Αφροδισιάς / Σταυρούπολις (Βυζάντιο)

1. Η Αφροδισιάς κατά την Αυτοκρατορική εποχή

Η Αφροδισιάς δημιουργήθηκε από τη συνένωση της παλαιότερης Νινόης με τη γειτονική Πλάρασα. H πόλη, όπως φανερώνει και το όνομά της, ήταν γνωστή κατά την Αρχαιότητα για τη λατρεία της Aφροδίτης. H ακμή της τοποθετείται κυρίως στη Ρωμαϊκή εποχή. Μάλιστα ο οίκος των Ιουλίων ξεχώριζε την πόλη από όλες τις πόλεις της Καρίας επειδή θεωρούσε ότι η δυναστεία τους καταγόταν από τη θεά Αφροδίτη, και ήδη από την εποχή του Οκτάβιου Αυγούστου της απένειμε προνόμια, τα οποία επικυρώνονταν και επεκτείνονταν από τους επόμενους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Κατά την Αυτοκρατορική εποχή και την Ύστερη Αρχαιότητα, η Αφροδισιάς ήταν γνωστή για τα γλυπτά της, τα οποία μάλιστα, όταν ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1960 από τον αρχαιολόγο Kenan Erim, προκάλεσαν ενθουσιασμό μεταξύ των επιστημόνων, που κάνουν πια λόγο για τη «σχολή γλυπτικής της Αφροδισιάδος». Γλυπτά της Αφροδισιάδος βρέθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο, ιδιαίτερα δε στη Ρώμη, και αποτελούν το ωραιότερο δείγμα υστερορωμαϊκής γλυπτικής της Μεσογείου.

2. Η Αφροδισιάς πρωτεύουσα της επαρχίας Καρίας

Συνέπεια της σύνδεσης της πόλης με την αυτοκρατορική δυναστεία των Ιουλίων ήταν να αγνοηθούν σημαντικότερες και αρχαιότερες πόλεις κατά τη σύσταση της επαρχίας Καρίας, όπως η Μίλητος και η Αλικαρνασσός. Ήδη από το 171/2 η Αφροδισιάς είχε τιμηθεί με τον τίτλο της μητρόπολης Καρίας. Κατά τη Ch. Roueché, αυτό έγινε ήδη μεταξύ του 250 και του 260, όταν ενδεχομένως δημιουργήθηκε μια νέα επαρχία Καρίας-Φρυγίας. Η άποψη αυτή ωστόσο δεν στηρίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία. Λίγο καιρό μετά πάντως, μεταξύ των ετών 301/2 και 305 το αργότερο, και στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού, η Αφροδισιάς έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας Καρίας. Ως μητρόπολη της επαρχίας Καρίας αναφέρεται η Αφροδισιάς και στον Συνέκδημο του Ιεροκλή (6ος αιώνας).

3. Η Αφροδισιάς κατά την Πρωτοβυζαντινή εποχή

Για την ιστορία της πόλης και την εξέλιξή της κατά την Πρωτοβυζαντινή εποχή λίγα και αποσπασμστικά στοιχεία είναι γνωστά. Το 443 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ (408-450) στάθμευσε στην Αφροδισιάδα. Τον 6ο αιώνα η Αφροδισιάς φαίνεται ότι πέρασε μια περίοδο σοβαρής κρίσης η οποία οφειλόταν στο λοιμό που είχε ξεσπάσει στην αυτοκρατορία το 540. Μια σειρά επιγραφές που βρέθηκαν στην πόλη, οι οποίες αναρτήθηκαν προς τιμήν του πατέρα της πόλεως Ροδοπαίου, κάνουν λόγο για αποτροπή «λοιμού και λιμού». Τον 6ο αιώνα, εξάλλου, η κρίση που παρατηρείται σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας καταγράφεται σε διάταγμα του έτους 553, το οποίο εξέδωσε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ (527-565) κατόπιν έκκλησης του πατέρα της πόλεως Αριστοκράτη να ρυθμιστεί παρεξήγηση που είχε σχέση με το δανεισμό χρημάτων της πόλης από ιδιώτες.1 Φαίνεται πάντως ότι μέχρι και τον 5ο αιώνα λειτουργούσε η σχολή φιλοσοφίας του Ασκληπιόδοτου, ενώ η πόλη ήταν από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της ύστερης Αρχαιότητας.2

