Τζαχάς (εμίρης Σμύρνης)

1. Από στρατηγός των Σελτζούκων αξιωματούχος των Βυζαντινών

Μετά την ήττα των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ το 1071, συνεχίστηκαν οι εισβολές και κατακτήσεις στην περιοχή της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους. Περίπου το 1078 στην περιοχή της Νίκαιας, σε μια από τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο δυνάμεων, αιχμαλωτίστηκε ο Τουρκομάνος Τζαχάς (Çaka), αρχηγός μιας στρατιωτικής ομάδας στην υπηρεσία των Σελτζούκων που διενεργούσε ληστρικές επιδρομές. Μετά την αιχμαλωσία του δήλωσε πίστη και υποταγή στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081) και συνακόλουθα ανταμείφθηκε με τον τίτλο του πρωτονοβελίσιμου και με πλούσια δώρα.1 Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η πράξη των Βυζαντινών απέναντι του αποδεικνύει τη σημαντική θέση και το κύρος που είχε ανάμεσα στους Τουρκομάνους της Μικράς Ασίας αλλά και πόσο σημαντικός αντίπαλος ήταν για το Βυζάντιο.

2. Από φυγάς βασιλιάς

2.1. Η κατάληψη της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης

Ο Τζαχάς έχασε όλα τα προνόμιά του όταν στο θρόνο του Βυζαντίου ανήλθε ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να πάει στη Μικρά Ασία. Το 1081 κατέλαβε τη Σμύρνη, όπου και εγκαταστάθηκε. Στη συνέχεια, και για έξι χρόνια, έως το 1087, ξεκίνησε με τη βοήθεια άλλων Τούρκων φυλάρχων μια σειρά επιχειρήσεων στις περιοχές της Μυσίας και της Προποντίδας με βάσεις την Απολλωνιάδα, την Κύζικο, την Εφέσο και την Άβυδο.2

2.2. Ναυτικές επιχειρήσεις

Μετά την ισχυροποίηση της θέσης του, ο Τζαχάς κατόρθωσε με την υποστήριξη των χριστιανών κατοίκων της περιοχής να δημιουργήσει αξιόλογο στόλο. Σταδιακά άρχισε να καταλαμβάνει τη γύρω θαλάσσια περιοχή της Σμύρνης. Πριν ξεκινήσει τις επιχειρήσεις του στο Αιγαίο, συνήψε οικογενειακούς δεσμούς με το σουλτάνο των Σελτζούκων. Το 1088-1089 οι πρώτες ναυτικές πολεμικές δραστηριότητές του ξεκίνησαν με την κατάληψη παραθαλάσσιων περιοχών και πόλεων όπως οι Κλαζομενές (Urla), ο Τσεσμές, η Φώκαια (Foça) και η Τέως (Seferihisar). Με αυτό τον τρόπο ισχυροποίησε τη θαλάσσια περιφέρεια του κράτους του. Το 1089 κατέλαβε την ανυπεράσπιστη Λέσβο λόγω της αποχώρησης του εκεί κυβερνητικού αντιπρόσωπου του Βυζαντίου. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄, για να αντιμετωπίσει τις ναυτικές δυνάμεις του Τζαχά, έστειλε εσπευσμένα το στόλο του υπό την αρχηγία του Νικήτα Κασταμονίτη, ο οποίος ηττήθηκε. Μετά τη νίκη αυτή ο Τζαχάς το 1090 κατέλαβε τη Χίο και στη συνέχεια τη Σάμο και τη Ρόδο. Εν το μεταξύ ο Βυζαντινός αυτοκράτορας συγκέντρωσε μεγαλύτερο ναυτικό στόλο υπό τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό. Οι Βυζαντινοί το 1090 ανακατέλαβαν τη Χίο. Ο εμίρης της Σμύρνης συγκέντρωσε έναν αριθμό Τούρκων στρατιωτικών στον Τσεσμέ και προχώρησε προς τη Χίο. Αλλά τελικά τα σχέδια του εμίρη δεν υλοποιήθηκαν και παρά τις προσπάθειές του η Χίος παρέμεινε υπό βυζαντινή εξουσία. Έπειτα από αυτές τις άκαρπες επιχειρήσεις, ο Τζαχάς επέστρεψε στη Σμύρνη και ο Βυζαντινός στόλος ανακατέλαβε τη Λέσβο, τη Ρόδο και τη Σάμο.

