1. Θέση και αρχιτεκτονική περιγραφή
Η ρωμαϊκή Βασιλική χτίστηκε τον 3ο αι. μ.Χ. στην ανατολική πλευρά της Αγοράς της Ασπένδου. Λειτουργούσε ως εμπορικό κτήριο και δικαστήριο. Η πρόσβαση σε αυτή γινόταν από την ανατολική πύλη της ακρόπολης, ενώ δίοδος υπήρχε και από το χώρο της Αγοράς, ανατολικά του Νυμφαίου. Η ανέγερση της Βασιλικής δεν επηρέασε την ελληνιστική στοά του εμπορικού συγκροτήματος, αλλά χτίστηκε σε επαφή με αυτή, στα ανατολικά της.
Η Βασιλική περιλάμβανε τους εξής χώρους: α) τον προθάλαμο στο βόρειο τμήμα του οικοδομήματος, β) τον κυρίως χώρο, ο οποίος χωρίζεται μέσω κιονοστοιχιών σε τρία επιμήκη κλίτη, γ) μία ημικυκλική αψίδα στο νότιο άκρο, που πρόκειται για προσθήκη των Βυζαντινών χρόνων, κατά τους οποίους η Βασιλική μετατράπηκε σε εκκλησία, και δ) τους υπόγειους χώρους αποθηκευτικού χαρακτήρα που αναπτύσσονταν στα δυτικά.
Η Βασιλική έχει ορθογώνια κάτοψη και διαστάσεις (μήκος περίπου 105 μ. και πλάτος 27 μ.) που ευνοούσαν εξαιρετικά τη συνάθροιση πολλών ανθρώπων και επέτρεψαν την αλλαγή χρήσης του κτηρίου από κοσμικό οικοδόμημα κατά την Αρχαιότητα σε εκκλησιαστικό κατά τη Βυζαντινή περίοδο, χωρίς σημαντικές επεμβάσεις. Η καλή κατάσταση στην οποία σώζεται ο προθάλαμος μάς παρέχει πληροφορίες σχετικά με την οικοδομική και τη μορφολογία του, καθώς και την πιθανή στέγαση των επιμέρους χώρων του. 2. Προθάλαμος
Ο προθάλαμος, στο βόρειο τμήμα της Βασιλικής, σώζεται σε σημαντικό ύψος, περίπου 15 μ.1 Πρόκειται για ένα τετράγωνο κτίσμα μέσα στο οποίο γίνονταν νόμιμες οικονομικές συναλλαγές. Οι εξωτερικοί τοίχοι του έχουν πάχος περίπου 2 μ. Στο βόρειο τοίχο του διανοιγόταν αψιδωτή είσοδος, ενώ στο νότιο τρεις εσωτερικοί είσοδοι οδηγούσαν από τον προθάλαμο στον κυρίως χώρο. Η μεσαία πύλη στο νότιο τοίχο ήταν ευρύτερη από τις άλλες δύο, πάνω από τις οποίες υπήρχαν ορθογώνια ανοίγματα.
Στον ανατολικό και το δυτικό τοίχο, οι οποίοι δε διέθεταν εισόδους, διαμορφώνονταν εσωτερικά τρεις ορθογώνιες κόγχες συμμετρικά διατεταγμένες, από τις οποίες οι κεντρικές καλύπτονταν με καμάρα, ενώ οι ακριανές ήταν στενότερες και είχαν επίπεδη στέγαση. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι οι δύο κεντρικές κόγχες ήταν αρχικά ανοίγματα εισόδου, τα οποία εντοιχίστηκαν στη συνέχεια.2 Οι κόγχες αυτές πιθανόν κοσμούνταν με αγάλματα. Σε αυτή την υπόθεση οδηγεί η εύρεση κοντά στη Βασιλική δύο αγαλμάτων, που απεικονίζουν το ένα τον αυτοκράτορα Αδριανό και το άλλο μία Ρωμαία γυναίκα και φυλάσσονται στο Μουσείο της Αττάλειας.
