1. Θέση – Διοίκηση – Πληθυσμός
Παραλιακή πόλη στο νότιο-νοτιοδυτικό τμήμα της Κυζικηνής χερσονήσου, 16 χλμ. ΒΔ της Πανόρμου, 110 χλμ. Δ-ΒΔ της Προύσας και 120 χλμ. ΝΔ της Κωνσταντινούπολης. H ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Αρτάκη (στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Υρτάκη ή Υρτάκιον και ήταν μάλλον αποικία των Μιλησίων) και έτσι ήταν καταχωρισμένη στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Η επίσημη ονομασία του οικισμού και η αναγραφή του στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα ήταν Ερντέκ (Erdek). Η Αρτάκη υπήρξε πόλη σύγχρονη ή και παλαιότερη της αρχαίας Κυζίκου, και δεν έπαυσε να κατοικείται αδιαλείπτως μέχρι το 1922. Βρισκόταν 10 χλμ. ΒΔ των ερειπίων της αρχαίας Κυζίκου, χτισμένη πάνω σε ένα τριγωνικό ακρωτήριο και έχοντας απέναντί της τη νήσο Κερά, με την οποία σχηματίζει ένα μικρό αλλά ασφαλές λιμάνι. Μετά την καταστροφή της πόλεως της Κυζίκου το 1063 από σεισμό, η Αρτάκη έγινε έδρα της μητροπόλεως Κυζίκου, και από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1339 έδρα διοικήσεως (επαρχίας, καζά).1
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, η Αρτάκη ήταν έδρα καϊμακαμλικιού (kaymakamlık), η οποία ανήκε στο μουτεσαριφλίκι (mutasarrıflık) του Μπαλούκεσερ του βιλαετίου (vilayet) της Προύσας. Η επαρχία, εκτός από τα χωριά της Κυζικηνής Χερσονήσου, περιλάμβανε και τις Προικονήσους (Μαρμαρά, Αλώνη, Αφισιά, Κούταλη). Στην Αρτάκη λειτουργούσε οκταμελής δημογεροντία, με δύο γραμματείς.2 Ταυτόχρονα υπήρχε εφορεία των σχολείων, όπως και εκκλησιαστική επιτροπή. Η Αρτάκη ήταν ακόμα έδρα Πνευματικού Δικαστηρίου (αποτελούμενου από 4 κληρικούς-ιερείς) και Μικτού Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου (αποτελούμενου από 4 δημογέροντες), και τα δύο υπό την προεδρία του μητροπολίτη Κυζίκου.
Ο πληθυσμός της Αρτάκης έφθανε περίπου τους 10.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 7.000 περίπου ήταν Ελληνορθόδοξοι και οι 3.000 Μουσουλμάνοι, εκ των οποίων 500 Κιρκάσιοι. Υπήρχαν επίσης 5-6 οικογένειες Εβραίων και λίγοι Αρμένιοι.3 Οι Μουσουλμάνοι της Αρτάκης ήταν γεωργοί, εύποροι κτηματίες ή και κρατικοί υπάλληλοι. Ωστόσο το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν αυτό που πρωτοστατούσε στην οικονομική και πνευματική ζωή της πόλης. Όσον αφορά την καταγωγή των ελληνορθόδοξων κατοίκων του οικισμού, οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούνταν ντόπιοι. Υπήρχαν ωστόσο και αρκετοί έποικοι είτε από το χώρο του Αιγαίου (Κρήτη, Δωδεκάνησα, νησιά Βορείου Αιγαίου, και κυρίως Μυτιλήνη) είτε από την περιοχή της Μακεδονίας. Η παρουσία πολλών κατοίκων νησιωτικής καταγωγής ίσως να εξηγεί τόσο το «νησιώτικο» χρώμα πολλών τραγουδιών των Αρτακηνών όσο και την ύπαρξη πολλών διαλεκτολογικών ιδιαιτεροτήτων που διέκριναν την αρτακηνή ντοπιολαλιά.
