Διονύσιος Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως

1. Βίος και σταδιοδρομία

Ο Διονύσιος Κομνηνός προερχόταν από παλαιό αριστοκρατικό οίκο του Βυζαντίου. Γεννήθηκε πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και παρουσιάστηκε στο προσκήνιο κατά το β΄ μισό του αιώνα αυτού ως διοικητικός υπάλληλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ιδιότητα στην οποία οφείλονται και οι προσωνυμίες του «Μουσελίμης» και «Σερογλάνης». Έχοντας λάβει αξιόλογη μόρφωση, που περιλάμβανε και σπουδές στην Πατριαρχική Ακαδημία, ψηφίστηκε από λαϊκός κατευθείαν μητροπολίτης Λαρίσης στις 9 Αυγούστου 1662.

Ανέρχεται για πρώτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο τον Οκτώβριο του 1671, εγκαινιάζοντας μια σειρά πέντε θητειών. Αφού ανατρέπεται με ενέργειες της συζύγου του μεγάλου διερμηνέως Παναγιώτη Νικούσιου στις 25-7-1673, του εκχωρείται εις ζωαρκείαν η μητρόπολη Φιλιππουπόλεως, κάτι που επαναλαμβάνεται και μετά τη δεύτερη πατριαρχική του θητεία (24-10-1676 έως 2-8-1679). Μετά την απομάκρυνσή του για δεύτερη φορά από τον πατριαρχικό θρόνο εγκαθίσταται στη Βλαχία, με την οποία φαίνεται ότι αποκτά στο εξής ιδιαίτερη σχέση. Μετά την τρίτη πατριαρχική θητεία (31-8-1683 έως 10-3-1684) αποσύρεται στη Χάλκη και ενδεχομένως για κάποιο χρονικό διάστημα στην Αδριανούπολη, ενώ από το 1685 του εκχωρείται εις ζωαρκείαν η μητρόπολη Χαλκηδόνος. Την εποχή αυτή εμπλέκεται σε σκληρή διένεξη με τον Πατριάρχη Ιάκωβο, η οποία κατά τα επόμενα χρόνια λαμβάνει ιδιαίτερη σφοδρότητα. Εξασφαλίζοντας την υποστήριξη των ιεραρχών, ο Διονύσιος ανατρέπει τον Ιάκωβο και ανεβαίνει για τέταρτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο στις 7-4-1686. Ο τελευταίος όμως αντεπιτίθεται δωροδοκώντας το Μεγάλο Βεζίρη και ανατρέπει εκ νέου το Διονύσιο στις 17-10-1687. Ο Διονύσιος τότε τίθεται υπό διωγμό, συλλαμβάνεται στην Αδριανούπολη, όπου είχε αποσυρθεί, και αναγκάζεται να καταβάλει λύτρα προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος. Κατόπιν αποσύρεται στη Βλαχία, όπου απολαμβάνει τη φιλοξενία του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Μπρανκοβάνου. Με την υποστήριξη του τελευταίου, και αφού ο Ιάκωβος δε βρισκόταν πια στον πατριαρχικό θρόνο, ο Διονύσιος γίνεται Πατριάρχης για πέμπτη φορά το 1693, αντικαθιστώντας τον Καλλίνικο Β΄ τον Ακαρνάνα. Η τελευταία αυτή θητεία του συναντάει τη γενική αντίδραση και, έπειτα από πολλές καταγγελίες σε βάρος του για κακοδιοίκηση, επτά μήνες μετά απομακρύνεται οριστικά από τον πατριαρχικό θρόνο και αποσύρεται στη Βλαχία, όπου παραμένει ως το θάνατό του.

Πέθανε στο Τιργοβίστε της Βλαχίας στις 23 Σεπτεμβρίου 1696 και τάφηκε στον περίβολο της μονής Ραδούλβοδα.

2. Έργο και αποτίμηση

Ήταν ικανός, δραστήριος και λόγιος ιεράρχης. Οι ικανότητές του φαίνονται στην πολύχρονη διεκδίκηση του πατριαρχικού αξιώματος και στην επιτυχία με την οποία αντεπεξήλθε σε υπονομεύσεις, επανακτώντας το θρόνο τέσσερις φορές. Σημαντικό δείγμα της θεολογικής του κατάρτισης αποτελεί η «απόκρισις» προς τους καλβινιστές για τα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας τον Ιανουάριο του 1672. Η σχέση του με το μικρασιατικό χώρο είναι χαλαρότατη, περιοριζόμενη στην παρουσία του στη Χάλκη μετά την τρίτη πατριαρχική του θητεία, καθώς η απόδοση σε αυτόν της μητροπόλεως Χαλκηδόνος εις ζωαρκείαν είναι καθαρά τυπική. Γνωστή ενέργειά του που αφορούσε το μικρασιατικό χώρο είναι η επικύρωση εκ μέρους του της δωρεάς στην αγιοταφική αδελφότητα του ναού του Αγίου Γεωργίου στην Αττάλεια.

Εναντίον του αναπτύχθηκαν ισχυρές εχθρότητες, με χαρακτηριστική αυτή των νεοφανών ως επί το πλείστον φαναριώτικων οίκων, η οποία αντικατοπτρίζεται και στη γενικά αρνητική τοποθέτηση του Κομνηνού Υψηλάντη απέναντί του παρά το πέρασμα ενός αιώνα και πλέον από την εποχή του. Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαλότητας, ανατρέπεται για πρώτη φορά το 1673, κατόπιν ενεργειών της συζύγου του μεγάλου διερμηνέως Παναγιώτη Νικούσιου. Οι σχέσεις του με το σώμα των ιεραρχών είναι ασταθείς: εξασφαλίζει μεν την υποστήριξή τους το 1686 για να ανατρέψει τον Ιάκωβο, αλλά κατά την τελευταία θητεία του η εναντίον του κατακραυγή είναι γενική. Άλλωστε η τελευταία αυτή θητεία του οφείλεται στο ότι προς το τέλος της σταδιοδρομίας του βρήκε έναν ισχυρό υποστηρικτή και προστάτη στο πρόσωπο του ηγεμόνα της Βλαχίας που αντιστάθμισε την αρνητική στάση της ελληνορθόδοξης ελίτ. Ίχνη της στάσης αυτής έχουν επιβιώσει και στο έργο του Μανουήλ Γεδεών, που θεωρεί τον Πατριάρχη Διονύσιο Δ΄ άνθρωπο σκληρό και άτεγκτο.