Θραύσματα λευκού μαρμάρου, που βρέθηκαν διασκορπισμένα στη γύρω περιοχή, οδηγούν στην υπόθεση ότι οι τοίχοι του προθαλάμου έφεραν μαρμαροθετήματα. Εξωτερικά το κτίσμα ενισχυόταν με αντηρίδες, που στο βόρειο και το νότιο τοίχο του έφταναν σε ύψος 4 μ. Το πιθανότερο είναι ότι και αυτός ο χώρος στεγαζόταν με δίριχτη στέγη. Στην τοιχοποιία του προθαλάμου έχουν χρησιμοποιηθεί λαξευμένοι λίθοι στο ισόγειο, στη διαμόρφωση των τόξων και στα φέροντα στοιχεία της ανωδομής. Οι δόμοι διατάσσονται σε οριζόντιες στρώσεις μεταβαλλόμενου ύψους. Αντίστοιχα οι θολίτες που σχηματίζουν τα τόξα δεν είναι ίσοι μεταξύ τους. Τα υπόλοιπα τμήματα του τοίχου χαρακτηρίζονται από λιγότερο προσεγμένη τοιχοποιία με μικρότερους λαξευμένους λίθους και αργολιθοδομή. 3. Η στέγαση των χώρων Οι προεξέχοντες προς το μεσαίο κλίτος κιλλίβαντες, τοποθετημένοι λίγο ψηλότερα από το ύψος γένεσης της αψίδας εισόδου, καθώς και οι διαμορφωμένες εσοχές βάθους περίπου 1,80 μ.3 οδήγησαν στην υπόθεση ύπαρξης θριγκού, με γλυπτό διάκοσμο στην κύρια όψη του. Η ύπαρξη εσοχών στο νότιο τοίχο του προθαλάμου, κατάλληλης διαμόρφωσης και διαστάσεων ώστε να υποδεχθούν τα δοκάρια της στέγης, καθώς και η παρουσία μικρότερων, λιγότερο βαθιών εσοχών (δοκοθηκών) σε διαφορετικά ύψη, με κλίση προς το εξωτερικό (11 πάνω από κάθε πλάγιο κλίτος) οδηγούν στην υπόθεση ότι τα πλάγια κλίτη της Βασιλικής στεγάζονταν με μονόριχτες ξύλινες στέγες. Σχετικά με τη στέγαση του μεσαίου κλίτους, παρατηρήθηκε ότι ο θριγκός του ισογείου υποστήριζε υπερκείμενη κιονοστοιχία, η οποία με τη σειρά της έφερε δεύτερο θριγκό, με γλυπτή διακόσμηση εσωτερικά και εξωτερικά.4 Τα προαναφερθέντα στοιχεία στο σύνολό τους οδηγούν στην υπόθεση στέγασης του μεσαίου κλίτους με δίριχτη ξύλινη στέγη.5 4. Οι υπόγειοι χώροι – Ερμηνευτικές προσεγγίσεις 4.1. Χρονολόγηση
Βασικό ζήτημα παραμένει η χρονολόγηση των υπόγειων χώρων, δεδομένου ότι δε βρέθηκαν επιγραφικά στοιχεία. Προκύπτει συνεπώς το ερώτημα αν οι υπόγειοι αυτοί χώροι αποτελούν ενιαίο κτίσμα με τη Βασιλική και η χρονολόγησή τους ανάγεται στους Αυτοκρατορικούς χρόνους ή πρόκειται για επανάχρηση αποθηκευτικών χώρων της προγενέστερης ελληνιστικής στοάς της Αγοράς. Οι τελευταίες έρευνες που στηρίζονται στην προσεκτική παρατήρηση των οικοδομικών μεθόδων και των υλικών δομής υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ελληνιστική κατασκευή, η οποία διατηρήθηκε και στη Ρωμαϊκή περίοδο, αφενός γιατί αποτελούσε ισχυρό και καλά δομημένο θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να ανεγερθεί η ρωμαϊκή Βασιλική, αφετέρου γιατί εκμεταλλευόταν χρηστικά το επικλινές του εδάφους, δημιουργώντας αποθηκευτικούς χώρους. Πιο συγκεκριμένα, η τοιχοποιία των δύο υπογείων και η τοξοστοιχία που τα διαχωρίζει είναι κατασκευασμένα από μεγάλους ισομεγέθεις λιθόπλινθους, χωρίς συνδετικό υλικό, ενώ στους τοίχους της ανωδομής έχει γίνει χρήση κονιάματος για τη συναρμογή των λίθων.6 Η απουσία εξάλλου κονιάματος στην τοιχοποιία είναι χαρακτηριστική για τα ελληνιστικά κτήρια. Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει την υπόθεση αυτή είναι ο τρόπος κατασκευής των τόξων του υπογείου. Τα τόξα που διαχωρίζουν τους δύο υπόγειους χώρους είναι κατασκευασμένα με σταδιακή προεξοχή των λίθων της τοιχοποιίας και στις δύο πλευρές της και με ημικυκλική λάξευση στο τέλος. Πρόκειται λοιπόν για «ψευδοτόξα», που δεν ακολουθούν τρόπους θολοδομίας με θολίτες, τεχνική γενικευμένη στη ρωμαϊκή οικοδομική. Η χρήση εξάλλου «κυφωτού»7 κιλλίβαντα σε ένα από τα τόξα είναι χαρακτηριστικό της ελληνιστικής οικοδομικής και παραπέμπει στη διαμόρφωση των θυρωμάτων του Θεάτρου του Αμφιαρείου στον Ωρωπό. Αντίστοιχοι κιλλίβαντες χρησιμοποιήθηκαν και στο υπόγειο του Άνω Γυμνασίου του Περγάμου, καθώς και στο υπόγειο του ναού της Δήμητρας στο Πέργαμο.8 4.2. Χρήση Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του κτηρίου αφορά τον τρόπο θεμελίωσής του πάνω στο επικλινές έδαφος9 και τη διαμόρφωση των υπόγειων χώρων του. Αυτό το θέμα έχει απασχολήσει τους μελετητές, γιατί δίνει πληροφορίες τεχνικού χαρακτήρα και οδηγεί και σε υποθέσεις σχετικά με τις χρήσεις που έλαβαν τα υπόγεια στη διαχρονία. Πρόκειται σίγουρα για δημόσιους αποθηκευτικούς χώρους, που χρησιμοποιήθηκαν και στις δύο ιστορικές περιόδους.
