Βασίλειος Σμύρνης

1. Γέννηση-Οικογένεια-Εγκύκλιος εκπαίδευση

Ο Βασίλειος γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1835 στη Ζαγοριτσάνη ή Ζαγορίτσα της επαρχίας Καστοριάς, που αργότερα μετονομάστηκε σε Βασιλειάδα προς τιμήν του. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αστέριος και η μητέρα του Αικατερίνη. Ο πατέρας της μητέρας του, ένας ιερέας ονόματι Νικόλαος, ήταν εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη και ιερουργούσε στη Βλάγκα επί 25 έτη (πέθανε εκεί το 1849). Το λειτούργημα του ιερέα το ασκούσε τόσο ο γιος του Κοσμάς όσο και ο εγγονός του Εμμανουήλ. Ο μικρός Βασίλειος, αφού παρακολούθησε σχολείο της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στάλθηκε σε ηλικία 13 ετών, δηλαδή το 1847, στην Κωνσταντινούπολη, δίπλα στον παππού και τον θείο του, όπου και ολοκλήρωσε την εγκύκλιο παιδεία του στη δημοτική σχολή της Βλάγκας, στην προπαιδευτική σχολή του Φαναρίου και στη Μεγάλη του Γένους Πατριαρχική Σχολή. Το 1853 ο ίδιος ο πατριάρχης Γερμανός Δ', ο ιδρυτής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1844), εισήγαγε τον Βασίλειο στη Θεολογική Σχολή, κατά την περίοδο δηλαδή που τη διεύθυνση της Σχολής την ασκούσε ακόμη ο επίσκοπος Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνος Τυπάλδος (ο πρώτος διευθυντής και ουσιαστικά θεμελιωτής της Σχολής).

Ο Βασίλειος διακρίθηκε στη Σχολή για τις επιδόσεις του στα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, για αυτό και του ανατέθηκε από τον Τυπάλδο η διδασκαλία των μαθημάτων αυτών (και ιδιαίτερα των λατινικών) για τις πρώτες τάξεις της Σχολής, υπό την επίβλεψη του σπουδαίου λογίου Ηλία Τανταλίδη. Ο Τανταλίδης τού ενέπνευσε την αγάπη για τον εκλεπτυσμένο λόγο και τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων κλασικών και των πατέρων της εκκλησίας.

2. Η δράση του στις μητροπόλεις Νικαίας και Αγχιάλου

Στις 13 Μαρτίου 1860 χειροτονήθηκε από τον Τυπάλδο διάκονος και τον Ιούλιο του ίδιου έτους πήρε το πτυχίο του διδασκάλου της Θεολογίας και προσλήφθηκε αμέσως ως αρχιδιάκονος από τον μητροπολίτη Νικαίας Ιωαννίκιο σε ηλικία 26 ετών. Το έργο της πνευματικής διοικήσεως της μητρόπολης από τον Βασίλειο ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, ληφθέντος υπόψη ότι ο Ιωαννίκιος βρισκόταν σχεδόν σε μόνιμη βάση στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, όταν το 1865 υπέβαλε την παραίτησή του ο τότε μητροπολίτης Αγχιάλου Σωφρόνιος, εξαιτίας μακράς ασθένειας, ο Ιωαννίκιος πρότεινε την προαγωγή τού Βασιλείου στη μητρόπολη Αγχιάλου. Πράγματι στις 25 Σεπτεμβρίου 1865 προάχθηκε από τον Ιωαννίκιο σε επίσκοπο και έπειτα από δύο μέρες, στις 27 Σεπτεμβρίου, εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο μητροπολίτης Αγχιάλου επί πατριαρχίας Σωφρονίου Γ' (1863-66). Παρά την έξαρση του Βουλγαρικού ζητήματος κατά την περίοδο αυτή, δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα, παρά τη μικτή εθνολογική σύνθεση της επαρχίας (ήταν μεταξύ των παρευξείνιων επαρχιών τις οποίες οι Βούλγαροι δεν είχαν ακόμη συμπεριλάβει στα αιτήματά τους για να συναποτελέσουν εδάφη της Εξαρχίας), ενώ οι πλουσιότεροι των ελληνόφωνων κατοίκων ανέπτυσσαν εμπορικές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, τη Ρουμανία (όπου υπήρχαν πλούσιες παροικίες Αγχιαλιτών) και τη Ρωσία, υποβοηθώντας ταυτόχρονα την αναβάθμιση της εκπαιδευτικής κίνησης της περιοχής. Ο Βασίλειος μέσα σε αυτό το αρκετά ευνοϊκό περιβάλλον στήριξε την ίδρυση νέων σχολείων, όπως και την αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων. Ταυτόχρονα περιέθαλψε τον ασθενή προκάτοχό του Σωφρόνιο, ο οποίος τελικά πέθανε το 1867.

