Δομή της Οικογένειας στον Πόντο

1. Η πατριαρχική οικογένεια

Η μορφή και η εξέλιξη της οικογένειας στον Πόντο έχει αποτελέσει ζήτημα διαπραγμάτευσης αρκετών άρθρων που έχουν δημοσιευτεί στα εξειδικευμένα για την περιοχή έντυπα. Τα άρθρα αυτά εστιάζουν συνήθως στα γαμήλια έθιμα και την εσωτερική οργάνωση των νοικοκυριών, θέματα για τα οποία προσφέρουν πλήθος λεπτομέρειες. Χάρη στις περιγραφές αυτές διαθέτουμε σήμερα μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για την οικογένεια στον Πόντο, η οποία χαρακτηρίζεται ομόφωνα σύνθετη, πατριαρχική και αυστηρά ιεραρχημένη.

Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με ένα σχήμα αρκετά διαδεδομένο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα σε πολλές περιοχές της νοτιοανατολικής Ευρώπης, σύμφωνα με το οποίο οι άνδρες παρέμεναν στο πατρικό τους σπίτι ακόμα και μετά το γάμο τους, ενώ οι νύφες εγκαθίσταντο στο σπίτι του πεθερού τους. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό γινόταν μόνο σε περίπτωση ανυπαρξίας γιων στην οικογένεια της νύφης, οπότε ο γαμπρός ερχόταν ως «σώγαμπρος» και τότε υποχρεωνόταν να πάρει το επώνυμο της γυναίκας του, δηλαδή το επώνυμο του νοικοκυριού του οποίου καλούνταν να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή και τη συνέχιση. Η επιλογή αυτή βέβαια προϋπέθετε αντίστοιχο ενδιαφέρον από την πλευρά της οικογένειας του γαμπρού, που σημαίνει ότι πρέπει να εξασφάλιζε με την επιλογή αυτή ανώτερη κοινωνική θέση ή γόητρο.

Αποτέλεσμα της ανδροπατροτοπικής αυτής εγκατάστασης ήταν ο σχηματισμός μεγάλων νοικοκυριών των οποίων τα μέλη εργάζονταν μαζί, έτρωγαν μαζί και κοιμούνταν κάτω από την ίδια (ή σε παρακείμενες) στέγες. Τα μέλη του νοικοκυριού συνδέονταν δηλαδή μέσω της κοινής ιδιοκτησίας γης, της κοινής εστίας και της ομαιμίας, όπως συχνά δηλώνεται η αρρενογονική συγγένεια.

Και τα τρία αυτά στοιχεία ήταν και έπρεπε να παραμείνουν αδιάσπαστα, ώστε να εξασφαλιστεί η διαιώνιση του νοικοκυριού. Το γεγονός ότι αποφεύγονταν η διαίρεση της ιδιοκτησίας σημαίνει έμπρακτα ότι η μεταβίβαση της κληρονομιάς δεν ήταν ισότιμη: η ιδιοκτησία παρέμενε στα χέρια του αρχηγού του νοικοκυριού, που ήταν συνήθως ο πρωτότοκος γιος. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορούσε να την κάνει ό,τι ήθελε: έπρεπε να φροντίσει να τη διατηρήσει και να την αυξήσει στο μέτρο του δυνατού ώστε να τη μεταβιβάσει στον πρωτότοκο γιο του και ούτω καθεξής. Η ιδιοκτησία δεν ήταν λοιπόν ατομική και γενικά η έννοια του ατομικού-προσωπικού είχε ελάχιστη λειτουργική σημασία στα σχήματα αυτά, ακόμα και σε υποθέσεις όπως αυτή της επιλογής του/ της συζύγου.