Όπως ήδη αναφέραμε, η πλειοψηφία των ελληνορθόδοξων κατοίκων της Αρτάκης θεωρούνταν ντόπιοι. Σε δύο όμως συνοικίες της πόλης οι εκεί ελληνορθόδοξοι ήταν έποικοι: στη συνοικία «Γκώτκα» και στη συνοικία «Κουζάνι». Η ονομασία της πρώτης είναι κατά πάσα πιθανότητα παραφθορά της λέξης «Κώτικα», η οποία δείχνει ότι η καταγωγή των κατοίκων αυτών είχε τις ρίζες της στην Κω. Αντίστοιχα στη συνοικία «Κουζάνι», η οποία βρισκόταν στο βορειοανατολικό μέρος του οικισμού και έξω από τον περίβολο των αρχαίων τειχών, κατοικούσαν έποικοι από την Κοζάνη. Επίσης ανατολικότερα υπήρχε και η συνοικία «Κατσούρι» (συνοικία με το ίδιο όνομα συναντάμε και στην Πάνορμο), της οποίας οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι ήρθαν επίσης από τη Μακεδονία (Καστοριά). Οι ελληνορθόδοξοι των συνοικιών «Κουζάνι» και «Κατσούρι» πρέπει να εγκαταστάθηκαν εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα και ήταν κατά βάση ξυλοκόποι και ανθρακωρύχοι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Αρτακηνούς που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Στη συνοικία «Κατσούρι», και πέρα από αυτήν στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης, εγκαταστάθηκαν μετά το 1862 και 32 οικογένειες Κιρκάσιων προσφύγων. Αυτοί είχαν δικό τους τζαμί εκεί και είχαν πολύ στενότερες σχέσεις με το ελληνορθόδοξο στοιχείο παρά με το τουρκικό.
Την Αρτάκη τη χώριζε σε δύο άνισα μέρη ένα ρέμα, ο Ποταμοκοίτης. Ο Ποταμοκοίτης πήγαζε από το όρος Δίνδυμο (ή Δίδυμο), στον ορεινό όγκο του Καπί Νταγί (Kapı Dağı), και διέσχιζε την πόλη. Είχε πλάτος 10-15 μ. Αρκετές φορές πλημμύριζε με συνέπεια να προκαλεί καταστροφές σε αποθήκες και σπίτια.
2. Εκκλησία
Η Αρτάκη ήταν η έδρα της μητρόπολης Κυζίκου. Ο πλήρης τίτλος του μητροπολίτη Κυζίκου ήταν «μητροπολίτης Κυζίκου, υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ελλησπόντου». Η μητρόπολη ήταν πέμπτη τη τάξει στην ιεραρχία των μητροπόλεων του κλίματος του Οικουμενικού θρόνου (στο συνταγμάτιο μάλιστα του 1905 ανέρχεται στην 4η θέση).
Η Αρτάκη είχε δύο ναούς: τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου που βρισκόταν δίπλα στη δυτική παραλία της πόλης και μια άλλη εκκλησία παλαιότερη, αφιερωμένη στους Αγίους Θεοδώρους, στο κέντρο της Αρτάκης. Ο μητροπολιτικός ναός ήταν παλαιά εκκλησία, η οποία παραδόξως δεν βρισκόταν εντός της παλαιάς ενορίας του Αγίου Νικολάου αλλά στην ενορία της Μεγάλης Παναγίας ή Λεβεντίστρας, ενώ ήταν χτισμένος πάνω στα ερείπια του παλαιού ναού της Θεοτόκου. Ο Κων. Μακρής υποθέτει ότι οι δύο ναοί, του Αγίου Νικολάου και της Θεοτόκου, πρέπει να καταστράφηκαν από πυρκαγιά (τοποθετεί το γεγονός πριν από το 1800) και οι κάτοικοι αποφάσισαν να ανεγείρουν έναν ενιαίο μητροπολιτικό ναό. Επειδή όμως οι ενορίτες του Αγίου Νικολάου ήταν πιο εύποροι ως ασχολούμενοι με τη ναυτιλία, επέβαλαν ως όνομα της νέας εκκλησίας αυτό του Αγίου Νικολάου. Πάντως ο μητροπολιτικός ναός καταστράφηκε εκ νέου από πυρκαγιά το 1854 και ανοικοδομήθηκε μεγαλοπρεπέστερος το 1857 με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη Κυζίκου (1845-60) και μετέπειτα πατριάρχη Ιωακείμ Β΄(1860-63, 1873-78). Μέσα στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού χτίστηκε και το νέο κτήριο της μητρόπολης, που αποτελούσε κατοικία του μητροπολίτη και είχε επίσης καταστραφεί στη μεγάλη πυρκαγιά του 1854. Το κτήριο αυτό αποπερατώθηκε επί των ημερών του μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνου (Αλεξανδρίδη) το 1909. Τόσο η εκκλησία όσο και το μητροπολιτικό μέγαρο καταστράφηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917. Επίσης στην Αρτάκη υπήρχε μικρός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ο οποίος χτίστηκε έξω από την πόλη με πρωτοβουλία ομώνυμου σωματείου, που ιδρύθηκε από τις συντεχνίες και τις άλλες επαγγελματικές τάξεις της πόλης για το σκοπό αυτόν.
