκλησιαστικές. Παρότι οι εμπλεκόμενες πλευρές προέρχονταν κυρίως από το χώρο της Εκκλησίας, η ταχύτατη πολιτικοποίηση του ζητήματος ενέπλεξε και μη εκκλησιαστικούς παράγοντες. Κατά συνέπεια, από το 1898 ως το 1909 που το ζήτημα θεωρήθηκε λήξαν, η Εκκλησία και ο κλήρος Αντιοχείας βρίσκονταν σε συνεχή αναβρασμό.

2. Ο 18ος αιώνας

Η πορεία της Εκκλησίας Αντιοχείας από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ως το 19ο αιώνα υπήρξε περιπετειώδης και οι εξελίξεις άφησαν τα ίχνη τους πάνω της. Η ευρύτερη περιοχή της Συρίας πέρασε από την εξουσία του Βυζαντίου σε αυτή των αραβικών μουσουλμανικών κρατών και αργότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην οποία ενσωματώθηκε κατά το 16ο αιώνα. Στο διάστημα αυτό οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Συρίας και της ευρύτερης περιοχής μειώθηκαν σημαντικά, ως αποτέλεσμα των εξισλαμισμών και του πολέμου. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής η Εκκλησία Αντιοχείας έζησε μια φθίνουσα πορεία που επιταχύνθηκε από την παρέμβαση της Καθολικής Εκκλησίας στην περιοχή. Στις αρχές του 18ου αιώνα οι καθολικοί μισσιονάριοι στη Δαμασκό αναμείχθηκαν ενεργά στη διαμάχη μεταξύ Αθανασίου Δ΄ και Κυρίλλου Γ΄, οι οποίοι έριζαν για το θρόνο Αντιοχείας. Η εξασθένιση της Εκκλησίας Αντιοχείας και η μετακίνηση ικανού αριθμού πιστών στην ουνία κατά το διάστημα αυτό προκάλεσαν την παρέμβαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που το 1767 χειροτόνισε Πατριάρχη τον πρωτοσύγκελο της Μεγάλης Εκκλησίας Δανιήλ, αντικαθιστώντας τον θανόντα Φιλήμονα που απεβίωσε ενώ βρισκόταν μόλις δύο μήνες στο θρόνο. Ο Φιλήμων είχε αντικαταστήσει το Σίλβεστρο, πρώην αγιορείτη μοναχό, ο οποίος στη μακρά περίοδο της Πατριαρχίας του (1724-1766) είχε έλθει σε σφοδρή σύγκρουση με την καθολική δραστηριότητα στη Συρία.

Πάντως από τα μέσα του 18ου αιώνα εγκαινιάστηκε ένα άτυπο καθεστώς σύμφωνα με το οποίο η εκλογή του Αντιοχείας γινόταν στην Κωνσταντινούπολη. Οπως υποστηρίζεται, η πρώτη παρέμβαση της Κωνσταντινούπολης έγινε σε μια κρίσιμη φάση κατά την οποία οι αρχιερείς του θρόνου Αντιοχείας δεν ομονοούσαν στην εκλογή Πατριάρχη την ίδια στιγμή που η καθολική προπαγάνδα ενίσχυε τα ερείσματά της στη Συρία. Ωστόσο, η έκτακτη παρέμβαση της Κωνσταντινούπολης γρήγορα έλαβε μονιμότερο χαρακτήρα με αποτέλεσμα όλοι οι Πατριάρχες Αντιοχείας από το Δανιήλ ως τον Σπυρίδωνα να επιλέγονται στην Κωνσταντινούπολη.

