1. Ιστορικό πλαίσιο
Στις αρχές του 9ου αιώνα οι συγκρούσεις μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων κλιμακώνονται, εξαιτίας της άρνησης του αυτοκράτορος Νικηφόρου Α' να συνεχίσει να αποδίδει στους Άραβες τον ετήσιο φόρο υποταγής που είχαν συμφωνήσει η αυτοκράτειρα Ειρήνη και ο χαλίφης αλ-Μαχντί (al-Mahdi) τo 782.1 Σε αυτή την απόφαση, η οποία εντασσόταν στην ευρύτερη προσπάθεια του Νικηφόρου να ενισχύσει την οικονομία του Βυζαντίου, αντέδρασαν άμεσα οι Άραβες και ήδη το 803 άρχισαν επιδρομές στα εδάφη της αυτοκρατορίας. Η ευθύνη για την άμυνα στο ανατολικό μέτωπο ανατέθηκε τότε στον Βαρδάνη, τον επονομαζόμενο Τούρκο, στρατηγό του θέματος των Ανατολικών και μονοστράτηγο των πέντε θεμάτων της Μικράς Ασίας. Ο τελευταίος ωστόσο στασίασε στις 19 Ιουλίου 803 εναντίον του Νικηφόρου Α' και, παρά το γεγονός ότι σύντομα –μέσα σε χρονικό διάστημα περίπου δύο μηνών–- το κίνημά του κατεστάλη, αποδυνάμωσε σημαντικά την άμυνα της αυτοκρατορίας. Έτσι, τον Αύγουστο του 804 μια νέα επίθεση των Αράβων επέφερε την ήττα του βυζαντινού στρατού, υπό την άμεση διοίκηση του αυτοκράτορα Νικηφόρου, στην Κρασό της Φρυγίας.
Ωστόσο, προβλήματα στην περιοχή του Χωρασάν2 εμπόδισαν τον χαλίφη Χαρούν αρ-Ρασίντ (Hārūn ar-Rashīd), διάδοχο του αλ-Μαχντί, να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των Βυζαντινών και προτίμησε να συνάψει ειρήνη μαζί τους. Στο διάστημα που ακολούθησε, ο Νικηφόρος εκμεταλλεύθηκε την αδράνεια του Άραβα χαλίφη και ενίσχυσε την άμυνα της Μικράς Ασίας, κατασκευάζοντας ή επισκευάζοντας οχυρωματικά έργα στην Άγκυρα, την Ανδρασό και τη Θήβασα,3 ενώ παράλληλα βυζαντινά στρατεύματα πραγματοποίησαν επιδρομές στην Κιλικία και τη Μελιτηνή, που βρίσκονταν υπό αραβική κατοχή από τα μέσα του 8ου αιώνα. Μόλις ο Χαρούν αρ-Ρασίντ διευθέτησε την κατάσταση στο Χωρασάν (Νοέμβριος 805), ξεκίνησε τις προετοιμασίες για μια εκστρατεία εναντίον της Καππαδοκίας, προκειμένου να διακόψει την ενίσχυση της θέσης των Βυζαντινών στην περιοχή αυτή και να αναχαιτίσει τη διαφαινόμενη επέκτασή τους στα ανατολικά.