Περίφημη για την πόλη της Αρτάκης ήταν η ιερά μονή της Παναγίας της Φανερωμένης, γνωστή και ως Teke Manastir.4 Η μονή βρισκόταν 14 χλμ. ΒΑ της Αρτάκης και 14 χλμ. ΒΔ της Περάμου, σε μια κοιλάδα του Δινδύμου Όρους που τη διέτρεχε ανώνυμος ποταμός. Η μονή ήταν γνωστή για τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, για την οποία υπήρχε η παράδοση ότι τη ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Πιθανότατα η εικόνα μεταφέρθηκε εκεί από τη μονή της Θεοτόκου της επονομαζόμενης Σιγριανής (ή μονή του Μεγάλου Αγρού),5 η οποία βρίσκεται δίπλα στο παράλιο χωριό Κουρσουμλί, μεταξύ της επαρχίας Κυζίκου και των εκβολών του Ρυνδάκου. Η εικόνα φιλοξενούνταν σε απλό παρεκκλήσι μέχρι το 1846, οπότε ο τότε αρχιμανδρίτης Παναγιώτης Παπαδόπουλος ή Παπαδημητρίου (πιο γνωστός ως παπά Πάνος), από τη Βύσανη της Ηπείρου, αποφάσισε να χτίσει εκκλησία, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα της νέας μονής. Ο παπά Πάνος υπήρξε ηγούμενος της μονής για σχεδόν μία τριακονταετία. Μετά την ανακαίνισή της το 1895 με το χτίσιμο νέων ξενώνων για τους προσκυνητές, τα έσοδα της μονής αυξήθηκαν κατακόρυφα, με αποτέλεσμα ο έλεγχός της να αποτελέσει πηγή χρόνιας διαμάχης μεταξύ των δημογεροντιών της Αρτάκης και της Περάμου. Τελικά η αντιπαράθεση έλαβε τέλος το 1903, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να μετατρέψει τη μονή σε σταυροπηγιακή και να διαμοιράζει τα εισοδήματά της με την εξής αναλογία: το 60% στη δημογεροντία της Περάμου και το 40% στη δημογεροντία της Αρτάκης και των γύρω χωριών. Στην Αρτάκη επίσης υπήρχαν πολλά παρεκκλήσια: της Αγίας Παρασκευής (μέσα στην πόλη), του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Ανδρέα (Αϊ Αντριά), των Αγίων Αποστόλων, του Αϊ Λια, του Αϊ Συμιού (Συμεών), της Αγίας Σωτήρας (παρεκκλήσι πίσω από το αρρεναγωγείο της πόλης, το οποίο είχε και αγίασμα).
