1. Ιστορικό πλαίσιο και πηγές
Οι Γότθοι ήταν φύλα γερμανικής καταγωγής. Κατά το β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψαν τις κοιτίδες τους στις σκανδιναβικές χώρες και εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Βαλτική και μετά στη Μαύρη θάλασσα.1 Εκεί δημιούργησαν ισχυρά κράτη που εκτείνονταν από τον Δον μέχρι τον κάτω Δούναβη, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο για τις επιδρομές τους. Οι μετακινήσεις αυτές είχαν ως συνέπεια την προώθηση άλλων γερμανικών φύλων επί της αρχής του Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.) στα ρωμαϊκά σύνορα, που ασκούσαν μεγάλες πιέσεις στις συνοριακές φρουρές.
Δεν είναι τυχαίο πως οι επιδρομές των Γότθων συμπίπτουν χρονικά με τη μεγάλη κρίση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 3ο αι. μ.Χ. Είναι ενδεικτικό ότι από το 235 μ.Χ. και για τα επόμενα πενήντα χρόνια, είκοσι διαφορετικοί αυτοκράτορες αναρριχήθηκαν στην εξουσία. Αυτοί ήταν κατά κύριο λόγο στρατιωτικοί ηγέτες, δεδομένου ότι ο στρατός είχε πια καταστεί ουσιαστικός ρυθμιστής του status quo στις επαρχίες και το κέντρο. Παράλληλα στη Ρώμη επικρατούσε έντονο πολιτικό παρασκήνιο με ατελείωτες μηχανορραφίες, ενώ η κεντρική διοίκηση έχανε σταδιακά τον έλεγχο των ρωμαϊκών συνόρων. Η τάξη αποκαταστάθηκε πρόσκαιρα στα τέλη του αιώνα με την ήττα των Γότθων το 269 μ.Χ. και τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού.
Το θέμα των γοτθικών εκστρατειών παρουσιάζει δυσκολίες για την έρευνα για δύο λόγους. Πρώτον, οι πηγές που περιγράφουν τα γεγονότα είναι ύστερες, κυρίως βυζαντινές, με αποτέλεσμα να δημιουργούν μεγάλες ασάφειες ως προς τη χρονολόγηση των γεγονότων.2 Δεύτερον, οι καταστροφικές συνέπειες των γοτθικών εκστρατειών οδήγησαν τους μεταγενέστερους αυτούς ιστορικούς, κυρίως το Ζώσιμο και το Σύγκελλο που αναλύουν τα σχετικά γεγονότα, σε υπερβολικές περιγραφές και εκτιμήσεις, κυρίως όσον αφορά το μέγεθος των βαρβαρικών στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων. Στην πλειονότητά τους παρουσιάζουν τους Γότθους ως φύλα με ισχυρές εσωτερικές δομές, ικανές να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Ενδεικτική του κλίματος φόβου που δημιουργούσε η αναφορά στους Γότθους κατά την Ύστερη Αρχαιότητα είναι μια σύγκριση με τις αναφορές των παλιότερων πηγών που κινούνται σε εντελώς διαφορετικό κλίμα. Ο Καίσαρας (1ος αι. π.Χ.) και ο ιστορικός Τάκιτος (περ. 100 μ.Χ.), για παράδειγμα, αναφέρονται μόνο επιγραμματικά στα βαρβαρικά φύλα, θεωρώντας τα προφανώς ακίνδυνους γείτονες των ρωμαϊκών συνόρων.
2. Οι γοτθικές επιδρομές στη Μικρά Ασία3 Από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. άρχισε μια περίοδος γοτθικών επιδρομών στη Μικρά Ασία και τη Βαλκανική, οι οποίες έπληξαν κυρίως τις περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες. Αρχικά οι επιδρομές περιορίζονταν στα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου και στον κάτω Δούναβη. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά μετά την ταπεινωτική ήττα των Ρωμαίων και το θάνατο του αυτοκράτορα Δεκίου το 251 μ.Χ., κατά τη γοτθική επιδρομή στη Θράκη και τη Μυσία. Η επιτυχία αυτή κατέστησε τους Γότθους ιδιαίτερα τολμηρούς, με συνέπεια να ακολουθήσουν φοβερές επιδρομές στη Μικρά Ασία. Ισχυρές πόλεις λεηλατήθηκαν, ενώ ούτε τα πανάρχαια ιερά μπόρεσαν να αποφύγουν το μένος των εισβολέων. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας με ανυπολόγιστο κόστος τόσο σε ψυχολογικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο.
