Βόρεια Ιωνία, Αρχαϊκή Πλαστική

1. Εισαγωγή

Τα λίγα και μεμονωμένα έργα μεγάλης πλαστικής που σώζονται από τη βόρεια Ιωνία δε μας επιτρέπουν παρά να προσδιορίσουμε κάποιες γενικές τάσεις, καλύτερα κάποιες διαφοροποιήσεις ή παραλλαγές, σε σχέση με την τέχνη της νότιας Ιωνίας.

Αντίθετα η μικροπλαστική, που σώζεται σε πληθώρα, εμφανίζει πρωτότυπα χαρακτηριστικά. Όμως τα πήλινα αυτά αγαλματίδια είναι πολύ χαμηλής ποιότητας και δεν προσφέρονται για την έρευνα της τεχνοτροπίας μιας περιοχής. Συχνότερα εμφανίζεται ο τύπος της ντυμένης καθιστής γυναικείας μορφής, ως αφιέρωμα σε ιερό ή ως κτέρισμα σε τάφο. Η μελέτη των πήλινων προτομών ωστόσο προσφέρει καινούργια στοιχεία: ο F. Croissant1 αποδίδει στη βόρεια Ιωνία ορισμένες ομάδες πήλινων προτομών των οποίων η πρωτοτυπία και η ενότητα είναι ξεκάθαρες, αλλά ο εντοπισμός υποθετικός, αφού απουσιάζουν παραδείγματα που να έχουν βρεθεί in situ. Ακολουθώντας τη μέθοδο του E. Langlotz,2 που αναζητούσε στα νομίσματα και στην κεραμική κατατομές συγκρίσιμες με αυτές ολόγλυφων έργων, προτείνεται υποθετικά η απόδοση μιας ομάδας στη Φώκαια και μιας άλλης στις Κλαζομενές.

2. Φώκαια

Η γειτονική στην Αιολίδα Φώκαια υπήρξε σημαντική καλλιτεχνική μητρόπολη πριν από την κατάληψή της από τον Άρπαγο το 545 π.Χ. και τη μετανάστευση των περισσότερων κατοίκων της στη δυτική Μεσόγειο.3 Ωστόσο, ελάχιστα έργα πλαστικής από τη Φώκαια μας είναι γνωστά από την εποχή πριν από την περσική κατάκτηση. Πρόκειται για ένα ξαπλωμένο λιοντάρι και για ένα ανάγλυφο σε βράχο με παράσταση ναΐσκου όπου στέκεται όρθια η θεά Κυβέλη. Από παραστάσεις σε νομίσματα γνωρίζουμε επίσης ένα λατρευτικό σύμπλεγμα Διοσκούρων στον τύπο κούρων οπλισμένων με δόρυ και ασπίδα. Στην Ύστερη Αρχαϊκή εποχή (500-450 π.Χ.) χρονολογούνται υπολείμματα πήλινων σιμών με διακόσμηση γυναικείων κεφαλών και ίππων.

Η μικροτεχνία και κυρίως τα νομίσματα επιτρέπουν μια ακριβέστερη γνώση της γλυπτικής παραγωγής της Φώκαιας. Τα γυναικεία κεφάλια στα νομίσματα από ήλεκτρο με την κυρτή άνω κατατομή, με τα μικρά φακόσχημα μάτια, τη μακριά μυτερή μύτη και την έντονη εσοχή του στόματος μεταξύ της μύτης και του πιγουνιού δείχνουν σχέσεις με την τέχνη της γειτονικής Αιολίδας. Έχει επίσης υποτεθεί η συμμετοχή καλλιτεχνών από τη Φώκαια στη δημιουργία των πήλινων ζωφόρων από τη Λάρισα στον Έρμο. Η σύγχρονη έρευνα έχει τονίσει ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια το ρόλο της Φώκαιας στον αποικισμό της δυτικής Μεσογείου. Ωστόσο, οι μεγάλες αποικίες της δεν έχουν δώσει τίποτε αξιόλογο σε γλυπτική: οι 70 περίπου αναθηματικοί ναΐσκοι από ασβεστόλιθο με παράσταση ένθρονης θεάς από τη Μασσαλία είναι έργα που στερούνται κάθε καλλιτεχνική φιλοδοξία.4 Τέτοιοι αναθηματικοί ναΐσκοι έχουν βρεθεί και στη Μικρά Ασία (1 στη Μύρινα, 3 στην Κύμη, 1 στη Φώκαια, 1 στις Κλαζομενές, 2 στις Ερυθρές, 1 στα Δίδυμα και 1 στη Μίλητο) και αποτελούν μάλλον χαρακτηριστικό βόρειο ιωνικό ή αιολικό τύπο μνημείου.

