1. Χρονολόγηση – χωροταξική οργάνωση
Ανάμεσα στα κατάλοιπα των κτισμάτων της Ασπένδου, πόλης της Παμφυλίας, ξεχωρίζει το συγκρότημα της Αγοράς, χτισμένο στην Ακρόπολη της πόλης καλύπτοντας μια ορθογώνια έκταση διαστάσεων 70 x 60 μ. Συνιστά τον πυρήνα του εμπορικού και διοικητικού κέντρου της πόλης, περιλαμβάνοντας στοές με καταστήματα, Βουλευτήριο, Νυμφαίο και Βασιλική, σε μια συνεκτική αρχιτεκτονική οργάνωση γύρω από έναν ορθογώνιο υπαίθριο χώρο. Ένα άλλο δημόσιο κτήριο που συνδέεται λειτουργικά με το χώρο της Αγοράς είναι η Εξέδρα στη νοτιοανατολική γωνία της, πάνω στο δρόμο που οδηγεί στη νότια πύλη της πόλης.1
Το αρχικό συγκρότημα της Αγοράς χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο, ενώ σημαντικές επεμβάσεις και αλλαγές επιδέχτηκε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στην πρώτη οικοδομική φάση, το 2ο αι. π.Χ, ανήκουν τα εξής κτήρια: η δυτική Στοά, το Βουλευτήριο ή Ωδείο στα βόρεια και η ανατολική Στοά. Την τελική της μορφή όμως απέκτησε η Αγορά το 2ο και 3ο αι. μ.Χ. με την ανέγερση του Νυμφαίου στα βόρεια και την αντικατάσταση της ανατολικής Στοάς από τη Βασιλική, ενώ διατηρήθηκαν η δυτική Στοά και το Βουλευτήριο ή Ωδείο. Στην ίδια οικοδομική φάση ανάγεται η ανέγερση της Εξέδρας.
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή
Η πρόσβαση στην Αγορά πραγματοποιείται από δύο δρόμους που ανηφορίζουν το λόφο και ξεκινούν από τη νότια και την ανατολική πύλη της πόλης.2 Τα κτήρια που την αποτελούν διατάσσονται γύρω από έναν ορθογώνιο υπαίθριο χώρο, χωρίς να συνδέονται κτηριολογικά μεταξύ τους, και είναι η εμπορική Στοά στη δυτική πλευρά της, το Βουλευτήριο και το Νυμφαίο στη βόρεια, και τέλος μια δεύτερη εμπορική Στοά ενσωματωμένη στη Βασιλική στην ανατολική πλευρά.
2.1. Δυτική εμπορική Στοά
Πρόκειται για μια διώροφη ελληνιστική στοά, σωζόμενου μήκους 70 μ., που χωρίζεται σε 20 θαλάμους, από τους οποίους σήμερα σώζονται μόνο οι 15. Είναι όλοι όμοιων διαστάσεων με μήκος 4,20 μ. και βάθος 9 μ. και λειτουργούσαν ως καταστήματα. Οι σωζόμενοι διαχωριστικοί τοίχοι των θαλάμων είναι χτισμένοι από λαξευμένους κυβόλιθους κροκαλοπαγούς πετρώματος κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα τοιχοποιίας. Συγκεκριμένα οι λαξευμένοι λίθοι διατάσσονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εναλλάσσονται μονές σειρές διάτονων λίθων με διπλές σειρές ορθογώνιων κυβόλιθων κάθετα τοποθετημένων στις μονές στρώσεις, χωρίς χρήση συνδετικού κονιάματος. Η τοιχοποιία θυμίζει αντίστοιχα παραδείγματα ελληνιστικών κτηρίων των δυτικών μικρασιακών παραλίων, στην Ηράκλεια Λάτμου και τη Πέργαμο. Στη μέση του ύψους των διαχωριστικών τοίχων οι σωζόμενες δοκοθήκες μαρτυρούν την ύπαρξη μεσοπατώματος. Πρόκειται λοιπόν για διώροφη στοά, τύπος που απαντάται ευρέως στο χώρο της Μικράς Ασίας. Η όλη κατασκευή πατούσε πάνω σε κρηπίδωμα, με αποτέλεσμα η στοά να βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο από εκείνο της Αγοράς, και η πρόσβαση σε αυτή να εξασφαλίζεται με κλίμακες. Μπροστά από τους θαλάμους του κτηρίου διαμορφωνόταν κιονοστοιχία, από την οποία δεν βρέθηκαν τμήματα θριγκού ή κιόνων, που να μας βοηθούν στον προσδιορισμό της ρυθμολογίας του κτίσματος. Το κτήριο αυτό της Ελληνιστικής περιόδου διατηρήθηκε και κατά τη Ρωμαϊκή εποχή.3