Οι πρώτες εκτεταμένες επιδρομές σε μικρασιατικά εδάφη έγιναν επί αυτοκρατόρων Βαλεριανού (235-260 μ.Χ.) και Γαλλιηνού (253-268 μ.Χ.) και σηματοδότησαν μια περίοδο χάους. Το 253 μ.Χ. οι Γότθοι και οι σύμμαχοί τους επιτέθηκαν από θαλάσσης στη Μικρά Ασία και έφθασαν ως την Έφεσο και τον Πεσσινούντα. Παράλληλα, άλλες γοτθικές ορδές σκόρπισαν τον τρόμο στην Ελλάδα.4 Οι Βορανοί –σύμμαχοι και γείτονες των Γότθων με κοιτίδα στην Αζοφική θάλασσα– ανάγκασαν το Ρωμαίο διοικητή του Βοσπόρου να τους παραχωρήσει το στόλο του. Στη συνέχεια πολιόρκησαν την Πιτυούντα στην Κολχίδα. Η πόλη –υπό την ηγεσία του Ρωμαίου στρατιωτικού διοικητή Σουκκεσιανού (Succesianus)– πρόβαλε γενναία αντίσταση και σώθηκε. Έναν χρόνο αργότερα, οι βάρβαροι πολιόρκησαν ξανά την πόλη. Ο Σουκκεσιανός είχε αποσταλεί στη Συρία από τον αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα η πόλη να γίνει εύκολη λεία στις καταστροφικές διαθέσεις των Γότθων. Μετά την επιτυχή για αυτούς έκβαση των πραγμάτων, οι επιδρομείς έπλευσαν προς την πλούσια Τραπεζούντα, στις ακτές του Πόντου. Η πόλη προστατευόταν από ισχυρά τείχη και διέθετε φρουρά. Παρ’ όλα αυτά, οι Βορανοί εκμεταλλεύτηκαν μια απροσεξία των αμυνομένων, αναρριχήθηκαν στα τείχη και κατέσφαξαν τους κατοίκους. Αφού πήραν πλούσια λάφυρα και αιχμαλώτισαν τους επιζώντες, επέστρεψαν στις κοιτίδες τους.
Η δεύτερη γοτθική εκστρατεία εναντίον της Μικράς Ασίας έγινε το 256 ή 257 μ.Χ.5 Οι Γότθοι, με ενισχυμένο ηθικό από τις επιτυχίες των Βορανών, έπλευσαν με μεγάλο στόλο προς τα μικρασιατικά παράλια. Τα γοτθικά στρατεύματα ακολούθησαν παράλληλη πορεία, κατά μήκος των δυτικών ακτών της Μαύρης θάλασσας. Η Βιθυνία ήταν ένας από τους πρώτους στόχους. Στη θέα των βαρβαρικών ορδών η φρουρά της Καλχηδόνας τράπηκε έντρομη σε φυγή εγκαταλείποντας την πόλη στην τύχη της. Οι Γότθοι την κατέλαβαν εύκολα αποκομίζοντας αμέτρητα λάφυρα. Στη συνέχεια πυρπόλησαν τη Νικομήδεια η οποία είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της και λεηλάτησαν τη Νίκαια, την Κίο, την Απάμεια Μύρλεια και την Προύσα. Η πλούσια Κύζικος σώθηκε χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός, την υπερχείλιση των νερών του ποταμού Ρύνδακος, που δεν επέτρεψε στους εισβολείς να τον διασχίσουν. Οι βάρβαροι ερήμωσαν την υπόλοιπη περιοχή υπό την καθοδήγηση κάποιου Χρυσογόνου, πολίτη της Νικομήδειας. Ο αυτοκράτορας Βαλεριανός δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει τις γοτθικές ορδές και οι επιδρομές έληξαν μόνο όταν οι Γότθοι επέστρεψαν οικειοθελώς στα ορμητήριά τους έχοντας πρώτα αποκομίσει πλούσια λάφυρα.6
Στα χρόνια μετά το 260 μ.Χ., η γοτθική απειλή έκανε και πάλι την εμφάνισή της. Νέα γερμανικά φύλα εγκαταστάθηκαν στη Νότια Ρωσία και το Δούναβη, ενδυναμώνοντας τα βαρβαρικά στρατεύματα. Το 267/268 μ.Χ. οι Γότθοι εμφανίστηκαν στα νότια του ποταμού Δνείστερου με μια στρατιά που όμοιά της δεν είχαν αντικρύσει ως τότε οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας. Το ίδιο ίσχυε για το στόλο. Οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 500 πλοία, ενώ άλλοι ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 2.000. Η τεράστια αυτή δύναμη συνοδευόταν από 320.000 πεζούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εκτιμήσεις των πηγών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Όπως κι αν έχουν πάντως τα πράγματα, η στρατιωτική αυτή δύναμη ήταν η μεγαλύτερη που εισέβαλε στη ρωμαϊκή επικράτεια τον 3ο αι. μ.