Ασίας Επαρχία (Βυζάντιο)

1. Διοίκηση

1.1. Πρωτοβυζαντινή εποχή μέχρι τον 6ο αιώνα

Η επαρχία της Ασίας, στην έκταση που είναι γνωστή από την Πρωτοβυζαντινή εποχή και εξής, δημιουργήθηκε με τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού (284-305), που συνίστατο στο διαχωρισμό πολιτικών και στρατιωτικών εξουσιών. Η μεγάλη ανθυπατική επαρχία της Ασίας των Ρωμαϊκών χρόνων χωρίστηκε σε επτά τμήματα, τις επαρχίες Ασίας, Νήσων, Λυδίας, Καρίας, Φρυγίας Πακατιανής, Φρυγίας Σαλουταρίας και Παμφυλίας.1 Με το διαχωρισμό η επαρχία της Ασίας αποκόπηκε από τα ανατολικά τμήματα πέρα από την κοιλάδα του Έρμου και των παραποτάμων του, από το βόρειο τμήμα του Ελλησπόντου και από το νότιο τμήμα πέρα από την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Η επαρχία Ασίας περιέλαβε έτσι τη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας από τον κόλπο του Αδραμυττίου μέχρι τις εκβολές του Μαιάνδρου ποταμού. Ο Διοκλητιανός δημιούργησε μεγαλύτερες διοικητικές περιφέρειες που περιέλαβαν τις επαρχίες, τις διοικήσεις. Οι διοικήσεις τελούσαν υπό βικάριο και με τη σειρά τους υπήχθησαν σε μεγαλύτερες διοικητικές περιφέρειες (στις praefectura praetorio) και στην εξουσία του αρμόδιου επάρχου πραιτωρίων (prefectus praetorio). Η επαρχία της Ασίας περιελήφθη, τουλάχιστον εδαφικά, στη Διοίκηση της Ασιανής (η οποία σε έκταση ταυτίστηκε περίπου με την παλαιότερη ρωμαϊκή επαρχία Ασίας). Στην πράξη, ωστόσο, η επαρχία της Ασίας ήταν αυτόνομη και υπαγόταν διοικητικά απευθείας στην prefectura praetorio per Orientem, στην οποία υπαγόταν εξάλλου και η Διοίκηση της Ασιανής. Ο κυβερνήτης της επαρχίας Ασίας στα τέλη της βασιλείας του Διοκλητιανού προερχόταν ακόμα από την τάξη των συγκλητικών της Ρώμης, είχε τον τίτλο του spectabilis (τον ίδιο δηλαδή τίτλο με τους κυβερνήτες των διοικήσεων που αφορούσε τη μεσαία τάξη της συγκλήτου) και το αξίωμα του ανθυπάτου (proconsul). Ο κυβερνήτης της Ασίας μπορούσε να παρακάμψει την εξουσία του βικαρίου και να απευθυνθεί στον έπαρχο πραιτωρίων της Ανατολής (prefectus praetorio per Orientem). Οι δικαιοδοσίες του κυβερνήτη, που έδρευε στην Έφεσο, ήταν αποκλειστικά πολιτικές (διοικητικές, δικαστικές, οικονομικές). Στην επαρχία Ασίας εξάλλου δεν υπήρχε αξιωματούχος με στρατιωτικές αρμοδιότητες, αφού δεν στάθμευε σε αυτήν στρατός.

1.2. Η μεταβατική περίοδος: από τις επαρχίες στα θέματα (6ος-7ος αιώνας)