3. Διευθυντής της Θεολογικής Σχολής

Τον Οκτώβριο του 1870 ο Βασίλειος κλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναλάβει προσωρινά τη διεύθυνση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία μετά την αποχώρηση του πρώτου διευθυντή Κ. Τυπάλδου ταρασσόταν από διαρκείς αντιπαραθέσεις των μαθητών της με τους Σχολάρχες που τον διαδέχθηκαν.1 Ο προσφωνητήριος λόγος του Βασιλείου «επί τη αναλήψει της διευθύνσεως της Θεολογικής Σχολής»2 την 23η Οκτωβρίου 1870 αντανακλά ακριβώς την έκρυθμη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Σχολή. Μάλιστα, ένα μήνα μετά, με αφορμή την έναρξη της διδασκαλίας από τον ίδιο του μαθήματος της ποιμαντικής, κάλεσε τους μαθητές της Σχολής και τους ανακοίνωσε ότι απαγορεύει τη μετάβασή τους στην Κωνσταντινούπολη επειδή πίστευε ότι οι εκεί συναναστροφές τους ήταν η αιτία της πρόκλησης ταραχών στην Σχολή. Η σκληρή πειθαρχία που επέβαλε ο Βασίλειος όσον αφορά τη συμπεριφορά των μαθητών της Σχολής ήταν αποτέλεσμα της τεταμένης ατμόσφαιρας που επικράτησε στους κύκλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά την έκδοση του διατάγματος της Υψηλής Πύλης της 27ης Φεβρουαρίου 1870 σύμφωνα με το οποίο αποφασιζόταν η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης είχε διχαστεί απέναντι στην επιλογή μιας αδιάλλακτης ή, αντίστοιχα, διαλλακτικής στάσης απέναντι στα αιτήματα των Βουλγάρων για εκκλησιαστική αυτονομία και ο διχασμός αυτός ήταν φυσικό να επηρεάσει τη συμπεριφορά των μαθητών της Θεολογικής Σχολής.

Ο τότε πατριάρχης Άνθιμος Στ', εκτιμώντας τη στάση αυτή του Βασιλείου, τον πρότεινε ως διάδοχο του αποθανόντος μητροπολίτη Καισαρείας Παϊσίου. Η πρόταση του Ανθίμου ήταν ιδιαίτερα τιμητική για τον Βασίλειο και για αυτό η άρνησή του προκάλεσε σε όλους εντύπωση. Οι λόγοι ήταν βασικά δύο: α) ο Βασίλειος είχε σταθερή άποψη «περί του αμεταθέτου των επισκόπων» επειδή πίστευε ότι οι συχνές μεταθέσεις ανώτατων κληρικών ευνοούσαν τις καταχρήσεις και τη διαφθορά, β) υπήρχαν ισχυρές αντιδράσεις σε αυτήν την επιλογή του Ανθίμου από το σύνολο σχεδόν της πολυπληθούς κοινότητας των Καισαρέων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι επιθυμούσαν και επέβαλαν τελικά ως μητροπολίτη Καισαρείας τον Ευστάθιο Κλεόβουλο.