2.2. Βουλευτήριο, Εκκλησιαστήριο ή Ωδείο
Βρίσκεται στα βόρεια της Αγοράς. Το κτήριο δεν έχει ανασκαφεί και σώζονται μόνο τα θεμέλια και οι κατώτερες στρώσεις της λιθοδομής. Το βασικό υλικό δομής του είναι λαξευμένοι κυβόλιθοι κροκαλοπαγούς πετρώματος, ενώ η χρήση αργών λίθων στην τοιχοποιία θεωρείται μεταγενέστερη επέμβαση με χαρακτήρα επισκευής της αρχικής κατασκευής. Πρόκειται για ένα ημικυκλικό κτίσμα με αίθουσα συνεδριάσεων, προθάλαμο και προσκείμενο αίθριο. Έχει γενικές διαστάσεις 38,50 μήκος και 30 μ. πλάτος. Αρχικά το κτίσμα αναγνωρίστηκε ως Ωδείο, οι τυπολογικές ομοιότητες όμως που παρουσιάζει με το Βουλευτήριο της Μίλητου οδήγησαν στην υπόθεση ότι πρόκειται για οικοδόμημα συνελεύσεων. Εξάλλου η αίθουσα των συνεδριάσεων, ημικυκλική σε κάτοψη θυμίζει το Βουλευτήριο της Ολυμπίας στην κυρίως Ελλάδα. Συνεπώς το κτίσμα ταυτίστηκε με το Βουλευτήριο ή Εκκλησιαστήριο της Ασπένδου και χρονολογήθηκε στο β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ., δηλαδή ανήκει στην ελληνιστική φάση της Αγοράς. Στο εσωτερικό η αίθουσα των συνεδριάσεων περιλάμβανε εδώλια, αμφιθεατρικά τοποθετημένα και μια μικρή ορχήστρα που λειτουργούσε ως βήμα των ομιλητών. Αν και δεν σώζονται ίχνη των εδωλίων, οι δοκοθήκες στους τοίχους οδήγησαν στην υπόθεση ότι τα εδώλια και η στέγη του κτίσματος πρέπει να ήταν ξύλινα. Δεδομένου ότι ο ίδιος κτηριακός τύπος χρησιμοποιείται για το Ωδείο και το Βουλευτήριο είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός για το συγκεκριμένο κτήριο και θεωρείται πιθανό να εξυπηρετούσε και τις δύο χρήσεις.4
2.3. Ανατολική εμπορική Στοά
Στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βασιλικής, εντοπίστηκαν δύο υπόγεια στενόμακρα κλίτη, που χωρίζονται από τοξοστοιχία με ψευδοτόξα. Αρχικά τα δύο υπόγεια κλίτη θεωρήθηκε ότι ανήκουν στη Βασιλική. Στις πιο πρόσφατες μελέτες όμως αποδεικνύεται ότι αποτελούν τους υπόγειους χώρους μιας ελληνιστικής Στοάς, στη θέση της οποίας οικοδομήθηκε μεταγενέστερα η ρωμαϊκή Βασιλική. Επρόκειτο για μια δίκλιτη ελληνιστική Στοά εμπορικού χαρακτήρα, η οποία εκμεταλλευόμενη το κεκλιμένο έδαφος της θέσης διαμόρφωνε υπόγειους βοηθητικούς χώρους. Ο κύριος όροφός της βρισκόταν στο επίπεδο της Αγοράς. Η θέση της, απέναντι από τη δυτική εμπορική Στοά, εξασφάλιζε συμμετρική διάταξη των κτηρίων γύρω από τον υπαίθριο χώρο του συγκροτήματος. Ο τύπος της Στοάς θυμίζει μικρασιατικές στοές αντίστοιχου τύπου που βρέθηκαν στις Αιγές, τα Άλινδα και την Άσσο και χαρακτηρίζει πόλεις που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της Περγάμου. Ο τρόπος δομής και η μορφολογία των επιμέρους στοιχείων οδηγούν σε υποθέσεις που αφορούν τη