1. Εισαγωγή
Ο Γάιος Αυρήλιος Βαλέριος Διοκλητιανός γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 2441 στη Δαλματία, μάλλον στην πόλη Σάλονα, και πέθανε το 316 στην αυτοκρατορική του βίλλα στο Σπαλάτο, σημερινό Σπλιτ, κοντά στη γενέτειρά του. Ενώ αρκετοί σύγχρονοί του αλλά και μεταγενέστεροι συγγραφείς, όπως ο Λακτάντιος, ο Αυρήλιος Βίκτωρ, ο Λιβάνιος, ο Ευτρόπιος, ο Μαλάλας αλλά και ο Θεοφάνης, δίνουν πληροφορίες για το Διοκλητιανό, οι απόψεις που παρουσιάζουν είναι συχνά αντικρουόμενες με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση. Για την καταγωγή και την παιδική του ηλικία δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε. Βέβαιο είναι ότι προερχόταν από φτωχή και ταπεινή οικογένεια. Ίσως ο πατέρας του να εξασκούσε το επάγγελμα του γραφέα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν ότι στα παιδικά του χρόνια ονομαζόταν Διοκλής, έφερε δηλαδή ένα συνηθισμένο ελληνικό όνομα.2
Δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για τη σύζυγό του Πρίσκα, ξέρουμε όμως ότι μαζί της απέκτησε το μόνο φυσικό του παιδί, την κόρη του Βαλέρια, την οποία πάντρεψε αργότερα με τον καίσαρα και μελλοντικό του διάδοχο, Γαλέριο. Ενώ η Πρίσκα δεν πήρε ποτέ τον τίτλο της αυγούστας, η Βαλέρια ονομάστηκε Augusta και Mater castrorum. Η Βαλέρια δεν απέκτησε ποτέ δικά της παιδιά, αλλά υιοθέτησε το νόθο γιο του Γαλέριου, Κανδιδιανό. Μετά το θάνατο του Γαλέριου ο σφετεριστής Μαξιμίνος Δάια εξόρισε μητέρα και κόρη στη Συρία. Το 315, κατά τη διάρκεια του δυναστικού ανταγωνισμού, ο Λικίνιος εκτέλεσε τις δύο γυναίκες και τον Κανδιδιανό.3 Εκτός από τη φυσική του οικογένεια, ο Διοκλητιανός είχε υιοθετήσει το συστρατιώτη του Μαξιμιανό, έτσι ώστε να μπορέσει να τον κάνει συναυτοκράτορα.
2. Δράση
Ο Διοκλητιανός ακολούθησε από νωρίς στρατιωτική καριέρα. Σύμφωνα με τη Historia Augusta μπήκε στο στράτευμα μετά τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Γαλλιηνού, όταν αναβαθμίστηκε ο ρόλος του ιππικού, που ήταν επανδρωμένο κυρίως από Δαλματούς. Υπήρξε ένας από τους σημαντικούς στρατηγούς του Πρόβου. Έγινε δούκας της Μοισίας, στη περιοχή του Δούναβη, και στη συνέχεια αρχηγός της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής και μάλλον πήρε μέρος στην περσική εκστρατεία του διαδόχου του, Κάρου. Ο Κάρος σκοτώθηκε και ο γιος του Νουμεριανός, που πήρε την εξουσία από κοινού με τον αδελφό του Καρίνο, οδήγησε το στράτευμα σε τακτική υποχώρηση, βρέθηκε όμως νεκρός στο φορείο του το Νοέμβριο του 284.4 Ο Διοκλητιανός κατηγόρησε για τη δολοφονία τον Άπερ, πεθερό του νεκρού, και τον φόνευσε επιτόπου.5