4. Η στάση του στο ζήτημα της ίδρυσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας

Μετά τις εξετάσεις της Θεολογικής Σχολής τον Σεπτέμβριο του 1871 ο Βασίλειος επέστρεψε στην Αγχίαλο. Έτσι δεν παρέστη στις εργασίες της Τοπικής Συνόδου, η οποία συγκλήθηκε τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του επόμενου έτους (1872) και καταδίκασε ως σχισματικούς τους υποστηρικτές της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Ο Βασίλειος είχε βέβαια συνυπογράψει την πατριαρχική πρόσκληση για τη σύγκληση της Τοπικής Συνόδου στις 27 Απριλίου του 1872, ωστόσο ο ίδιος είχε επιφυλάξεις για το εάν έπρεπε να ακολουθηθεί η σκληρή πολιτική γραμμή απέναντι στη βουλγαρική πλευρά, η οποία τελικά οδήγησε στο Σχίσμα. Συντασσόταν δηλαδή από την άποψη αυτή με τις ιδέες που είχαν εκφράσει την περίοδο εκείνη και άλλα επιφανή μέλη του ορθόδοξου κλήρου, όπως ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Κύριλλος, και οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Ηλίας Τανταλίδης και Ιωάννης Αναστασιάδης (μετέπειτα μητροπολίτης Καισαρείας).3 Η στάση του αυτή έγινε η αιτία να του προταθεί εκ μέρους της Βουλγαρικής Εξαρχίας να ενταχθεί στους κόλπους της — πρόταση που όμως ο Βασίλειος απέρριψε.

Ένα χρόνο μετά, τον Σεπτέμβριο του 1873, και ενώ στον πατριαρχικό θρόνο είχε ανέλθει για δεύτερη φορά ο Ιωακείμ Β' (1860-63, 1873-78), ο Βασίλειος κλήθηκε εκ νέου να αναλάβει τη διεύθυνση της Θεολογικής Σχολής, μετά και την αποτυχία του προηγούμενου Σχολάρχη, του Γρηγορίου Φωτεινού, να επιβάλει την πειθαρχία στους μαθητές της Σχολής. Ο Βασίλειος διατήρησε τη θέση του Σχολάρχη μέχρι και τον Ιούλιο του 1876. Κατά την περίοδο αυτή το Πατριαρχείο ανέθεσε στον Βασίλειο, όπως και στον Ιωάννη Αναστασιάδη να γνωματεύσουν, ξεχωριστά ο καθένας, για την εγκυρότητα των χειροτονιών που εκτελούνταν από τον κλήρο που είχε προσχωρήσει στη Βουλγαρική Εξαρχία. Η γνωμοδότηση του Βασιλείου, βασισμένη στην αρχή της επιείκειας, υποστήριζε την εγκυρότητα των συγκεκριμένων χειροτονιών.

Ο Βασίλειος επέστρεψε το 1876 στην Αγχίαλο, η κατάσταση όμως είχε ήδη οξυνθεί λόγω της έκρηξης της Ανατολικής Κρίσης (1875-78). Τον Ιούνιο του 1877 ο Βασίλειος διατάχθηκε από το Πατριαρχείο να εγκαταλείψει την Αγχίαλο και να αποσυρθεί στη μονή της Αγίας Αναστασίας στη Σωζόπολη. Ύστερα από λίγο του αναγγέλθηκε ότι παύθηκε μετά από αίτημα της Πύλης, λόγω της συμπάθειας που υποτίθεται ότι έδειξε απέναντι στα επελαύνοντα ρωσικά στρατεύματα κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Έπειτα από παρέμβαση του πλούσιου τραπεζίτη Γεωργίου Ζαρίφη ο Βασίλειος κατάφερε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και να γίνει αρχιερατικός προϊστάμενος —επί πατριαρχίας πλέον του Ιωακείμ Γ'— στην πλουσιότερη ενορία της πρωτεύουσας, του Σταυροδρομίου, όπου ήταν συγκεντρωμένη η «αριστοκρατία» της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Η τριετής παρουσία του στην Κωνσταντινούπολη συνέδεσε τον Βασίλειο με στενή φιλία με τον πατριάρχη Ιωακείμ Γ'. Έτσι στις 11 Φεβρουαρίου 1881 η Ιερά Σύνοδος τον αποκατέστησε στη μητρόπολη Αγχιάλου, όπου και παρέμεινε για τα επόμενα τρία χρόνια συμβάλλοντας στην ίδρυση νέου παρθεναγωγείου στην πόλη, όπως και στην αποστολή νέων μαθητών στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, τη Θεολογική Σχολή και την Εμπορική Σχολή της Χάλκης αλλά και το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