Πιθανότατα έργο μεταναστών γλυπτών από τη Φώκαια ήταν τα μαρμάρινα γλυπτά του θησαυρού των Μασσαλιωτών στους Δελφούς: σώζονται υπολείμματα της περιμετρικής ζωφόρου (περ. 510 π.Χ.) σε έξεργο ανάγλυφο με παραστάσεις μαχών (Γιγαντομαχίας και ίσως Αμαζονομαχίας) και τμήματα των αετωμάτων και των ακρωτηρίων σε μορφή νικών. Στη Φώκαια αποδίδεται επίσης ένας «ανώνυμος» αιολικός θησαυρός στους Δελφούς: το μεγαλύτερο θραύσμα που σώζεται από το γλυπτό του διάκοσμο εικονίζει ένα τέθριππο και μαχητές με κράνη. Οι αποδόσεις όμως αυτές αμφισβητούνται.

3. Ερυθραί

Ο Παυσανίας5 αναφέρει στις Ερυθρές ένα όρθιο άγαλμα Ηρακλή, ίσως από την Τύρο, που κρατούσε ρόπαλο στο ψηλά σηκωμένο δεξί του χέρι. Το χαμένο σήμερα άγαλμα παριστάνεται σε νομίσματα. Από τον Παυσανία γνωρίζουμε επίσης ότι το ξύλινο λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς καθώς και μαρμάρινα αγάλματα Ωρών και Χαρίτων στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος ήταν έργα του διάσημου γλύπτη Ενδοίου. Η ανασκαφή του ιερού της Αθηνάς αποκάλυψε σημαντικά έργα της πλαστικής τέχνης του 7ου και 6ου αι. π.Χ.6 Μεταξύ αυτών βρέθηκε και ένας λίγο μεγαλύτερος του φυσικού μαρμάρινος κορμός κόρης (560-550 π.Χ.).7 Η μορφή παριστάνεται με το αριστερό χέρι λυγισμένο πάνω στο στήθος και το δεξί να ανασηκώνει την άκρη του ενδύματος. Φορά λεπτό ζωσμένο στη μέση χιτώνα με μακριά μανίκια και απόπτυγμα, που σχηματίζει μονότονες λεπτές και κάθετες πτυχές. Το σώμα διαγράφεται καθαρά κάτω από το ένδυμα και η μορφή εμφανίζεται σε ελαφριά κίνηση. Το κεφάλι ήταν φτιαγμένο από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου. Το γλυπτό φέρει ίχνη αρχαίων επισκευών στο δεξί χέρι και στον αριστερό βραχίονα. Πιθανότατα στην κόρη αυτή ανήκε ένα γυναικείο κεφάλι με στρογγυλεμένα και μαλακά χαρακτηριστικά που βρέθηκε δίπλα της και φέρει επίσης ίχνος αρχαίας επισκευής στη μύτη.8 Συγγενής με την κόρη αυτή είναι μια ομάδα αποσπασματικά σωζόμενων κορών που βρέθηκαν επίσης στο ιερό της Αθηνάς και χρονολογούνται γύρω στο 560 π.Χ.9 Ένα οκλάζον λιοντάρι ήταν πιθανότατα τοποθετημένο πάνω σε μια πύλη ως φύλακας,10 ενώ επιτύμβιες στήλες του ύστερου 6ου αι. π.Χ. έφεραν πλούσια διακοσμημένη, κυβική πυραμιδοειδή επίστεψη. Εντελώς πρωτόγονοι είναι δύο αναθηματικοί ναΐσκοι με παράσταση ένθρονης Κυβέλης από τραχείτη λίθο.11

Η πλαστική των Ερυθρών εξαρτάται κυρίως από τα πρότυπα της Μιλήτου, αν και ο κορμός της κόρης δείχνει επιρροές και από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Σε όλες τις περιπτώσεις ωστόσο πρόκειται για έργα ντόπιων εργαστηρίων.