Χ. Τα γοτθικά πλοία ήταν επανδρωμένα κυρίως με Έρουλους,7 ένα φύλο εξοικειωμένο με τη θάλασσα, ενώ το πεζικό αποτελούνταν κυρίως από γοτθικά φύλα. Άλλοι σύμμαχοι των Γότθων συμμετείχαν σε εκστρατείες εναντίον της Θράκης. Οι βαρβαρικές ορδές λεηλάτησαν ολοσχερώς τη χερσόνησο του Αίμου.8 Μη βρίσκοντας στο δρόμο τους ισχυρό αντίπαλο που θα μπορούσε να τους αντισταθεί, έφθασαν μέχρι την Ιωνία, την Τρωάδα, τη Λυδία και τη Φρυγία. Μεταξύ άλλων κυρίευσαν το Ίλιον, πυρπόλησαν το Αρτεμίσιο της Εφέσου, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, και κατέστρεψαν το περίφημο λατρευτικό άγαλμα της Εφεσίας Αρτέμιδος. Παράλληλα, έκαναν επιδρομές στη Γαλατία και την Καππαδοκία.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το ψυχολογικό κόστος που είχαν οι γοτθικές επιδρομές στους κατοίκους των πόλεων της Μικράς Ασίας. Η απειλή ήταν ορατή ακόμα και για τις πόλεις που βρίσκονταν στην ενδοχώρα και δεν αποτελούσαν θεωρητικά στόχο για τους βαρβάρους. Οι κάτοικοι της Στρατονίκειας για παράδειγμα, υπό το κράτος του τρόμου για τις καταστροφές που έφταναν στα αυτιά τους, ρώτησαν το Δία Παναμάριο αν οι αμαρτωλοί βάρβαροι θα έκαναν επίθεση στην πόλη και την επικράτειά της. Ο θεός τους διαβεβαίωσε ότι δε θα άφηνε την πόλη να πέσει στα χέρια τους, όπως και έγινε.
Η ανησυχία των κατοίκων των πόλεων επιτεινόταν και από το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις οι ρωμαϊκές αρχές στάθηκαν ανήμπορες να αντιδράσουν στην επέλαση των γοτθικών ορδών. Πολλές φορές οι φρουρές εγκατέλειπαν τις πόλεις και οι κάτοικοι τρέπονταν σε φυγή για να σωθούν. Εξαίρεση αποτελούν η Μίλητος, όπου στήθηκαν εσπευσμένα πρόχειρες οχυρώσεις, καθώς και η Νίκαια, τα τείχη της οποίας ενισχύθηκαν στα χρόνια 261-269 μ.Χ.9 Την ηγεσία της άμυνας στη Μίλητο ανέλαβε ο ασιάρχης Μακάριος, ο οποίος κατάφερε να σώσει το Διδυμαίο από τη γοτθική απειλή. Οργανωμένη επίθεση εναντίον των Γότθων σχεδίασε αρχικά ο Οδαίναθος, Άραβας βασιλιάς της Παλμύρας. Προωθήθηκε με τα στρατεύματά του μέχρι την Ηράκλεια του Πόντου, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα γοτθικά στρατεύματα για να επιβιβαστούν στα πλοία τους και να επιστρέψουν στις κοιτίδες τους. Η επιχείρηση πέτυχε μερικώς αλλά τελικά οι Γότθοι κατάφεραν να διαφύγουν μεταφέροντας εκατοντάδες αιχμαλώτους.10 Ο Οδαίναθος δολοφονήθηκε μαζί με έναν από τους γιους του το 266/7 μ.Χ. στην Έμεσα της Συρίας.
Η αποφασιστική σύγκρουση των Γότθων με τις ρωμαϊκές λεγεώνες έγινε στη Ναϊσσό της Άνω Μυσίας. Μάλιστα, ο αρχηγός των Ερούλων Ναυλόβατος προσχώρησε στο ρωμαϊκό στρατό και ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα. Μετά το θάνατο του Γαλλιηνού ο Κλαύδιος Β΄ ανέλαβε την ηγεσία του πολέμου εναντίον των Γότθων. Τα βαρβαρικά στρατεύματα, που βρίσκονταν για πολλούς μήνες μακριά από τις εστίες τους, είχαν πια αποδεκατιστεί από την έλλειψη προμηθειών και τις επιδημίες. Παρόλο που έλαβαν ενισχύσεις από το Δούναβη, ηττήθηκαν οριστικά το 269 μ.Χ. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν τους αιχμαλώτους στο στρατό και τις καλλιέργειες. Ο Κλαύδιος οφείλει την επωνυμία «Γοτθικός» σε αυτή την αποφασιστικής σημασίας στρατιωτική επιτυχία.
