Αφροδισιάς (Βυζάντιο), Επισκοπικό Μέγαρο

1. Ιστορικό – τοπογραφικά στοιχεία

Το λεγόμενο επισκοπικό μέγαρο της Αφροδισιάδος βρίσκεται εντός των τειχών της αρχαίας πόλης, στη βόρεια πλευρά της Αγοράς, νότια του μητροπολιτικού ναού και δυτικά του Ωδείου. Μια ενιαία στοά αναπτύσσεται κατά μήκος της νότιας όψης του Ωδείου, η οποία συνδέει τα δύο κτήρια μεταξύ τους αλλά και με την Αγορά.

Στην κατασκευή του μεγάρου επαναχρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό από τα τείχη της Αγοράς. Η αρχαιολογική έρευνα ωστόσο δεν έχει αποδείξει ότι το επισκοπικό μέγαρο χτίστηκε πάνω στα θεμέλια παλαιότερου κτηρίου. Στο κτήριο αναγνωρίζεται μια κύρια οικοδομική φάση και κάποιες μεταγενέστερες επεμβάσεις στους θαλάμους νότια της κεντρικής αίθουσας.

Η κάτοψη του κτηρίου χαρακτηρίζεται από μία κεντρική τετράγωνη αίθουσα, ο κεντρικός χώρος της οποίας καταλαμβάνεται από περιστύλιο, ενώ γύρω της βρίσκονται τα διάφορα δωμάτια, διάταξη κοινή στα επισκοπικά μέγαρα της περιοχής (π.χ. της Μιλήτου). Υπάρχει επίσης ένας τρίκογχος χώρος ανατολικά της κεντρικής αίθουσας· η ύπαρξη τέτοιου τρίκογχου χώρου παρατηρείται και στο επισκοπικό μέγαρο της Σίδης.

2. Αρχιτεκτονική περιγραφή

Η κεντρική είσοδος, που σήμερα δεν είναι πια ορατή λόγω των μεταγενέστερων επεμβάσεων, βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα στη νότια όψη του κτηρίου. Η περιοχή στα βόρεια του μεγάρου δεν έχει ακόμη ανασκαφεί, οπότε δε γνωρίζουμε αν υπήρχε άλλη είσοδος στη βορινή πλευρά. Κάτι τέτοιο δε φαίνεται απίθανο, αν πρόκειται όντως για το μέγαρο του επισκόπου, δεδομένου ότι ο ναός βρίσκεται στα βόρεια του κτηρίου, και τα επισκοπικά μέγαρα κατά κανόνα επικοινωνούν με τους ναούς με τους οποίους γειτνιάζουν.

Από τη στοά της Αγοράς ο επισκέπτης εισερχόταν στο μέγαρο μέσα από έναν τετράγωνο μικρό χώρο που επικοινωνούσε με έναν επιμήκη προθάλαμο, του οποίου οι δύο στενές πλευρές απέληγαν σε κόγχες.1 Από εδώ δύο θύρες οδηγούσαν στο δωμάτιο νότια της κεντρικής αίθουσας. Η αίθουσα αυτή αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο οργανώνεται η κάτοψη. Το περιστύλιο στο κέντρο της αποτελείται από κιονοστοιχία στη νότια, τη βόρεια και την ανατολική πλευρά, ενώ στη δυτική από πεσσοστοιχία. Η αίθουσα παίρνει έτσι τη μορφή περίστωου, γύρω από το οποίο διατάσσονταν οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι. Ο πιο σημαντικός από αυτούς ήταν το τρίκογχο στα ανατολικά της κεντρικής αίθουσας, μια ορθογώνια καμαροσκέπαστη αίθουσα (10,7x7,7 μ.) με τρεις αψίδες, από τις οποίες η νότια και η βόρεια είναι συμμετρικές, ενώ η ανατολική είναι μεγαλύτερη. Στη βόρεια πλευρά της κεντρικής αίθουσας βρίσκεται άλλος ένας αψιδωτός χώρος, με ορθογώνιο προθάλαμο μέσω του οποίου υπήρχε επικοινωνία με τη βόρεια στοά του περίστωου. Στα βορειοανατολικά του περιστυλίου ανασκάφηκαν άλλα, μικρότερα δωμάτια, των οποίων δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τη χρήση, εφόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή. Στα νότια και τα δυτικά του περίστωου ανασκάφηκαν και άλλοι χώροι, των οποίων επίσης αγνοούμε τη χρήση. Η κυρίως κατοικία του επισκόπου είτε του τοπικού κυβερνήτη φαίνεται ότι βρισκόταν στα δωμάτια νότια του περίστωου, όπου πολύ πιθανόν υπήρχε και δεύτερος όροφος, ενώ τα δωμάτια δυτικά της κεντρικής αίθουσας μάλλον κάλυπταν διοικητικές ανάγκες.2

3. Εσωτερικός διάκοσμος

Από την εσωτερική διακόσμηση δε σώζεται σχεδόν τίποτα, εκτός από τα δάπεδα του τρίκογχου, που κοσμούνται με μαρμαροθετήματα, και τα πολυτελή μάρμαρα του δαπέδου της δεύτερης αψιδωτής αίθουσας. Έχουν σωθεί επίσης δύο τοιχογραφίες στα δωμάτια στη βορειοδυτική γωνία του περίστωου, εξαιρετικής ποιότητας, που απεικονίζουν τις τρεις Χάριτες και μια Νίκη.