3. Το Αντιοχικό ζήτημα το 19ο αιώνα

3.1. Ο Πατριάρχης Σπυρίδων

Από πολλές απόψεις το Αντιοχικό ζήτημα συνδέεται με την κίνηση της πλειοψηφίας των αρχιερέων του Πατριαρχείου Αντιοχείας να επιλέξουν Πατριάρχη από τις τάξεις τους αποκλείοντας την εκλογή «ξένων». Το ζήτημα αυτό θα μπορούσε να είναι αποκλειστικά εκκλησιαστικής τάξης, αν δε συνδεόταν άμεσα τόσο με τους συσχετισμούς, αντιπαραθέσεις και βυζαντινισμούς όλων των εκκλησιαστικών κύκλων που εμπλέκονταν στη διαμάχη όσο και με εξωεκκλησιαστικούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Η πρώτη φάση του ζητήματος συνδέεται με τις ενέργειες αρχιερέων του αντιοχικού θρόνου με στόχο τον εξαναγκασμό του Σπυρίδωνος σε παραίτηση. Ο Πατριάρχης Σπυρίδων (1839-1921) ανήλθε στο θρόνο Αντιοχείας το 1891. Ο Σπυρίδων, κατά κόσμον Αναστάσιος Ευθυμίου, ήταν κυπριακής καταγωγής και ανήκε στο κλίμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Κυρίλλου Β', τον οποίο μάλιστα είχε συνοδεύσει στην Κωνσταντινούπολη κατά τη Σύνοδο των Εκκλησιών που στα 1872 ανακήρυξε ως σχισματική τη βουλγαρική εξαρχία. Ο Σπυρίδων δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση, αφού δεν είχε φοιτήσει σε θεολογική σχολή, αλλά ήταν ανεψιός του μητροπολίτη Πέτρας Μελετίου, κληρικού με μεγάλη περιουσία. Προτού εκλεγεί Πατριάρχης Αντιοχείας ήταν αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου και πατριαρχικός επίτροπος στη Βηθλεέμ. Οπως και οι προηγούμενοι δύο Πατριάρχες, ήταν μέλος της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας Ιεροσολύμων, ενός εκκλησιαστικού μηχανισμού με μεγάλη επιρροή στα Πατριαρχεία της Ανατολής. Οταν εγκαταστάθηκε στη Δαμασκό, όπου βρισκόταν πλέον η έδρα του Πατριαρχείου, ο Σπυρίδων θέλησε να πληρώσει αμέσως χηρεύουσες επισκοπικές έδρες του θρόνου: από τις 13 μητροπόλεις οι 4 ήσαν κενές. Ο νέος Πατριάρχης τοποθέτησε τον αγιοταφίτη αρχιμανδρίτη Βενιαμίν στη μητρόπολη Αμίδης (Διγιάρμπεκιρ), τον επίσης αγιοταφίτη αρχιδιάκονο Νεκτάριο στη μητρόπολη Βερροίας (Χαλεπίου) και τον αραβόφωνο βοηθό του Αθανάσιο στη μητρόπολη Εδέσσης (Ούρφα). Μόνο η μητρόπολη Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ) παρέμεινε κενή. Μετά τις τοποθετήσεις αυτές οι 12 από τις 13 έδρες του θρόνου είχαν πληρωθεί. Από τους 12 αρχιερείς του αντιοχικού θρόνου, οι 7 είχαν συριακή καταγωγή (αναφέρονται συνήθως ως άραβες γηγενείς) και οι 5 προέρχονταν από περιοχές της οθωμανικής επικράτειας και την Κύπρο.