5. Η δράση στη μητρόπολη Σμύρνης

Τον Δεκέμβριο του 1884, μετά το θάνατο του μητροπολίτη Σμύρνης Μελετίου, η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε στη χηρεύουσα θέση τον μητροπολίτη Αγχιάλου. Είχε προηγηθεί της εκλογής έντονο παρασκήνιο, καθώς την εκλογή του Βασιλείου την προώθησε ο αρχιδιάκονος της μητροπόλεως Σμύρνης (και μετέπειτα Φιλαδελφείας και Μηθύμνης) Στέφανος Σουλίδης, θαυμαστής του Βασιλείου, αφού υπήρξε μαθητής του στη Θεολογική Σχολή. Ο Σουλίδης έπεισε τα επιφανή μέλη της ελληνορθόδοξης κοινότητας Σμύρνης να ζητήσουν τη μετάθεση του Βασιλείου στη Σμύρνη. Ταυτόχρονα, στελέχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου προσπάθησαν να πείσουν τον ίδιο τον Βασίλειο, και τελικά τα κατάφεραν, αφού όπως είπαμε είχε σταθερή άποψη «περί αμεταθέτου των επισκόπων». Τελικά στις 22 Δεκεμβρίου 1884 ο Βασίλειος εξελέγη μητροπολίτης Σμύρνης (με συνυποψηφίους τον Καλλιπόλεως Ιερώνυμο και τον Καστορίας Κύριλλο) και μετέβη στη νέα μητρόπολή του τον Μάρτιο του επόμενου έτους (1885).

Η μητρόπολη της Σμύρνης αποτελούσε το κέντρο της εκκλησιαστικής και της κοινοτικής διοίκησης της πόλης. Κατά την περίοδο αυτή από τη μητρόπολη αυτήν εξαρτώνταν ο κλήρος των 14 ναών της πόλης, όπως και άλλων 12 ναών χωριών της περιφέρειας. Ταυτόχρονα ο μητροπολίτης προήδρευε της γενικής συνέλευσης της Δημογεροντίας μιας σφύζουσας ελληνορθόδοξης κοινότητας, όπως και του Εκκλησιαστικού και του Μικτού Δικαστηρίου της κοινότητας. Ήταν λοιπόν αυτονόητο ότι η θέση αυτή απαιτούσε ευρύτητα μορφωτικών οριζόντων καθώς και διοικητικών ικανοτήτων. Ο Βασίλειος, εκτός από κάτοχος της κλασικής παιδείας, ήταν και γλωσσομαθής (γνώριζε γαλλικά, γερμανικά και κυρίως οθωμανικά), ενώ οι διοικητικές του ικανότητες είχαν ήδη δοκιμαστεί στη μητρόπολη Αγχιάλου. Παράλληλα ο Βασίλειος ήταν υπόδειγμα ευλαβούς ιεράρχη,4 ενώ ήταν γνωστός για την αφιλοχρηματία του. Είναι ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούσε την αρχιερατική του επιχορήγηση.

