Διονύσιος Κωτάκης Νικομηδείας

1. Καταγωγή – οικογένεια

O Διονύσιος –κατά κόσμον Δημήτριος– Κωτάκης καταγόταν από τη Μεσαριά της Άνδρου. Γεννήθηκε πιθανότατα το 1796 (άλλη πιθανή χρονολογία είναι το 1798). Ήταν τρίτος γιος του Ιωάννη Ν. Κωτάκη, ο οποίος ανήκε σε αρχοντική οικογένεια του νησιού. Συνολικά ο Διονύσιος είχε έξι αδελφούς. Από αυτούς άλλοι τρεις ακολούθησαν τη ζωή του κληρικού: ο Αβράμιος, κατά κόσμον Αντώνιος, διατέλεσε επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Λεόντιος, διάκονος του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, συνελήφθη μαζί με τον Πατριάρχη από τους Οθωμανούς μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης και θανατώθηκε, και τέλος ο αρχιμανδρίτης Λαυρέντιος χρημάτισε συνεργάτης του Διονύσιου στη διαχείριση των υποθέσεων της μητρόπολης του τελευταίου. Πιθανότατα το όνομα της οικογένειας «Κωτάκης» είναι υποκοριστικό του «Κώτης», γνωστού επιθέτου του νησιού.

2. Εκπαίδευση και σταδιοδρομία

O Διονύσιος Κωτάκης έγινε μοναχός (άγνωστο πότε ακριβώς) στη μονή της Ζωοδόχου Πηγής στο Γαυρί της Άνδρου. Την ίδια περίοδο μόναζε εκεί ο μετέπειτα μητροπολίτης Κυζίκου και Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Γ΄ (1845). Και οι δύο διδάχθηκαν στη μονή τα πρώτα γράμματα και χειροτονήθηκαν διάκονοι. Ο Διονύσιος κατόπιν μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου και διατέλεσε διάκονος του μητροπολίτη Προύσης (και μετέπειτα Τυρνόβου) Ιωαννικίου. Mε την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης έφυγε από την πρωτεύουσα για να αποφύγει τον κίνδυνο διώξεων. Το 1826, σε ηλικία μόλις 30 (ή 28) ετών, χειροτονήθηκε μητροπολίτης Σηλυβρίας. Το ίδιο έτος μετατέθηκε στη μητρόπολη Αμασείας, στη θέση του παραιτηθέντος μητροπολίτη Νεοφύτου. Από εκεί απομακρύνθηκε το 1827, όταν ο Νεόφυτος κατάφερε να επιστρέψει στη μητρόπολή του, για να επανέλθει το Νοέμβριο του 1830. Το Σεπτέμβριο του 1835 απομακρύνθηκε από τη θέση του έπειτα από διαταγή της οθωμανικής κυβέρνησης. Το Φεβρουάριο του 1840 εξελέγη στη μητρόπολη Νικομηδείας, στην οποία παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1877.

Ο Διονύσιος είχε κάνει δωρεά στα
Φιλανθρωπικά Καταστήματα Κωνσταντινουπόλεως 2.500 χρυσές οθωμανικές λίρες. Πεθαίνοντας το 1877 άφησε περιουσία η οποία ανερχόταν στο ύψος των 40.000 χρυσών οθωμανικών λιρών. Μεταξύ αυτών ήταν και μεγάλη ακίνητη περιουσία. Η περιουσία αυτή έγινε αντικείμενο έντονης δικαστικής αντιπαράθεσης μεταξύ της επιτροπής του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των αρχιερατικών περιουσιών και των συγγενών του μητροπολίτη, οι οποίοι τη διεκδίκησαν βάσει διαθήκης που ο Διονύσιος είχε συντάξει κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων των Γενικών Κανονισμών του ορθόδοξου μιλλέτ.