Η πολιτεία του Σπυρίδωνος, κατά τη σύντομη παρουσία του στο θρόνο Αντιοχείας, χαρακτηρίστηκε από την πρόσκληση που έκανε προς τη Ρωσική Ορθόδοξη Παλαιστινιακή Εταιρεία να επεκτείνει τη δράση της στη Συρία, παραδίδοντας σε αυτήν το παρθεναγωγείο Δαμασκού το οποίο είχε ιδρύσει ο Πατριάρχης Ιερόθεος το 1868. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κίνηση αυτή έγινε με σκοπό την ενδυνάμωση της ορθοδοξίας στη Συρία. Η Ορθόδοξη Παλαιστινιακή Εταιρεία δραστηριοποιούνταν για χρόνια στην Παλαιστίνη και είχε δαπανήσει σημαντικά ποσά για τη δημιουργία ενός ορθόδοξου σχολικού δικτύου το οποίο βέβαια διεύθυναν μέλη της. Η εγκατάστασή της στην Παλαιστίνη είχε γίνει με τη συναίνεση του Πατριάρχη Κυρίλλου Β', που ήταν φιλικά διακείμενος προς τη Ρωσία, παρά τις αντιδράσεις μελών της Αγιοταφιτικής Αδελφότητας. Το ίδιο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς και για τον ίδιο τον Σπυρίδωνα ο οποίος ανήκε στο κλίμα του Κυρίλλου. Η επιλογή της Παλαιστινιακής Εταιρείας ως προνομιακού εταίρου του Σπυρίδωνος είχε στόχο τη δραστηριοποίηση ενός παράγοντα με δεδηλωμένη πρόθεση υπέρ της δημιουργίας ενός εκπαιδευτικού δικτύου που θα απευθυνόταν στους αραβόφωνους μαθητές οι οποίοι, ελλείψει ορθόδοξων σχολείων, στρέφονταν προς τα σχολεία των δυτικών ιεραποστολών. Εξάλλου, το Πατριαρχείο Αντιοχείας εξαιτίας της δεινής οικονομικής θέσης του αδυνατούσε να στηρίξει ένα τέτοιο εγχείρημα από μόνο του, ενώ ταυτόχρονα απουσίαζε μια ισχυρή μεσαία τάξη ορθόδοξων εμπόρων που θα μπορούσαν να συμβάλουν οικονομικά προς αυτή την κατεύθυνση.

Ανεξάρτητα πάντως από τις προθέσεις του Σπυρίδωνος η κίνησή του προσέφερε στη Συρία πρόσβαση σε ένα μηχανισμό τον οποίο ο ίδιος δεν έλεγχε στο ελάχιστο. Η Παλαιστινιακή Εταιρεία δεν εκπροσωπούσε απλώς μια ορθόδοξη φιλανθρωπική οργάνωση με στόχο την παροχή εκπαίδευσης στους ντόπιους ορθόδοξους και τη διευκόλυνση του προσκυνήματος Ρώσων προσκυνητών στους Αγίους Τόπους. Είχε στενές σχέσεις με τη ρωσική πολιτική και τα ρωσικά προξενεία στην περιοχή και ευνοούσε γενικά την ανάδειξη ντόπιων αραβόφωνων. Η κίνηση του Σπυρίδωνος τον έφερε σε αντιπαράθεση με την Αγιοταφιτική Αδελφότητα, η οποία ήθελε να έχει πάντα τον πρώτο λόγο στα πράγματα των Πατριαρχείων της Ανατολής. Η αδελφότητα είχε αντιταχθεί στην επέκταση της ρωσικής επιρροής στους Αγίους Τόπους θεωρώντας ότι η παρουσία της Παλαιστινιακής Εταιρείας υποσκάπτει τη δική της.

Οι σχέσεις του Σπυρίδωνος με τους Ρώσους επιδεινώθηκαν σημαντικά κατά το 1897, ύστερα από την εκδήλωση θλιβερών επεισοδίων που έλαβαν χώρα στον προαύλιο χώρο του πατριαρχικού ενδιαιτήματος στη Δαμασκό, μάλλον με ασήμαντη αφορμή, και αναστάτωσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς της πόλης. Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς με ακρίβεια σχετικά με το μέγεθος των επεισοδίων στη Δαμασκό, φαίνεται όμως πως προκάλεσαν τη μήνιν της πλειονότητας των ορθόδοξων απέναντι στο Σπυρίδωνα. Ο ίδιος ο Πατριάρχης θεώρησε τα επεισόδια υποκινούμενα από το Ρώσο πρόξενο στη Δαμασκό Belayef και ζήτησε άμεσα να επιστραφεί στην ευθύνη του το πατριαρχικό παρθεναγωγείο, που ο ίδιος είχε παραχωρήσει στην Παλαιστινιακή Εταιρεία. Ανεξάρτητα από το κατά πόσον ο Ρώσος πρόξενος ενεχόταν πράγματι στην υποκίνηση των επεισοδίων, πράγμα για το οποίο υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις, εξάσκησε όλη την επιρροή του στους ντόπιους αραβόφωνους ορθόδοξους εναντίον του Σπυρίδωνος, προκειμένου να παραμείνει το παρθεναγωγείο στην ευθύνη της ρωσικής αδελφότητας. Η αντιπαράθεση αυτή επρόκειτο να είναι μοιραία για την παραμονή του Σπυρίδωνος στο θρόνο καθώς διευκόλυνε τις κινήσεις των υπόλοιπων αρχιερέων του θρόνου εναντίον του.