4. H βυζαντινή Aφροδισιάς

H Aφροδισιάς δεν αναφέρεται στις βυζαντινές αφηγηματικές πηγές· η γνώση γι' αυτήν προέρχεται από την αρχαιολογική έρευνα. Ήδη από την Πρωτοβυζαντινή εποχή ένα μεγάλο μέρος της πόλης περιβαλλόταν από τείχη που χρονολογούνται στον 4ο αιώνα ή λίγο αργότερα. Kέντρο της ήταν η μητρόπολη, δηλαδή ο παλαιός ναός της Aφροδίτης, που μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό με τη μορφή ξυλόστεγης βασιλικής, πιθανώς τον 5ο αιώνα, με την ανάληψη μεγάλων έργων που εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τις δυνατότητες της κλασικής αρχιτεκτονικής. Ο μητροπολιτικός ναός λειτουργούσε ανελλιπώς μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα, οπότε καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ένα από τα κύρια χριστιανικά μνημεία της Aφροδισιάδος είναι και ο τρίκογχος χριστιανικός ναός, που κτίστηκε πάνω σε δρόμο. Στην ανέγερσή του χρησιμοποιήθηκε τετρακιόνιο προϋπάρχον μνημείο για τη στήριξη του τρούλου. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ο ναός αυτός χρονολογείται μετά το α΄ ήμισυ του 7ου αιώνα.

Στις αρχές του 7ου αιώνα ένας μεγάλος σεισμός κατέστρεψε πολλά από τα δημόσια κτήρια και έδωσε τη χαριστική βολ στην υστερορωμαϊκή Αφροδισιάδα. Tα τείχη διατηρήθηκαν, αλλά το θέατρο, που φαίνεται ότι μέχρι τότε ήταν σε χρήση βρέθηκαν μάλιστα σε αυτό χριστιανικές τοιχογραφίες του 6ου αιώνα–, δεν ξαναχτίστηκε. Aντίθετα, το κοίλον χρησιμοποιήθηκε για κατοίκηση, και μαζί με την ακρόπολη περιβλήθηκε με τείχη, που σύμφωνα με τις παλαιότερες απόψεις χρονολογούνται στον 11ο/12ο αιώνα, σύμφωνα όμως με τις νεότερες είναι έργο του 7ου ή του 8ου αιώνα. Έτσι, η βυζαντινή πόλη της Aφροδισιάδος απέκτησε το κάστρο της. Σύμφωνα με τον Brandes, «οι αρχαιολόγοι διαπίστωσαν πολύ υποτυπώδη αστική οργάνωση από τον 7ο μέχρι τον 9ο αιώνα» και «στην καλύτερη περίπτωση υπήρχε μόνον ένα χωριό». Έτσι η επικρατούσα άποψη είναι ότι η πόλη, σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, δεν μπόρεσε να συνέλθει από την καταστροφή που προκάλεσε ο σεισμός του 7ου αιώνα.3 Από τα δημόσια κτήρια, με εξαίρεση το θέατρο, διατηρήθηκε το στάδιο, το ωδείο, ενώ το επαρχικό μέγαρο μετατράπηκε σε άγνωστο χρόνο πιθανώς σε επισκοπικό ανάκτορο.

5. Το μεσοβυζαντινό όνομα της πόλης

Ο σταδιακός εκχριστιανισμός της αυτοκρατορίας επέβαλε την αλλαγή του καθαρά εθνικού ονόματος της πόλης. Η Αφροδισιάς μετονομάστηκε σε Σταυρούπολη το αργότερο τον 7ο αιώνα. Ακολούθως το αρχαίο όνομα σβήστηκε από πολλές επιγραφές και αντικαταστάθηκε από το νέο, μεταξύ των άλλων και στην επιγραφή της βόρειας πύλης των τειχών. Η αλλαγή αυτή χρονολογείται μεταξύ 553 και 680. Στις ιστορικές πηγές το νέο όνομα καταγράφεται πρώτη φορά στα πρακτικά της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Κωνσταντινούπολη, 681). Ήδη τον 8ο αιώνα ως όνομα της πόλης χρησιμοποιούνταν το όνομα της επαρχίας (Καρία), το οποίο καθιερώθηκε από τον 9ο αιώνα τουλάχιστον στα πρακτικά των συνόδων. Η χρήση του ονόματος της επαρχίας για την πρωτεύουσά της δεν ήταν μόνο τοπική συνήθεια, αφού υιοθετήθηκε και από τις αρχές της Κωνσταντινούπολης, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα εκκλησιαστικά τακτικά, όπου αναφέρεται η μητρόπολη «Σταυρούπολις ήτοι Καρία».4 Ωστόσο αυτός ο προσδιορισμός εγκαταλείπεται τον 12ο αιώνα, οπότε καθιερώνεται το όνομα Καρία. Από αυτό το όνομα Καρία εξάλλου έχει πάρει το όνομά του το σύγχρονο παρακείμενο χωριό Geyre.