2. Το νοικοκυριό στον Πόντο

Το ποντιακό νοικοκυριό αποτελούνταν κατά μέσο όρο από 15 με 20 μέλη.1 Ο αριθμός μελών μιας οικογένειας υπολογιζόταν σε «κουτάλια» και τα παντρεμένα ζευγάρια μέσα στην οικογένεια σε «στέφανα». Το ίδιο το νοικοκυριό, δηλαδή η διευρυμένη οικογένεια στο σύνολό της, δηλωνόταν με τον όρο «οτζάκιν», μια αναφορά στην κοινή εστία (τζάκι) γύρω από την οποία συγκεντρώνονταν τα μέλη της. Η κατοικία αποτελούνταν από μεγάλο σπίτι ή περισσότερα παρακείμενα, υπήρχε όμως πάντα κοινό ταμείο («κεσέ»), που το κρατούσε ο πιο ηλικιωμένος άνδρας (παππούς, πατέρας ή μεγάλος αδελφός), δηλαδή ο αρχηγός της οικογένειας, ο οποίος έκανε και τις συναλλαγές με τον έξω κόσμο, κανόνιζε τις αγροτικές δουλειές και διαχειριζόταν όλη την περιουσία. Μέσα στο σπίτι η πιο ηλικιωμένη γυναίκα (πεθερά) διηύθυνε τις άλλες γυναίκες μέχρι το θάνατό της, οπότε την αντικαθιστούσε η πιο μεγάλη κουνιάδα ή συννυφάδα.

Έτσι, η ιεραρχία της συγγένειας, που μεταφραζόταν σε αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς, συσχετιζόταν με τον καταμερισμό της εργασίας μέσα και έξω από το σπίτι. «Ζώντας ο κυρτς ο γιο νεκρός έτον»:2 η φράση αυτή, που κατέγραψε ο Ξ. Άκογλου από τους εγκατεστημένους πλέον στην Ελλάδα συντοπίτες του, δίνει σαφή εικόνα των σχέσεων ιεραρχίας εντός του νοικοκυριού. Η ιεραρχία αυτή αντανακλάται και στην ορολογία της συγγένειας που διαθέτουμε για την περιοχή και που φαίνεται πως ήταν ενιαία, τουλάχιστον για τον αγροτικό Πόντο.

3. Ορολογία της συγγένειας

Πρέπει να σημειωθεί ότι στον Πόντο σπάνια χρησιμοποιούνταν το ατομικό όνομα, όταν επρόκειτο για συγγενείς, και ότι η ορολογία της συγγένειας ήταν και η ορολογία αναφοράς και προσφώνησης των συγγενών. Η ορολογία αυτή, ενώ καθιστά ορατό το διαχωρισμό μεταξύ συγγένειας εξ αίματος και συγγένειας εξ αγχιστείας, καθορίζει και τη γενεά των συγγενών σε σχέση με τον ομιλητή συγγενή (ego).

Έτσι, για τον ego, ο πατέρας ονομάζεται «αφέντζ» ή «κυρτς», η μητέρα «μάννα», η θεία «θειίτζα» ή «θεία», ο πατροπλευρικός θείος «θείος» και ο μητροπλευρικός πάλι «θείος» ή «ταής», όρος που συνιστά δανεισμό από την τουρκική (dayı: θείος από τη μεριά της μητέρας). Ο δανεισμός αυτός, όπως όλοι οι δανεισμοί, δεν είναι ουδέτερος. Δηλώνει διαφοροποίηση μεταξύ πατροπλευρικής και μητροπλευρικής συγγένειας και δεν αποκλείεται να καθιστά και αρνητική αξιολόγηση ως προς τη δεύτερη, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το ρητό «Τι παιδί μ’ και το παιδίν η ψη μ’ και το τζικάρι μ’ και τη γαμπρού μ’ και το παιδίν τη σκύλλ’ το κουταβόπον».3 Πάντως το γεγονός ότι ο δανεισμός αυτός δεν επεκτάθηκε στα ξαδέλφια (οι όροι που χρησιμοποιούνταν για όλα τα ξαδέλφια ήταν «εξάελφος», «εξαέλφη») επιβεβαιώνει ότι, αν και δίνεται έμφαση στην πατροπλευρική συγγένεια λόγω πατρογραμμικής καταγωγής, η συγγένεια είναι αμφίπλευρη. Ας σημειωθεί ότι στον Πόντο η «συγγενότε» κάλυπτε «εφτά κεφάλa», δηλαδή ότι απαγορευόταν ο γάμος αμφίπλευρων συγγενών μέχρι και τον 7ο βαθμό.