χρονολόγηση και την πιθανή χρήση του κτηρίου. Η τοιχοποιία αποτελείται από μεγάλους ισομεγέθεις κυβόλιθους χωρίς συνδετικό κονίαμα. Η προχειρότητα στη δόμηση σε συνδυασμό με την έλλειψη διακόσμου οδηγούν στην υπόθεση ότι πρόκειται για χρηστικό χώρο, μάλλον αποθηκευτικού χαρακτήρα. Η κατασκευή των «τόξων» του τοίχου που διαχωρίζει τα δύο κλίτη δεν προκύπτει από εφαρμογή οικοδομικού τρόπου θολοδομίας, αλλά με την τοποθέτηση διαδοχικών προεξεχόντων από τις δύο πλευρές του ανοίγματος λίθων, οι οποίοι λαξεύονται στο τέλος σε μορφή τόξου. Αυτή η τεχνική κατασκευής τόξων και η χρήση κιλλιβάντων απαντάται συχνά στην ελληνιστική αρχιτεκτονική. Αξιομνημόνευτη είναι η χρήση του ίδιου συστήματος τοξοτών κατασκευών στο υπόγειο του Άνω Γυμνασίου της Περγάμου.5
2.4. Νυμφαίο
Πρόκειται για μια μνημειώδη διώροφη κρηναία κατασκευή και ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτήρια της Αγοράς. Χτίστηκε το 2ο αι. μ.Χ., πριν από την ανέγερση της Βασιλικής, για να οριοθετήσει με σαφέστερο τρόπο το χώρο της Αγοράς και να τονίσει το περίγραμμά της. Ταυτόχρονα προσδιόρισε και τη ρωμαϊκή φυσιογνωμία της. Αρχιτεκτονικά παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το Νυμφαίο της γειτονικής πόλης της Παμφυλίας, της Σίδης. Από την όλη κατασκευή σώζεται μόνο η πρόσοψη, μήκους 32,50 μ. και ύψους 15 μ., χτισμένη από λαξευτούς λίθους κροκαλοπαγούς πετρώματος και έφερε μαρμάρινη επένδυση, που δυστυχώς δε σώζεται. Σε κάθε όροφο υπάρχουν 5 κόγχες, τοποθετημένες σε κανονικά διαστήματα που καλύπτονται από ημιθόλια. Η μεσαία κόγχη του κάτω ορόφου είναι μεγαλύτερων διαστάσεων και λειτουργούσε και ως πόρτα εισόδου. Οι κόγχες του άνω ορόφου θεωρείται ότι κοσμούνταν με αγάλματα. Η τροφοδοσία νερού γινόταν από το υδραγωγείο της πόλης, μέσω ενός διπλού καναλιού.6
2.5. Βασιλική
Βρίσκεται στην ανατολική άκρη της Αγοράς και αντικατέστησε το ανατολικό εμπορικό κτίριο. Από τη Βασιλική σώζονται μόνο τα θεμέλια. Είχε μήκος περίπου 105 μ. και πλάτος 27 μ. Είχε ορθογώνια κάτοψη και χωριζόταν με κιονοστοιχίες σε τρία κλίτη. Στο βόρειο τμήμα της υπήρχε ο προθάλαμος, τετράγωνο κτίσμα, με τοίχους πάχους περίπου 2 μ., κατασκευασμένος επίσης από λαξευμένους λίθους· σήμερα σώζεται σε ύψος περίπου 15 μ. Το κτίσμα είχε ένα αψιδωτό άνοιγμα, την είσοδο, στη βόρεια πλευρά του και τρία αψιδωτά ανοίγματα στη νότια που οδηγούσαν στον κυρίως χώρο της Βασιλικής. Η μεσαία πύλη στο νότιο τοίχο ήταν ευρύτερη από τις άλλες δύο, πάνω από τις οποίες υπήρχαν παράθυρα. Εξωτερικά το κτίσμα ενισχυόταν από αντηρίδες. Στο εσωτερικό της τετράγωνης κατασκευής, στην ανατολική και δυτική και βόρεια πλευρά, υπήρχαν κόγχες που κοσμούνταν από αγάλματα.
Σε μεταγενέστερη περίοδο το κτίσμα επισκευάστηκε και διακρίνονται ίχνη επισκευής με τη χρήση μικρότερων λαξευμένων λίθων και αργολιθοδομής. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η βασιλική λειτουργούσε ως εκκλησία. Τότε προστέθηκε στη νότια απόληξη του κτηρίου μια ημικυκλική αψίδα.