Πάντως η κατάληξη της σύγκρουσης δε θα ήταν αναπόφευκτη αν η κρίση του 1897 είχε εκδηλωθεί σε διαφορετική συγκυρία. Ο Σπυρίδων οδηγήθηκε τελικά σε παραίτηση διότι δε διέθετε πλέον κανένα στήριγμα. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Γεράσιμος που τον στήριζε στις επιλογές του είχε αποβιώσει το 1896 και η Αγιοταφιτική Αδελφότητα ήταν εχθρικά διακείμενη απέναντί του. Επιπλέον, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 είχε περιορίσει στο ελάχιστο τις καλές προθέσεις της Πύλης που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να υποστηρίξει τον Αντιοχείας απέναντι στους Ρώσους. Το φθινόπωρο του 1897 όλα έδειχναν ότι ο Πατριάρχης ωθούνταν σε παραίτηση. Αποτέλεσμα της ρευστότητας αυτής ήταν η κινητοποίηση του ενδιαφέροντος των αρχιερέων του αντιοχικού θρόνου, αλλά και άλλων εκτός Αντιοχείας, για την ανάδειξη νέου Πατριάρχη.

Η πρώτη συμμαχία που συμπήχθηκε ήταν ανάμεσα στον επίσκοπο Αρκαδίας, Νικόδημο Ζωγραφόπουλο, και τον επίσκοπο Τριπόλεως Γρηγόριο Haddad. Οι δύο κληρικοί συμφώνησαν να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον στην προοπτική να αναδειχθούν και οι δύο στο θρόνο, πρώτος ο Αρκαδίας και μετά ο Τριπόλεως. Αυτός όμως που πρωτοστάτησε στην παραίτηση του Σπυρίδωνος φιλοδοξώντας να τον αντικαταστήσει ήταν ο επίσκοπος Ταρσού Αδάνων Γερμανός Χουρμούζης, ο οποίος εγκατέλειψε την έδρα του στη Μερσίνα και συντόνισε τις ενέργειες των αρχιερέων του Πατριαρχείου Αντιοχείας προκειμένου να οδηγήσουν σε παραίτηση τον Σπυρίδωνα. Οι ενέργειες αυτές οδήγησαν το Σπυρίδωνα και τους πιστούς σε αυτόν μητροπολίτες, Εδέσσης Βενιαμίν και Αμίδης Αθανάσιο, σε έντονη αντιπαράθεση με τους υπόλοιπους αρχιερείς που ζήτησαν την παραίτηση του Πατριάρχη αναγορεύοντας τοποτηρητή του θρόνου τον Γερμανό. Για να αποκλιμακώσει την ένταση ο Σπυρίδων εγκατέλειψε τη Δαμασκό και εγκαταστάθηκε στη μονή της Σεϊδανίγια αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Υστερα από τις συνεχείς πιέσεις που δεχόταν υπέγραψε την παραίτησή του τον Ιανουάριο του 1898 και αποχώρησε οριστικά από τη Συρία.