2. Έναρξη και έκβαση της εκστρατείας
Στις 11 Ιουνίου 806 ο Άραβας χαλίφης Χαρούν αρ-Ρασίντ, έχοντας συγκεντρώσει στη Ράκκα της Μεσοποταμίας πολυάριθμο στράτευμα,4 ξεκίνησε την εκστρατεία του ενάντια στις περιοχές της Καππαδοκίας κατά μήκος του αραβοβυζαντινού συνόρου. Μέσω των Κιλίκιων Πυλών ο Χαρούν εισέβαλε στα αυτοκρατορικά εδάφη και κατέλαβε τα Τύανα, όπου κατασκεύασε οχυρωματικά έργα και οικοδόμησε ένα τζαμί. Στη συνέχεια, ένα τμήμα του αραβικού στρατού κινήθηκε βορειότερα, κατέλαβε την Ανδρασό, τη Μαλακοπέα, τη Σιδηρόπαλο και την Κύζιστρα και προχώρησε μέχρι την Άγκυρα, χωρίς ωστόσο να την καταλάβει.5 Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Χαρούν αρ-Ρασίντ προχώρησε προς τα δυτικά και, ύστερα από πολιορκία ενός μηνός, κατέλαβε την Ηράκλεια (μεταξύ 20 Αυγούστου και 17 Σεπτεμβρίου), όπως επίσης και τη γειτονική της Θήβασα. Την κατάληψη της Ηράκλειας ακολούθησε η λεηλασία και η καταστροφή της, ενώ οι κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και απομακρύνθηκαν από την πόλη. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αραβικές επιθέσεις στη Μικρά Ασία, ο Νικηφόρος ανέλαβε ο ίδιος μια εκστρατεία εναντίον τους,6 αλλά η αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου ανάγκασε τον αυτοκράτορα να προχωρήσει τελικά σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ειρήνης. Τη βυζαντινή πρεσβεία αποτελούσαν τρεις κληρικοί, με επικεφαλής τον Μιχαήλ, μητροπολίτη Συνάδων.7
Σύμφωνα με τη δυσμενή για τους Βυζαντινούς συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε, ο Νικηφόρος όφειλε να καταβάλει στους Άραβες αμέσως, αλλά και στο εξής ετησίως, 30.000 χρυσά νομίσματα,8 και έξι επιπλέον χρυσά νομίσματα ως κεφαλικό φόρο, τρία για τον ίδιο και τρία για τον γιο του και συναυτοκράτορα Σταυράκιο. Επίσης, δεσμευόταν να μην επανοικοδομήσει την Ηράκλεια ή όποιο άλλο βυζαντινό οχυρό είχε καταστραφεί από τους Άραβες κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης εκστρατείας. Σε αντάλλαγμα όλων αυτών, ο Χαρούν αρ-Ρασίντ απέσυρε τις δυνάμεις του από τα βυζαντινά εδάφη.
3. Συνέπειες
Ίσως το σοβαρότερο πλήγμα που επέφερε η εκστρατεία του Χαρούν αρ-Ρασίντ στην Καππαδοκία το 806 ήταν η προσωρινή κατάληψη του οχυρού της Ηράκλειας, το οποίο έλεγχε το δρόμο που ακολουθούσαν συχνά οι Άραβες κατά τις επιδρομές τους, από τις Κιλίκιες Πύλες προς το εσωτερικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Άραβες, μάλιστα, φαίνεται ότι απέδωσαν στην κατάληψη της Ηράκλειας ξεχωριστή σημασία,9 ίσως λόγω και μιας υπερβολικής εκτίμησης που είχαν για τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου οχυρού.
Στην πραγματικότητα, πάντως, παρά την έκταση της εκστρατείας και το μέγεθος της στρατιωτικής δύναμης που συγκέντρωσε ο Χαρούν αρ-Ρασίντ εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η επιχείρησή του δεν επέφερε σημαντικές απώλειες στους Βυζαντινούς καθώς, αμέσως μετά την αποχώρηση των Αράβων, ο Νικηφόρος παραβίασε τη συνθήκη και προχώρησε στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων οχυρών, ενώ ταυτόχρονα αρνήθηκε να του καταβάλει ξανά τον συμφωνημένο φόρο. Εξάλλου, ο θάνατος του Χαρούν αρ-Ρασίντ το 809 και οι εσωτερικές ταραχές στο χαλιφάτο που ακολούθησαν ευνόησαν τους Βυζαντινούς.