Οι μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού Α' (527-565), που συνίσταντο στην ένωση των πολιτικών και στρατιωτικών αρμοδιοτήτων των αξιωματούχων ορισμένων περιοχών, βρίσκονται στην απαρχή της διαδικασίας που οδήγησε στη δημιουργία του θεσμού των θεμάτων. Απ' όλες τις μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού Α', μόνο η κατάργηση του αξιώματος του βικαρίου της Ασιανής διοικήσεως είχε σχέση με την επαρχία Ασίας εξαιτίας των οικονομικών αρμοδιοτήτων που είχε ο αξιωματούχος αυτός σε ολόκληρη την περιφέρεια της διοικήσεως. Το πιθανότερο ωστόσο είναι –μολονότι δεν γίνεται κάποια συγκεκριμένη αναφορά στη σχετική νομοθεσία του αυτοκράτορα αυτού– ότι τα μέτρα που ελήφθησαν για την πάταξη της διαφθοράς στις επαρχίες αφορούσαν και την επαρχία Ασίας. Η επαρχία της Ασίας εξάλλου χαρακτηρίζεται «άοπλη» επαρχία,2 επειδή σε αυτήν δεν στάθμευαν στρατεύματα. Τον 7ο αιώνα στην επαρχία Ασίας και στις άλλες παρακείμενες επαρχίες (Λυδίας, Καρίας και μέρος της Φρυγίας Πακατιανής) εγκαταστάθηκε ο στρατός της Θράκης (που ως τότε τελούσε υπό τον magister militumper Thracias), που έδωσε στη συνέχεια το όνομα στη νέα διοικητική περιφέρεια, στο θέμα Θρακησίων. Πιθανολογείται ότι η εγκατάσταση του στρατού στις περιοχές του μεταγενέστερου θέματος Θρακησίων συνέβη επί της βασιλείας του αυτοκράτορα Ηρακλείου ή λίγο αργότερα3 και αποτελούσε τη μεγαλύτερη αλλαγή για την επαρχία Ασίας από την εποχή του Διοκλητιανού. Οι συνέπειες έγιναν φανερές τον 8ο αιώνα σε διοικητικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Η μετάβαση από το πρωτοβυζαντινό σύστημα διοίκησης στο μεσοβυζαντινό σύστημα των θεμάτων, ωστόσο, δεν ήταν απότομη. Κατά μία άποψη, η επιβίωση του παλαιού διοικητικού συστήματος φαίνεται στις επιγραφές σφραγίδων των κομμερκιαρίων, των αποθηκών και των διοικητών που χρονολογούνται στο β' ήμισυ του 7ου αιώνα και στο α' ήμισυ του 8ου αιώνα. Κατά τον 7ο αιώνα η αποθήκη της επαρχίας Ασίας εμφανίζεται ενωμένη με τις αποθήκες είτε των παρακείμενων επαρχιών είτε των νησιών του Αιγαίου. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι οι επαρχίες συνέχισαν να υφίστανται τουλάχιστον ως οικονομικές περιφέρειες.4 Παράλληλα στο τακτικόν (πρωτοκαθεδρίας) Uspenskij, που χρονολογείται στο 842/3, και στο έργο Περί βασιλείου τάξεως του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου (10ος αιώνας), όπου περιλαμβάνεται τελετουργικό που χρονολογείται στο α' ήμισυ του 9ου αιώνα, αναφέρονται ακόμα ο έπαρχος πραιτωρίων καθώς και οι ανθύπατοι, έπαρχοι και πραίτορες των θεμάτων. Κατά τον Οικονομίδη, οι αξιωματούχοι αυτοί ήταν πολιτικοί κυβερνήτες των θεμάτων, που προέρχονται από την Πρωτοβυζαντινή εποχή.5 Στις πηγές αυτές, ωστόσο, δεν γίνεται καμία συγκεκριμένη αναφορά στην επαρχία Ασίας και στην πραγματικότητα είναι άγνωστο πότε η επαρχία αυτή σταμάτησε να έχει διοικητική υπόσταση.

2. Πόλεις

2.1. Οικιστικό δίκτυο

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ανέλαβε τη δυτική Μικρά Ασία ουσιαστικά από την αυτοκρατορία των Σελευκιδών, που είχαν ευνοήσει ιδιαίτερα την ίδρυση νέων πόλεων. Οι πόλεις ήταν αρχικά αυτόνομες, είχαν τα δικά τους συμβούλια, τους δικούς τους άρχοντες και τη δική τους οικονομία, και ρύθμιζαν αυτόνομα τις εσωτερικές τους υποθέσεις. Παρά το γεγονός ότι αυτή παρέμεινε η βασική αρχή κατά την Πρωτοβυζαντινή εποχή, το κράτος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα να ελέγξει τις διοικητικές, δικαστικές και πολιτικές εξουσίες από την Κωνσταντινούπολη, ενώ συνεχής ήταν η παρέμβαση στην οικονομία των πόλεων. Η γενικότερη αυτή τάση είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της αυτονομίας των πόλεων μέχρι τον 6ο αιώνα. Κατά τον Haldon, μάλιστα, τον 7ο αιώνα οι πόλεις δεν είχαν πραγματικό ρόλο στο διοικητικό και οικονομικό πλαίσιο της αυτοκρατορίας. Πιθανή εξαίρεση για την εποχή αυτή (6ος-7ος αιώνας) στην επαρχία της Ασίας ήταν μόνο η Έφεσος, κάτι που οφείλεται κυρίως στην εμπορική σημασία της πόλης αυτής.6