Η ιδιαίτερη σημασία που δίνει η ποντιακή ορολογία στη γενεά φαίνεται από το διαφορετικό τίτλο που αντιστοιχεί στα μεγαλύτερα αδέλφια («πάσιας» και «πατσή»), αλλά και από τους ιδιαίτερους όρους που αφορούν τους γεροντότερους. Έτσι έχουμε μεν τον παππού και τη γιαγιά («πάππος» ή «τέτες»4 και «καλομάννα» ή «τρανέσσα μάνα») αλλά και το «λυκοπάππο» και τη «λυκο(καλο)μάνα» (προπάππος, προγιαγιά) και τέλος τον «αρκοπάππο» και την «αρκομάννα» (αντιπροπάππος και αντιπρογιαγιά). Οι τελευταίοι αυτοί όροι, που αφορούν συγγενείς συνήθως νεκρούς, αποτελούν ποντιακή ιδιαιτερότητα στο μέτρο που δεν συναντώνται σε κανένα άλλο μέρος όπου υπάρχουν ή υπήρξαν ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί (ενώ απαντώνται και στους μουσουλμάνους του Πόντου). Η ύπαρξή τους καθιστά σαφή τη σημασία των προγόνων για τη σύνθετη πατριαρχική οικογένεια και υποδηλώνει ότι κάθε γενιά (οι απόγονοι ενός λυκοπάππου ή αρκοπάππου) πρέπει να κρατά ζωντανή τη μνήμη τους, ίσως μέσω αφηγήσεων-αναφορών σε αυτούς.

Πολύ πιο φτωχή σε λεπτομέρεια είναι η ορολογία της συγγένειας εξ αγχιστείας, που απλώς τονίζει την υποδεέστερη θέση της νύφης μέσα στο νοικοκυριό αλλά και την ιεράρχηση μεταξύ συννυφάδων. Η νύφη καλούσε «κυρά» την πεθερά της, την αδελφή του συζύγου της και οποιαδήποτε συγγενή του, αλλά και κάθε μεγαλύτερή της συννυφάδα. Αντίθετα δε γινόταν διάκριση προς τη νύφη, που την καλούσαν όλοι οι συγγενείς του συζύγου, ασχέτως γενεάς, με τον ίδιο όρο. Η κατώτερη αυτή θέση της νύφης δεν έχει τόσο να κάνει με το απλό γεγονός ότι είναι γυναίκα (γιατί γυναίκα είναι και η κυρά του σπιτιού), όσο, για μια φορά ακόμα, με μια ιδεολογία της συγγένειας και με την επικέντρωση στην εξ αίματος συγγένεια. Η γυναίκα-νύφη, τουλάχιστον μέχρι να φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί, θεωρείται εξωγενές στοιχείο στο συγγενειακό κύκλο της οικογένειας του Πόντου.

4. Ο γάμος

«Αναγκαίο κακό» η νύφη; Ίσως, αν κρίνει κανείς από τις περιγραφές γαμήλιων εθίμων που διαθέτουμε για την περιοχή. Ο γάμος, ακρογωνιαίος λίθος της συγγένειας και κεντρικό γεγονός στην κοινωνική ζωή του Πόντου,5 ολοκληρωνόταν σε 9 στάδια, ξεκινώντας από το «ψαλάφεμαν», την αίτηση σε γάμο, που γινόταν είτε μέσω προξενήτρας6 είτε μέσω συγγενών είτε σε πανηγύρια την εβδομάδα της Διακαινησίμου.7 Η αίτηση γινόταν (χωρίς την παρουσία του γαμπρού) από τους γονείς του προς αυτούς της νύφης.

Ακολουθούσε το «λογόπαρμαν», η συμφωνία, και μόνο αφού έκλεινε, με την καταβολή των «γανονιών» προς τον πατέρα της νύφης,8 παρουσιαζόταν η τελευταία, συνοδευόμενη από μια αδελφή ή κάποια νύφη της ή τη μητέρα της, και φέρνοντας ρακή ή καφέ κερνούσε τον πεθερό της. Κατά το «λογόπαρμαν» ορίζονταν τα «σουμάδια», οι αρραβώνες, που τελούνταν συνήθως Σάββατο ή Κυριακή. Τότε ο γαμπρός, οι γονείς του, ο κουμπάρος, οι στενοί συγγενείς και φίλοι, ο προξενητής, ο ιερέας και τα όργανα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και πρόσφεραν τα «σουμάδα» (δαχτυλίδια) και το σουμαδοψώμ’, που το μοίραζε ο ιερέας σαν αντίδωρο μετά την ανταλλαγή των δαχτυλιδιών. Ήταν παρόντες και συγγενείς της νύφης που της χάριζαν δώρα σε ρουχισμό ή χρήματα μετά το φαγητό. Από την ημέρα εκείνη μέχρι το γάμο ο γαμπρός σπανίως επισκεπτόταν τη νύφη και αυτό μόνο έπειτα από πρόσκληση των πεθερικών του.