3.2. Η αντιπαράθεση για «γηγενή» ή «ξένο» Πατριάρχη

Η παραίτηση του Σπυρίδωνος δεν έλυσε το πρόβλημα του αντιοχικού θρόνου αλλά το περιέπλεξε. Ο,τι ακολούθησε εγγράφεται στην αντιπαράθεση γύρω από την εκλογή «γηγενούς» ή «ξένου» Πατριάρχη. Όπως αναφέρθηκε ήδη, από τα μέσα του 18ου αιώνα είχε εδραιωθεί μια πρακτική σύμφωνα με την οποία οι Πατριάρχες Αντιοχείας εκλέγονταν από την Κωνσταντινούπολη. Μετά την παραίτηση του Σπυρίδωνος η πρακτική αυτή αμφισβητήθηκε ευθέως από την πλειονότητα των αρχιερέων οι οποίοι απαίτησαν η εκλογή του νέου Πατριάρχη να γίνει με βάση κατάλογο στον οποίο θα εγγράφονταν αποκλειστικά μητροπολίτες του αντιοχικού θρόνου. Δεν είναι βέβαιο αν το αίτημα αυτό είχε παρουσιαστεί νωρίτερα. Κατά πάσα πιθανότητα όμως διαμορφώθηκε μέσα στο ρευστό κλίμα της κρίσης που ακολούθησε την παραίτηση του Σπυρίδωνος ως και τον Μάιο του 1898 όταν κατετέθη ο κατάλογος υποψηφιοτήτων στο βαλή της Δαμασκού, στον οποίο εμφανίστηκαν μόνο ονόματα μητροπολιτών του θρόνου Αντιοχείας.

Η κίνηση αυτή οδήγησε το Αντιοχικό ζήτημα στη νέα του φάση. Το μέτωπο των μητροπολιτών που είχε διαμορφωθεί διασπάστηκε και οι συμμαχίες αναδιατάχτηκαν. Ο τοποτηρητής του θρόνου Γερμανός διαφώνησε με την επιλογή αυτή και μαζί του συντάχθηκαν οι μητροπολίτες Χαλεπίου Νικόδημος, Εδέσσης Βενιαμίν, καθώς και ο τιτουλάριος της επισκοπής Ειρηνουπόλεως Σεραφείμ. Οι εν λόγω ιερείς υποστήριξαν ότι με την πράξη αυτή καταργείται η τάξη που ήθελε τον Πατριάρχη Αντιοχείας να επιλέγεται από την Κωνσταντινούπολη. Οι υπόλοιποι μητροπολίτες επέμεναν στην εκλογή Πατριάρχη από τις τάξεις του αντιοχικού θρόνου. Η πλειοψηφία εξέλεξε νέο τοποτηρητή του θρόνου το Μελέτιο Λαοδικείας ενώ η μειοψηφία πρόβαινε σε συνεχή διαβήματα προς τα υπόλοιπα Πατριαρχεία και την Πύλη ζητώντας την αποκατάσταση της «τάξης». Το Φεβρουάριο του 1899 η πλειοψηφία συγκάλεσε νέα σύνοδο προς εκλογή Πατριάρχη στην οποία η μειοψηφία αρνήθηκε να συμμετάσχει. Στη σύνοδο αυτή Πατριάρχης Αντιοχείας εξελέγη ο τοποτηρητής Μελέτιος Dumani έπειτα από διπλή ψηφοφορία. Η εκλογή δεν έγινε αρχικά δεκτή από την Πύλη η οποία ζήτησε από το βαλή της Δαμασκού να λάβει μέτρα εναντίον της πλειοψηφίας. Ωστόσο με την ενεργό παρέμβαση της ρωσικής πρεσβείας στη Κωνσταντινούπολη η οθωμανική κυβέρνηση άλλαξε προσανατολισμό και αποδέχτηκε την εκλογή παρά τις αντιδράσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνου Ε’.