Στις 20 του ίδιου μήνα ο στρατός ανακήρυξε το Διοκλητιανό αυτοκράτορα. Ωστόσο υπήρξαν υπόνοιες ότι και ο ίδιος ο Διοκλητιανός δεν ήταν άμοιρος ευθυνών για το θάνατο του Νουμεριανού. Γι’ αυτό το λόγο ίσως και η Αίγυπτος, πιστή στο Νουμεριανό, αντιστάθηκε στο Διοκλητιανό, ενώ η Μικρά Ασία και η Συρία δέχτηκαν αμέσως το νέο αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός δεν πήγε στη Ρώμη για να ζητήσει επίσημη στέψη από τη σύγκλητο, όπως συνηθιζόταν, αλλά παρέμεινε στην Ιλλυρία για να αντιμετωπίσει το γερμανικό κίνδυνο. Με την πράξη του αυτή έδειξε ότι μετέθετε το κέντρο βάρους της διοίκησης από ένα αυλικό περιβάλλον στο πεδίο των μαχών. Την επόμενη χρονιά στο Μάργο της Παννονίας ο Διοκλητιανός συνέτριψε τον Καρίνο, γιο του Κάρου και αδελφό του Νουμεριανού. Αμέσως μετά έκανε συναυτοκράτορα τον παλιό συμπολεμιστή και φίλο του, Μαξιμιανό, και τον έστειλε στη Βρετανία και τη Γαλατία για να καταστείλει την εξέγερση των Μπαγκάουντε. Συνεχίστηκε έτσι μια νοερή διαίρεση της αυτοκρατορίας σε ανατολικό και δυτικό τμήμα, με το Μαξιμιανό υπεύθυνο για τη Δύση και το Διοκλητιανό για την Ανατολή. Οι αδυναμίες του αμυντικού συστήματος όμως, που θα κατέρρεε σε περίπτωση ταυτόχρονης πολεμικής δραστηριότητας στα δύο κύρια μέτωπα, το περσικό και το γερμανικό, ανάγκασαν το Διοκλητιανό και το Μαξιμιανό να προβούν σε σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, θεσπίζοντας ένα νέο διοικητικό σύστημα, αυτό της τετραρχίας.
Έτσι, το 293 αναγόρευσαν καίσαρες δύο επάρχους του πραιτωρίου, ο Μαξιμιανός το Μ. Φλάβιο Βαλέριο Κωνστάντιο ή Κωνστάντιο Χλωρό, και ο Διοκλητιανός το Γ. Γαλέριο Βαλέριο Μαξιμιανό ή απλώς Γαλέριο. Ο Διοκλητιανός έλπιζε ότι με αυτόν τον καταμερισμό της εξουσίας θα διασφαλιζόταν η σταθερότητα της ρωμαϊκής αρχής και θα σταματούσε η διαρκής εναλλαγή αυτοκρατόρων που είχε ταλαιπωρήσει το κράτος κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η τετραρχία αποδείχτηκε αποτελεσματική λύση, τουλάχιστον όσο η εξουσία βρισκόταν στα χέρια ισχυρών ανδρών όπως ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Το 303 όμως, και ενώ είχε διανύσει μια επιτυχημένη πορεία ως αυτοκράτορας για ακριβώς είκοσι χρόνια, ο Διοκλητιανός αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση του αυγούστου και έπεισε και το Μαξιμιανό να κάνει το ίδιο. Αυτή ήταν μια πρωτοφανής ενέργεια, αφού το αυτοκρατορικό αξίωμα ήταν ισόβιο και, στις περισσότερες περιπτώσεις, κληρονομικό. Οι δύο αύγουστοι όμως παραιτήθηκαν την 1η Μαϊου του 305 και στη θέση τους στέφθηκαν αύγουστοι οι πρώην καίσαρες, Κωνστάντιος και Γαλέριος, ορίζοντας ως νέους καίσαρες τους γιους τους, Κωνσταντίνο και Λικίνιο αντίστοιχα. Ο Διοκλητιανός αποσύρθηκε στο παλάτι που είχε χτίσει για λογαριασμό του στο Σπαλάτο της Δαλματίας.
3. Στρατιωτικές επιχειρήσεις
Το κύριο και άμεσο μέλημα του Διοκλητιανού ήταν η ενίσχυση της άμυνας της αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό δεν προέβη σε ριζική αναδιάρθρωση του στρατού, αλλά διατήρησε και ενίσχυσε το στρατιωτικό σύστημα όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από την εποχή των Σεβήρων, κάνοντας ωστόσο αναγκαίες καινοτομίες.