3. Εκπαίδευση
Το πρώτο σχολείο στην Αρτάκη λειτούργησε, πιθανόν σε ενοικιαζόμενο κτήριο, στις αρχές του 19ου αιώνα επί των ημερών του μητροπολίτη ΚυζίκουΜακαρίου (1806-1811). Στην ίδρυση όπως και στη χρηματοδότησή του έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο η αρτακηνή οικογένεια των Θεολόγων. Όταν αυτή εγκατέλειψε την Αρτάκη και εγκαταστάθηκε στην Πόλη εξαιτίας ενδοκοινοτικών αντιπαραθέσεων, το σχολείο αυτό παρήκμασε και έκλεισε.
Ύστερα από δύο δεκαετίες περίπου, επί των ημερών του μητροπολίτη Κυζίκου Ματθαίου Β' (1827-1831), χτίστηκε το πρώτο σχολείο της πόλης. Το σχολείο αυτό δεν κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1854 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1890-1, οπότε κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε το νέο αρρεναγωγείο. Μέχρι το 1878 η Αρτάκη διέθετε μόνο δύο εκπαιδευτικά καταστήματα: μία αστική σχολή, την οποία παρακολουθούσαν περί τους 300 μαθητές, αγόρια και κορίτσια, με έναν δάσκαλο τον οποίο βοηθούσε στο έργο του ένας ψάλτης του μητροπολιτικού ναού, και μία ελληνική σχολή, όπου περίπου 30 μαθητές μοιρασμένοι σε 3 τάξεις διδάσκονταν αποκλειστικά ελληνικά μαθήματα. Από το 1878-9 τα εκπαιδευτικά πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται με την ίδρυση παρθεναγωγείου και νηπιαγωγείου και την ταυτόχρονη μετατροπή της αστικής σχολής σε αρρεναγωγείο. Η εικόνα των εκπαιδευτικών καταστημάτων της Αρτάκης στις αρχές του 20ού αιώνα είχε ως εξής: α) ένα επτατάξιο αρρεναγωγείο, το οποίο στεγαζόταν σε κτήριο ψηλό, ευήλιο και ευάερο, χτισμένο το 1890-1· σε αυτό φοιτούσαν περί τους 400 μαθητές και δίδασκαν 7 δάσκαλοι, β)ένα παρθεναγωγείο, που στεγαζόταν σε ενοικιαζόμενο από την κοινότητα κτήριο, πεντατάξιο, με 4 δασκάλες και 150 μαθήτριες, και γ) ένα νηπιαγωγείο, επίσης σε ενοικιαζόμενο οίκημα, με 200-300 νήπια. Η κοινοτική δαπάνη ετησίως ανερχόταν στο ποσό των 500 περίπου χρυσών οθωμανικών λιρών.6 Το 1908, επί των ημερών του μητροπολίτη Κυζίκου Αθανασίου (Μεγακλέους), μπήκαν τα θεμέλια του νέου αρρεναγωγείου, τα σχέδια του οποίου εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Καμπανάκη, ο οποίος διέμενε στην Κωνσταντινούπολη. Αρχιτεκτονικά το κτήριο αποτελούσε μινιατούρα του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η οικοδόμησή του στοίχισε 7.000 χρυσές οθωμανικές λίρες και εγκαινιάστηκε στις 8 Νοεμβρίου 1911 επί μητροπολίτη Κυζίκου Γρηγορίου Ζερβουδάκη (του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ζ'). Επίσης στην Αρτάκη υπήρχε και οθωμανικό σχολείο, το οποίο συντηρούνταν από το κράτος και το παρακολουθούσαν περί τους 150 μαθητές.
Την εκπαιδευτική κίνηση στην Αρτάκη τη στήριξαν σωματειακές ενώσεις όπως το φιλεκπαιδευτικό σωματείο «Δίνδυμος» (το οποίο συνετέλεσε ιδιαίτερα στην οικοδόμηση του αρρεναγωγείου το 1890-1) και η «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα των Αρτακηνών» στην Κωνσταντινούπολη (της οποίας όμως οι προσπάθειες είχαν εμποδιστεί από τον τότε μητροπολίτη Κυζίκου Νικόδημο). Επίσης στην Αρτάκη λειτούργησε και μια σειρά άλλων σωματείων, όπως η «Αδελφότης του Αγίου Νικολάου» (ιδρύθηκε για τον καλλωπισμό του μητροπολιτικού ναού της πόλης, ενώ μετά την καταστροφή του στην πυρκαγιά του 1917 συνέβαλε στην ανοικοδόμησή του), το «Σωματείον της Μεταμορφώσεως», η «Αδελφότης προς εξωραϊσμόν του Νεκροταφείου "Ο Πλούτων"», ή ακόμα ο Μορφωτικός κοινοτικός σύνδεσμος «Κύζικος», πολλά μέλη του οποίου είχαν συνδεθεί με την «Εθνική Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» των Ίωνα Δραγούμη και Σουλιώτη-Νικολαΐδη.
