Διοικητική Μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού

1. Εισαγωγή

Όταν ο Διοκλής, στρατιωτικός διοικητής του ιππικού και αρχηγός της σωματοφυλακής του Νουμεριανού, αναγορεύθηκε αυτοκράτορας –μετά τον αιφνίδιο θάνατο του προκατόχου του– παίρνοντας το όνομα Διοκλητιανός, παρέλαβε ένα κράτος σε κατάσταση διάλυσης. Το διοικητικό σύστημα που είχε καθιερωθεί από τον Οκταβιανό Αύγουστο, και το οποίο βασιζόταν στη συνεργασία συγκλήτου και αυτοκράτορα,1 είχε αποβεί ανεδαφικό μετά το έδικτο του Καρακάλλα (Constitutio Antoniniana), που παραχωρούσε τη ρωμαϊκή πολιτεία σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν να ενταθούν οι διαμάχες και οι εμφύλιες συρράξεις, καθώς οι συγκλητικοί δικαιολογημένα αισθάνονταν ότι παραγκωνίζονται, ακόμα και στον τομέα της στρατιωτικής διοίκησης, από μια νέα τάξη επαγγελματιών κρατικών υπαλλήλων που ανήκαν σε χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα αλλά είχαν λάβει κατάλληλη εκπαίδευση. Η κρίση επιδείνωσε δραματικά το βιοτικό επίπεδο, καθώς πολλές από τις επαρχίες είχαν γίνει πεδία μαχών, ενώ στις υπόλοιπες οι διαρκείς υποτιμήσεις του νομίσματος ανέβαζαν τις τιμές των προϊόντων.

Ο Διοκλητιανός αντιλήφθηκε γρήγορα πως έπρεπε να αναμορφώσει το διοικητικό σύστημα, βρίσκοντας λύσεις τόσο σε ζητήματα καταμερισμού της εξουσίας, όσο και στην οικονομική διολίσθηση και εγκαταλείποντας το ξεπερασμένο διοικητικό και οικονομικό μοντέλο του Αυγούστου.


2. Διοικητικές μεταρρυθμίσεις

2.1. Τετραρχία

Το πρώτο ίσως μέλημα του Διοκλητιανού ήταν να διαχωρίσει τη στρατιωτική από την πολιτική εξουσία – μια ενέργεια που δεν ολοκληρώθηκε παρά μόνο μετά το θάνατό του με τη δυναμική διακυβέρνηση του Κωνσταντίνου. Ενώ στην παραδοσιακή ρωμαϊκή διοίκηση τα διοικητικά καθήκοντα ήταν στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών αξιωματούχων, ο Διοκλητιανός άρχισε σταδιακά να απομονώνει τη στρατιωτική διοίκηση, την οποία ασκούσαν στο εξής οι δούκες (duces), από τα διοικητικά αξιώματα, που πέρασαν στα χέρια μιας ειδικά σχηματισμένης και καταρτισμένης τάξης, των iudices. Τελικός του στόχος ήταν η καλύτερη άμυνα της αυτοκρατορίας. Για να το πετύχει όμως αυτό χρειαζόταν και πιο αποτελεσματική διοίκηση, η οποία θα εξασφάλιζε την είσπραξη της φορολογίας και τον ανεφοδιασμό του στρατεύματος. Για να ασκεί καλύτερο έλεγχο, βασίστηκε στην αρχή του καταμερισμού της εξουσίας και της δικαιοδοσίας των αξιωματούχων. Εφάρμοσε μάλιστα το σύστημα αυτό ακόμα και στην ανώτατη εξουσία. Αντί να παραμείνει μονοκράτορας έστεψε συναυτοκράτορα το Μαξιμιανό, ο οποίος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας, ενώ ο ίδιος κράτησε τις ανατολικές επαρχίες.