Ο υπόγειος χώρος που βρίσκεται έξω από το περίγραμμα της Βασιλικής και κάτω από την Ανατολική Στοά της Αγοράς επικοινωνούσε μέσω τοξοστοιχίας με τον αντίστοιχο υπόγειο χώρο κάτω από το δυτικό κλίτος της Βασιλικής, διέθετε δύο ανοίγματα φωτισμού και αερισμού στο νότιο τοίχο του και μία στενή είσοδο στο βόρειο και δεν έφερε κανενός είδους διάκοσμο. Η στέγασή του, η οποία συμπίπτει με το επίπεδο του δαπέδου της στοάς, βρίσκεται λίγο ψηλότερα από το επίπεδο της Αγοράς, προφανώς για καλύτερη προστασία των αποθηκευμένων αγαθών από πλημμύρες. Η διαφορά επιπέδου γεφυρώνεται με τη δημιουργία βαθμίδων σε όλο το μήκος της στοάς που αντιστοιχεί στην κεντρική πλατεία της Αγοράς. Ενας αγωγός απορροής ομβρίων διανοιγμένος κατά μήκος των βαθμίδων πιθανολογείται ότι οδηγούσε σε δεξαμενή νερού διαμορφωμένη στο νότιο τμήμα των υπόγειων χώρων της Βασιλικής.
Λίγο ψηλότερα από το δάπεδο της στοάς διανοιγμένες στον τυφλό τοίχο οπές με μορφή χοάνης φαίνεται να χρησίμευαν για τη εκφόρτωση εμπορεύματος από το επίπεδο της Αγοράς στο υπόγειο. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για εμπορεύματα σιτηρών ή καρπών, που έφταναν μέσα σε σακιά ή καλάθια και μεταφέρονταν στο υπόγειο. Η δυνατότητα αποθήκευσης εμπορεύματος σε αυτόν το χώρο, που ταυτίστηκε ως σιτοβολώνας,10 υπολογίστηκε σε 1.600 κυβικά μέτρα. Ο συνδυασμός ενός σιτοβολώνα με τη Βασιλική της Αγοράς έχει ιδιαίτερη σημασία ως κτηριακός τύπος, γιατί ανταποκρίνεται στη διοικητική μέριμνα του ρωμαϊκού στρατού, που συνδέει τις ανάγκες τροφοδοσίας της Ρώμης από σιτοβολώνες των επαρχιών, το δίκτυο μεταφοράς εμπορευμάτων μέσω των λιμανιών, καθώς και την τροφοδοσία του ρωμαϊκού στρατού στα ακριτικά φρούρια.
1. Το αρχικό ύψος του ήταν 19,80 μ. Βλ. Özgür, E., Aspendos. A Travel Guide (Antalya 1988). 2. Lanckoronski, K.G., Städte Pamphyliens und Pisidiens (Wien 1892), σελ. 85-124. 3. Καταλάμβαναν δηλαδή σχεδόν όλο το πάχος του τοίχου, που ήταν περίπου 2 μ. 4. Η εξωτερική διαμόρφωση εξυπηρετούσε στην απομάκρυνση από τους τοίχους των βρόχινων υδάτων, λειτουργούσε δηλαδή ως υδρορρόη. 5. Lanckoronski, K.G., Städte Pamphyliens und Pisidiens (Wien 1892), σελ. 85-124. 6. Ανάμεσα στους λιθόπλινθους της τοιχοποιίας των υπογείων υπάρχουν και αλάξευτοι λίθοι, καθώς και υλικό επανάχρησης. Επίσης μεικτή είναι και η τοιχοποιία του προθαλάμου, γεγονός που αποδεικνύει τη σύγχρονη κατασκευή Βασιλικής και του προθαλάμου κατά τον 3ο αι. μ.Χ. 7. Κυφωτός: κοίλη διαμόρφωση λαξευτού λίθου ή αρχιτεκτονικού μέλους. 8. Lauter, H., “Die hellenistische Agora von Aspendos”, BJb 170 (1970), σελ. 77-101. 9. Στην απότομη πλαγιά του λόφου πάνω στον οποίο διαμορφώνονται οι μικρασιατικές ελληνιστικές Αγορές απαντά συχνά ένα κτήριο που αποτελείται από υπόγεια και μία δίκλιτη στοά στο επίπεδο της πλατείας. 10. Cuppers, H., “Getreidemagazin am Forum in Aspendos”, BJb 161 (1961), σελ. 25-35.
|
|
|