1. Πηγές
Όταν ο περιηγητής Παυσανίας1 πέρασε το 2ο αι. μ.Χ. από την Αθήνα, είδε στη νότια πλευρά της Ακρόπολης μια ομάδα αγαλμάτων και τα περιέγραψε σύντομα στο έργο του: «Κοντά στο νότιο τείχος [της Ακρόπολης] υπάρχουν παραστάσεις του μυθικού πολέμου των Γιγάντων […] της μάχης των Αθηναίων κατά των Αμαζόνων, του κατορθώματος κατά των Μήδων στο Μαραθώνα και της καταστροφής των Γαλατών στη Μυσία, όλα αναθήματα του Αττάλου, το καθένα περίπου δύο2 πήχεις».3 Το ανάθημα αυτό συνηθίζεται να ονομάζεται, με βάση την κλίμακα στην οποία απεικονίζονταν οι μορφές του, Μικρό Ατταλιδικό Ανάθημα, αλλά και για να μη συγχέεται με το ανάθημα που ήταν στημένο στην ακρόπολη της Περγάμου, το Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθημα. Στη διάρκεια των ανασκαφών της Ακρόπολης σχεδόν τίποτε από το ανάθημα που εξετάζουμε δεν ήρθε στο φως. Οι μορφές που απεικονίζονταν πάντως πρέπει να ήταν σχεδόν σίγουρα χάλκινες. Αρκετές από αυτές αναγνωρίστηκαν σε μαρμάρινα ρωμαϊκά αντίγραφα ήδη από το 19ο αιώνα.4 Καθοριστικό ωστόσο για την ταύτιση παραμένει το ερώτημα πού ακριβώς και με ποιον τρόπο ήταν στημένο το ανάθημα, καθώς και κατά πόσο παριστάνονταν σε αυτό και οι μορφές των νικητών στις μάχες, ζήτημα για το οποίο το κείμενο του Παυσανία δεν είναι διαφωτιστικό. Σύμφωνα όμως με τη μαρτυρία του Πλουτάρχου, ο Διόνυσος της Γιγαντομαχίας κατέρρευσε έπειτα από μια ανεμοθύελλα στο θέατρο.5 Με βάση την υπόθεση ότι το Μικρό Ατταλιδικό Ανάθημα ήταν στημένο στην περιοχή του θεάτρου, και άρα ότι ο Πλούταρχος μιλάει γι’ αυτό, εμφανίζεται βάσιμη η εκδοχή σύμφωνα με την οποία στη Γιγαντομαχία απεικονίζονταν και οι νικηφόροι θεοί. Αντίστοιχα, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι παριστάνονταν και οι νικητές από τις άλλες τρεις μάχες. Κάτι τέτοιο θα ανέβαζε σημαντικά το συνολικό αριθμό των μορφών, καθώς έχουν αναγνωριστεί έως σήμερα δώδεκα Γαλάτες που αποδίδονται στο ανάθημα και είναι λογικό να προσμετρήσουμε αντίστοιχους αριθμούς Αμαζόνων, Περσών και Γιγάντων και άλλους τόσους νικητές. Δεν έχει αναγνωριστεί πάντως ακόμα καμία μορφή νικητή που θα μπορούσε να ανήκει στο συγκεκριμένο ανάθημα.6 Είναι επίσης αμφίβολο κατά πόσο ο διαθέσιμος χώρος ήταν σε θέση να συμπεριλάβει τόσες πολλές μορφές.7 2. Ρωμαϊκά αντίγραφα Τα αγάλματα που σχετίζονται με το ανάθημα της Ακρόπολης ανέρχονται σήμερα σε πάνω από 20.8 Γύρω στα 10 από αυτά βρέθηκαν μαζί στο Πεδίο του Άρεως στη Ρώμη το 1514 και ίσως να ήταν εκτεθειμένα όλα μαζί· παρουσιάζουν άλλωστε μεγάλες ομοιότητες στη σύνθεση και στην τεχνοτροπία.9 Η ταύτισή τους βασίστηκε, πέρα από τη θεματογραφία, στην κλίμακά τους και στη στιλιστική τους ομοιότητα με τα αγάλματα του Μεγάλου Περγαμηνού Αναθήματος. Τα περισσότερα είναι τοποθετημένα σε χαμηλές, ελλειψοειδείς βάσεις, όμοιες με αυτές του Θνήσκοντος Γαλάτη και του Γαλάτη με τη γυναίκα του από την Πέργαμο και απεικονίζουν μορφές πληγωμένες, ετοιμοθάνατες ή νεκρές.