Η σημαντικότερη από αυτές ήταν η ίδρυση κρατικών εργαστηρίων κατασκευής οπλισμού. Θεωρείται ότι στο τέλος της τετραρχίας η αυτοκρατορία αριθμούσε περίπου σαράντα τέτοια εργαστήρια.6 Ο στρατός θα πρέπει να αυξήθηκε αριθμητικά και να ξεπέρασε τις 350.000 άντρες. Δημιουργήθηκαν νέες λεγεώνες, στις οποίες δόθηκαν ονόματα όπως Ιοβία, Ερκουλία, Διοκλητιανή, Μαξιμιανή.7 Εκτός από το μόνιμο στράτευμα, ο Διοκλητιανός δημιούργησε και το θεσμό των limitanei, δηλαδή αντρών που κατοικούσαν στη μεθόριο και είχαν οπλισμό, έτσι ώστε να συμμετέχουν στην άμυνα του κράτους σε καιρό πολέμου, ενώ σε καιρό ειρήνης ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης και άλλες βιοποριστικές εργασίες.8
Αρχικά ο Διοκλητιανός παρέμεινε στο μέτωπο του Δούναβη, πολεμώντας τους Σαρμάτες. Το 286 έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολή και στο περσικό μέτωπο, καταφέρνοντας να κλείσει μια συνθήκη ειρήνης με το Σασσανίδη Βαχράμ, ο οποίος παραχώρησε στους Ρωμαίους τον έλεγχο της βόρειας Μεσοποταμίας και τη δυνατότητα να επιλέγουν εκείνοι το βασιλιά της Αρμενίας. Το 288 εξεστράτευσε μαζί με το Μαξιμιανό εναντίον των Αλαμανών στη Ραιτία και κατάφερε να τους εκδιώξει, αλλά την επόμενη χρονιά αναβίωσε ο σαρματικός κίνδυνος, τον οποίο αντιμετώπισε με επιτυχία. Το 289 στη Συρία αναφάνηκε νέος κίνδυνος, οι Σαρακηνοί, και ο Διοκλητιανός τους καταπολέμησε. Για τις αμυντικές ανάγκες της αυτοκρατορίας ο Διοκλητιανός ήταν αναγκασμένος να διαμένει σχεδόν μόνιμα στην Ανατολή, κινούμενος ανάμεσα στο Σίρμιο και τη Νικομήδεια, όπου υπήρχαν αυτοκρατορικές κατοικίες. Οι τέσσερις άνδρες αγωνίστηκαν σκληρά τα πρώτα χρόνια να καταπολεμήσουν εξεγέρσεις στη Γαλλία, τη Βρετανία και την Αίγυπτο. Το 293 όμως αναβίωσε ο περσικός κίνδυνος, καθώς στο θρόνο των Σασσανιδών ανέβηκε ένας δυναμικός βασιλιάς, ο Ναρσής, και η σύγκρουση ήρθε τελικά το 298. Ο Ναρσής ηττήθηκε από το Γαλέριο, στρατηγό της εκστρατείας, ο οποίος κατέλαβε την περσική πρωτεύουσα Κτησιφώντα. Οι Πέρσες συνθηκολόγησαν, χάνοντας οριστικά τη Μεσοποταμία και τον έλεγχό τους επάνω στην Αρμενία. Με την ήττα των Περσών και την οριστική πάταξη εσωτερικών εξεγέρσεων, η αυτοκρατορία μπορούσε να απολαύσει και πάλι μια περίοδο ειρήνης.
4. Διοικητικά και οικονομικά μέτρα του Διοκλητιανού
Εκτός από τις επιτυχίες του στα πεδία της μάχης όμως, ο Διοκλητιανός θέλησε να προβεί και σε διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα ανακούφιζαν συνολικά τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας, θα βοηθούσαν στην οικονομική ανάκαμψη και θα οδηγούσαν στον περιορισμό των εσωτερικών εξεγέρσεων, που ταλαιπωρούσαν την αυτοκρατορία. Διοικητικά, δημιούργησε το σύστημα της τετραρχίας και περιόρισε το ρόλο της παραδοσιακής αριστοκρατίας ενισχύοντας μια νέα κατηγορία αυλικής γραφειοκρατίας που απαρτιζόταν από αξιωματούχους. Επιπλέον, αναδιάρθρωσε το σύστημα των επαρχιών.