Οι βαρβαρικές επιδρομές στην επικράτεια της αυτοκρατορίας συνεχίστηκαν και μετά τη Ναϊσσό, αν και σε μικρότερη έκταση. Στα χρόνια των αυτοκρατόρων Αυρηλιανού (270-275 μ.Χ.) και Τάκιτου (275-276 μ.Χ.), νέες ορδές Γότθων, Αλανών και Σκυθών εισβάλλουν στη Μικρά Ασία και φθάνουν ως την Κιλικία. Η εισβολή αντιμετωπίστηκε με επιτυχία από τον Τάκιτο και τους διαδόχους του Φλωριανό (276 μ.Χ.) και Πρόβο (276-282 μ.Χ.).
Οι πηγές αναφέρουν ότι ακολούθησε περίοδος σχετικής ειρήνης στη Μικρά Ασία.11 H Ρώμη στα ύστερα αυτά χρόνια προχώρησε σε διπλωματικές συνεννοήσεις με τους Γότθους. Δε δίστασε μάλιστα να τους ζητήσει τη συνδρομή τους για να ενισχύσει την άμυνα του ανατολικού συνόρου. Οι Γότθοι από την πλευρά τους ήταν απασχολημένοι με τις επιθέσεις βαρβαρικών φύλων που κατοικούσαν στα σύνορά τους.
Στα πλαίσιο αυτό, η επωνυμία «Γοτθικός» που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284-305 μ.Χ.) είναι αρκετά προβληματική. Οφείλεται άραγε σε κάποια νίκη εναντίον των βαρβάρων στα χρόνια 292-294 μ.Χ. ή του αποδόθηκε για ψυχολογικούς λόγους από τις αρχές των περιοχών που συνόρευαν με την επικράτεια των Γότθων; Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, αν δημιουργήθηκε κάποια ένταση στα χρόνια αυτά, αποτελεί εξαίρεση στο καλό κλίμα που είχε διαμορφωθεί στις σχέσεις των δύο μερών. Μάλιστα, το 296/297 μ.Χ. η ανάγκη περαιτέρω στρατιωτικής ενίσχυσης των ανατολικών συνόρων, εξαιτίας και της δράσης των Σασσανιδών, οδήγησε σε νέα διπλωματική συνεννόηση, η οποία καθόρισε τις σχέσεις Γότθων και Ρώμης μέχρι τα χρόνια του Κωνσταντίνου (306-337). Η συνεννόηση αυτή φυσικά δεν απέκλειε περιστασιακές επιδρομές όταν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, ιδίως στις περιπτώσεις όπου οι Ρωμαίοι έστρεφαν την προσοχή τους σε άλλα στρατιωτικά ή πολιτικά ζητήματα στην Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά μείωσε το γοτθικό κίνδυνο στο ελάχιστο και εξασφάλισε στο ρωμαϊκό στρατό έναν ετοιμοπόλεμο σύμμαχο. Οι Γότθοι από την πλευρά τους, απολαμβάνοντας σχετική ελευθερία, φαίνεται πως ασχολήθηκαν στα χρόνια αυτά με τα εσωτερικά τους ζητήματα.12
1. Σύμφωνα με τη γοτθική παράδοση που καταγράφηκε από το Γότθο ιστοριογράφο Ιορδάνη στα μέσα του 6ου αι. μ.Χ., τα φύλα αυτά κατάγονταν από τη νότια Σκανδιναβία. Από εκεί, πέρασαν με τρία πλοία υπό τις οδηγίες του βασιλιά Μπέριγκ στα νότια παράλια της Βαλτικής, όπου εγκαταστάθηκαν αφού νίκησαν τους Βανδάλους και άλλα γερμανικά φύλα. Αργότερα, ο διάδοχος του Μπέριγκ, ο Φίλιμερ, οδήγησε τους Γότθους στις βόρειες περιοχές της Μαύρης θάλασσας. 2. Σχετικά με τις αναφορές των αρχαίων πηγών στα γεγονότα αυτά βλ. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor (Princeton 1950), σελ. 1566-1568, σημ. 28 και Alfoldi, A., “The movements of the peoples on the Black Sea, Danube and Rhine”, CAH 12 (1939), σελ. 720-723. Οι κυριότερες ύστερες πηγές που αναφέρονται στις γοτθικές επιδρομές είναι οι Ζώσιμος, Σύγκελλος, Ευτρόπιος, Ιερώνυμος, Αμμιανός Μαρκελλίνος και Ορόσιος. Από την άλλη, η Historia Augusta, που χρησιμοποιείται παράλληλα με τις πηγές αυτές για τη χρονολόγηση των γεγονότων, παρουσιάζει τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό ως τύραννο. Στο πλαίσιο αυτό οι γοτθικές επιδρομές ερμηνεύονται ως «απόρροια» της τυραννικής αρχής του. Στο ίδιο κείμενο, οι πληροφορίες σχετικά με τα γεγονότα προέρχονται από ποικίλες πηγές, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν ανομοιομορφίες τόσο ως προς την ποιότητα όσο και ως προς την ποσότητα. 3. Στη φωτοθήκη υπάρχει χάρτης που αναπαριστώνται δυναμικά οι εκστρατείες. 4. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο γοτθικός κίνδυνος χτίστηκαν τείχη στον Ισθμό και τις Θερμοπύλες. Επίσης ανοικοδομήθηκαν τα τείχη της Αθήνας, τα οποία ήταν κατεστραμμένα από την επιδρομή του Σύλλα το 86 π.Χ. , με σκοπό να αντιμετωπιστεί η ενδεχόμενη επιδρομή. 5. Ο Ζώσιμος που παραδίδει τα γεγονότα αυτά αναφέρεται στην εκστρατεία αυτή ως «δεύτερη» (Ζώσ.1.35.2), θεωρώντας πρώτη την εκστρατεία του 253 μ.Χ. 6. Παρ’ όλα αυτά ο αυτοκράτορας έκοψε για προπαγανδιστικούς φυσικά λόγους νομίσματα στην Αντιόχεια το 257 μ.Χ., με την επιγραφή “Victoria Germanica”. Στα χρόνια αυτά οι Ρωμαίοι αποκαλούν ακόμη τους Γότθους «Γερμανούς». Η έκφραση “Victoria Guttica” (ή Gothica) χρησιμοποιήθηκε μόλις επί Κλαυδίου Β΄. 7. Οι Έρουλοι ήταν ένα γερμανικό φύλο. Κοιτίδα των Ερούλων ήταν οι Σκανδιναβικές χώρες, αλλά εγκαταστάθηκαν τελικά στην περιοχή μεταξύ Βαλτικής και Μαύρης θάλασσας. Τον 3ο αι. μ.Χ. έκαναν επιδρομές στις ανατολικές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και λεηλάτησαν την Αθήνα το 267 μ.Χ. 8. Οι Έρουλοι προωθήθηκαν ως την Πελοπόννησο καταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν στο δρόμο τους. Λεηλάτησαν εκτός των άλλων την Αθήνα, τη Σπάρτη, το Άργος και την Κόρινθο. Ο στόλος λεηλάτησε το Βυζάντιο και τη Χρυσόπολη, αλλά πολλά γοτθικά πλοία ναυάγησαν στην Προποντίδα και άλλα αναχαιτίστηκαν από το ρωμαϊκό στόλο. Στα χρόνια αυτά πρέπει να τοποθετηθεί και μια αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψης της Φιλιππούπολης. Στη συνέχεια οι Γότθοι κυρίευσαν την Κασσάνδρα και τη Θεσσαλονίκη. 9. Την ίδια εποχή ενισχύθηκαν με οχυρώσεις διάφορες πόλεις της Μυσίας και της Θράκης, όπως η Νικόπολη, η Τραϊανόπολη, η Μαρκιανόπολη, η Βιζύη. Στα νομίσματα που έκοψαν στα χρόνια αυτά, αναπαριστώνται ισχυρές πύλες. 10. Μεταξύ των αιχμαλώτων αυτών βρίσκονταν ίσως οι πρόγονοι του Ουλφίλα, του ιεραποστόλου των Γότθων. 11. Αμμιαν. Μαρκ. 31.5.17. 12. Κατά την κρατούσα αντίληψη, στα χρόνια αυτά οι Γότθοι χωρίστηκαν σε δύο κλάδους, τους Βησιγότθους, που κατοικούσαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δνείστερου, και τους Οστρογότθους, που ζούσαν στη σημερινή Ουκρανία.
|
|
|