Η πηλοπλαστική από τις Ερυθρές εμφανίζει τους συνήθεις τύπους της ανατολικής Ελλάδας,12 ενώ τα ελεφάντινα αγαλματίδια του 7ου αι. π.Χ. είναι πρωτότυπα έργα ντόπιων καλλιτεχνών.13 Ανάμεσα στα έργα αυτά, που ακολουθούν τα πρότυπα της δαιδαλικής πλαστικής, ξεχωρίζουν ένα γυναικείο αγαλμάτιο του γ΄ τετάρτου του 7ου αι. π.Χ.14 και τρία νεότερα κεφάλια με οροφωτή φενάκη.15 Αντίθετα, μια πρώιμη ελεφάντινη αρχαϊκή κόρη είναι έργο εργαστηρίου της Εφέσου.16 Μια χάλκινη πόρπη σε σχήμα λιονταριού είναι ντόπιο ανατολίζον έργο,17 ενώ ένα επίσης χάλκινο αγαλμάτιο εύσαρκης γυμνής γυναικείας μορφής αποτελεί εισαγωγή από την Ανατολή.18

4. Σμύρνη

Η ακμάζουσα πόλη της Σμύρνης καταλήφθηκε και καταστράφηκε γύρω στο 600 π.Χ. από το Λυδό βασιλιά Αλυάττη. Φαίνεται όμως ότι η μεγάλη πλαστική είχε αναπτυχθεί στην πόλη ήδη πριν από την καταστροφή.19 Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. χρονολογούνται δύο μνημειώδη αγάλματα λιονταριών χεττιτικού τύπου από ασβεστόλιθο, καθώς και τα θραύσματα δύο ανδρικών μορφών, όλα σε φυσικό μέγεθος και πιθανότατα αναθήματα στο ιερό της Αθηνάς. Η τεχνοτροπία των γλυπτών αυτών συγγενεύει με αυτή των κιονοκράνων και άλλων αρχιτεκτονικών μελών του ναού της Αθηνάς, έτσι πιθανολογείται η δημιουργία τους από τους ίδιους τεχνίτες. Το ένα ανδρικό κεφάλι χρονολογείται γύρω στο 600 π.Χ. και αντανακλά τα αττικά πρότυπα. Το άλλο κεφάλι και τα δύο αποσπασματικά σωζόμενα λιοντάρια μπορούν να χρονολογηθούν λίγο νωρίτερα, στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Δύο τμήματα ζωφόρου από ασβεστόλιθο με παράσταση αρματοδρομίας και λεόντων, που διακοσμούσε μάλλον το βωμό της Αθηνάς, χρονολογούνται επίσης στα τέλη του 7ου αι. π.Χ.

Η παραγωγή μεγάλης πλαστικής συνεχίστηκε στη Σμύρνη και κατά την Πρώιμη Αρχαϊκή εποχή (575-545 π.Χ.): έχουν βρεθεί δύο θραύσματα από δύο διαφορετικά αγάλματα ντυμένων γυναικείων μορφών που χρονολογούνται στην περίοδο 570-560 π.Χ., καθώς και ένα γυναικείο καλυμμένο με ιμάτιο κεφάλι που φέρει διάδημα, το οποίο χρονολογείται γύρω στο 550 π.Χ. και αποτελεί ένα από τα ωραιότερα έργα της ιωνικής πλαστικής, εφάμιλλο ανάλογων έργων από τη Μίλητο και τα Δίδυμα.20 Γύρω στο 530 π.Χ. χρονολογούνται δύο μαρμάρινα ξαπλωμένα λιοντάρια21 και μια μαρμάρινη υδρορρόη σε σχήμα λεοντοκεφαλής.22

Τα σμυρναϊκά έργα από ελεφαντόδοντο ανήκουν στην Ύστερη Δαιδαλική περίοδο (640/630-620 π.Χ.). Πρόκειται για ένα ανάγλυφο με παράσταση «πότνιας θηρών» (Δέσποινας των Θηρίων), ένα γεράκι και ένα ασσυριακού τύπου λιοντάρι,23 με το οποίο πρέπει να συνδεθεί ένα χάλκινο λιοντάρι στην Αθήνα.