Στο χώρο της οικονομίας, ο Διοκλητιανός προέβη σε μια συστηματική απογραφή πληθυσμών και γαιών της αυτοκρατορίας (μεταξύ των ετών 296-297) και, στη συνέχεια, εξέδωσε το 301 ένα διάταγμα με το οποίο επιδίωκε να βάλει φραγμό στον πληθωρισμό. Ταυτόχρονα έκοψε νέο νόμισμα, πιο σταθερό από τα υποτιμημένα παλαιότερα. Επέβαλε όμως και αυστηρούς περιορισμούς, ιδιαίτερα για τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις: απαγόρευε σε επαγγελματίες να αλλάζουν το επάγγελμά τους και στους αγρότες να εγκαταλείπουν τη γη τους. Τα μέτρα του είχαν κάποιο αποτέλεσμα, έστω και πρόσκαιρο.
5. Θρησκευτική πολιτική
Ως στρατιωτικός, ο Διοκλητιανός ήταν συντηρητικός και μπορούσε να αντιληφθεί την ενότητα της αυτοκρατορίας μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής θρησκείας. Παρά το γεγονός ότι η γυναίκα και η κόρη του ήταν χριστιανές, ο ίδιος παρέμεινε εθνικός. Υιοθέτησε την παλιά ρωμαϊκή πρακτική της σύνδεσης με ένα θεό, που αποτελούσε το βήμα πριν από τη θεοποίηση του αυτοκράτορα. Έτσι ο ίδιος πήρε τον τίτλο Jovius, δηλαδή Δίιος, συνδεόμενος με το Δία, ενώ ο συναύγουστός του Μαξιμιανός πήρε τον τίτλο Herculius, δηλαδή Ηράκλειος, συνδεόμενος με τον Ηρακλή. Φαίνεται πως ο ίδιος ο Διοκλητιανός προτιμούσε θεότητες που συμβόλιζαν αξίες, όπως η Νέμεση, ή στρατιωτικές-ηγεμονικές θεότητες όπως ο Άρης (Mars) ή ο Ήλιος (Sol).9
Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του δε φαίνεται να τον απασχόλησε ιδιαίτερα το ζήτημα των άλλων θρησκειών της αυτοκρατορίας. Το 303 ωστόσο, έπειτα από μια πυρκαγιά στη Νικομήδεια, που οφειλόταν μάλλον σε εμπρησμό, η οργή του ξέσπασε εναντίον των χριστιανών. Θέσπισε νομοθετικά μέτρα κατά του χριστιανισμού και υπέρ της ενίσχυσης των παραδοσιακών λατρειών και εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως διωγμός του Διοκλητιανού.
6. Κτίσματα
Εκτός από την οικονομική, διοικητική και θρησκευτική αναγέννηση της αυτοκρατορίας, ο Διοκλητιανός ανέλαβε και την οικοδόμηση ή επισκευή σημαντικών δημόσιων οικοδομημάτων, ένα συνηθισμένο καθήκον παλαιότερων αυτοκρατόρων, το οποίο όμως είχε παραγκωνιστεί εξαιτίας των δυναστικών κρίσεων των μέσων του 3ου αιώνα. Οι πόλεις που επωφελήθηκαν περισσότερο από τα οικοδομικά προγράμματα του αυτοκράτορα ήταν η αυτοκρατορική πρωτεύουσα Νικομήδεια,10 όπου χτίστηκε το αυτοκρατορικό παλάτι, τα Σάλονα, όπου χτίστηκε η αυτοκρατορική κατοικία, και η Ρώμη, όπου ο Διοκλητιανός έχτισε τα περίφημα λουτρά που φέρουν το όνομά του και επισκεύασε την Ιουλιανή βασιλική, που είχε σχεδόν καταστραφεί.11