Έτσι ο Γαλάτης στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης δε φαίνεται παρά να είναι σχεδόν αντικατοπτρισμός του Θνήσκοντος Γαλάτη, αν εξαιρέσουμε ότι φοράει τώρα περικεφαλαία και φαρδιά ζώνη. Άλλη μορφή της ίδιας τεχνοτροπίας είναι η Νεκρή Αμαζόνα στο ίδιο Μουσείο. Φοράει κοντό χιτωνίσκο που αφήνει ακάλυπτο το αριστερό της στήθος, όπου διακρίνεται να αιμορραγεί το θανάσιμο τραύμα. Έχει λυγισμένο το αριστερό της πόδι και έχει καταρρεύσει πάνω στο δόρυ της. Στο ίδιο μοτίβο απεικονίζεται και ένας Νεκρός Γίγαντας στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης. Τα μαλλιά και τα γένια του αποδίδονται με πλούσιους βοστρύχους· έχει και αυτός, όπως και η Αμαζόνα, λυγισμένο το αριστερό του χέρι πάνω από το κεφάλι, στο οποίο κρατά ακόμα το σπαθί του. Την ομάδα συμπληρώνει και ο όμοια αποδοσμένος Νεκρός Γαλάτης στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βενετίας. Στο αριστερό, τεντωμένο πάνω από το κεφάλι, χέρι του κρατά την ελλειψοειδή πέλτη του,10 που αποκρυσταλλώνει δραματικά την τελευταία προσπάθειά του να αμυνθεί, πριν τον καλύψει το πέπλο του θανάτου.
Σε παρόμοια βάση έχει καταρρεύσει και ένας Πέρσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης. Η εθνική του ταυτότητα είναι ορατή στην ενδυμασία του. Σε αντίθεση με τους άλλους μαχητές, που απεικονίζονται γυμνοί ή ημίγυμνοι, αυτός είναι ντυμένος με δερμάτινο χιτωνίσκο, αναξυρίδες,11 δερμάτινο σκούφο και κλειστά υποδήματα. Ακόμα και το δρεπανόσχημο ξίφος του κάνει ορατή την εθνική του προέλευση. Ένας παρόμοια ντυμένος Πέρσης στο Aix-en-Provence παρουσιάζει μια διαφορετική βαθμίδα αντίληψης της πραγματικότητας. Απεικονίζεται γονατισμένος και με το κεφάλι στραμμένο γεμάτο αγωνία και ένταση προς το μέρος του αόρατου σ’ εμάς εχθρού που τον απειλεί.12 Όλα αυτά τα γλυπτά διαιωνίζουν, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, την κληρονομιά από το Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθημα. Έντονο πλάσιμο των μυών, ανατομικές λεπτομέρειες αποδοσμένες με ένταση, συσπάσεις του προσώπου, έντονες συστροφές και προπαντός έκδηλα και αγωνιώδη συναισθήματα, τόσο χαρακτηριστικά για τη γλυπτική της Περγάμου, αποκρυσταλλώνονται πάνω τους με μια ενάργεια εντυπωσιακή, που προκαλεί καταιγισμό συναισθημάτων και στον ίδιο το θεατή. Αξίζει πράγματι ν’ αναλογιστεί κανείς την εντύπωση που θα προκαλούσαν όλες αυτές οι νεκρές, πληγωμένες, αγωνιώδεις φιγούρες στους Αθηναίους που περπατούσαν ανάμεσά τους, όταν επισκέπτονταν την Ακρόπολη και το θέατρο του Διονύσου. Και να υποθέσουμε πως με το ανάθημα αυτό οι Περγαμηνοί κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν τη φιλοδοξία τους να προβληθούν ως θεματοφύλακες των αξιών του ελληνικού πολιτισμού και ως άξιοι συνεχιστές του αθηναϊκού μεγαλείου. Παρόλο που ο δημιουργός –ή ενδεχομένως οι δημιουργοί– του πολυπρόσωπου αυτού αναθήματος δεν είναι γνωστός, η αντιγραφή του αιώνες αργότερα, στη Ρωμαϊκή εποχή, αποδεικνύει ότι άσκησε, όπως και η περγαμηνή σχολή γενικότερα, σημαντική επιρροή στους ανθρώπους της εποχής. 