Ως προς τα υλικά δομής που χρησιμοποιήθηκαν παρατηρείται ότι τα θεμέλια της Βασιλικής είναι κατασκευασμένα από λαξευμένη λιθοδομή, ενώ η κατασκευή των τοίχων της ανωδομής είναι πιο πρόχειρη, με ταυτόχρονη χρήση πλίνθων και αργών λίθων.7
2.6. Εξέδρα
Βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνία της Αγοράς και έχει προσανατολισμό προς το νότο, προς το δρόμο δηλαδή που οδηγεί από τη νότια πύλη της πόλης στην Αγορά. Η κατασκευή της ανάγεται στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Έχει ορθογώνια κάτοψη και είναι χτισμένη από χυτά υλικά, αργούς λίθους αναμεμειγμένους με άφθονο συνδετικό κονίαμα. Στη νότια πλευρά διαμορφωνόταν ένας ημικυκλικός χώρος κατασκευασμένος από μεγάλους λαξευτούς λιθόπλινθους, με μαρμάρινη επένδυση, ο οποίος στεγαζόταν από ημιθόλιο. Σε κανονικά διαστήματα στο εσωτερικό, σε ύψος 1,70 μ. από την επιφάνεια του εδάφους, υπήρχαν πέντε κόγχες, που καλύπτονταν από ημιθόλια και κοσμούνταν με αγάλματα, από τα οποία κανένα δε σώζεται σήμερα. Η όλη κατασκευή λειτουργούσε ως είδος αίθουσας διαλέξεων, όπου ομιλητές ήταν ρήτορες και φιλόσοφοι.
3. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις
Η Αγορά της Ασπένδου, αν και δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα συγκρινόμενη με αγορές άλλων πόλεων της Αρχαιότητας, είναι ενδιαφέρουσα για την εξέλιξη του αρχιτεκτονικού τύπου της Αγοράς σε δύο διαδοχικές ιστορικές περιόδους. Οι επεμβάσεις που εφαρμόστηκαν και οι επιλογές που έγιναν κάθε φορά αντικατοπτρίζουν το πνεύμα της εποχής σχετικά με τη διαμόρφωση των δημόσιων ελεύθερων χώρων. Αυτό αφορά τη διάταξη των κτηρίων καθώς και την επιλογή της μορφολογίας και της λειτουργίας τους.
Στη μνημειακή αρχιτεκτονική των Ελληνιστικών χρόνων τα κτήρια που επιλέγονται να πλαισιώσουν τον υπαίθριο χώρο της Αγοράς είναι ελεύθερα στο χώρο, κατά κάποιο τρόπο αυτόνομα, κρατώντας σημαντικές αποστάσεις μεταξύ τους. Είναι συμμετρικά διατεταγμένα και σέβονται τον ενιαίο χαρακτήρα του κεντρικού υπαίθριου χώρου που περιβάλλουν χωρίς να δημιουργούν την αίσθηση του κλειστού χώρου όπως συμβαίνει στα ρωμαϊκά φόρουμ με περιστύλιο. Οι αντικριστές πλευρές της Αγοράς της Ασπένδου ορίζονται από στοές, στις οποίες είναι εμφανής η επίδραση της περγαμηνής αρχιτεκτονικής, η οποία διαδόθηκε είτε μέσω της γειτονικής Αττάλειας είτε άμεσα από τη Πέργαμο, καθώς μετά τη μάχη της Μαγνησίας η πόλη ανήκε στη σφαίρα επιρροής του Περγαμηνού βασιλείου. Επίσης ιδιαίτερο γνώρισμα των αγορών της Ελληνιστικής εποχής είναι η άμεση σύνδεση του οδικού δικτύου με την πρόσβαση στην Αγορά, χαρακτηριστικό που εντοπίζουμε και στην Άσπενδο. Αυτό αποτελεί έναν από τους λόγους άλλωστε που ερμηνεύει τη διατήρηση ελεύθερου χώρου μεταξύ των κτηρίων, η οποία διευκόλυνε την ελεύθερη κίνηση ανάμεσα σε αυτά και την πρόσβαση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Το χαρακτηριστικό αυτό όμως σταδιακά εξέλειψε κατά την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο και αντικαταστάθηκε από τις κλειστές προς όλες τις πλευρές αγορές, τύπος που γενικεύτηκε στα Ρωμαϊκά Αυτοκρατορικά χρόνια.