Κύριες πηγές για τις πόλεις της Ασίας κατά την Πρωτοβυζαντινή εποχή αποτελούν τα πρακτικά των οικουμενικών συνόδων της Πρωτοβυζαντινής εποχής και ο Συνέκδημος του Ιεροκλή (6ος αιώνας).7 Κατά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325), η επαρχία της Ασίας εμφανίζεται ενωμένη εκκλησιαστικά με την επαρχία Ελλησπόντου, παρά το γεγονός ότι ο Ελλήσποντος χωρίστηκε διοικητικά από την επαρχία Ασίας πιθανώς ήδη επί Διοκλητιανού. Κατά την εποχή αυτή εμφανίστηκαν στη σύνοδο επτά επίσκοποι αντίστοιχων σε αριθμό πόλεων, εκ των οποίων τρεις ανήκαν στην επαρχία Ελλησπόντου. Το 431 στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου προσήλθαν 26 επίσκοποι των αντίστοιχων πόλεων της Ασίας. Στη σύνοδο του 451 (Δ΄ Οικουμενική) εμφανίστηκαν 19 επίσκοποι, ενώ 20 άλλοι έστειλαν τους αντιπροσώπους τους. Τέλος, στον Συνέκδημο του Ιεροκλή (6ος αιώνας) αναφέρονται 43 πόλεις της επαρχίας Ασίας οι οποίες κατατάσσονται γεωγραφικά. Από τις πηγές αυτές διαφαίνεται μια σταθερή αύξηση των επισκοπών της επαρχίας Ασίας. Η σημασία της πληροφορίας έγκειται στο γεγονός ότι με νόμο του αυτοκράτορα Ζήνωνα οι επισκοπές έπρεπε να εδρεύουν σε πόλη, σε οικισμό δηλαδή που είχε το δίκαιον πόλεως. Έτσι, η επαρχία Ασίας, στην οποία υπήρχαν περισσότερες από σαράντα πόλεις τον 6ο αιώνα, ήταν μία από τις πιο αστικοποιημένες και πιθανώς πιο πυκνοκατοικημένες επαρχίες της αυτοκρατορίας.

2.2. Concilium provinciae

Στην επαρχία της Ασίας, ήδη πριν από την εποχή του Διοκλητιανού (284-305), συγκαλούνταν σύνοδος αντιπροσώπων των πόλεων (concilium provinciae). Κατά τις συνόδους αυτές συζητούνταν τα κοινά προβλήματα των πόλεων. Η σύνοδος μπορούσε να κατηγορήσει τους αξιωματούχους της επαρχίας για καταπίεση ή υπερβολική φορολογία και να στείλει αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη για διάφορους λόγους. Η σύνοδος επίσης εξέλεγε τον sacerdos provinciae, αρχιερέα υπεύθυνο για τη λατρεία της Ρώμης και του αυτοκράτορα. Στην επαρχία της Ασίας ο sacerdos provinciae ονομαζόταν απλώς ασιάρχης και είχε τον τίτλο του sacerdotalis. Στη δικαιοδοσία του ασιάρχη περιλαμβανόταν η οργάνωση αγώνων στο πλαίσιο των εορτασμών για τη λατρεία του αυτοκράτορα. Οι αγώνες γίνονταν στην πολιτική μητρόπολη της επαρχίας, την Έφεσο, αλλά το 375 ο αυτοκράτορας Ουάλης (364-378) όρισε με νόμο ότι θα γίνονταν εκ περιτροπής σε τέσσερις πόλεις της επαρχίας Ασίας που έφεραν τιμητικά τον τίτλο της μητροπόλεως, επειδή το κόστος ήταν πολύ μεγάλη επιβάρυνση για τα οικονομικά των πόλεων.

3. Οικονομία

Η επαρχία της Ασίας ήταν γενικά μια περιοχή που κατά την Πρωτοβυζαντινή εποχή ευημερούσε οικονομικά, γεγονός που οφείλεται στις ειρηνικές συνθήκες που επικράτησαν, στο κλίμα και στην παραγωγικότητα του εδάφους. Η οικονομία της ήταν κυρίως αγροτική. Η γη ανήκε στο κράτος, στην εκκλησία, σε μεγαλογαιοκτήμονες, στις πόλεις και σε μικρούς γαιοκτήμονες. Οι γαίες των πόλεων κατασχέθηκαν ήδη από τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Α' (Μέγα) (324-337) και Κωνστάντιο Β'(337/340-361), ενώ το κράτος φρόντιζε να ιδιοποιείται επίσης και την εγκαταλελειμμένη γη. Το κράτος και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες είχαν την τάση να αυξάνουν τις γαίες τους, αλλά εξαιτίας της έλλειψης στοιχείων δεν είναι σαφές αν η γη της επαρχίας Ασίας ανήκε στο μεγαλύτερο μέρος της σε μεγάλους ή μικρούς γαιοκτήμονες. Από δύο θραύσματα επιγραφών που χρονολογούνται στις αρχές του 4ου αιώνα και περιείχαν πρακτικά από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου και τις Τράλλεις, προκύπτει ότι η πλειοψηφία των κτημάτων σε αυτή την περιοχή τουλάχιστον ήταν μετρίου μεγέθους.8