Σύγχρονο είναι χάλκινο αγαλμάτιο ενός νέου με κοντό ένδυμα και με υπερφυσικά μεγάλο κεφάλι που στέκεται ακίνητος πάνω στα ανοιχτά πόδια του.24

Ένα ασημένιο αγαλμάτιο γυναίκας του β΄ τετάρτου του 6ου αι. π.Χ. με εύσαρκο, πλασμένο σε πλατιές επιφάνειες πρόσωπο και με χιτώνα ζωσμένο στη μέση είναι έντονα επηρεασμένο από την τέχνη της Ανατολής.25

5. Κλαζομεναί

Από το σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο των Κλαζομενών, γνωστό κυρίως λόγω των γραπτών σαρκοφάγων, προέρχεται ο άνω κορμός με το κεφάλι ένθρονης θεάς (ίσως Κυβέλης) –τυχαίο εύρημα που σήμερα εκτίθεται στο Λούβρο– που ανήκε σε ένα αναθηματικό γλυπτό σε σχήμα ναΐσκου και χρονολογείται γύρω στο 560 π.Χ.26 Το γλυπτό είναι φτιαγμένο από ασβεστόλιθο και παριστάνει μια μορφή που φορά χιτώνα με παχιές κάθετες πτυχές και ιμάτιο που καλύπτει το κεφάλι. Μοιάζει πολύ με ανάλογο έργο που βρέθηκε κοντά στη Μύρινα (570-560 π.Χ.). Η συγγένεια των δύο έργων δείχνει ότι μάλλον προέρχονταν από το ίδιο εργαστήριο, ενώ το γεγονός ότι είναι από ασβεστόλιθο υποδηλώνει ως περιοχή προέλευσης είτε τη βόρεια Ιωνία είτε την Αιολίδα, όπου αρχιτέκτονες και γλύπτες κατά το α΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. δούλευαν αποκλειστικά με ασβεστόλιθο και πώρο. Ένας μικρός ναΐσκος με ένθρονη Κυβέλη του γ΄ τετάρτου του 6ου αι. π.Χ. είναι άτεχνο έργο κατώτερης ποιότητας.27

Από τις Κλαζομενές προέρχεται επίσης μια ύστερη αρχαϊκή κόρη από ασβεστόλιθο –σήμερα στο Λούβρο– που φορά χιτώνα και λοξό ιωνικό ιμάτιο, κατά τη συνήθεια των νησιών του Αιγαίου, και κρατά προσφορά πτηνού. Πρόκειται για ντόπιο έργο με βαριές φόρμες του 530 π.Χ. περίπου.28 Ο Ηρόδοτος29 αναφέρει θησαυρό των Κλαζομενών στους Δελφούς, με τον οποίο έχει συνδεθεί μια ζωφόρος με πλούσιο φυτικό διάκοσμο,30 της οποίας ο ασβεστόλιθος ταιριάζει με αυτόν των γλυπτών από τις Κλαζομενές.

6. Τέως

Δύο μαρμάρινα λιοντάρια από την Τέω σε στάση συσπείρωσης, έτοιμα να ορμήσουν εναντίον του θηράματος και με τα κεφάλια στραμμένα πλάγια, ήταν πιθανότατα τοποθετημένα πάνω σε τάφους.31

7. Κλάρος

Ένα ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα κόρης από την Κλάρο, ανάθημα στην Άρτεμη του ιερέα Τιμόνακτος, γιου του Θεοδώρου, είναι επίσης δαιδαλικής τεχνοτροπίας και πρέπει να χρονολογηθεί το αργότερο γύρω στο 600 π.Χ.32 Η ακίνητη μορφή φορά μακρύ και λεπτό, ζωσμένο σφιχτά στη μέση χιτώνα, ενώ ο άνω κορμός, ελαφρώς στραμμένος προς τα δεξιά, και οι ώμοι καλύπτονται από ένα είδος κοντού και κυκλικού επιβλήματος. Το αριστερό χέρι, πιθανότατα με κάποια προσφορά (πτηνό, άνθος, καρπό), ακουμπά λυγισμένο πάνω στο στήθος, ενώ το δεξί είναι απλωμένο κατά μήκος του σώματος. Πρόκειται για έργο ντόπιου γλύπτη ο οποίος μιμείται τα σύγχρονά του σαμιακά έργα.