Επτά ή τρεις μέρες πριν από το γάμο γινόταν το «λογοκόψιμον», η οριστική διαβεβαίωση ότι ήταν όλα έτοιμα για την τέλεση της στέψης, κατά το οποίο ο γαμπρός έδινε ή έστελνε στους συγγενείς της νύφης το «σουτ παρασί»9 και τα «γιολλούκια»,10 τα έξοδα της αναχώρησης.

Το «λάλεμαν», η πρόσκληση σε γάμο, γινόταν και από τα δύο μέρη με «ψαθύρια» (πίτες), που συνοδεύονταν με κερί. Η πρόσκληση του κουμπάρου ήταν επίσημη και πραγματοποιούνταν συνήθως με πομπή με όργανα και στολισμένο κριάρι («κοτς κριαρ»).11 Το στόλισμα της νύφης άρχιζε αφού ο γαμπρός τής έστελνε ένα δίσκο με μοσχοσάπουνα, αρώματα, ρούχα και παπούτσια και γινόταν άλλοτε το βράδυ του Σαββάτου και άλλοτε την Κυριακή. Στο μεταξύ, μετά το ξύρισμα του γαμπρού, ξεκίναγε η «χαρ’», όπου συγγενείς και καλεσμένοι πρόσφεραν δώρα, ως ένα είδος συμπαράστασης για το ζευγάρι: υλικά αντικείμενα αλλά και ζώα.

Τέλος άρχιζε το «νυφέπαρμαν». Αφού στολιζόταν ο γαμπρός, ο «γαμόστολος», η γαμήλια πομπή, πήγαινε να πάρει τη νύφη. Εδώ συχνά παιζόταν μια σκηνοθετημένη αντίσταση εκ μέρους συγγενών της νύφης, που σταματούσε με φιλοδωρήματα από τον κουμπάρο. Ύστερα ο πατέρας παρέδιδε την κόρη του στο γαμπρό, λέγοντας «Σου χαρίζω το κορίτσι μου»,12 και πήγαιναν στην εκκλησία όπου γινόταν η στέψη (η οποία όμως μπορούσε να γίνει και επιτόπου). Μετά την τελετή η πομπή οδηγούσε το ζευγάρι στο σπίτι του γαμπρού, όπου γινόταν γλέντι και ακολουθούσε η «χαρ’» της νύφης: δώρα, κυρίως χρήματα, που ανήκαν στη νύφη και ήταν η μόνη περιουσία που της αντιστοιχούσε. Η νύφη έφερνε και την προίκα της, ένα σεντούκι με ρούχα γι’ αυτή και το γαμπρό, σπανίως κάποιο χρηματικό ποσό ή ακίνητο.

Το σεντούκι ανοιγόταν στο τέλος του γλεντιού, το βράδυ της Δευτέρας προς Τρίτη, όταν οι νεόνυμφοι ετοιμάζονταν για το «παρακοίμισμαν». Πριν από το «παρακοίμισμαν» η νύφη έπλενε τα πόδια είτε των πεθερικών είτε των πρεσβυτέρων είτε και όλων των οικείων του γαμπρού και σε κάποια μέρη αυτό επαναλαμβανόταν για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Την «επιούσαν αι πρεσβύτεραι γυναίκες των οικείων του γαμβρού και τινές γειτόνισσαι σεβασταί εξήταζον την νυμφική κλίνην, ίνα βεβαιωθώσι περί της αγνείας της νύφης εκ των εκ της σινδόνος σημείων [...]».13

Τέλος, ένα έθιμο που αναφέρεται πολύ συχνά στα περί γάμου είναι το «μαχοκράτεμαν». Η νύφη από τον αρραβώνα και μετά το γάμο απαγορευόταν να απευθύνει το λόγο στον πεθερό, την πεθερά, και σε μερικές περιοχές και στους μεγαλύτερους συγγενείς του άνδρα της, για χρόνια ολόκληρα. Συνεννοούνταν με νοήματα και ψιθύρους μέχρις ότου της επιτραπεί να μιλήσει. Με την πεθερά αυτό συνέβαινε νωρίτερα, λόγω της απαραίτητης συνεργασίας στα οικιακά, συνήθως μετά τον πρώτο τοκετό. Τότε η πεθερά έλυνε το «μαχ’» (τη σιωπή) και την ακολουθούσαν οι ανδράδελφοι της νύφης. Αλλά ο πεθερός μπορεί να μην της επέτρεπε ποτέ να του απευθύνει το λόγο.