6. Οι θέσεις του όσον αφορά τα αρχιερατικά εισοδήματα

Στην Αγχίαλο η αρχιερατική επιχορήγηση του Βασιλείου ήταν ούτως ή άλλως μικρή. Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο τμήμα της ο μητροπολίτης το αφιέρωνε για την ενίσχυση του Ελληνικού Γυμνασίου στο Τσοτύλι της Μακεδονίας. Όταν για πρώτη φορά ήρθε ως μητροπολίτης στη Σμύρνη το 1885, δανείστηκε για να αγοράσει τα νέα άμφιά του. Όσον αφορά το θέμα της αρχιερατικής επιχορήγησής του, αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα αμέσως μετά την άφιξή του, αφού οι επιτροπές των ναών της πόλης είχαν μεν ήδη αποφασίσει να καταβάλουν την επιχορήγηση των 100.000 γροσίων στον μητροπολίτη, χωρίς όμως να την αναπροσαρμόσουν στη νέα ισοτιμία της λίρας που είχε ορισθεί από την οθωμανική κυβέρνηση την περίοδο εκείνη (από την αντιστοιχία 1 οθωμανική λίρα = 108 γρόσια, στην αντιστοιχία 1 οθωμανική λίρα = 178 γρόσια), με συνέπεια να υποστεί η επιχορήγηση υποτίμηση της τάξης του 34%. Ο Βασίλειος κατ αρχήν αντέδρασε λέγοντας ότι θα χρεώνει τη διαφορά της υποτίμησης στις εκκλησίες: όμως η χρηματική διαφορά δεν καταβλήθηκε ποτέ στον μητροπολίτη.5 Επίσης ο Βασίλειος ουδέποτε επιδίωξε την αύξηση των «τυχηρών» λεγόμενων εισοδημάτων (εισοδήματα από λειτουργίες, γάμους, βαπτίσεις, κηδείες κ.λπ.), ενώ απέφευγε τη χειροτόνηση νέων κληρικών — μία από τις βασικές πηγές προσόδων και κοινός τόπος στην πρακτική πολλών μητροπολιτών της περιόδου αυτής.

7. Η δράση του όσον αφορά τη λειτουργία των εκπαιδευτικών καταστημάτων

Ο Βασίλειος βοήθησε ιδιαίτερα στην ανανέωση και ενίσχυση της εκπαιδευτικής κίνησης στη Σμύρνη. Έτσι επί των ημερών του (1886-7) το μεγάλο Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής έφυγε από το χώρο στον οποίο βρισκόταν, στον αυλόγυρο του παραπάνω ναού και δίπλα στην Ευαγγελική Σχολή, και μετατέθηκε στην οδό Μεϊμάρογλου, με δαπάνη των μεγάλων ευεργετών της Σμύρνης αδελφών Δημητρίου και Σοφίας Κιουπετζόγλου. Το 1889 ιδρύθηκαν νέα σχολεία αρρένων και θηλέων στη συνοικία Τερεβίνθου (Τσικουδιάς), όπου ανεγέρθηκε και ναός (1894-1904). Δίπλα στο ναό των γενεθλίων της Θεοτόκου στη συνοικία Φασουλά, που ήταν μετόχι της μονής Βουλκάνου (βρίσκεται στη Μεσσηνία), ιδρύθηκε αρρεναγωγείο (1890) και παρθεναγωγείο (1895), αφού ύστερα από επίμονες προσπάθειες του Βασιλείου και τη βοήθεια του Αθηνών Γερμανού Καλλιγά, οι πατέρες της μονής παραχώρησαν το μετόχι στην Ελληνορθόδοξη Κοινότητα Σμύρνης. Επίσης με πρωτοβουλία του Βασιλείου και με αξιοποίηση του κληροδοτήματος του Μιμήκου Χατζηαντωνίου, το δημοτικό σχολείο δίπλα στο ναό του Αγίου Δημητρίου (είχε ιδρυθεί το 1843) αναβαθμίστηκε σε Χατζηαντώνειο Εξατάξιο Σχολή (1907).