4. Οικονομία
Η Αρτάκη αποτελούσε το εμπορικό κέντρο όλων των χωριών της Κυζικηνής Χερσονήσου (Γωνιά, Ρόδα, Χαράκι, Δρακούντα, Βαθύ, Κατάτοπος). Τόσο τα μαγαζιά (οι έμποροι δηλαδή των χωριών αυτών) όσο και οι απλοί κάτοικοί τους προμηθεύονταν εμπορεύματα από την αγορά της Αρτάκης. Το ίδιο συνέβαινε με τα χωριά των Προικονήσων (Μαρμαρά, Αλώνη, Αφισιά, Κούταλη). Αντίστοιχα, οι έμποροι της Αρτάκης αγόραζαν τα είδη τροφίμων από την Πάνορμο και τα είδη ενδύσεως από την αγορά της Κωνσταντινούπολης.
Πολλοί από τους Αρτακηνούς ασχολούνταν με τη γεωργία και την αλιεία. Οι γεωργικές δραστηριότητες των Αρτακηνών επικεντρώνονταν στην καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού. Μεγάλη έκταση των κτημάτων της Αρτάκης ήταν καλυμμένη από ελαιόδεντρα. Η ετήσια παραγωγή έφθανε τα τέσσερα εκατομμύρια οκάδες, από τα οποία τα μισά αλατίζονταν για να χρησιμοποιηθούν προς βρώση και τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή λαδιού. Μεγάλο τμήμα της ελαιοπαραγωγής κατευθυνόταν προς το εξωτερικό: Ρουμανία, Ρωσία, αλλά και βέβαια και προς τις εσωτερικές αγορές (Κωνσταντινούπολη).
Σπουδαιότερο όμως γεωργικό προϊόν της Αρτάκης θεωρούνταν το σταφύλι, σε πάρα πολλές ποικιλίες (βασιλάκια, λευκά, κολόβικα, ροζακιά, τραγανά, μοσχάτα κ.ο.κ.). Από τα σταφύλια παράγονταν ετησίως περί τα τέσσερα εκατομμύρια οκάδες κρασί, το οποίο ως επί το πλείστον το απορροφούσε η αγορά της Κωνσταντινούπολης λόγω της εξαιρετικής ποιότητάς του. Το κρασί μεταφερόταν στην Πόλη με ιστιοφόρα, τα οποία ήταν συνήθως ιδιοκτησία κατοίκων που ήταν ταυτόχρονα και οινοπαραγωγοί. Πολλοί Αρτακηνοί οινοπαραγωγοί και οινέμποροι είχαν πλουτίσει κατά την περίοδο που φυλλοξήρα είχε πλήξει τη γαλλική αμπελουργία στα τέλη του 19ου αιώνα. Επίσης σπουδαίο προϊόν για την αγροτική οικονομία της πόλης ήταν και το μετάξι, το οποίο πωλούσαν στην αγορά των Μουδανιών. Η ετήσια παραγωγή κουκουλιών έφθανε στην Αρτάκη τις 250.000-300.000 οκάδες.