5. Αναδρομές στο παρελθόν

Μια πρώτη διαπίστωση που προκύπτει από τα έθιμα αυτά είναι ότι, από την αρχή έως το τέλος, ο γάμος δεν καθιστούσε προσωπική αλλά οικογενειακή υπόθεση. Όταν έφτανε η σειρά ενός γιου να παντρευτεί, η οικογένεια επέλεγε τη νύφη. Εξάλλου τα παιδιά στον Πόντο παντρεύονταν κατά σειρά ηλικίας, χωρίς διάκριση φύλου. Αρκετές φορές μάλιστα συνέβαινε η νύφη να είναι μεγαλύτερη από το γαμπρό. Το πόσο λίγο ατομική επιλογή ήταν ο γάμος φαίνεται και από μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε γύρω στα 1980 σε 30 Ποντίους γεννημένους στον Πόντο και εγκατεστημένους στις ΗΠΑ.14 Επτά από τους πληροφορητές είχαν παντρευτεί στον Πόντο και ο ερευνητής τούς παρότρυνε να μιλήσουν για το γάμο τους. Οι πέντε «απέφυγαν την ερώτηση κάθε φορά που προέκυψε στο πλαίσιο της συνέντευξης».15 Οι άλλοι δύο ήταν πολύ σύντομοι: «Έπαιξαν πολλή μουσική στο γάμο μου, όπως και σε όλους τους γάμους. Ερχόντουσαν και έπαιρναν τη νύφη από το σπίτι της, πήγαιναν στην εκκλησία και μετά στο σπίτι του γαμπρού».16 Και αυτές οι ολιγόλογες παρατηρήσεις είναι πολύτιμες στο μέτρο που οι ομιλητές αδυνατούν να μιλήσουν για το γάμο ως κάτι προσωπικό και τον ανάγουν αμέσως σε κάτι γενικό.

Η δεύτερη διαπίστωση που προκύπτει από τα γαμήλια έθιμα έχει να κάνει με την εξαγορά της νύφης. Η νύφη στον Πόντο κατά κανόνα δεν προικιζόταν με χρήματα ή ακίνητα. Έπαιρνε μια κασέλα, το «σαντούχ’», με τον απαραίτητο ρουχισμό και εξαγοραζόταν με την καταβολή των «γανονιών» και του «σουτ παρασί». Με τον τρόπο αυτό δηλωνόταν ότι οι γονείς της δεν είχαν πια κανένα δικαίωμα επάνω της, ότι περνούσε στην εξουσία των πεθερικών της. Λειτουργία της πλέον ήταν να εργάζεται και να κάνει παιδιά για το νοικοκυριό του συζύγου της. Η νύφη αποτελούσε, κατά έναν τρόπο, αντικείμενο αγοραπωλησίας και ως τέτοιο δεν μπορούσε να έχει λόγο, γεγονός που επιβεβαιωνόταν με το «μαχοκράτεμαν».

Οι δύο αυτές διαστάσεις, που τονίζονται σε όλες τις περιγραφές περί οικογένειας και γάμου στον Πόντο, τείνουν να αποδείξουν την πρωτοκαθεδρία της αρρενογονικής συγγένειας και της συγγενειακής ομάδας έναντι του ατόμου, γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί με μια αναδρομή στο απώτερο παρελθόν, όπως αυτή που επιχείρησε ο Ε. Αλεξάκης,17 διερευνώντας την ύπαρξη πατρογραμμικών συγγενικών ομάδων (γενών).

Ξεκίνησε το συλλογισμό του από τη διαδεδομένη σε όλο τον Πόντο συνήθεια να ονοματίζονται οικισμοί (χωριά, συνοικίες, ενορίες…) από τα ονόματα οικογενειών που κατοικούσαν εκεί. Τα πατροτοπωνύμια αυτά σχηματίζονταν στον Πόντο με την προσθήκη στα οικογενειακά της κατάληξης -άντων,18 όπως για παράδειγμα ο οικισμός Μαρουλάντων από το οικογενειακό Μαρουλάντ’. Η δε εξάπλωσή τους σε όλο τον Πόντο αποδεικνύει ότι αυτό το σύστημα ήταν γενικό σε όλη την περιοχή.