Στη συνέχεια, ο Τζαχάς άρχισε να μελετά τις επιθέσεις προς τις δυτικές περιοχές του Βυζαντίου, όπως την Καλλίπολη (Gelibolu), τη Θράκη, ακόμα και την Κωνσταντινούπολη. Για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, επιδίωξε συμμαχία με τους Πετσενέγκους της Θράκης, ενώ τον βοήθησαν και οι Σελτζούκοι. Ο Αλέξιος Α΄, για να αντιμετωπίσει αυτό τον κίνδυνο, συμμάχησε με τους Κουμάνους· στη μάχη που πραγματοποιήθηκε στις 29 Απριλίου 1091 τα στρατεύματα των Βυζαντινών νίκησαν τους Πετσενέγκους. Έπειτα από αυτό το γεγονός, ο Τζαχάς επέστρεψε στη Σμύρνη. Το 1092, για να αντιμετωπιστεί ο Τζαχάς, οργανώθηκε νέα εκστρατεία. Γενικός αρχηγός διορίστηκε ο Ιωάννης Δούκας, ο οποίος είχε τον τίτλο του μεγάλου δούκα. Οι πολεμικές επιχειρήσεις του Βυζαντίου ξεκίνησαν με στόχο την ανακατάληψη της Λέσβου. Κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1092, διεξάγονταν συνεχώς μάχες για την ανακατάληψη του νησιού, μεγάλο μέρος του οποίου ήταν υπό τον έλεγχο του Τζαχά. Τελικά όμως ο Τζαχάς λύγισε και αναγκάστηκε να συνάψει συμφωνία με τον Ιωάννη Δούκα, ο οποίος κατέλαβε τη Λέσβο. Επιστρέφοντας στη Σμύρνη ο Τζαχάς συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Δαλασσηνού. Η έκβαση της ναυμαχίας δεν ήταν θετική για τον εμίρη της Σμύρνης, αφού καταλήφθηκαν πολλά από τα πλοία του και ο ίδιος φυγαδεύτηκε στην πρωτεύουσά του. Στη συνέχεια απελευθερώθηκαν ορισμένα άλλα νησιά που ήταν υπό την κυριαρχία του Τζαχά, όπως η Σάμος. Ωστόσο, καθώς η Α΄ Σταυροφορία απορρόφησε το ενδιαφέρον και τη δραστηριότητα του Αλεξίου Α΄, η απειλή που σήμαινε ο Τζαχάς για το Βυζάντιο δεν εξαλείφθηκε εντελώς.

2.3. Τα τελευταία χρόνια

Τα βυζαντινά στρατεύματα υπό τον Ιωάννη Δούκα μετά την ανακατάληψη της Νίκαιας το 1096 προχώρησαν προς τη Σμύρνη. Μετά την πολιορκία της Σμύρνης το 1098 ο Τζαχάς αναγκάστηκε να προβεί σε συμφωνία. Οι Τούρκοι υποσχέθηκαν να παραχωρήσουν την πόλη ειρηνικά, αν τους επιτραπεί να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη χωρίς καμία στρατιωτική επέμβαση και να κατευθυνθούν ανατολικά.

Όμως, στις αρχές του 12ου αιώνα, ο Τζαχάς επιτέθηκε ξανά στη Σμύρνη και την κατέλαβε. Αμέσως άρχισε να εξοπλίζει μεγάλο αριθμό πλοίων. Από τη μεριά του ο Βυζαντινός αυτοκράτορας όρισε το Δαλασσηνό «θαλασσοκράτορα» για να αντιμετωπίσει τον Τζαχά στη θάλασσα. Ταυτόχρονα, ο Αλέξιος Α΄ προχώρησε σε μυστική συμφωνία με το σουλτάνο των Σελτζούκων Κιλίτς Αρσλάν Α΄ (1092-1107), με στόχο να απαλλαχθεί από τον Τζαχά.3 Έτσι το 1106 αντιμετώπισαν τον Τζαχά από τη θάλασσα οι ναυτικές δυνάμεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα υπό τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό και από την ξηρά οι δυνάμεις του σουλτάνου του Ρουμ. Ο Τζαχάς αναγκάστηκε να παραδοθεί στο σουλτάνο χωρίς να γνωρίζει τη μυστική συμφωνία των δύο δυνάμεων. Ο Κιλίτς Αρσλάν Α΄ κατόρθωσε να τον σκοτώσει κατά τη διάρκεια ενός δείπνου στην Άβυδο, όταν εκείνος ήταν μεθυσμένος. Την ίδια χρονιά ο Αλέξιος Α΄ και ο Κιλίτς Αρσλάν Α΄ προχώρησαν σε σύναψη συνθήκη ειρήνης.