3. Χρονολόγηση Προβληματικό θέμα αποτελεί η χρονολόγηση του αναθήματος της Ακρόπολης. Ο Παυσανίας αναφέρει μεν τον Άτταλο ως αναθέτη, δεν καθορίζει όμως αν πρόκειται για τον Άτταλο Α΄ ή τον Άτταλο Β΄. Πιθανότερο είναι να πρόκειται για τον Άτταλο Α΄, όταν το 200 π.Χ. πραγματοποίησε θριαμβική επίσκεψη στην Αθήνα.13 Φυσικό είναι να θέλησε να επισφραγίσει τότε την επίσκεψή του προπαγανδίζοντας τα κατορθώματά του κατά των Γαλατών με την ανάθεση ενός εντυπωσιακού αφιερώματος, που θα υπογράμμιζε άλλωστε την ομοιότητα μεταξύ Αθήνας και Περγάμου και θα παρουσίαζε την τελευταία ως άξια συνεχίστρια της παράδοσης της πρώτης: όπως άλλοτε η Αθήνα αντιτάχθηκε στα στίφη των Περσών, έτσι τώρα και η Πέργαμος απέκρουσε τους βαρβάρους. Οι μελετητές που θεωρούν πιθανότερη την εκδοχή του Αττάλου Β΄ κατεβάζουν τη χρονολογία του αναθήματος γύρω στο 150 π.Χ.14
Παρόλο που ο Άτταλος Β΄ δε σχετίζεται ο ίδιος άμεσα με τις μάχες κατά των Γαλατών ίσως να θέλησε διατρανώνοντας με την ανάθεση αυτή τις νίκες του πατέρα του να καρπωθεί και ο ίδιος μέρος από τη δόξα τους. Άλλωστε αυτός ήταν που αφιέρωσε την περίφημη στοά στην Αγορά, γνωστή ως Στοά του Αττάλου – θα μπορούσε λοιπόν να είναι δικό του και ένα εξίσου σημαντικό ανάθημα στην Ακρόπολη. Σημαντικότερο επιχείρημα αποτελούν όμως τα ίδια τα αγάλματα που έχουν σχετιστεί με το ανάθημα, καθώς και η τεχνοτροπία τους. Πολλά μοιάζουν να έχουν επηρεαστεί έντονα από το στιλ και τις μορφές του Βωμού της Περγάμου, ο οποίος χρονολογείται στα χρόνια του Ευμένη (197-159 π.Χ.). Αρκετές μορφές εξάλλου παρουσιάζουν τόση ομοιότητα με γλυπτά του Μεγάλου Ατταλιδικού Αναθήματος στην Πέργαμο, ώστε δε θα ήταν υπερβολή αν μιλούσε κανείς για παραλλαγές τους. Μάλιστα έχει γίνει η υπόθεση ότι υπήρχε πράγματι στην ίδια την Πέργαμο μια παραλλαγή του Μικρού Ατταλιδικού Αναθήματος, η οποία αναφέρεται συχνά ως «παράλληλο μνημείο».15 Γεγονός είναι επίσης ότι οι περισσότερες μορφές του Μικρού Ατταλιδικού Αναθήματος παρουσιάζουν συχνά μια υπερβολική θεατρικότητα στις κινήσεις, τις συστροφές και την έκφραση του προσώπου· διακατέχονται από έντονο πάθος, αλλά αυτό αγγίζει συχνά την επιτήδευση και το μανιερισμό. Παρόλο που οι παραπάνω παρατηρήσεις ισχύουν, δεν μπορούν να χρησιμεύσουν όλες απαραίτητα ως επιχειρήματα για την όψιμη χρονολόγηση του μνημείου. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μέχρι το 200 π.Χ., που ο Άτταλος Α΄ επισκέφθηκε την Αθήνα, υπήρχε αρκετός καιρός, ώστε να αφομοιωθούν τα διδάγματα και η τεχνοτροπία του πρώτου ατταλιδικού αναθήματος και να επέλθουν σχετικές τεχνοτροπικές διαφοροποιήσεις στα μνημεία που ακολούθησαν.16 Μέχρι να προχωρήσει ωστόσο η έρευνα σε πιο χειροπιαστά συμπεράσματα το ζήτημα της χρονολόγησης θα παραμένει αναγκαστικά ανοικτό.17
2. Θα πρέπει δηλαδή οι μορφές να ανέρχονταν στο μισό έως τα δύο τρίτα του φυσικού μεγέθους. 3. Παπαχατζή, Ν., Παυσανίου «Ελλάδος Περιήγησις», Αττικά (Αθήνα 1974), σελ. 347. 4. Τη δεκαετία του 1860 ο Heinrich Brunn αναγνώρισε πρώτος τη μορφή μιας Αμαζόνας, ενός Γίγαντα και κάποιων Γαλατών και Περσών, όλες μικρότερες από το φυσικό μέγεθος. Σήμερα ο αριθμός των μορφών που συνδέονται με το ανάθημα ξεπερνά τις είκοσι. Πβλ. Brunn, H., “I doni di Attalo”, Annali dell’istituto de corrispondenza arceologica 42 (1870), σελ. 292-323. 5. Πλούτ., Βίος Αντωνίου 60.2 (υπονοείται το θέατρο του Διονύσου στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης). Ο Πλούταρχος αναφέρεται στους κακούς οιωνούς που προηγήθηκαν πριν από την αναμέτρηση ανάμεσα στον Αντώνιο και τον Οκτάβιο στη ναυμαχία του Ακτίου. Το γεγονός ότι η πτώση του Διονύσου της Γιγαντομαχίας αποτελούσε κακό οιωνό για τον Αντώνιο οφείλεται στο ότι ο τελευταίος συνήθιζε να αυτοαποκαλείται Νέος Διόνυσος. 6. Το γεγονός ότι ορισμένα υποψήφια γλυπτά έχουν τελικά ονομαστεί Γαλάτες, καθώς και η υπόθεση ότι το Μεγάλο Ατταλιδικό Ανάθημα στην Πέργαμο δεν περιλάμβανε μορφές νικητών, συσκοτίζουν ακόμα περισσότερο το ζήτημα. Σχετικά βλ. Bienkowski, P.R., Die Darstellungen der Gallier in der hellenistischen Kunst (Wien 1908), σελ. 66-78. 7. Σύμφωνα με μία υπόθεση οι νικητές θα είχαν τοποθετηθεί πάνω στο τείχος, ενώ οι Γαλάτες, Πέρσες, Γίγαντες και Αμαζόνες θα βρίσκονταν σε μια εξέδρα κάτω απ’ αυτό. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι μορφές θα ήταν τοποθετημένες όλες μαζί σε μια φαρδιά κλιμακωτή βάση, που θα οδηγούσε στο πάνω μέρος του τείχους. Ο Pollitt, J.J., Η τέχνη στην ελληνιστική εποχή (Αθήνα 1994), σελ. 386, σημ. 18, αναφέρει την πιθανότητα οι νικητές να παριστάνονταν πάνω στο τείχος, ενώ οι νικημένοι κάτω από αυτό, κάτι που θα δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ότι οι βάρβαροι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν την Ακρόπολη και θα ταίριαζε τόσο με την περιοχή του θεάτρου όπου ήταν στημένο το ανάθημα όσο και με την προσφιλή για την εποχή αυτή απόπειρα απόδοσης θεατρικότητας. Καμία από τις προτάσεις αυτές δε δίνει πάντως ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα της έλλειψης του χώρου. Για αναλυτικότερη παρουσίασή τους βλ. Schober, A., "Zur Amazonengruppe des attalischen Weihgeschenkes", ÖJh 28 (1933), σελ. 102-111. 