Από τα κτίσματα αυτά το περισσότερο μελετημένο είναι ίσως η αυτοκρατορική κατοικία κοντά στα Σάλονα, στο παραλιακό Σπαλάτο ή Ασπαλάθο (σημερινό θέρετρο των δαλματικών ακτών Σπλιτ). Πρόκειται για ένα οχυρωμένο κτηριακό συγκρότημα, που συνδύαζε τα χαρακτηριστικά της βίλας με αυτά του κάστρου. Πλησίον της κατοικίας υπήρχε και το μαυσωλείο του Διοκλητιανού. Σήμερα σώζονται τμήματα του κτηρίου, καθώς τρεις χριστιανικές βασιλικές, μεταξύ αυτών και ο καθεδρικός ναός του Σπαλάτο, ενσωμάτωσαν το μεγαλύτερο μέρος του συγκροτήματος.12
7. Κρίσεις και αποτιμήσεις
Ο Διοκλητιανός, από την αρχή του αυτοκρατορικού του αξιώματος, έκανε σαφές ότι ήθελε να επιβάλει ένα νέο ηγεμονικό πρόσωπο, που θα βασιζόταν στην εικόνα του δίκαιου και ανιδιοτελούς –και για το λόγο αυτό αποτελεσματικού– αυτοκράτορα. Ο ρόλος του στρατού αναβαθμίστηκε κατά τη διάρκεια της αρχής του, ενώ αντίθετα υποβαθμίστηκε αυτός της ρωμαϊκής συγκλήτου. Με το σύστημα της τετραρχίας έκανε σαφή την ανάγκη καταμερισμένης και πιο αποτελεσματικής εξουσίας. Τα οικονομικά του μέτρα από την άλλη μεριά έδειξαν ότι η αυτοκρατορία είχε ανάγκη από μια εύρωστη οικονομία και μια πολιτική λιτότητας, αν επρόκειτο να επιβιώσει. Σε γενικές γραμμές, και παρά το μίσος που έτρεφαν για το πρόσωπό του οι χριστιανοί ιστοριογράφοι όπως ο Λακτάντιος, ο Διοκλητιανός ήταν αυτός που έβγαλε την αυτοκρατορία από τη μεγάλη κρίση του 3ου αιώνα και κατάφερε να εξυγιάνει το στρατό, την οικονομία και τη διοίκηση. Με τα μέτρα του έγινε ο αρχιτέκτονας ενός νέου τύπου αυτοκρατορίας, η οποία κατάφερε να επιβιώσει για έναν ακόμα αιώνα άθικτη, κληροδοτώντας πολλά στοιχεία της στο πρώιμο Βυζάντιο. Ταυτόχρονα όμως έγινε και ο αρχιτέκτονας μιας νέου τύπου μοναρχίας, βάζοντας τις βάσεις του δεσποτισμού. Χαρακτηριστικό ήταν ότι ο τίτλος που ο ίδιος προτιμούσε για τον εαυτό του ήταν dominus noster (ο δεσπότης μας) και όχι princeps ή imperator όπως οι προηγούμενοι αυτοκράτορες. Ωστόσο, η δημιουργία μιας ισχυρής κρατικής γραφειοκρατίας με ανθρώπους ειδικευμένους μεν, αλλά με περιορισμένες δικαιοδοσίες και ακόμα στενότερους πνευματικούς ορίζοντες, και οι απαγορεύσεις που επέβαλε, προκειμένου να εξυγιάνει την οικονομία, έθεσαν τις βάσεις για τη διαμόρφωση των κοινωνικών και οικονομικών δομών του Μεσαίωνα, που χαρακτηρίζονταν από συντηρητισμό, έλλειψη πρωτοτυπίας και καταπίεση για το μέσο άνθρωπο.