Τέλος, σημαντική ήταν και η παραγωγή διαφόρων οπωρικών (κεράσια, βερύκοκα, πεπόνια, καρπούζια). Βασική επίσης για την οικονομική ζωή της πόλης ήταν η ενασχόληση με την αλιεία και τη ναυτιλία. Οι ψαράδες της Αρτάκης αλίευαν κυρίως σαρδέλες, σκουμπριά, κολιούς και παλαμίδες. Ο συνήθης τρόπος ψαρέματος ήταν το πυροφάνι. Οι Αρτακηνοί διέθεταν πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή περί τα 60 ιστιοφόρα. Από αυτά μόνο ένα ανήκε σε Τούρκο ιδιοκτήτη, αλλά και αυτό είχε πλήρωμα ελληνικό. Η Αρτάκη είχε δύο αγορές: την τουρκική, που βρισκόταν δίπλα στην τοποθεσία «Πόρτα», όπου και η παλαιά πύλη του φρουρίου της πόλης, και την ελληνική, η οποία βρισκόταν δίπλα στο λιμάνι, γύρω από μεγάλη τετράγωνη πλατεία. Η πρώτη είχε λίγα καφενεία, παντοπωλεία και εργαστήρια (πεταλωτήρια κ.λπ.). Η ελληνική αγορά διέθετε τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα της πόλης και εκεί γινόταν σε εβδομαδιαία βάση το μεγάλο παζάρι της πόλης (κάθε Σάββατο). Πάνω από την αποβάθρα των ατμόπλοιων ήταν χτισμένο το Δημαρχείο της πόλης, δίπλα το Τελωνείο, το κτήριο του Μονοπωλίου των Καπνών, όπως επίσης και τα μεγάλα καφενεία της Αρτάκης, με σημαντικότερο το κοινοτικό, γνωστό με το όνομα «Τσαρδάκι».
5. Λαϊκός Πολιτισμός
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα που χαρατήριζε ένα μέρος της αρτακηνής κοινωνίας, με ευρύτερες επιπτώσεις και στη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών, ήταν το γαμήλιο έθιμο που ήθελε την κόρη να μην εγκαταλείπει την πατρική οικία μετά το γάμο της αλλά να προικίζεται με αυτή, ούτως ώστε να γηροκομεί τους γονείς της. Το έθιμο αυτό είναι γνωστό και από περιπτώσεις αιγαιοπελαγίτικων νησιών, όπως η Μυτιλήνηκαι η Σάμος. Ένα άλλο έθιμο επίσης, χαρακτηριστικό για τους ορθοδόξους πολλών περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν το κάψιμο ενός ομοιώματος Εβραίου την Κυριακή του Πάσχα, μετά τη Δευτερανάσταση (για την ακρίβεια πυροβολούσαν το ομοίωμα με μικρά εμπροσθογεμή τουφέκια, τα καρτίσια, ενώ αυτό κρεμόταν από δένδρο στον περίβολο της εκκλησίας. Ήταν η μοναδική περίπτωση που η οθωμανική διοίκηση επέτρεπε στους κατοίκους να οπλοφορούν).
6. Μετανάστευση – προσφυγιά
Αρκετοί κάτοικοι της Αρτάκης αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μακριά από τον τόπο τους. Πολλοί μετανάστευσαν στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, κυρίως μετά την απόφαση της οθωμανικής κυβέρνησης μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων να επιστρατεύει και χριστιανούς στον οθωμανικό στρατό. Στην Αστόρια της Νέας Υόρκης υπάρχει παροικία Αρτακηνών. Εκτός όμως από την εξωτερική μετανάστευση, υπήρξε και εσωτερική, εντός των πλαισίων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως προς την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ήταν εγκατεστημένες περί τις 30 οικογένειες Αρτακηνών, που ασχολούνταν κυρίως με την πώληση κρασιού. Μετά την Έξοδο, οικογένειες από την Αρτάκη εγκαταστάθηκαν στο Μαυροχώρι και την Πολυκάρη Καστοριάς και τη Νέα Αρτάκη Εύβοιας. Αντίθετα, στην Αρτάκη εγκαταστάθηκαν τουρκικές-μουσουλμανικές οικογένειες από την Ιεράπετρα της Κρήτης.