Ο Βασίλειος επίσης στήριξε και είχε υπό την άμεση εποπτεία του σωματεία όπως η «Ορθοδοξία» (ιδρύθηκε το 1885), η «Ευσέβεια» (ιδρύθηκε το 1894), η «Αδελφότης των Κυριών» (ιδρύθηκε το1887) και το «Λαϊκόν Κέντρον» (ιδρύθηκε το 1907) — τα δύο πρώτα με στόχους επίρρωσης του θρησκευτικού συναισθήματος, τα άλλα δύο με στόχους σχετικούς με την κοινωνική πρόνοια. Ο Βασίλειος για την εκπλήρωση όλων αυτών των στόχων απευθύνθηκε κατά καιρούς στους πολιτικούς της Ελλάδας Τρικούπη και Θεοτόκη, στους πλούσιους ομογενείς Αβέρωφ, Μαρασλή, Ζαρίφη, Ευμορφόπουλο κ.ά. Για το διάκοσμο μάλιστα των ναΐσκων του Κεντρικού Παρθεναγωγείου και του Ομηρείου απευθύνθηκε για οικονομική βοήθεια στη βασίλισσα Όλγα, η οποία εισάκουσε την έκκληση του μητροπολίτη και έστειλε αμέσως δύο τέμπλα, ένα για τον κάθε ναΐσκο.

8. Η δράση του όσον αφορά τις κοινοτικές αντιπαραθέσεις

Ο Βασίλειος επίσης ανακαίνισε το μητροπολιτικό μέγαρο της Σμύρνης —ανακαίνιση που ολοκληρώθηκε το 1887—, ενώ κατέβαλε επίμονες προσπάθειες για την οριστική επικύρωση του κοινοτικού κανονισμού, η οποία τελικά έγινε το 1889 από τον πατριάρχη Διονύσιο Ε'. Η επικύρωση έθεσε τέρμα σε μια περίοδο έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ της Δημογεροντίας και της Κεντρικής Επιτροπής (σώματος που ιδρύθηκε από μέλη της ελληνορθόδοξης κοινότητας που αμφισβητούσαν την εξουσία των παραδοσιακών στρωμάτων που ήλεγχαν τη Δημογεροντία). Η παρέμβαση όμως του Βασιλείου προκάλεσε έντονες αντιπάθειες εναντίον του, που εκφράστηκε μέσα από την πολεμική που του έκαναν δύο από τις σημαντικότερες εφημερίδες της πόλης: η Αμάλθεια, με διευθυντή τον Σ. Σολομωνίδη, και η Αρμονία, με διευθυντή τον Μ. Σεϊζάνη. Το 1890 ο Οθωμανός ιεροδικαστής (καδής) της πόλης ζήτησε την απομάκρυνση του Βασιλείου από τη θέση του μητροπολίτη επειδή κατά τη γνώμη του είχε προσβάλει με μια φράση του το Ισλάμ. Η έγκαιρη παρέμβαση όμως του πρεσβευτή της Ρωσίας Νελίντωφ φέρεται πως έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα: αντί να εκδιωχθεί ο Βασίλειος, εκδιώχθηκε ο ιεροδικαστής, αλλά και ο Οθωμανός διοικητής της πόλης που θέλησε να επιβάλει την επιθυμία του πρώτου.

9. Οι θέσεις του στο Προνομιακό Ζήτημα

Κατά την περίοδο 1890-91 ανέκυψε η δεύτερη φάση του Προνομιακού Ζητήματος. Η «απάντηση» του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Διονυσίου Ε' στις απαιτήσεις της οθωμανικής κυβέρνησης (να επιλαμβάνονται τα οθωμανικά δικαστήρια υποθέσεων κύρους χριστιανικών γάμων, έλεγχος των ορθόδοξων σχολείων από την Πύλη κ.λπ.) ήταν η παραίτηση αλλά και η διακοπή των ιεροπραξιών στους ιερούς ναούς. Με το δεύτερο αυτό μέτρο διαφώνησαν αρκετοί από τους ιεράρχες του οικουμενικού θρόνου, μεταξύ των οποίων και ο Βασίλειος, ο οποίος δέχθηκε τα πυρά ιδιαίτερα της εφημερίδας Νεολόγος. Ο Βασίλειος επίσης ανέλαβε δραστηριότητες εναντίον της ουνιτικής κίνησης στη Σμύρνη μετά την έκδοση της σχετικής εγκυκλίου από τον πάπα Λέοντα ΙΓ' (1894).