1. Οι παλαιότεροι ερευνητές, όπως ο Seston, W., Diocletien et la Tetrarchie (Paris 1946) θεωρούσαν πιθανότερη χρονολογία γέννησης του Διοκλητιανού το 241. Η νεότερη ιστοριογραφία όμως, ιδιαίτερα αυτή των αγγλοσαξωνικών κρατών, έχει προτείνει και τη χρονολογία 245. Ωστόσο, σύμφωνα με τον πάπυρο της Πανόπολης P.Beatty Panopolis 2.162, η ορθότερη χρονολογία πρέπει να θεωρείται το 244. Βλ. Cameron, A., The Later Roman Empire (Cambridge – Mass 1987), σελ. 30-47· Williams, S., Diocletian and the Roman recovery (NY - London1996). 2. Το πλήρες όνομά του Διοκλητιανού, C. Aurelius Valerius Diocletianus, διασώζει η λατινική επιγραφή CIL III, 22. Η σύγχυση των ιστορικών σχετικά με την καταγωγή και την παιδική ηλικία του οφείλεται στις διαφορετικές εκδοχές που παρουσιάζουν οι σύγχρονοι και μεταγενέστεροι συγγραφείς. Βλ. Lactant., De mort.pers., Λιβάν., Λόγοι 19, 45 κ.ε., Μαλάλ. Ι. 311, Aur. Vict. epit.Caes. 39.1, Θεοφάν.10.13. 3. Οι πληροφορίες για την οικογένεια του Διοκλητιανού προέρχονται από τον Martindale, J.M., PLRE, βλ. λ. “Galeria Valeria”, “Prisca”, “Candidianus”. Η καλύτερη πηγή είναι ο Lactant., De mort. pers.15, 39, 50-51, και ο Ευτρ. 9.22. 4. Οι απόψεις σχετικά με την αναγόρευση του Διοκλητιανού διαφέρουν. Η ιστορική έρευνα όμως τείνει να αποδεχτεί ως πιο έγκυρη ημερομηνία την 20ή Νοεμβρίου 284, την οποία δίνει ο Lactant., De mort. pers., 17.1 και φαίνεται ότι υποστηρίζει και ο Ευσ., Mart.Pal. 1.5, 2.4. Η πιο πειστική μαρτυρία για την ημερομηνία ωστόσο φαίνεται ότι είναι ο πάπυρος P.Beatty Panopolis 2.162. 5. Hist. Aug., Vita Cari. 6. MacMullen, R., Soldier and civilian in the Later Roman Empire (Cambridge Mass, 1963), σελ. 25-26. 7. Cameron, A., The Later Roman Empire (Cambridge – Mass 1993), σελ. 33. 8. Ο θεσμός αυτός στα Βυζαντινά χρόνια μετεξελίχθηκε στο θεσμό των ακριτών. 9. Η προτίμηση για το Δία και τον Ηρακλή, καθώς και για τον Άρη και τον Ήλιο, τεκμηριώνονται και από τα δεδομένα της νομισματικής. Βλ. και Liebeschuetz, J.H.W.G., Continuity and Change in Roman Religion (Oxford 1979), σελ. 236-237. Για την ανέγερση ενός ιερού της Νέμεσης στην Αντιόχεια πληροφορούμαστε από το Μαλάλα. 10. Σύμφωνα με μια πρακτική της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάθε αυτοκράτορας, εκτός από τη Ρώμη, επέλεγε και άλλη μια πόλη της αυτοκρατορίας, συνήθως αυτή που υπαγόρευαν στρατιωτικές ή άλλες διοικητικές ανάγκες, για να την κάνει αυτοκρατορική έδρα για τα διαστήματα που περνούσε μακριά από την επίσημη έδρα του κράτους. Ο Διοκλητιανός είχε επιλέξει για το ρόλο αυτόν τη Νικομήδεια, που βρισκόταν κοντά και στο ανατολικό σύνορο και σε αυτό του Δούναβη. 11. Για τα οικοδομικά προγράμματα του Διοκλητιανού βλ. κυρίως RE, 7.2, στήλες 2419-2496, βλ. λ. “Valerius Diocletianus” (Ensslin, W.). 12. Για την αυτοκρατορική κατοικία στο Σπαλάτο βλ. Marasovic, J. – McNally, S. – Marasovic, T., Diocletian's palace: report on joint excavations in Southeast Quarter (Split 1972-c1990), συνολικότερη θεώρηση του οποίου αποτελεί το Marasovic, Τ., Diocletian's palace: the world Cultural Heritage (Zagreb-Split 1994). Βλ. επίσης, για μια αρχαιοδιφική άποψη, Brown, I.G., Monumental reputation: Robert Adam & the Emperor's Palace (Edinburgh 1992).
|
|
|