6. 12ος και 13ος αιώνας

Στα τέλη του 12ου αιώνα η Aφροδισιάς υπέστη τις συνέπειες της αστάθειας που επικρατούσε στις σχέσεις μεταξύ Bυζαντινών και Σελτζούκων του Iκονίου. Kατά τον Foss, η Aφροδισιάς λεηλατήθηκε το 1188 από τον Θεόδωρο Mαγκαφά, κύριο της Φιλαδέλφειας, και το 1197 από τους Σελτζούκους.5 Από την ανάγνωση όμως του κειμένου του Nικήτα Xωνιάτη βεβαιώνεται μόνο η πληροφορία που αφορά τους Σελτζούκους. Στην πρώτη περίπτωση, ο Xωνιάτης φαίνεται να αναφέρεται γενικά στην επαρχία της Kαρίας, στην οποία επέδραμε ο Mαγκαφάς και από την οποία αποκόμισε πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Xωνιάτης αναφέρεται συγκεκριμένα στην πόλη της Aφροδισιάδος, την οποία ονομάζει «κωμόπολη Kαρία».

H Aφροδισιάς κατακτήθηκε οριστικά από τους μουσουλμάνους μετά το 1261. Ήδη ο Γεώργιος Παχυμέρης αναφέρει για το έτος 1264 ότι η κατάσταση στην Kαρία ήταν άσχημη εξαιτίας των εχθρικών επιδρομών.6 Το 1280, χρονολογία της εκστρατείας του συμβασιλέα Aνδρονίκου B΄ Παλαιολόγου (1272/1282-1328) στην κοιλάδα του Mαιάνδρου, η Kαρία είχε πλέον εγκαταλειφθεί από τους Bυζαντινούς.

7. Διοίκηση

Στο έργο του Κωνσταντίνου Ζ΄ (913-920/944-959) Περί θεμάτων, στο κεφάλαιο για το θέμα Κιβυρραιωτών, αναφέρεται η Ταυρόπολις, για την οποία ο εκδότης του κειμένου A. Pertusiυποθέτει ότι ταυτίζεται με την Αφροδισιάδα (Σταυρούπολη), και η οποία στο χάρτη του τοποθετείται εντός των ορίων του θέματος.7 Ωστόσο, εξαιτίας της θέσης της, είναι πιθανότερο η Aφροδισιάς να ανήκε στο θέμα των Θρακησίων.

Στην πόλη της Αφροδισιάδος έχει βρεθεί κατά τις ανασκαφές το μεγαλύτερο δείγμα σφραγίδων που προέρχεται από μικρασιατική βυζαντινή πόλη. Eκτός από τις σφραγίδες των μητροπολιτών, έχουν βρεθεί σφραγίδες που ανήκαν σε διοικητές, σε νοτάριους, πιθανώς του γενικού λογοθεσίου, και σε κουράτορεςτων βασιλικών κτημάτων, που χρονολογούνται στη Μέση Βυζαντινή εποχή.