Άλλο στοιχείο που, σύμφωνα με τον Αλεξάκη, επιβεβαιώνει ότι τα εν λόγω τοπωνύμια προέρχονταν από ονομασίες γενών είναι η πολύ διαδεδομένη στους Ποντίους συνήθεια να χρησιμοποιούν παρατσούκλια, ένας τρόπος για να ξεχωρίζουν οι κλάδοι (γενιές) ενός γένους. Τα παρωνύμια διατηρούνται από τους απογόνους και πολλές φορές μεταβάλλονται αργότερα σε επώνυμα.

Τέλος, η ύπαρξη ιδρυτικών μύθων για γενάρχες και πρώτους οικιστές, όπως και ο πολεμικός χαρακτήρας πολλών εκδηλώσεων των Ποντίων, ιδιαίτερα στους χορούς τους, ενισχύουν τη θέση του Αλεξάκη, αφού παρόμοια έθιμα συνδέονται συχνά με πολεμικά γένη ή «ένοπλες πατριές».

Ωστόσο, η εξήγηση αυτή, άψογη σε σχέση με τις περιγραφές πάνω στις οποίες στηρίζεται, παραγνωσρίζει κατά τη γνώμη μας ότι οι τελευταίες δεν είναι ουδέτερες. Ανήκουν στην παράδοση της διάσωσης των «ζώντων μνημείων», που είχε ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα και κατά κάποιο τρόπο συνεχίστηκε μετά την εγκατάσταση των Ποντίων στην Ελλάδα, ενισχυμένη από τον ξεριζωμό. Στο πλαίσιο αυτό της διάσωσης επόμενο είναι να περνούν σε δεύτερο πλάνο ορισμένα ζητήματα, όπως οι αντιφάσεις και οι αλλαγές, με λίγα λόγια η δυναμική ενός κοινωνικού σχηματισμού, και μέσα από τα έθιμα να δίνεται βάρος στην έννοια της δομής σαν να πρόκειται για κάτι στατικό, αιώνιο και αμετακίνητο.

6. Πέρα από τα στερεότυπα

Οι διαθέσιμες περιγραφές είναι λοιπόν μέρος μιας συγκεκριμένης ανάγνωσης της οικογένειας στον Πόντο, που ίσως περισσότερο έχει να κάνει με την (ανα)σύσταση βουκολικών στερεοτύπων, παρά με μια προσπάθεια αναλυτικής προσέγγισης. «Η στοργή της μάνας και ο σεβασμός της κόρης είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά της ποντιακής οικογενειακής παράδοσης»19 και «η αρματωσιά του λεβέντη είναι ο κρυφός καημός και το καμάρι του»:20 τέτοιοι είναι οι όροι των στερεοτύπων αυτών που θέλουν την οικογένεια στον Πόντο τέλεια οργανωμένη, δίχως συγκρούσεις, με τη γυναίκα να φροντίζει σιωπηλά και στοργικά τα του οίκου, δηλαδή την τροφή, την ένδυση και γενικά τη συντήρηση των ανθρώπων και των ζώων, και τον άνδρα να περιφέρεται μαυροντυμένος, με δύο σειρές φισέκια περασμένα χιαστί στο στέρνο και μια σπάθα στο ζωνάρι.

Μια οικογένεια, δηλαδή, που πιο πολλά έχει να κάνει με ένα αφηρημένο και άχρονο σχήμα-πρότυπο, παρά με την πραγματικότητα. Η τελευταία, που δεν μπορεί παρά να ξεπερνά μια τόσο στατική εικόνα, διαφαίνεται στις διαθέσιμες περιγραφές μόνο «κατά λάθος», μέσα από κάποιες παρατηρήσεις γρήγορα ειπωμένες, όπως αυτή: «Στα τελευταία χρόνια [ο μνηστήρας] είχε πιο πολύ θάρρος και έβγαινε πιο ελεύθερα με τη μνηστή του». Τα δημοτικά τραγούδια παρακολούθησαν την εξέλιξη: «Τα τωρινά τα κορτσόπα τη μάνα κ’ ερωτούνε. Παίρνε το νισαλλούν ατούν και πάνε πορπατούνε»21 ή ακόμα «Το έθιμον τούτο [το παρακοίμισμα] συν τω χρόνω εξέλιπε σχεδόν πανταχού».22 Ο χρόνος λοιπόν κυλούσε φέρνοντας αλλαγές, είτε λόγω μεταναστεύσεων είτε λόγω ανάπτυξης των αστικών κέντρων. «Η ορολογία της συγγένειας στις πόλεις είναι πιο απλή. Εκεί η διευρυμένη οικογένεια έχει λιγότερα μέλη και είναι πιο ασταθής απ’ ό,τι στην ύπαιθρο».23