Πολύ σύντομα, το 293, οι δύο άνδρες αναγόρευσαν καίσαρες δύο επάρχους του πραιτορίου, αποκτώντας έτσι ο καθένας το βοηθό και μελλοντικό του διάδοχο: ο Μαξιμιανός τον Κωνστάντιο Χλωρό και ο Διοκλητιανός το Γαλέριο. Οι τετράρχες ανέλαβαν την επίβλεψη και στρατιωτική διοίκηση των επαρχιών με έδρα τις νέες τετραρχικές πρωτεύουσες, όπου έχτισαν τα ανάκτορά τους: τους Τρεβίους (Augusta Treverorum, σημ. Trier) ο Μαξιμιανός, τη Νικομήδεια ο Διοκλητιανός, τη Θεσσαλονίκη ο Γαλέριος και το Μιλάνο (Μεδιόλανο) ο Κωνστάντιος. Καθένας από αυτούς είχε τη δική του φρουρά και τους δικούς του αξιωματούχους. Ωστόσο τα έδικτα εκδίδονταν από τους δύο συναυτοκράτορες με μνεία του ονόματος των καισάρων τους.

2.2. Διοικητική αναδιάρθρωση – Χωρισμός επαρχιών

Ταυτόχρονα οι επαρχίες επιμερίστηκαν και οι διοικητές των νέων, μικρότερων επαρχιών ήταν άμεσα εξαρτημένοι από τον αυτοκράτορα. Ανήκαν σε μια επαγγελματική τάξη κρατικών υπαλλήλων, ειδικά εκπαιδευμένων και ενταγμένων στην αυλική γραφειοκρατία και ιεραρχία, που αποτελούσαν στην ουσία μια νέα κοινωνική τάξη.

Η λογική της διαίρεσης ήταν η εξής: καθεμία από τις παλιές επαρχίες χωρίστηκε σε δύο τμήματα, το εξωτερικό ή συνοριακό –έντονα στρατιωτικοποιημένο– και το εσωτερικό, το οποίο προστατευόταν μεν από το πρώτο αλλά είχε και την υποχρέωση να φροντίζει για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων. Καθώς όμως ο αυξημένος αριθμός των επαρχιών μπορούσε να δημιουργήσει δυσλειτουργίες, ο Διοκλητιανός εισήγαγε και μια νέα διοικητική κατάτμηση, εκείνη των διοικήσεων. Δημιουργήθηκαν συνολικά δώδεκα διοικήσεις (Ανατολής ή Εώας, Ασίας, Ποντικής, Θράκης, Μοισίας, Παννονίας, Ιταλίας, Γαλλίας, Βιέννας, Βρεττανίας, Ισπανίας και Αφρικής), οι οποίες περιλάμβαναν αρκετές επαρχίες η καθεμία.2 Για τη διακυβέρνηση των διοικήσεων δημιουργήθηκε και ένα νέο αξίωμα, του βικαρίου, ο οποίος καταγόταν από την τάξη των ιππέων.

Η πιο μεγάλη καινοτομία πραγματοποιήθηκε σε σχέση με την Ιταλία, η οποία έχασε το προνόμιο της μη φορολόγησης ως πρώην διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας και μεταβλήθηκε σε μια διοίκηση που περιλάμβανε 12 επαρχίες και είχε πρωτεύουσα το Μιλάνο.3 Η πόλη της Ρώμης και η άμεση διοικητική της περιφέρεια διατήρησαν την ατέλειά τους (αφού άλλωστε δεν παρήγαν αγροτικά προϊόντα), αλλά έπαψαν πια να αποτελούν το κέντρο της αυτοκρατορίας.
Ο καταμερισμός αυτός και η ιεράρχηση των επαρχιών συνοδεύτηκαν από μια αναμόρφωση του ρόλου του επαρχιακού διοικητή. Σύμφωνα με την αντίληψη του Διοκλητιανού, οι διοικητές έπρεπε να ακολουθούν πιστά το νόμο και να έχουν μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων, αλλά όχι και ευρύ πεδίο αυτοσχεδιασμών. Οι βικάριοι των διοικήσεων, αλλά και ο ίδιος ο νόμος, περιόριζαν τις εξουσίες τους. Στα καθήκοντα των διοικητών, εκτός από τη στρατιωτική διοίκηση, που παρέμενε βασικό μέλημά τους, περιλαμβάνονταν η επίβλεψη της βουλής των πόλεων, η εκδίκαση υποθέσεων αστικού χαρακτήρα, η επεξεργασία των αιτήσεων και προσφυγών, η πάταξη του εγκλήματος, οι επισκευές δρόμων, δημόσιων κτηρίων και λιμανιών, η ταχυδρομική υπηρεσία και η φορολογία της επαρχίας, καθήκον το οποίο είχαν προηγουμένως οι προνοητές (procuratores).