1. Πράγματι η Αρτάκη αναφέρεται σε αντίστοιχα οθωμανικά έγγραφα του 14ου αιώνα· βλ. Ertuzun, Resit M., Kapιdagı Yarιmadası ve Çevresindaki Adalar (Κωνσταντινούπολη 1953), σελ. 220. 2. Η δημογεροντία παλαιότερα διοριζόταν από τον μητροπολίτη. Ύστερα όμως από πρωτοβουλία του μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνου Αλεξανδρίδη (1900-1903) συντάχθηκε κοινοτικός κανονισμός το 1900 σύμφωνα με τον οποίο τα μέλη της δημογεροντίας εκλέγονταν από γενική συνέλευση αντιπροσώπων των ενοριών της πόλης, που με τη σειρά τους αναδεικνύονταν με μυστική ψηφοφορία των κατοίκων. Η θητεία των δημογερόντων ήταν τετραετής (το ήμισυ των μελών της δημογεροντίας ανανεωνόταν κάθε δύο χρόνια), ενώ των μελών των υπόλοιπων κοινοτικών οργάνων (Εφορία των σχολείων κ.λπ.) διετής· βλ. Μακρής, Ιπ. Κ., «Πνευματική και εκπαιδευτική κατάστασις εν Αρτάκη και τοις πέριξ από της Τουρκικής κατακτήσεως μέχρι του έτους 1922», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 360. 3. Σύμφωνα με τα στοιχεία διάλεξης του Α. Μαλκώτση στον Σύλλογο «Η Ανατολή», η Αρτάκη για το έτος 1893-4 είχε συνολικό αριθμό 12.850 κατοίκους, από τους οποίους τα 3/4 ήταν ελληνορθόδοξοι και το 1/4 οθωμανοί (Τούρκοι δηλαδή) και Κιρκάσιοι (βλ. Μαλκώτσης, Α., «Περί της Χερσονήσου Κυζίκου ή Αρκτονήσου ή (Τουρά) Καπουδαγί», Ξενοφάνης 1 [1896], σελ. 257). Η επίσημη οθωμανική απογραφή για το 1901 δίνει για την Αρτάκη 9.068 κατοίκους, από τους οποίους 6.511 ήταν ελληνορθόδοξοι, 2.400 Τούρκοι, 45 Αρμένιοι και 31 Εβραίοι· βλ. Ανώνυμος, «Στατιστικός πίναξ της επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης 3/1 (1905), σελ. 92. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 (βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων [Κωνσταντινούπολη 1905], σελ.178-179) αναφέρεται σε 8.500 ελληνορθόδοξους κατοίκους, η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 7.000 ελληνορθόδοξων κατοίκων (Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l'Anatolie [Κωνσταντινούπολη 1922], σελ. 223). Ο Α.Ν. Αναγνωστόπουλος (Γεωγραφία της Ανατολής. Τόμος πρώτος: Φυσική Κατάστασις της Ανατολής [Αθήνα 1922], σελ. 69-70) δε δίνει ακριβή πληθυσμιακά στοιχεία, ενώ ο Π. Κοντογιάννης, (Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος [Αθήνα 1921], σελ. 265-6) αναφέρεται σε σύνολο 12.500 κατοίκων από τους οποίους οι 3.000 ήταν Τούρκοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν ελληνορθόδοξοι, πλην ελάχιστων Κιρκασίων. 4. Janin, R., Les églises et les monastères des grands centres byzantins (Bithynie, Hellespont, Latros, Galésios, Trébizonde, Athènes, Thessalonique) (Paris 1975), σελ. 203-205. 5. Janin, R., Les églises et les monastères des grands centres byzantins (Bithynie, Hellespont, Latros, Galésios, Trébizonde, Athènes, Thessalonique) (Paris 1975), σελ.195-199. 6. Τα στοιχεία που δίνει η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 αναφέρονται σε μία αστική σχολή (αρρεναγωγείο) με 350 μαθητές και 5 δασκάλους, ένα παρθεναγωγείο με 75 μαθήτριες και 2 δασκάλες και ένα νηπιαγωγείο με 150 νήπια και μία νηπιαγωγό. Ο προϋπολογισμός των σχολείων έφθανε ετησίως τις 450 χρυσές οθωμανικές λίρες· βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων (Κωνσταντινούπολη 1905), σελ. 179.
|
|
|