Υστερότερο είναι το άγαλμα ενός μοσχοφόρου κούρου λίγο μεγαλύτερο του φυσικού, ανάθημα στον Απόλλωνα, επίσης ντόπιο έργο του 530 π.Χ. περίπου.33 Ο νέος αναθέτης παριστάνεται κατενώπιον να κρατά ζώο για θυσία, με το αριστερό πόδι να προβάλλει ελαφρά προς τα εμπρός. Το αδύνατο νεανικό σώμα είναι πολύ απαλά πλασμένο, οι μύες μόλις που αποδίδονται.

Δύο άλλοι αποσπασματικοί κούροι βρέθηκαν το 1995 προσεκτικά θαμμένοι κοντά στη νότια πρόσβαση του ιερού του Απόλλωνα.34 Πρόκειται για τμήμα κούρου, επίσης αφιέρωμα του Τιμόνακτος, που σώζεται από τη μέση ως τα γόνατα και είχε αρχικό ύψος 1,90 μ., καθώς και για ένα δεύτερο κούρο, επίσης του τύπου του αναθέτη, το αρχικό ύψος του οποίου ήταν 2,10 μ. και από τον οποίο λείπουν μόνο τα χέρια και τα άκρα των ποδιών. Από την ίδια περιοχή προέρχεται επίσης ένα πολύ κακοδιατηρημένο κεφάλι,35 καθώς και τμήμα μηρού κούρου όμοιας τεχνοτροπίας με τους παραπάνω.

Στο ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο βρέθηκαν ακόμα πολυάριθμα πήλινα ειδώλια ταύρων και ιππέων του 7ου αι. π.Χ., μια ασημένια προτομή γερακιού, πήλινα αγαλματίδια του ύστερου 6ου αι. π.Χ. με τον Απόλλωνα να κρατά λύρα –τύπος που αντικατέστησε τα ειδώλια ταύρων–, μικρός πήλινος κούρος του ύστερου 6ου αι. π.Χ. και ένα πήλινο γυναικείο κεφάλι του πρώιμου 5ου αι. π.Χ.36

8. Άλλα εργαστήρια στη βόρεια Ιωνία

Σε εργαστήριο της βόρειας Ιωνίας έχει αποδοθεί και το άγνωστης προέλευσης και μικρότερο του φυσικού μαρμάρινο άγαλμα του Διονύσερμου που βρίσκεται στο Λούβρο (530-520 π.Χ.).37 Μια νεανική εύσωμη ντυμένη ανδρική μορφή με τους βραχίονες κολλημένους στο σώμα και με το ένα σκέλος προβάλλει ελαφρά προς τα εμπρός.

Ελάσσονος σημασίας είναι και άλλα έργα που αποδίδονται στη βόρεια Ιωνία, όπως ένα μικρό κεφάλι κόρης και μια ένθρονη Κυβέλη, ενώ ανάγλυφα μαρμάρινα λυχνάρια εξάγονταν από τη βόρεια Ιωνία στην κυρίως Ελλάδα, στην Αττική (λυχνάρι με τρεις λεοντοκεφαλές) και στη Θήβα (λυχνάρι με πλούσιο ζωικό διάκοσμο). Οι επαρχιακές χάλκινες μορφές από ένα ιερό Κυβέλης στις ακτές απέναντι από τη Χίο ξεχωρίζουν για την ποικιλία των τύπων: συμπλέγματα ζευγάδων, ζεύγη αντιπάλων, αρματοδρόμοι, Κένταυροι, θαλάσσια όντα, ζώα. Οι βαριές τετράγωνες κυβικές μορφές θυμίζουν άτεχνα πήλινα αγαλματίδια.