Τα μέτρα αυτά, εκτός από την αναδιοργάνωση της αυτοκρατορίας, είχαν ως αποτέλεσμα και τον πλήρη παραγκωνισμό της συγκλητικής τάξης, που έβλεπε να της αφαιρούνται ένα ένα όλα τα προνόμια και οι αρμοδιότητες και να δίνονται πια σε αξιωματούχους χαμηλής κοινωνικής τάξης, κυρίως ιππείς. Οι τελευταίοι είχαν ενταχθεί στην αυλική γραφειοκρατία και ιεραρχία, έβλεπαν την ένταξή τους αυτή ως το μόνο τρόπο κοινωνικής ανόδου και είχαν, επομένως, συμφέρον από τη διατήρηση του συστήματος.

3. Οικονομικές μεταρρυθμίσεις

Το κλειστό και ελεγχόμενο σύστημα διακυβέρνησης που δημιούργησε ο Διοκλητιανός δε θα ήταν βέβαια επιτυχημένο αν δεν ελεγχόταν η οικονομική βάση της αυτοκρατορίας και αν δεν εξασφαλιζόταν ο ανεφοδιασμός των στρατευμάτων. Για το λόγο αυτό ο αυτοκράτορας προχώρησε και σε αναδιοργάνωση των οικονομικών της χώρας.

3.1. Απογραφή

Στο διάστημα 296-297 ο Διοκλητιανός διέταξε τη συστηματική απογραφή των γαιών, των καλλιεργειών, των εκτρεφόμενων ζώων, των κτισμάτων και του πληθυσμού. Με το πέρας αυτού του κολοσσιαίου έργου καταγραφής του ανθρώπινου δυναμικού και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της αυτοκρατορίας έλαβε μια σειρά μέτρων για τον έλεγχο των πηγών αυτών. Ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που ανέπτυξε γνήσια οικονομική σκέψη, αφού συνδύασε την καλλιεργήσιμη γη με τον αριθμό των ανθρώπων που ζούσαν σε αυτή και την καλλιεργούσαν, υπολογίζοντας έτσι την παραγωγικότητα μιας περιοχής. Θεμελίωσε το νέο του φορολογικό σύστημα επάνω σε δύο βασικούς φόρους, την capitatio,4 ένα είδος κεφαλικού φόρου που βάραινε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους της αυτοκρατορίας και κυμαινόταν ανάλογα με τις ανάγκες του κράτους σε είδος ή χρήμα, και τη jugatio,5 ένα φόρο επί της γεωργικής παραγωγής που αντικατέστησε τον παλαιό φόρο επί των γαιών. Η διαφορά ήταν ότι το ποσό του φόρου τώρα δεν αντιστοιχούσε μόνο στην έκταση της γης, αλλά και στην ποιότητα του εδάφους και στο είδος των καλλιεργούμενων προϊόντων.6 Ταυτόχρονα υπήρχαν και οι μικρότεροι φόροι επί της βιοτεχνικής παραγωγής, των εμπορευμάτων και των εισαγωγών και εξαγωγών.

3.2 Φορολογικό σύστημα

Στόχος του Διοκλητιανού δεν ήταν να ελαφρύνει τη φορολογία ούτε να καταργήσει τη στρατιωτική αννώνα, δηλαδή τη φορολογία σε είδος η οποία αποσκοπούσε στην κάλυψη των αναγκών του στρατού, αλλά να κατανείμει τα φορολογικά βάρη με λογική και συνέπεια, αντιμετωπίζοντας τις ατασθαλίες και τις αδικίες της προηγούμενης περιόδου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου κάθε έτους το κράτος θα εξέδιδε τον προϋπολογισμό των αναγκών του, την ινδικτιώνα (indictio), και θα τον κοινοποιούσε στους βικαρίους των διοικήσεων, οι οποίοι με τη σειρά τους θα φρόντιζαν να δημοσιοποιηθεί στις επαρχίες. Στη συνέχεια οι διοικητές των επαρχιών θα φρόντιζαν να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα ποσά, σύμφωνα με τους καταλόγους, και να αποδοθούν σε τρεις δόσεις στην κεντρική κυβέρνηση. Το κράτος είχε δικαίωμα να εκδώσει και ένα συμπληρωματικό προϋπολογισμό (superindictio), αν οι ανάγκες το απαιτούσαν.