Ο Μελέτιος ενθρονίστηκε στη Δαμασκό σε μια λαμπρή τελετή τον Οκτώβριο του 1899 αλλά η αντίδραση των τεσσάρων μητροπολιτών δεν κατασίγασε. Διαθέτοντας την υποστήριξη των Πατριαρχείων οι μητροπολίτες αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισαν να εργάζονται για την ακύρωση της εκλογής του Μελετίου. Οι υπόλοιπες εκκλησίες με επικεφαλής το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν αναγνώρισαν το Μελέτιο θεωρώντας την εκλογή του αντικανονική. Μόνο η εκκλησία της Ρωσίας αναγνώρισε το νέο Πατριάρχη με επίσημη πράξη λίγο μετά την εκλογή του δημιουργώντας πολλές αντιδράσεις.

3.3. Η εθνικιστική διάσταση της διαμάχης

Στο διάστημα που ακολούθησε και ως την οριστική διευθέτηση του Αντιοχικού ζητήματος το 1909, η αντιπαλότητα γύρω από την εκλογή του Μελετίου εντάθηκε. Η πολιτικοποίηση του ζητήματος ξέφυγε από το στενό πλαίσιο των αντιπαλοτήτων στην Αντιόχεια και συνδέθηκε άμεσα με εθνικιστικές αντιπαλότητες και διεκδικήσεις ευρύτερου χαρακτήρα. Η ρωσική πλευρά επέμεινε στη γραμμή υποστήριξης της πολιτικής που είχε χαράξει στη Συρία. Η οθωμανική κυβέρνηση μετά την επικύρωση της εκλογής του Μελετίου δεν έδειχνε διατεθειμένη να εμπλακεί εκ νέου στην υπόθεση. Από την πλευρά του το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διαφοροποίησε τη θέση του, κυρίως μετά την επάνοδο του Ιωακείμ Γ΄ στο θρόνο, αναζητώντας μια λύση ικανοποιητική για όλους. Δεν ίσχυε ωστόσο το ίδιο ούτε για την Αγιοταφιτική Αδελφότητα και το νέο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Φώτιο Ε΄, ούτε για ορισμένους άλλους εκκλησιαστικούς κύκλους που διεκδικούσαν μερίδιο ελέγχου στα πράγματα της Αντιοχείας. Οι κύκλοι αυτοί οργάνωσαν μια μεγάλη καμπάνια ενημέρωσης σχετικά με το Αντιοχικό ζήτημα, με δημοσιεύσεις άρθρων, εντύπων και βιβλίων όπου εκτίθεται τόσο η εκκλησιαστική όσο και η πολιτική φύση του προβλήματος. Οι ερμηνείες που προσφέρονται στη φιλολογία αυτή υπογραμμίζουν την «άλωση μιας ελληνικής εκκλησίας» από τους «Άραβες» και συνεπώς προβάλλουν την αντιπαράθεση με εθνικούς όρους. Οι τέσσερις μητροπολίτες της μειοψηφίας αναφέρονται ως Έλληνες υπερασπιστές της κανονικής τάξης ενώ οι επτά μητροπολίτες ως Άραβες παραβάτες της εκκλησιαστικής παράδοσης. Το ίδιο ισχύει και από την αντίπαλη πλευρά η οποία αντέστρεψε το επιχείρημα αυτό υποστηρίζοντας ότι η εκλογή του γηγενούς Μελετίου σηματοδοτούσε το τέλος της «ελληνικής επιρροής» στην Αντιόχεια. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε ενεργά και από τη ρωσική πλευρά που υπογράμμιζε τις «εθνοτικές» διαφορές ανάμεσα στους ορθόδοξους για να ενισχύσει την παρουσία της στη Συρία.

Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στην Αντιόχεια είχε άμεσες εθνικές συνδηλώσεις και άντλησε από το πολιτικό λεξιλόγιο της εκκλησιαστικής και πολιτικής διαμάχης που σηματοδότησε το βουλγαρικό ζήτημα. Σε μια περίοδο κατά την οποία η κοινωνική λειτουργία της θρησκείας υποχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς, η εκκλησιαστική γλώσσα δεν επαρκούσε πλέον για να απευθυνθεί κανείς σε ένα εγγράμματο ακροατήριο που όλο και περισσότερο κατανοούσε τις συνθήκες της ύπαρξής του με εθνικούς όρους. Μετά την παραίτηση του Σπυρίδωνος, η μειοψηφία των μητροπολιτών κατηγόρησε την πλειοψηφία για «φυλετισμό», προκειμένου να αναιρεθεί το επιχείρημα ότι οι «γηγενείς» είχαν δικαίωμα να εκλέξουν Πατριάρχη της αρεσκείας τους. Ταυτόχρονα οι μητροπολίτες της μειοψηφίας αλλά και όσοι τους στήριξαν δεν αρνήθηκαν ότι οι ίδιοι ήσαν «Έλληνες το γένος» και συνέδεσαν αυτή την ιδιότητα με την υπεράσπιση της εκκλησιαστικής τάξης. Η άλλη πλευρά παρέκαμψε την κατηγορία του φυλετισμού και κατηγόρησε τη μειοψηφία για «εθνισμό» δηλαδή για παρέκκλιση από την παράδοση της ορθοδοξίας που επιτάσσει τη διοίκηση της τοπικής εκκλησίας από τους γηγενείς. Στο πλαίσιο αυτό η ιστορία της Εκκλησίας Αντιοχείας πολιτικοποιήθηκε άμεσα. Η πλευρά των «Ελλήνων» υποστήριζε ότι η ορθοδοξία στη Συρία κινδύνευε από τον παπισμό και την ουνία λόγω της ανικανότητας των «Αράβων» Πατριαρχών και ότι διασώθηκε μόνο μετά την τοποθέτηση στην κεφαλή της εκκλησίας «Ελλήνων» Πατριαρχών, αρχής γενομένης με το Σίλβεστρο. Η πλευρά των «Αράβων» αντέτεινε ότι η περίοδος των «Ελλήνων» Πατριαρχών εκπροσωπούσε το σκοταδισμό και την τυραννία των γηγενών από ξένους και ότι η εκλογή του Μελετίου έθεσε τέρμα σε αυτή την κατάσταση.

Η εθνικιστική διάσταση της διαμάχης για το θρόνο της Αντιοχείας αναδείχθηκε με έμφαση τόσο στα χρόνια εκείνα όσο και μεταγενέστερα. Υποστηρίχθηκε μάλιστα ότι η εκλογή του Μελετίου υπήρξε η πρώτη συνειδητή πράξη του αραβικού εθνικισμού και της εθνικής αναγέννησης των Αράβων. Ωστόσο, αν και η διάσταση αυτή δεν μπορεί να υποτιμηθεί, υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον η εκδήλωση της αντιοχικής κρίσης και το αίτημα για παραίτηση του Σπυρίδωνος μπορούν να ερμηνευθούν ανάλογα. Υπενθυμίζεται πρώτον ότι οι κινήσεις των αρχιερέων του θρόνου στηρίχθηκαν περισσότερο σε προσωπικά κίνητρα και φιλοδοξίες παρά σε σαφείς ιδεολογικές ή πολιτικές διαφοροποιήσεις κι έπειτα ότι το σκηνικό της πρώτης φάσης του Αντιοχικού ζητήματος ήταν ιδιαίτερα ασαφές. Ο μητροπολίτης Γερμανός που πρωτοστάτησε στην παραίτηση του Σπυρίδωνος καταγόταν από την Πάτμο. Ο Χαλεπίου Νεκτάριος διατήρησε εξαρχής μια συμβιβαστική στάση και μαζί με το μητροπολίτη Σελευκείας Γεράσιμο προσπάθησε να αποτρέψει την παραίτηση. Ο Αμίδης Βενιαμίν και ο Εδέσσης Αθανάσιος υποστήριξαν αρχικά το Σπυρίδωνα αλλά πέρασαν σε διαφορετικά στρατόπεδα μετά την παραίτησή του. Ο Αρκαδίας Νικόδημος που υποστήριξε με συνέπεια το Μελέτιο καταγόταν από τη Χρυσούπολη του Βοσπόρου. Από τους γηγενείς αρχιερείς ο μόνος για τον οποίο υπάρχουν πληροφορίες για «ανθελληνικό μένος» ήταν ο Εμέσης Αθανάσιος. Κατά συνέπεια θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε ότι οι δύο ομάδες κληρικών που αντιπαρατάχθηκαν διέθεταν συνοχή εξαρχής. Αντίθετα θα ήταν εύλογο να υποθέσει κανείς ότι η ένταση και η χρονική έκταση του προβλήματος τελικά το ενέταξαν σε ένα κλίμα ευρύτερων εθνικιστικών αντιπαραθέσεων. Η εθνικιστική διάσταση αφομοίωσε το Αντιοχικό ζήτημα εκ των υστέρων και μέσα σε ένα ρευστό σκηνικό όπου οι προσωπικές φιλοδοξίες και οι πολιτικές ίντριγκες ήσαν αδιαχώριστες.