Βλέπουμε επομένως ότι και ο τόπος (πόλη - χωριό), με την έννοια της οικονομικής υποδομής, είναι αξιόλογη μεταβλητή για το ζήτημα της δομής της οικογένειας στον Πόντο. Χρόνος και τόπος όμως δεν πρέπει να προσληφθούν ως εξωγενείς συνιστώσες, άσχετες με τα υποκείμενα που δρουν μέσα σε αυτά. Τα υποκείμενα, ως δρώντα ανθρώπινα όντα, εργάζονται, τρώνε, κλαίνε, γελούν, ποθούν, μισούν και στον Πόντο, όπως παντού αλλού. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό όλη τους η ζωή να συμμορφώνεται με στεροτυπικές εικόνες.

Ιδιαίτερα η εικόνα της γυναίκας ως αντικειμένου στερούμενου λόγου είναι πολύ «τέλεια» για να γίνει πιστευτή, ώστε, ακόμα και μέσα από τις ίδιες τις συλλογές στερεοτύπων που την προωθούν, μερικές λεπτομέρειες να έρχονται σε αντίθεση μαζί της. Έτσι βλέπουμε ότι παρουσιάζονται τύποι γυναικών, όπως οι «μολυβούδες», που περιγράφονται κάπως έτσι: «φλύαρες, γλωσσούδες, σέρνουν μαζί τους πάντα τη φουσκωμένη και διαβολική τους φαντασία. Σκαλίζουν ξένα μυστικά, διαβάλλουν με σατανική τέχνη, φτιάνουν και χαλούν συνοικέσια [...]». Η «κατακέφαλος» είναι «υποκρίτρια και σιγανοπαπαδιά. Με το υποβρύχιο βλέμμα της και το καταχθόνιο μυαλό της έχει πάντα το δίκαιο με το δικό της μέρος [...]». Η «τζαζού» παρουσιάζεται «επίβουλη, μυστηριώδης, αληθινή μάγισσα, σπέρνει διχόνοιες, παρεξηγήσεις, έχθρες με συνειδητή, έντεχνη διαβολή».24

Οι πλούσιες αυτές περιγραφές δείχνουν αν μη τι άλλο ότι η γυναίκα είχε πεδίο λόγου και δράσης στον Πόντο, έστω και αρνητικό, και ότι ο λόγος και η δράση αυτή ήταν αποτελεσματικοί. Ακόμα και αυτή η διχοτομία γυναίκα-σπίτι (ιδιωτικός χώρος) / άνδρας-έξω (δημόσιος χώρος), που προβάλλεται τόσο πολύ μέσω των διάφορων παραδόσεων, μπορεί εν μέρει να ανατραπεί αν λάβουμε υπόψη ορισμένες εποχιακές και μη μετακινήσεις, όπως τα παρχάρια, στα οποία οι γυναίκες πήγαιναν συχνά μόνες τους, και τη μετανάστευση, που άφηνε συχνά το χωριό με πολύ λίγους άνδρες και το πεδίο ελεύθερο ακόμα και για εξώγαμες σχέσεις, όπως μας τις περιγράφει έμμεσα αλλά με σαφήνεια ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος στο παραμύθι «Ο Ξενίτας».

Είμαστε ήδη μακριά από την παγιωμένη εικόνα των στερεοτυπικών περιγραφών. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τα δεδομένα περί οικογενειακής οργάνωσης, γαμήλιων εθίμων ή ορολογίας της οικογένειας, που έχουν με πολύ κόπο συλλεχθεί, αλλά τα επανατοποθετεί σε νέο πλαίσιο με νέες δυνατότητες ανάγνωσης και ερμηνείας.



1. Σε περιπτώσεις που έχει καθυστερήσει η σχάση του αρχικού (πατρικού) νοικοκυριού, ο αριθμός των μελών μπορεί να φτάσει τα 40-50 άτομα.

2. «Όσο ζούσε ο πατέρας, ο γιος ήταν νεκρός». Άκογλου, Ξ., Λαογραφικά Κοτυώρων (Αθήνα 1939), σελ. 50.

3. «Του παιδιού [γιου] μου το παιδί είναι η ψυχή μου και το σπλάχνο μου, του γαμπρού μου το παιδί [δηλαδή της κόρης] είναι του σκύλου το κουτάβι».

4. Στα τουρκικά dede.