Κατά την περίοδο που ο Διονύσιος διατέλεσε μητροπολίτης Νικομηδείας λειτούργησαν στην πόλη της
Νικομήδειας μία αστική σχολή όπως και παρθεναγωγείο, το οποίο συστεγαζόταν με νηπιαγωγείο. Το ενδιαφέρον πάντως του μητροπολίτη για τα εκπαιδευτικά πράγματα εντάθηκε μόνο κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1870, όταν ιδρύθηκε Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα στη Νικομήδεια (1870-1871), ενώ ταυτόχρονα τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί της επαρχίας στον τομέα αυτό είχαν οξυνθεί (π.χ. κλείσιμο του παρθεναγωγείου του Αντάπαζαρ, μιας πόλης με τουρκόφωνο ελληνορθόδοξο στοιχείο, λόγω της έλλειψης χρηματικών πόρων).

3. Σχέσεις και ιδεολογία

Ο Διονύσιος ως μητροπολίτης Νικομηδείας αναδείχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μαζί με το μητροπολίτη Κυζίκου και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Β΄, όπως και το μητροπολίτη Χαλκηδόνος Γεράσιμο, αποτέλεσαν τις ηγετικές μορφές του γεροντισμού για τα μέσα του 19ου αιώνα. Ο μητροπολίτης Νικομηδείας στο πλαίσιο του γεροντικού συστήματος ήταν έφορος περίπου 20 επαρχιακών μητροπολιτών μεταξύ των οποίων οι: Θεσσαλονίκης, Σερβίων και Κοζάνης, Βιδύνης, Βεροίας, Μεσημβρίας, Μυθήμνης, Γρεβενών, Ίμβρου, Προϊλάβας (Βράιλας), Λοφτζού, Τζερβενού κ.ά.

Ο Διονύσιος υπήρξε προσωπικός φίλος του πρεσβευτή της Γαλλίας στην
Κωνσταντινούπολη (και μετέπειτα υπουργού Εξωτερικών του Ναπολέοντα Γ΄) μαρκήσιου Moustier, όπως και του πρεσβευτή Thouvenel. Γενικά θεωρούνταν εκπρόσωπος της γαλλικής επιρροής, όχι μόνο στα εσωτερικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και στον ευρύτερο περίγυρο των οθωμανικών κυβερνητικών κύκλων. Ταυτόχρονα διατηρούσε πολύ στενές φιλικές σχέσεις με το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας, τον Όθωνα και την Αμαλία. Λόγω των σχέσεών του αυτών έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως για παράδειγμα στην έκδοση του Τόμου, με τον οποίο ανακηρύχθηκε το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1850), ή στις συζητήσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της ρωσικής αποστολής υπό το ναύαρχο-πρίγκιπα Μεντσικώφ, οι οποίες προηγήθηκαν (και αποτέλεσαν ως ένα βαθμό και την αφορμή) της έκρηξης του Κριμαϊκού Πολέμου (1853). Μάλιστα υπήρχε η φήμη ότι στις διαπραγματευτικές ικανότητες του Διονυσίου περιλαμβανόταν και η δυνατότητά του να κλαίει κατά παραγγελία. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μανουήλ Γεδεών, στην περίπτωση των συζητήσεων με τον πρίγκιπα Μεντσικώφ «ὁ μητροπολίτης Νικομηδείας Διονύσιος ἠρώτησεν, ὄχι ἀστεϊζόμενος: “ἅγιοι ἀδελφοί, θὰ γίνη ἀνάγκη καὶ νὰ κλαύσωμεν;”».1

4. Αποτίμηση

O Διονύσιος εκπροσωπούσε έναν τύπο ιεράρχη με πολύ περισσότερες διασυνδέσεις με τον κόσμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την κοινωνία της πρωτεύουσας, παρά με την επαρχία την οποία ποίμανε. Ως εκ τούτου, η επιρροή του στα πράγματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν σημαντική.2




1. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού Β' (Αθήνα 1934), σελ. 289.

2. Βλ. παράθεμα.