3. Αποτίμηση

Ο Τζαχάς παραμένει μια μυστηριώδης μορφή στη βυζαντινή ιστορία στο γύρισμα του 11ου με τον 12ο αι. Από τους ιστορικούς της περιόδου, μόνο η Άννα Κομνηνή αναφέρεται εκτενώς στο πρόσωπό του και στην απειλή που συνιστούσε για την Αυτοκρατορία, ενώ ο Ιωάννης Ζωναράς περιορίζεται σε μια σύντομη αναφορά στη δράση του, στην οποία επ' ουδενί δε δίνει την ίδια σημασία. Η σύγχρονη έρευνα ακολουθεί κυρίως την αφήγηση και την αξιολόγηση της Άννας Κομνηνής. Έτσι σκιαγραφεί την εικόνα ενός φιλόδοξου εμίρη που, στα περίπου 26 χρόνια της κυριαρχίας του, με τα τολμηρά και φιλόδοξα σχέδιά του κατάφερε να καταστεί μια αρκετά σοβαρή απειλή για το Βυζάντιο. Συμμαχώντας με εχθρούς των Βυζαντινών απείλησε ακόμα και την Κωνσταντινούπολη. Αυτοανακηρύχθηκε βασιλεύς και, φορώντας τα αυτοκρατορικά διάσημα,4 προσπαθούσε να εμφανιστεί ως γνήσιος συνεχιστής της βυζαντινής εξουσίας, σε αντιδιαστολή με τους Σελτζούκους της Μικράς Ασίας, οι οποίοι επιδίωκαν να εμφανίζονται ως συνεχιστές της αίγλης των παλαιών Περσών βασιλέων. Η Ελένη Γλύκατζη-Ahrweiler είδε στον Τζαχά έναν διαμόνιο στρατηγό, που κατάφερε να δημιουργήσει μια σημαντική ναυτική δύναμη, ενώ για να ισχυροποιήσει τη θέση του κατέστρεψε πλούσιες και σημαντικές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, όπως το Αδραμύττιον (Edremit). Η δραστηριότητα αυτή του εμίρη της Σμύρνης ουσιαστικά ανάγκασε τους Βυζαντινούς να αναδιοργανώσουν τον στόλο τους στο Αιγαίο.5 Ο Αλέξης Σαββίδης αξιολογεί τον Τζαχά ως έναν τρομερό εχθρό του Βυζαντίου, για τον οποίο επιστρατεύει χαρακτηρισμούς όπως «καταπληκτικός άνθρωπος» και «δαίμονας πειρατής».6




1. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, Reinsch, D.R. – Kambylis, A. (επιμ.), Annae Comnenae Alexias (Berlin – New York 2001), VII. 8.7.

2. Ostrogorsky, G.A., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Γ, μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος (Αθήνα 1981), σελ. 23.

3. Για τον περιερχόμενο της συμφωνίας βλ. Κόλιας, Γ., «Η εξωτερική πολιτική του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού», Αθηνά 59 (1955), σελ. 262.

4. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, Reinsch, D.R. – Kambylis, A. (επιμ.), Annae Comnenae Alexias (Berlin – New York 2001), IX. 1.2.

5. Ahrweiler H., Byzance et la mer. La marine de guerre, la politique et les institutions maritimes de Byzance au VIIe-XVe siècles (Paris 1966), σελ. 184-6.

6. Βλ. Σαββίδης, Α., «Ο Σελτζούκος εμίρης της Σμύρνης Τζαχάς (Çaka), και οι επιδρομές του στα Μικρασιατικά παράλια, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την Κωνσταντινούπολη Α΄: (1081-1090)», Χιακά Χρονικά ΙΔ (1982), σελ. 11.