8. Οι επιγραφές της πόλης και η κοινωνία της Πρωτοβυζαντινής Αφροδισιάδος

Στις επιγραφές της πόλης, που έχουν μελετηθεί συστηματικά από τη Charlotte Roueché, αναφέρονται πολύ περισσότεροι επαγγελματίες απ' ό,τι στις επιγραφές των άλλων πόλεων, αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι μεταξύ των επιγραφών περιλαμβάνεται και ένα από τα πληρέστερα κείμενα του διατάγματος Περί τιμών του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305). Στην Πρωτοβυζαντινή ή την πρώιμη Μεσοβυζαντινή εποχή χρονολογούνται επιγραφές «μακελλάριου» (σφαγέα), «βρακάριου» (ράφτη περισκελίδων), «ιατρού» και «σχολαστικού» (συνηγόρου), αλλά και επιγραφές των «σελλοφόρων» (μεταφορέων καθημένων), των «οικοδόμων», καθώς και ενός «πανδούρου» (μουσικού που έπαιζε το πανδούριν, είδος λαούτου), ενός «κούρσωρα»(συνεργάτη του ταχυδρομείου) και ενός «κηρωματίτη» (θεραπευτή κακώσεων). Εκτός από αυτούς μαρτυρούνται «αρχιδεκανός» (υπεύθυνος για τις κηδείες αλλά και για την τάξη), «κανψάριος» (υπηρέτης σε βαλανείο), «κουρέας»και «πύκτης» (πυγμάχος), καθώς και η συντεχνία των «αυραρίων» (χρυσοχόων). Στην Αφροδισιάδα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιγραφές του σταδίου και του θεάτρου, όπου οι θεατές είχαν ορισμένους «τόπους» (θέσεις). Εκτός από τις συνηθισμένες επιγραφές των θέσεων των Πράσινων και των Βένετων, υπάρχουν οι επιγραφές των επαγγελματιών, οπαδών ενός από τους δύο μεγάλους δήμους (οι μακελλίτες, για παράδειγμα, ήταν υπέρμαχοι των Πρασίνων). Ιδιαίτερο χώρο επίσης διέθεταν και οι Εβραίοι της πόλης.




1. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του διατάγματος, η πόλη της Αφροδισιάδος διέθετε κληροδοτήματα που είχαν δοθεί σε ιδιώτες υπό τη μορφή δανείου, με την προϋπόθεση ότι κάθε χρόνο θα έδιναν ένα μέρος τους στην πόλη, είτε σε χρηματική μορφή είτε σε μορφή χορηγίας. Την εποχή αυτή, όμως, οι συγκεκριμένοι ιδιώτες, με βάση νόμο του Ιουστινιανού Α΄,  αρνούνταν την καταβολή του ποσού αυτού στην πόλη, ισχυριζόμενοι ότι είχαν πια καταβάλει πάνω από το διπλάσιο του αρχικού που είχαν πάρει. Το αποτέλεσμα ήταν να μη διαθέτει η πόλη χρήματα για τη συντήρηση των λουτρών και των δημόσιων κτηρίων.

2. G. Fowden, “The pagan holy man in late antique society”, Journal of Historical Studies 102 (1982), σελ. 33-59, G. Fowden, “The platonist philosopher and his circle in late antiquity”, Φιλοσοφία 7 (1977), σελ. 359-383.

3. Brandes, W., Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert (Amsterdam 1989), σελ. 93-94. Eίναι όμως απαραίτητο να σημειώσουμε ότι οι αρχαιολογικές εργασίες στην Aφροδισιάδα επικεντρώνονται κυρίως στη γλυπτική της πόλης και στην ευρύτερη επίδρασή της κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και την Πρώιμη Βυζαντινή εποχή. Kατά συνέπεια τα βυζαντινά μνημεία παραμελήθηκαν. Bλ. Cormack, R., The classical Tradition in the Byzantine Provincial City: The evidence of Thessalonike and Aphrodisias, στο The Byzantine Eye: Studies in Art and Patronage (Variorum Reprints, London 1989), Additional Notes and Comments, 12. 

4. Εκκλησιαστικά Τακτικά, Darrouzès, J. (ed.), Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), αρ. 7.21.

5. Kazhdan, A. (ed.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (Oxford New York 1991), s.v. Aphrodisias (Foss, Cl.), σελ. 128.

6. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, A. (ed.), Georges PachymérèsRelations historiques I: Livres I-III (CFHB XXIV/1, Paris 1984), σελ. 291.1-3.

7. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί θεμάτων, Pertusi, A. (ed.), Constantino Porfirogenito De Thematibus (Studi e Testi 160, Città del Vaticano 1952), σελ. 79.35, 152.