Οι εύφορες πεδιάδες της επαρχίας Ασίας παρήγαν κυρίως σιτάρι και κριθάρι, ενώ εκτεταμένη ήταν η αμπελοκαλλιέργεια και η ελαιοκαλλιέργεια. Κατά μήκος της μικρασιατικής ακτής εξάλλου υπήρχαν πολλά και αξιόλογα λιμάνια που χρησίμευαν για το εμπόριο. Το λιμάνι της πρωτεύουσας της επαρχίας, της Εφέσου, ήταν το μεγαλύτερο, αλλά υπήρχαν επίσης και τα λιμάνια της Σμύρνης και της Φώκαιας καθώς και άλλα μικρότερα, που εξυπηρετούσαν τις αντίστοιχες ενδοχώρες. Η ιδιαιτερότητα αυτή ήταν σημαντικός παράγοντας για την ευημερία των πόλεων της επαρχίας Ασίας, αφού στα λιμάνια της κατέληγαν μεγάλοι δρόμοι από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, ενώ οι καλλιεργητές μπορούσαν πολύ εύκολα να διαθέσουν τα προϊόντα τους. Δεν είναι γνωστό πόσο οι μεταβολές στο θεσμό του cursus publicus που επέφερε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' επηρέασαν την επαρχία της Ασίας και την εμπορική κίνηση στα λιμάνια της. Ο Ιωάννης Λυδός καταφέρεται εναντίον του μέτρου αυτού, σε σχέση με την εφαρμογή του στη διοίκηση της Ασιανής. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το μέτρο είχε ως αποτέλεσμα τα προϊόντα των αγροτών να σαπίζουν στα χωράφια καθώς δεν υπήρχε τρόπος να μεταφερθούν προς πώληση.9



1. Επί Γαλέριου και Μαξιμίνου (305-311) αποσπάσθηκε από την επαρχία Λυκαονίας και προσαρτήθηκε στη διοίκηση Ασιανής η επαρχία της Πισιδίας. Βλ. Jones, A., The Later Roman Empire. A Social, Economic and Administrative Surveyτόμ. I (Oxford 1964), σελ. 43, 284-602. 

2. Βλ. Jones, A., The Later Roman Empire. A Social, Economic and Administrative Surveyτόμ. I (Oxford 1964), σελ. 45.

3. Haldon, J., Byzantium in the Seventh Century. The Transformation of a Culture (Cambridge 1990), σελ. 215-216, 220.

4. Haldon, J., Byzantium in the Seventh Century. The Transformation of a Culture (Cambridge 1990), σελ. 195 κ.ε.

5. Τακτικά Πρωτοκαθεδρίας, Oikonomidès, N. (επιμ.), Les listes de preseance byzantines des IXe et Xe siècles (Paris 1972), σελ. 294, 343, 344. Βλ. επίσης Haldon, J., Byzantium in the Seventh Century. The Transformation of a Culture (Cambridge 1990), σελ. 201 κ.ε. Κατά τον Haldon οι ανθύπατοι και έπαρχοι του 9ου αιώνα είχαν τις κύριες πολιτικές εξουσίες στο θέμα, ενώ οι πραίτωρες είχαν μόνο δικαστικές αρμοδιότητες σε διαφορετικές επαρχίες των θεμάτων. Η υπόθεση αυτή δε φαίνεται να υποστηρίζεται από το τακτικό Uspenkij.

6. Haldon, J., Byzantium in the Seventh Century. The Transformation of a Culture (Cambridge 1990), σελ. 98-99.

7. Τα συμπεράσματα παραθέτονται με την επιφύλαξη ότι σε καμία σύνοδο δεν παρευρίσκονταν όλοι οι επίσκοποι μιας επαρχίας.

8. Jones, A., The Later Roman Empire. A Social, Economic and Administrative Surveyτόμ. IΙ (Oxford 1964), σελ. 784. Η εκτίμηση αυτή ισχύει με την επιφύλαξη ότι τα θραύσματα είναι πολύ μικρά και περιλαμβάνουν μικρό αριθμό ιδιοκτητών.

9. Ιωάννης Λυδός, Ioannes Lydus on Powers or The Magistracies of the Roman State, επιμ. A. Bandy (Philadelpheia 1983), σελ. 228-230. Ωστόσο ο Ιωάννης Λυδός είχε υπόψη του συγκεκριμένα την κατάσταση που επικρατούσε στη Λυδία.