Η εθνική διάσταση του προβλήματος ενισχύθηκε στο βαθμό που ενεπλάκησαν άμεσα οι κοινότητες των λαϊκών που πήραν το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς. Στη Δαμασκό η ορθόδοξη κοινότητα τάχθηκε με το μέρος της πλειοψηφίας των μητροπολιτών του θρόνου, όπως και οι περισσότερες αραβόφωνες κοινότητες της Συρίας. Αντίθετα, στην Κιλικία οι κοινότητες της Μερσίνας, των Αδάνων και της Ταρσού, στην πλειονότητά τους ελληνόφωνες και τουρκόφωνες, τάχθηκαν με το μέρος της μειοψηφίας και αρνήθηκαν να αποδεχθούν τόσο το νέο Πατριάρχη και το νέο μητροπολίτη Ταρσού Αδάνων, όσο και τον πατριαρχικό έξαρχο που στάλθηκε προς διευθέτηση του ζητήματος. Οι κοινότητες του σαντζακίου των Αδάνων αρνήθηκαν να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση ακόμη και μετά την επίσημη αποκατάσταση των σχέσεων Αντιοχείας-Κωνσταντινουπόλεως το 1909. Παρά την επίσημη λύση του Αντιοχικού το μητροπολιτικό ζήτημα της επαρχίας Αδάνων παρέμεινε ανεπίλυτο.

Ήταν μάλιστα τέτοια η ένταση της αντίδρασης των τριών κοινοτήτων που το 1910 ζήτησαν να αποσχιστούν από το Πατριαρχείο Αντιοχείας και να ενταχθούν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αίτημα που απερρίφθη από τον Ιωακείμ Γ΄. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη υιοθέτησε σχέδιο του αγιοταφίτη αρχιμανδρίτη Καραπατάκη, για την ενθρόνιση στις τρεις χηρεύουσες έδρες του Πατριαρχείου Αντιοχείας (Ταρσού-Αδάνων, Θεοδοσιουπόλεως και Χαλεπίου) «Ελλήνων το γένος» αρχιερέων για την επαναφορά της Αντιοχείας σε «ελληνικά χέρια». Ομως, το παράτολμο αυτό σχέδιο, το οποίο αν υλοποιείτο θα αποτελούσε μια ενισχυτική κίνηση για τη διατήρηση του ελέγχου των Ιεροσολύμων στην Αγιοταφιτική Αδελφότητα, προέκυψε ως επίλογος του Αντιοχικού ζητήματος. Η ενθρόνιση του Γρηγορίου Haddad ως Πατριάρχη Αντιοχείας μετά το θάνατο του Μελετίου, το Φεβρουάριο του 1906, εδραίωσε την πρακτική της εκλογής νέων Πατριαρχών από τους αρχιερείς του θρόνου. Ο Οργανικός νόμος του Πατριαρχείου Αντιοχείας που συντάχθηκε στα 1900 και δημοσιεύτηκε στα 1906 προέβλεπε με σαφήνεια ότι τόσο οι υποψήφιοι όσο και οι εκλέκτορες πρέπει να ανήκουν αποκλειστικά στις τάξεις του θρόνου Αντιοχείας.