5. Από τη μελέτη του Κ.Δ. Κονταξή (Κονταξής, Κ.Δ., Η ανταλλαγή δώρων στην παραδοσιακή κοινωνία του Πόντου (Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1986), προκύπτει ότι από τις 584 περιπτώσεις που εντόπισε ανταλλαγή δώρων στον Πόντο, τις οποίες και ταξινόμησε σε 3 κατηγορίες (κοινωνική συγκρότηση, κύκλο ζωής, θρησκευτικές εορτές), οι 413 αφορούσαν τον κύκλο ζωής, εκ των οποίων οι 344 το γάμο.

6. Για τα Κοτύωρα βλ. Άκογλου, Ξ. , Λαογραφικά Κοτυώρων (Αθήνα 1939), σελ. 186.

7. Για τα Σούρμενα βλ. Οικονομίδης, Δ.Η., «Γαμήλια έθιμα», Αρχείον Πόντου 1 (1928), σελ. 131.

8. Τα γανόνια μπορούσαν να φτάσουν τις 10 τούρκικες λίρες.

9. Από την τουρκική έκφραση süt parası, που σημαίνει χρήματα του γάλακτος. Πρόκειται για αποζημίωση στη μητέρα της νύφης για το γάλα που της έδωσε, το θηλασμό. Το ποσό δεν ήταν σταθερό, αλλά, αν κρίνουμε από τις περιγραφές, πάντα συμβολικό: 40 ή 45 ή 33 γρόσια. Δινόταν ενίοτε νωρίτερα, κατά το «ψαλάφεμαν».

10. «Έξοδα του δρόμου», οδοιπορικά (τουρκ. yolluk).

11. Έκφραση με ελληνικά και τουρκικά λεξιλογικά στοιχεία (koç είναι το κριάρι στα τουρκικά).

12. Κονταξής, Κ.Δ., Η ανταλλαγή δώρων στην παραδοσιακή κοινωνία του Πόντου (Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1986), σελ. 82.

13. Οικονομίδης, Δ.Η., «Γαμήλια έθιμα», Αρχείον Πόντου 1 (1928), σελ. 178.

14. Papadopoulos, S., Events and Cultural Characteristics Regarding the Pontian-Greeks and their Descendants (Ann Arbor 1984).

15. Papadopoulos, S., Events and Cultural Characteristics Regarding the Pontian-Greeks and their Descendants (Ann Arbor 1984), σελ. 122.

16. Papadopoulos, S., Events and Cultural Characteristics Regarding the Pontian-Greeks and their Descendants (Ann Arbor 1984), σελ. 122.

17. Αλεξάκης, Ε., «Παρατηρήσεις στην οικογενειακή και συγγενειακή οργάνωση των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1984), σελ. 227-240.

18. Γενική του πληθυντικού των συλλογικών οικογενειακών ονομάτων που λήγουν σε -άντ(οι).

19. Καπνάς, Ν.Ι. – Δημάρχου, Χ.Γ., Ο Ελληνικός Πόντος. Μορφές και εικόνες ζωής, εκδ. Συλλόγου Ποντίων Αργοναύται-Κομνηνοί (χ.τ.ε. 1947), σελ. 36.

20. Καπνάς, Ν.Ι. – Δημάρχου, Χ.Γ., Ο Ελληνικός Πόντος. Μορφές και εικόνες ζωής, εκδ. Συλλόγου Ποντίων Αργοναύται-Κομνηνοί (χ.τ.ε. 1947), σελ. 61.

21. «Τα σημερινά κορίτσια δε ρωτούν τη μητέρα τους. Παίρνουν τον αρραβωνιαστικό τους και βγαίνουν περίπατο». Κονταξής, Κ.Δ., Η ανταλλαγή δώρων στην παραδοσιακή κοινωνία του Πόντου (Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1986), σελ. 58.

22. Οικονομίδης, Δ.Η., «Γαμήλια έθιμα», Αρχείον Πόντου 1 (1928), σελ. 176.

23. Αλεξάκης, Ε., «Παρατηρήσεις στην οικογενειακή και συγγενειακή οργάνωση των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1984), σελ. 235.

24. Καπνάς, Ν.Ι. – Δημάρχου, Χ.Γ., Ο Ελληνικός Πόντος. Μορφές και εικόνες ζωής, εκδ. Συλλόγου Ποντίων Αργοναύται-Κομνηνοί (χ.τ.ε. 1947), σελ. 55.