4. Χρονολόγηση

Η τοιχοποιία με μικρούς και ομοιομόρφους λίθινους δόμους δείχνει ότι το μέγαρο χτίστηκε σε μια και μόνο οικοδομική φάση, που χρονολογείται μεταξύ του 5ου και του 6ου αιώνα, εκτός από τα νότια δωμάτια του περιστυλίου που ανήκουν σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση.3 Μια πρωιμότερη χρονολόγηση έχει προταθεί από την Campbell,4 η οποία τοποθετεί το κτήριο στα τέλη του 2ου αιώνα, στηριζόμενη στην επικοινωνία που υπήρχε μεταξύ του μεγάρου και του ωδείου (που επίσης χρονολογείται στον ύστερο 2ο αιώνα) και στην ομοιότητα της τοιχοποιίας των δύο κτηρίων.

5. Προβλήματα ταύτισης: παλάτι ή επισκοπικό μέγαρο;

H Malaspina5 θεωρεί το κτήριο επισκοπικό μέγαρο εξαιτίας ενός μολυβδόβουλου που βρέθηκε σε πηγάδι εντός του συγκροτήματος, το οποίο αναφέρει τη μητρόπολη της Καρίας, δηλαδή την Αφροδισιάδα.6 Συνήθως πάντως το επισκοπικό μέγαρο επικοινωνεί με κάποιον τρόπο με την εκκλησία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, καθώς η ανασκαφή δεν έχει ολοκληρωθεί, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί σύνδεση μεταξύ των δύο κτηρίων. Πιο πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι το παλάτι ανήκε μάλλον στον τοπικό κυβερνήτη. Έτσι ο Erim7 θεωρεί το τρίκογχο αίθουσα ακροάσεων, απαραίτητη σε μέγαρο τοπικού άρχοντα. Η Campbell8 συνηγορεί στο χαρακτηρισμό του κτηρίου ως παλατιού του κυβερνήτη στηριζόμενη στη θεματολογία που έχει επιλεγεί για τη διακόσμηση των τοίχων, δηλαδή στις τοιχογραφίες που απεικονίζουν τις τρεις Χάριτες και μια Νίκη: η εικονογραφία αυτή, ενώ είναι μάλλον ασυνήθιστη επιλογή για χώρο με κάποιο θρησκευτικό περιεχόμενο, είναι από την άλλη απολύτως συμβατή με το χαρακτήρα ενός κοσμικού κτηρίου.



1. Ο Müller-Wiener επισημαίνει ότι ο προθάλαμος με δύο αψίδες αποτελούσε κοινή αρχιτεκτονική επιλογή για τις εισόδους, βλ. Müller-Wiener, W., “Riflessioni sulle caratteristiche dei palazzi episcopali”, Felix Ravenna 125-126 (1983), σελ. 115.

2. Müller-Wiener, W., “Riflessioni sulle caratteristiche dei palazzi episcopali”, Felix Ravenna 125-126 (1983), σελ. 112-115.

3. Müller-Wiener, W., “Riflessioni sulle caratteristiche dei palazzi episcopali”, Felix Ravenna 125-126 (1983), σελ. 114.

4. Campbell, S., “Signs of Prosperity in the decoration of some 4th-5th c. buildings at Aphrodisias”, στο Roueché, C. – Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 3 (Journal of Roman Archaeology Supplement 20, Ann Arbor 1996), σελ.192.

5. Malaspina, M., “Episcopia e residenze ecclesiastiche nella Pars Orientis”, Contributi dell’Istituto di archeologia 5 (1975), σελ. 97.

6. Όπως παρατηρεί ο Lavin, L., “The residences of late antique governors: a gazetteer”, Antiquité Tardive 7 (1999), σελ. 150, ένα μολυβδόβουλο αβέβαιης προέλευσης δεν επιτρέπει την ασφαλή ταύτιση του κτηρίου με επισκοπικό μέγαρο.

7. Erim, K.T., Aphrodisias. City of Venus Aphrodite (London 1986), σελ. 72-73.

8. Campbell, S., “Signs of Prosperity in the decoration of some 4th-5th c. buildings at Aphrodisias”, στο Roueché, C. – Smith, R.R.R. (επιμ.), Aphrodisias Papers 3 (Journal of Roman Archaeology Supplement 20, Ann Arbor 1996), σελ. 189-192.