10. Η δράση του τα τελευταία έτη της ζωής του

Κατά τα έτη 1895-97, επί πατριαρχίας Ανθίμου Ζ', ο Βασίλειος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως Συνοδικός. Ταυτόχρονα με τη θέση του στην Ιερά Σύνοδο, ο Βασίλειος ήταν και μέλος του Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου και πρόεδρος της εφορείας της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Ο Βασίλειος, ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 1897, έλαβε ενεργό μέρος στις διεργασίες που οδήγησαν στην εκλογή του μητροπολίτη Εφέσου Κωνσταντίνου ως νέου Οικουμενικού Πατριάρχη. Μόλις ολοκληρώθηκε η συνοδική θητεία του, ο Βασίλειος επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου η σύγκρουση μεταξύ Δημογεροντίας και Κεντρικής Επιτροπής για τον έλεγχο των κοινοτικών πραγμάτων είχε οξυνθεί. Τα επόμενα τρία χρόνια ο Βασίλειος προσπάθησε να κατευνάσει τα κοινοτικά πάθη. Το 1902 κλήθηκε εκ νέου στην πρωτεύουσα ως μέλος της Ιεράς Συνόδου, αφού το προηγούμενο έτος είχε λάβει μέρος στη διαδικασία εκλογής του νέου Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' (ο οποίος ανήλθε για δεύτερη φορά στον πατριαρχικό θρόνο, 1901-12), όντας μάλιστα ο ίδιος υποψήφιος. Το 1902 επίσης εξελέγη πρόεδρος της εφορείας του Ιωακείμειου Παρθεναγωγείου. Το 1904 επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου όμως και πάλι βρήκε τις κοινοτικές διενέξεις σε όξυνση.

Το 1905 προσπάθησε να επιλύσει το σοβαρό πρόβλημα της μισθοδοσίας του κατώτερου κλήρου μέσω του σωματείου «Η Ευσέβεια». Με εγκύκλιό του τον Φεβρουάριο του 1905 προέβλεπε ότι η «Ευσέβεια» θα αναλάμβανε τη μισθοδοσία του ενοριακού κλήρου (ιερέων και διακόνων) και σε αντάλλαγμα θα εισέπραττε το σωματείο τα λεγόμενα «τυχηρά» εισοδήματα (αμοιβές από βαπτίσεις, γάμους, κηδείες κ.λπ.). Τον Ιανουάριο του 1906 προέβη στην ίδρυση Επιτροπής, αντίστοιχης στη δικαιοδοσία με την Κεντρική Εκκλησιαστική Επιτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε δηλαδή υπό την εποπτεία του τη λειτουργία των ελληνορθόδοξων σχολείων της πόλης. Τον Απρίλιο του 1906 επικύρωσε τον Κανονισμό του Διδασκαλικού Συλλόγου Σμύρνης, ενώ τον Αύγουστο του 1907 συνέστησε ειδική επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από λυκειάρχες των σχολείων της πόλης, για την εξέταση «της ικανότητος και της πολιτείας των εκάστοτε υποψηφίων» δασκάλων.

Ο Βασίλειος πέθανε στις 23 Ιανουαρίου 1910. Ο θάνατός του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη στους Σμυρναίους.

11. Πνευματικό έργο

Ο Βασίλειος εξέδωσε 40 και πλέον πραγματείες και θρησκευτικές μελέτες. Κατά την περίοδο της διαμονής του στην Κίο της Βιθυνίας, ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Νικαίας Ιωννικίου, συνέγραψε δύο λόγους που δημοσιεύθηκαν στο Εγκόλπιο: α) «Περί νηστείας και προσευχής» (1861) και β) «Περί προσευχής» (1863). Οι λόγοι αυτοί όπως και άλλοι μεταγενέστεροι περιλαμβάνονται στο σύγγραμμά του Εγκόλπιον μαθητών και τροφίμων της εν Χάλκης Θεολογικής Σχολής. Εκδίδοται πατριαρχική και συνοδική εγκρίσει προς χρήσιν των μαθητών της Σχολής (Κωνσταντινούπολη 1902).