Το αδύνατο σημείο του συστήματος ήταν ότι η συλλογή των φόρων και η συγκέντρωση του ποσού αποτελούσαν ευθύνη των βουλευτών και της ανώτερης τάξης των πόλεων, οι οποίοι πολύ συχνά βρίσκονταν υπόλογοι και διώκονταν ποινικά ή αναγκάζονταν να συνεργήσουν με τους πολίτες και να αποκρύψουν στοιχεία, προκειμένου να μειώσουν τα αποδιδόμενα ποσά. Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε αρνητικό τόσο για το κρατικό ταμείο, αφού διαπιστώθηκε ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι αρχικές εκτιμήσεις δεν ήταν ρεαλιστικές, γιατί δε λάμβαναν υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα και την τάση για φοροδιαφυγή, όσο και για τους θεσμούς διακυβέρνησης των πόλεων, αφού η άρχουσα τάξη τους, που αποτελούσε και το συνδετικό τους ιστό, άρχισε να αισθάνεται ανασφαλής και να αποφεύγει την ανάληψη δημόσιων αξιωμάτων στο πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Από την άλλη μεριά, η επιτυχημένη καινοτομία του συστήματος ήταν το ότι η πληρωμή των φόρων μπορούσε να γίνει είτε σε χρήμα είτε σε είδος – και μάλιστα σε οποιοδήποτε είδος ήταν χρήσιμο για τις ανάγκες του κράτους. Το γεγονός αυτό βοήθησε την οικονομία να ανακάμψει γρήγορα από τις πληγές της υποτίμησης.

3.3. Αντιπληθωριστικά μέτρα

Επίσης ο αυτοκράτορας μερίμνησε για τον έλεγχο των τιμών. Το 301 εξέδωσε ένα «Διάταγμα περί των ανώτατων τιμών» (Edictum de maximis pretiis), το οποίο στόχευε να βάλει φραγμό στις ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις των προϊόντων. Το έδικτο, που ήταν πολύ λεπτομερές και αναλυτικό, αναγράφηκε δημοσίως σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας, ορίζοντας το ποσό το οποίο δε θα έπρεπε να ξεπερνά η τιμή των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζονταν και τα ανώτατα ημερομίσθια ή οι αμοιβές των τεχνιτών και όσων παρείχαν υπηρεσίες.7

3.4. Νομισματικές και κοινωνικές μεταβολές

Ο Διοκλητιανός έλαβε και άλλα μέτρα για τον περιορισμό του πληθωρισμού, όπως την κοπή νέων νομισμάτων. Συγκεκριμένα, αύξησε την περιεκτικότητα του χρυσού νομίσματος (από 70-72 χρυσά ανά ρωμαϊκή λίβρα σε 60 ανά ρωμαϊκή λίβρα), δημιουργώντας παράλληλα ένα νέο νόμισμα, τον multiplus. Αντικατέστησε τους επάργυρους αντωνινιανούς με αμιγώς αργυρά νομίσματα, τα δηνάρια, που προϋπήρχαν αλλά είχαν χάσει την αρχική τους αξία (σε αναλογία περίπου 96 νομίσματα ανά λίβρα). Το σημαντικότερο βήμα όμως ήταν η εισαγωγή ενός νέου χάλκινου νομίσματος που ονομάστηκε φόλλις. Μία φόλλις ζύγιζε περίπου 10 γραμμάρια. Το ριζοσπαστικό στοιχείο ήταν ότι εκδιδόταν από όλα τα «κρατικοποιημένα» νομισματοκοπεία με τον ίδιο τύπο, ήταν δηλαδή η πρώτη απόπειρα εισαγωγής ενιαίου κρατικού νομίσματος. Οι νομισματικές αυτές αλλαγές συνέβησαν στα τέλη της δεκαετίας του 280 και έως τα μέσα της δεκαετίας του 290.8