Από εργαστήρια χαλκοπλαστικής της Ιωνίας που δεν μπορούν να προσδιοριστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια προέρχονται δύο κούροι με μαλακά λεία σώματα, ένας ήρωας που βαδίζει με δύο λιοντάρια στους ώμους, ένα ξαπλωμένο λιοντάρι και ένα ζευγάρι κριαριών.38

Τα στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι στιγμής δυστυχώς δε μας επιτρέπουν να συνθέσουμε μια πιο ολοκληρωμένη και με εσωτερική συνοχή εικόνα της γλυπτικής παραγωγής της βόρειας Ιωνίας.



1. Croissant, F., Les protomés féminines archaïques, Recherches sur les représentations du visage dans la plastique grecque de 550 à 480 av.J.-C. (BEFAR 250, Paris 1983).

2. Langlotz, E., Studien zur Nordostgriechischen Kunst (Mainz 1975).

3. Για την αρχαϊκή γλυπτική της Φώκαιας βλ. Langlotz, E., “Beobachtungen in Phokaia”, AA (1969), σελ. 377-385· Langlotz, E., Studien zur Nordostgriechischen Kunst (Mainz 1975)· Bodenstedt, F., Phokaisches Elektron-Geld von 600-326 v.Chr. (Mainz 1976)· Croissant, F., Les protomés féminines archaïques, Recherches sur les représentations du visage dans la plastique grecque de 550 à 480 av.J.-C. (BEFAR 250, Paris 1983), σελ. 125-140· Floren, J., Die griechische Plastik 1: Die geometrische und archaische Plastik (Hanbdbuch der Archäologie, München 1987), σελ. 399.

4. Hermary, A., “Les naiskoi votifs de Marseille”, στο Les cultes des cités phocéennes, Actes du colloque international organisé par le Centre Camille-Julian (Aix-en-Provence – Marseille 1999) (Et. Massa. 6, Aix-en-Provence 2000), σελ. 119-133.

5. Παυσ. 7.5.5.

6. Για την αρχαϊκή πλαστική από τις Ερυθρές βλ. Floren, J., Die griechische Plastik 1: Die geometrische und archaische Plastik (Hanbdbuch der Archäologie, München 1987), σελ. 397· Akurgal, E., Griechische und römische Kunst in der Turkei (München 1987), πίν. 59-64.

7. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 5301. Σωζόμενο ύψος 1,80 μ. Akurgal, E., “Neue archaische Skulpturen aus Anatolien”, στο Kyrieleis, Η. (επιμ.), Archaische und klassische griechische Plastik 1 (Mainz 1986), σελ. 1-9, πίν. 1-3.

8. Akurgal, E., Erythrai. An Ancient Ionian City (Izmir 1979), εικ. 6.

9. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 69 και 6779. Bayburtluoglu, C., “Archaische Statuen und Statuenfragmente aus Erythrai”, στο Kyrieleis, Η. (επιμ.), Archaische und klassische griechische Plastik 1 (Mainz 1986), σελ. 193-198, πίν. 80-81.

10. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 6892.

11. Naumann, F., Die Ikonographie der Kybele in der phrygischen und der griechischen Kunst (IstMitt, Beih. 28, Tubingen 1983), σελ. 129, 301, αρ. 54-55, πίν. 17.1-2.

12. Bayburtluoglu, C., Erythrai 2. Terracottas in Erythrai (Ankara 1977).

13. Akurgal, E., Erythrai. An Ancient Ionian City (Izmir 1979), εικ. 9-10. The Anatolian Civilisations 2 (Istanbul 1983) αρ. B 53-55· Αkurgal, E., Griechische und römische Kunst in der Turkei (München 1987), πίν. 63, 73.

14. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 5276.

15. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 5280, 5880.

16. Akurgal, Ε., “Eine ephesische Elfenbeinstatuette aus Erythrai”, στο Lebendige Altertumswisseschaft, Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von H. Vetters (Wien 1985), σελ. 43-49, πίν. 9.

17. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 5284. The Anatolian Civilisations 2 (Istanbul 1983), αρ. B 58.

18. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 8327. The Anatolian Civilisations 2 (Istanbul 1983), αρ. Β 56.

19. Για την αρχαϊκή πλαστική από τη Σμύρνη βλ. Akurgal, E., Alt-Smyrna 1. Wohnschichten und Athenatempel (Ankara 1983)· Floren, J., Die griechische Plastik 1: Die geometrische und archaische Plastik (Hanbdbuch der Archäologie, München 1987), σελ. 398.

20. Akurgal, E., “Zur Entstehung der ostgriechischen Klein- und Grossplastik”, MDAI (I) 42 (1992), σελ. 79-81, πίν. 7-9.

21. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 328· Akurgal, E., Die Kunst Anatoliens von Homer bis Alexander (Berlin 1961), σελ. 279, εικ. 246-247.

22. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 331.

23. Akurgal, E., Die Kunst Anatoliens von Homer bis Alexander (Berlin 1961), σελ. 186, εικ. 140-142.

24. Akurgal, E., Die Kunst Anatoliens von Homer bis Alexander (Berlin 1961), σελ. 187, εικ. 137-139.

25. Κωνσταντινούπολη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. M 2245· Tigrel, G.Y., “Eine silberstatuette aus Nymphaion”, στο Lebendige Altertumswisseschaft, Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von H. Vetters (Wien 1985), σελ. 50-51, πίν. 10.

26. Παρίσι, Λούβρο, αρ. Μα 3380· Akurgal, E., “Bemerkungen zur Frage der örtlichen und zeitlichen Einordnung der griechischen archaischen Grossplastik Kleinasiens”, στο Festschrift fur Nikolaus Himmelmann (Mainz 1989), σελ. 38-39, πίν. 8· Hamiaux, M., Musée du Louvre. Les sculptures grecques 1 (Paris 1992), αρ. 55.

27. Μουσείο Λούβρου, αρ. 3304. Hamiaux, M., Musée du Louvre. Les sculptures grecques 1 (Paris 1992), αρ. 54.

28. Μουσείο Λούβρου, αρ. 3303. Hamiaux, M.,  Musee du Louvre. Les sculptures grecques 1 (Paris 1992), αρ. 52

29. Ηρ. 1.51. Ο θησαυρός αυτός είχε χρησιμεύσει για την τοποθέτηση των αφιερωμάτων μετά την καταστροφή του ναού του Απόλλωνα από πυρκαγιά το 548 π.Χ.

30. Langlotz, E., Studien zur Nordostgriechischen Kunst (Mainz 1975), σελ. 45, 68-72, πίν. 7.1, 16.4.

31. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 381, 889.

32. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 3708. Σωζόμενο ύψος 1,28 μ. Holtzmann, B., “Les sculptures de Claros”, CRAI (1993), σελ. 811-815, εικ. 9-10.

33. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 3504. Μάρμαρο. Σωζόμενο ύψος 1,30 μ. Ηoltzmann, B., “Les sculptures de Claros”, CRAI (1993), σελ. 809-811, εικ. 7-8.

34. Geniere, J. de La, “Sanctuaire d’Apollon à Claros”, CRAI (1996), σελ. 269, εικ. 7· Geniere, J. de La, “CLAROS. Bilan provisoire de dix campagnes de fouilles”, REA 100 (1-2) (1998), σελ. 241, πίν. 12.2.

35. Σμύρνη, Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 3711.

36. Mitchell, St., “The Archaeology in Asia Minor 1990-1998”, AR 45 (1999), σελ. 148-149

37. Παρίσι, Λούβρο, αρ. Μα 3600. Devambez, P.,- Robert, L., “Une nouvelle statue archaïque au Louvre. I-La statue, II-L’inscirption”,  RA (1966.2), σελ. 195-222, πίν. 1-4. Hamiaux, M., Musée du Louvre. Les sculptures grecques 1 (Paris 1992), αρ. 51.

38. Για τα γλυπτά αυτά, βλ. Floren, J., Die griechische Plastik 1: Die geometrische und archaische Plastik (Hanbdbuch der Archäologie (München 1987), σελ. 399-400.