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη μητρόπολη Σμύρνης εξέδωσε εκ νέου και προλόγισε τον Ιερό Νυμφαγωγό, έργο που είχε μεταφραστεί στην πρώτη του έκδοση από τα ρωσικά από τον αρχιμανδρίτη της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Βουδαπέστης Γρ. Γώγο. Τα έσοδα από την έκδοση του έργου αυτού, όπως και της έκδοσης του έργου Υπόμνημα περί αφορισμού κατά τους ιερούς κανόνας το 1897, ο Βασίλειος τα προσέφερε στο Φιλανθρωπικό ή Ταμείο των Πτωχών της πόλης. Επίσης ο Βασίλειος μετάφρασε στα ελληνικά το De Senectute του Κικέρωνα.



1. Κατά την περίοδο 1865 με 1870 από τη Σχολαρχία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης είχαν περάσει ο Φιλόθεος Βρυέννιος, ο Πρεσλάβας Άνθιμος, ο Γερμανός Γρηγοράς, ο Νικηφόρος Γλυκάς και ο Βρετός — όλοι τους αντιμετώπισαν προβλήματα με τους μαθητές της Σχολής.

2. Βασίλειος, μητροπολίτης Σμύρνης, Εγκόλπιον μαθητών και τροφίμων της εν Χάλκης Θεολογικής Σχολής. Εκδίδοται πατριαρχική και συνοδική εγκρίσει προς χρήσιν των μαθητών της Σχολής (Κωνσταντινούπολη 1902), σελ.1-7.

3. Παπαδόπουλος, Γ., Η Σύγχρονος Ιεραρχία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (Αθήνα 1895), σελ. 431.

4. Ο Βασίλειος δεν ακούστηκε ποτέ να βρίζει ή να βλασφημεί. Οι μόνες «υβριστικές» λέξεις που ξεστόμιζε απαξιωτικά εναντίον κάποιου ήταν «ψωμάς» ή «χαύτας», ενώ η συνηθέστερη «οργίλη» έκφραση που χρησιμοποιούσε ήταν «Κύριε ελέησον», συμπληρώνοντας αμέσως «δεν είναι έτσι», βλ. Διαμαντόπουλος, Α. Ν., «Βασίλειος μητροπολίτης Σμύρνης (25 Μαρτίου 1834-23 Ιανουαρίου 1910)», Μικρασιατικά Χρονικά 2 (1939), σελ. 168.

5. Ωστόσο ο Βασίλειος συνήθιζε να αναγράφει σε ένα βιβλίο τις καθυστερούμενες οφειλές της κοινότητας προς τον ίδιο, οφειλές οι οποίες συν τω χρόνω είχαν ανέλθει σε σημαντικότατο ύψος. Λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, ο βοηθός επίσκοπος Χριστουπόλεως Ιάκωβος, για να απαλλάξει την κοινότητα από τις οφειλές, τις οποίες ασφαλώς το Πατριαρχείο θα ζητούσε παίρνοντας υπόψη τους λογαριασμούς του μητροπολίτη, έπεισε τον Βασίλειο να τις διαγράψει με αντικαταβολή από μέρους των επιτροπών των ναών ασήμαντων ποσών. Έτσι για παράδειγμα διαγράφηκε χρέος 300 λιρών με την αντικαταβολή μόλις 4, βλ. Διαμαντόπουλος, Α. Ν., «Βασίλειος μητροπολίτης Σμύρνης (25 Μαρτίου 1834-23 Ιανουαρίου 1910)», Μικρασιατικά Χρονικά 2 (1939), σελ. 169, σημ.1.