Ωστόσο, η έστω και προσωρινή κατάληψη σπουδαίων οχυρών της Μικράς Ασίας από τους Άραβες απέδειξε τη στρατιωτική υπεροχή των τελευταίων έναντι των Βυζαντινών, γεγονός το οποίο λειτούργησε ανασταλτικά στα σχέδια του Νικηφόρου για επέκταση της δύναμής του προς τα ανατολικά. Έτσι, καθ’ όλο το υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του, ο Νικηφόρος δεν πραγματοποίησε κάποια στρατιωτική επιχείρηση στη Μικρά Ασία εναντίον των Αράβων, και το κύριο βάρος της εξωτερικής πολιτικής του έπεφτε όλο και περισσότερο στον χώρο των Βαλκανίων.
1. Βάσει της συγκεκριμένης συνθήκης, o ετήσιος φόρος τον οποίο έπρεπε να πληρώνουν οι Βυζαντινοί στους Άραβες ανερχόταν στο ποσόν των 70.000 (ή 90.000) δηναρίων. 2. Η έντονη δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο του κυβερνήτη της περιοχής του Χωρασάν (σημ. ΒΑ Ιράν) ανάγκασε τον χαλίφη να επισκεφθεί αυτοπροσώπως την περιοχή (Απρίλιος 805). 3. Στόχος του Νικηφόρου ήταν να ενισχύσει οχυρά τα οποία υφίσταντο συχνές επιθέσεις από τους Άραβες, επειδή βρίσκονταν κοντά στα σύνορα με την Κιλικία, τη συνήθη αφετηρία των αραβικών επιδρομών. Ειδικότερα, πάντως, είναι πιθανό να είχε υποστεί καταστροφές η οχύρωση της Άγκυρας από τις επιδρομές του 799, ενώ η Θήβασα είχε ερειπωθεί μετά την κατάληψή της από τους Άραβες το 793. 4. Αριθμούσε 135.000 άνδρες και, σύμφωνα με τον W. T. Treadgold, The Byzantine Revival 780-842 (Stanford 1988), σελ. 144, επρόκειτο για το μεγαλύτερο στράτευμα που είχε συγκεντρωθεί ποτέ επί δυναστείας Αββασιδών. Αντίθετα ο Θεοφάνης στη Χρονογραφία του (επιμ. C. de Boor, Leipzig 1883), σελ. 482.3 μιλά για 300.000 άνδρες, αριθμό τον οποίο θεωρεί υπερβολικό και η Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία 2/1: 610-867 (Θεσσαλονίκη 1993), σελ. 174. 5. Θεοφάνης, Χρονογραφία, επιμ. de Boor C., Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 482.7-8. 6. Θεοφάνης, Χρονογραφία, επιμ. de Boor C., Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 482.8-10. Η ακριβής ημερομηνία της εκστρατείας δε μας είναι γνωστή. 7. Οι δύο άλλοι κληρικοί ήταν ο ηγούμενος της μονής του Γουλαίου και ο οικονόμος της μητρόπολης Αμάστριδος: Θεοφάνης, Χρονογραφία, επιμ. de Boor C., Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 482.11-12. 8. O Άραβας ιστορικός al-Tabari μιλά για 50.000 χρυσά νομίσματα και επιπλέον τέσσερα για τον Νικηφόρο Α' και δύο για τον Σταυράκιο. Την πληροφορία αυτή αποδέχεται ο R. J. H. Jenkins, Byzantium: The Imperial Centuries (AD 610-1071) (London 1966), σελ. 120. 9. Η απήχηση που είχε το γεγονός αυτό στις αραβικές πηγές είναι ανάλογη με την όντως εξαιρετικής σημασίας κατάληψη του Αμορίου αργότερα (838) από τον χαλίφη Μουτασίμ. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί, αντίθετα, δε διακρίνουν την κατάληψη της Ηράκλειας από εκείνη των υπόλοιπων οχυρών της Καππαδοκίας.
|
|
|