Για την αισθητική των Ρωμαίων, η ελληνιστική Αγορά της Ασπένδου πρέπει να έγινε αντιληπτή ως «ακαθόριστη» και ασαφώς οριοθετημένη. Απαιτούνταν λοιπόν επεμβάσεις που θα της προσέδιδαν «εκρωμαϊσμένο» χαρακτήρα και θα ανταποκρίνονταν στο νέο πνεύμα περί αρχιτεκτονικής και χωροθέτησης των αγορών. Σύμφωνα με αυτό η Αγορά έπρεπε να έχει καθορισμένο περίγραμμα και να δίνει την αίσθηση του κλειστού χώρου. Αυτή την πρόθεση πραγματοποίησε η ανέγερση του μνημειακού Νυμφαίου χτισμένου εγκάρσια στο βόρειο τμήμα της Αγοράς, συμπληρώνοντας την κενότητα χώρου που υπήρχε ανάμεσα στο δυτικό εμπορικό κτήριο και στο Βουλευτήριο. Η επιβλητική πρόσοψη του Νυμφαίου προσέδωσε μνημειακό χαρακτήρα στο όλο συγκρότημα. Το ίδιο αποτέλεσμα επέφερε και η ανέγερση της επιμήκους Βασιλικής στην ανατολική πλευρά. Και τα δύο αυτά κτίσματα των Ρωμαϊκών χρόνων, αν και μείωσαν την έκταση του υπαίθριου χώρου της Αγοράς, ουσιαστικά τόνισαν το περίγραμμά της και συνέβαλαν στην πιο σαφή οριοθέτηση του χώρου της σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα.8
1. Τα υπόλοιπα δημόσια κτήρια της πόλης κοσμικού χαρακτήρα (λουτρά, θέατρο , στάδιο, υδραγωγείο) βρίσκονται μακριά από το κέντρο, στην περιφέρεια της πόλης. 2. Lanckoronski, C., Städte Pamphyliens und Pisidiens (Wien 1890), σελ. 85-124. Ο Lanckoronski αναφέρει τα ερείπια ενός οικοδομήματος με κίονες στα ΝΔ της Αγοράς, για το οποίο προτείνει την αναγνώρισή του ως Πύλη της Αγοράς. Σε καμία όμως μεταγενέστερη δημοσίευση που αφορά την Άσπενδο δε γίνεται αναφορά σε αυτό το οικοδόμημα ούτε σημειώνεται στα τοπογραφικά σχέδια της πόλης. 3. Lanckoronski, C., Städte Pamphyliens und Pisidiens (Wien 1890), σελ. 85-124· Lauter, H., “Die hellenistische Agora von Aspendos”, BJb 170 (1970), σελ. 77-101· Ozgur, E., Aspendos, A Travel Guide (1986). 4. Lauter, H., “Die hellenistische Agora von Aspendos”, BJb 170 (1970), σελ. 77-101· Ozgur, E., Aspendos, A Travel Guide (1986)· Gneisz, D., Das Antike Rathaus (Wien 1990), σελ. 151-152, 307. 5. Για την υποστήριξη της άποψης ότι τα δύο υπόγεια κλίτη είναι τμήμα της κατασκευής της Βασιλικής βλ. Cuppers, H., “Getreidemagazin am Forum in Aspendos”, BJb 161 (1961), σελ 25-35. Ο Lauter αμφισβήτησε την παραπάνω πρόταση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δύο κλίτη είναι τμήμα μιας εμπορικής ελληνιστικής στοάς, βλ. Lauter, H., “Die hellenistische Agora von Aspendos”, BJb 170 (1970), σελ. 77-101. 6. Lanckoronski, C., Städte Pamphyliens und Pisidiens (Wien 1890), σελ. 85-124· Lauter, H., “Die hellenistische Agora von Aspendos”, BJb 170 (1970), σελ. 77-101· Ozgur, E., Aspendos, A Travel Guide (1986)· Hormann, H., “Das Nymphaum zu Aspendos”, JdI 44 (1929), σελ. 263-274. 7. Lanckoronski, C., Städte Pamphyliens und Pisidiens (Wien 1890), σελ. 85-124· Lauter, H., “Die hellenistische Agora von Aspendos», BJb 170 (1970), σελ. 77-101· Ozgur, E., Aspendos, A Travel Guide (1986)· Cuppers, H., “Getreidemagazin am Forum in Aspendos”, BJb 161 (1961), σελ. 25-35. 8. Lauter, H., “Die hellenistische Agora von Aspendos”, BJb 170 (1970), σελ. 77-101.
|
|
|