Τέλος, ένα μέτρο του Διοκλητιανού που είχε αρχικά οικονομικά κίνητρα αλλά έλαβε πολύ σύντομα και κοινωνικές διαστάσεις ήταν ο φραγμός στις ανεξέλεγκτες μετοικεσίες και στην αλλαγή επαγγέλματος. Έτσι, οι τεχνίτες άρχισαν να είναι δεμένοι με το επάγγελμά τους, που έγινε επάγγελμα διά βίου και συχνά κληρονομικό, ενώ οι αγρότες άρχισαν να θεωρούνται δεμένοι με τη γη που καλλιεργούσαν. Τέθηκαν με τον τρόπο αυτό οι βάσεις της μεσαιωνικής οικονομικής και κοινωνικής δομής, που χαρακτηριζόταν από τις λειτουργίες των συντεχνιών για τα εμπορικά και βιοτεχνικά επαγγέλματα και από τη στενή σύνδεση των καλλιεργητών με ένα συγκεκριμένο κομμάτι γης.9

4. Αποτίμηση μεταρρυθμίσεων: Οι απαρχές της μεσαιωνικής κοινωνίας

Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού επηρέασαν συνολικά την αυτοκρατορία. Η διοικητική αναδιάρθρωση δημιούργησε τις εδαφικές βάσεις για το μετέπειτα χωρισμό κρατών στη μεσαιωνική και νεότερη Ευρώπη. Ο θεσμός της τετραρχίας ήταν ένα διοικητικό πείραμα που διευκόλυνε την άμυνα της αυτοκρατορίας, επιτυχημένο όσο την ανώτατη αρχή είχε ο ίδιος ο Διοκλητιανός. Μετά την παραίτησή του όμως αποδείχθηκε τροχοπέδη για την αυτοκρατορία, καθώς άρχισαν ξανά οι δυναστικές διαμάχες εξαιτίας κυρίως των φιλοδοξιών του γιου του Κωνσταντίου Χλωρού, ο οποίος κατέλυσε τελικά το τετραρχικό σύστημα και επανέφερε τη μοναρχία, εγκαινιάζοντας τη δυναστεία των Νεοφλαβίων. Στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, οι φραγμοί που επιβλήθηκαν με την απαγόρευση μετακινήσεων και αλλαγής επαγγέλματος συντέλεσαν στη δημιουργία της μεσαιωνικής, φεουδαρχικού τύπου, κοινωνίας. Οι προσπάθειες μείωσης του πληθωρισμού, όπως το έδικτο περί των τιμών, ήταν θετικές, αν και οι πολέμιοι του Διοκλητιανού, όπως ο ρήτορας Λακτάντιος, καταδίκασαν το μέτρο γιατί έφερε, όπως έλεγαν, τα αντίθετα αποτελέσματα, εξαφανίζοντας τα προϊόντα από την αγορά. Ωστόσο οι νομισματικές μεταβολές και η αποδοχή της φορολογίας και σε είδος και σε χρήμα έκαναν την οικονομία βιώσιμη για αρκετούς ακόμη αιώνες. Τέλος, η κοπή ενιαίου νομίσματος ήταν μια καινοτομία που βελτίωσε την εικόνα του ενιαίου κράτους που ήθελε να δημιουργήσει ο Διοκλητιανός.



1. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι επαρχίες χωρίζονταν σε αυτοκρατορικές, όπου οι αξιωματούχοι διορίζονταν από τον αυτοκράτορα, ο οποίος εισέπραττε και τις προσόδους από αυτές, και συγκλητικές, όπου οι αξιωματούχοι προέρχονταν από την τάξη των συγκλητικών, οι οποίοι νέμονταν και τις προσόδους. Σε όλες τις επαρχίες υπήρχαν προνοητές (procuratores), οι οποίοι κατάγονταν από την τάξη των ιππέων και ήταν υπόλογοι απευθείας στον αυτοκράτορα.

2. Σε κάποιο βαθμό, τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά εδάφη, οι διοικήσεις αυτές αντιστοιχούν στα όρια των σημερινών εθνικών κρατών.

3. Στην περίοδο αυτή ανάγεται ο πρώτος κατακερματισμός της Ιταλίας, που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Η ιταλική ενοποίηση επιτεύχθηκε μόλις το 1861.

4. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. NPauly (1997), σελ. 970-971, βλ. λ. “Capitatio-iugatio, Verfahren zur Ermittlung der Steuerlast” (E. Pack), και NPauly (1997), σελ. 970-972, βλ. λ. “Capitatio, die Kopfsteuer der späten römischen Kaiserzeit” και “Kapitatio, der Kopfsteuer der späten Kaiserzeit” (G. Schiemann). Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η μονάδα για τον υπολογισμό του capitatio ήταν το caput. Κάθε ενήλικος άνδρας της οικογένειας αποτελούσε ένα caput, οι γυναίκες μισό, ενώ στον τελικό προσδιορισμό συνυπολογίζονταν και οι σκλάβοι ή άλλα φιλοξενούμενα πρόσωπα. Όσοι ήταν πάνω από 65 ετών εξαιρούνταν από το φόρο αυτό. Ένα πολύ φτωχό νοικοκυριό μπορούσε να συνενωθεί με άλλο για να φορολογηθούν, ώστε να αποτελέσουν ένα caput, ενώ αντίθετα τα πλουσιότερα νοικοκυριά περιλάμβαναν περισσότερα capita. Βλ. Williams, S., Diocletian and the Roman Recovery (New York – London 1996), σελ. 110. Ωστόσο υπήρχαν κατά τόπους διαφορές, που οφείλονταν στις τοπικές παραδόσεις και αντιλήψεις. Για παράδειγμα, στη Δαλματία οι γυναίκες αποτελούσαν ολόκληρο caput, ενώ στην Αίγυπτο δε συνυπολογίζονταν στο νοικοκυριό.

5. Για περισσότερες πληροφορίες βλ.  NPauly (1997), σελ. 970-971, βλ. λ. “Capitatio-iugatio, Verfahren zur Ermittlung der Steuerlast” (E. Pack).

6. Η λέξη jugatio προέρχεται από το jugerum, που αποτελoύσε μονάδα μέτρησης επιφάνειας γης και ισοδυναμούσε με το 1/8 του στρέμματος. Επί Διοκλητιανού μονάδα μέτρησης έγινε το jugum, με το οποίο υπολογιζόταν η επιφάνεια γης σε συνάρτηση με την ποιότητα του εδάφους και το είδος της καλλιέργειας. Έτσι, στη Συρία ένα jugum ισοδυναμούσε με 5 jugera αμπελώνων, 20 jugera εύφορης καλλιεργήσιμης γης, 40 ή 60 jugera λιγότερο εύφορης γης και 450 perticae ελαιώνων χαμηλής απόδοσης ή 225 perticae ελαιώνων υψηλής απόδοσης.

7. Το έδικτο του 301 ήταν το πρώτο δημόσιο έγγραφο που επιχειρούσε να ενοποιήσει τις τιμές σε όλη την αυτοκρατορία. Παρόμοια έδικτα είχαν εκδώσει και άλλοι αυτοκράτορες στο παρελθόν, όπως ο Αδριανός, αλλά είχαν ισχύ τοπική. Περισσότερα για το έδικτο βλ. Frank, T., An Economic Survey of Ancient Rome (Baltimore 1940)· Michell, H., "The Edict of Diocletian: A Study of Price Fixing in the Roman Empire", Canadian Journal of Economics and Political Science (1947, ανατ.)· Giacchero, M., Edictum Diocletiani ei collegarum de pretiis rerum venalium (Genoa 1974).

8. Για τα νομίσματα της εποχής του Διοκλητιανού βλ. Cahn, H.A., Monnaies de l’epoque de Diocletien (Bale 1954)· Depeyrot, G., Le Bas-Empire romain: economie et numismatique (Collection des Hesperides, Paris 1987). Από τις πιο εμπεριστατωμένες μελέτες για χρυσά νομίσματα, αλλά και για το ιστορικό υπόβαθρο, είναι το Lukanc, I., Diocletianus: der römische Kaiser aus Dalmatien (Wetteren 1991).

9. Αποφεύγεται εδώ η χρήση του όρου φεουδαρχία, αφού αυτός χρησιμοποιείται στη Δύση αλλά δε γίνεται δεκτός από όσους μελετούν τις βυζαντινές και ανατολικές δομές. Η ειδοποιός διαφορά ήταν ότι η εξουσία του γαιοκτήμονα επί των δουλοπαροίκων του στη Δύση ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στην Ανατολή, όπου ο καλλιεργητής εξακολουθούσε να διατηρεί μια σχετική αυτονομία, τόσο οικονομική όσο και διοικητική.