8. Βλ. Hansen, E.V., The Attalids of Pergamon (Ithaca, NY 1971), σελ. 306-310· Palma, B., “Il piccolo donario pergameno”, Xenia 1 (1981), σελ. 45-84· Palma, B., “Appunti preliminary ad uno studio sul piccolo donario pergameno”, στο Bonasaca, N. – Di Vita, A. (επιμ.), Alessandria e il mondo ellenistico-romano 3 (Rome 1984), σελ. 772-782, πίν. 118-119· Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I (Winsconsin 1990), σελ. 308, σημ. 20. 9. Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I (Winsconsin 1990), σελ. 290. 10. Πέλτη: μικρή, ελαφριά ασπίδα, ελλειψοειδής ή οκτάσχημη. Συχνά καλυπτόταν από δέρμα. Αρχικά χρησιμοποιούνταν από βάρβαρους πολεμιστές, στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από τους Έλληνες (πελταστές) και τους Ρωμαίους. 11. Αναξυρίδες: τα παντελόνια. Θεωρούνταν από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους χαρακτηριστικό της ενδυμασίας των βαρβάρων. Σε αρκετούς λαούς (Πέρσες, Σκύθες, Θράκες) οι άνδρες συνήθιζαν να φορούν φαρδιές, άνετες αναξυρίδες από δέρμα. Οι Αμαζόνες εικονογραφούνται με στενές αναξυρίδες, διακοσμημένες συχνά με ζικ ζακ οριζόντιες γραμμές. 12. Ridgway, B.S., Hellenistic Sculpture I (Winsconsin 1990), σελ. 290-291, πίν. 144-147. 14. Stewart, A., Greek Sculpture (New Haven, London 1990), σελ. 210. 15. Schober, A., Kunst von Pergamon (Wien 1951), σελ. 121-132· Lippold, G., Kopien und Umbildungen griechischer Statuen (Μünchen 1923), σελ. 111-113. 16. Ανασκόπηση του θέματος της χρονολόγησης βλ. Stewart, A., Studies in Athenian Sculpture in the Hellenistic Age (London 1979), σελ. 19-23. Σε γενικές γραμμές οι Γερμανοί μελετητές (Wenning, Krahmer, Schober, Horn, Lippold, Kähler) υποστηρίζουν την όψιμη χρονολόγηση, ενώ οι αγγλόφωνοι (Stewart, Robertson, Bieber, Carpenter) την πρώιμη. 17. Το ζήτημα της χρονολόγησης των ίδιων των αντιγράφων επίσης δε βρίσκει ομοφωνία. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη εντάσσονται στην εποχή των Αντωνίνων (2ος αι. μ.Χ.). Κάποιοι υποστηρίζουν πως ανήκουν στην περίοδο της Δημοκρατίας και τα χρονολογούν την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα. Βλ. Palma, B., “Appunti preliminary ad uno studio sul piccolo donario pergameno”, στο Bonasaca, N. – Di Vita, A. (επιμ.), Alessandria e il mondo ellenistico-romano 3 (Rome 1984), σελ. 772-782· Palma, B., “Il piccolo donario pergameno”, Xenia 1(1981), σελ. 45-84.
|
|
|