1. Ιστορικό πλαίσιο
Μετά την ήττα και τη σύλληψη του Ρωμανού Δ' Διογένη από τις δυνάμεις του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ, η βυζαντινή εξουσία στη Μικρά Ασία κατέρρευσε και άνοιξε ο δρόμος για την προέλαση των Σελτζούκων στα εδάφη της. Ύστερα από σύναψη συμφωνίας με τον Ρωμανό, που προέβλεπε την απόδοση λύτρων, επικουρικού στρατού και Σελτζούκων αιχμαλώτων, ο Αλπ Αρσλάν απελευθέρωσε τον αιχμάλωτο, ο οποίος προσπάθησε να διεκδικήσει το θρόνο που είχε πλέον καταλάβει ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας (1071-1078). Η εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του νέου και του έκπτωτου αυτοκράτορα επιδείνωσε την κατάσταση στη Μικρά Ασία, καθώς οι Σελτζούκοι την εκμεταλλεύτηκαν για να προωθηθούν στα ενδότερα της χερσονήσου. Η παρουσία τους, η οποία ήταν αισθητή στην περιοχή της Βόρειας Συρίας και πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ,1 έγινε ιδιαίτερα απειλητική στα χρόνια που ακολούθησαν.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η διατήρηση της Αντιόχειας από τους Βυζαντινούς αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, λόγω της στρατηγικής θέσης τής πόλης και της οχυρής της θέσης, που δέσποζε στη γύρω περιοχή. Ωστόσο, κατά τη δεκαετία 1070-1080 συνεχείς εξεγέρσεις αναστάτωσαν την πόλη. Τα στρατεύματά της, υπό τον δούκα της Αντιόχειας Χατατούριο, συμμετείχαν ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο, στο πλευρό του Ρωμανού Δ΄, αλλά και μετά την εξουδετέρωση του τελευταίου η πόλη αποτέλεσε μήλον της έριδος μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και του Φιλαρέτου Βραχαμίου. Ο τελευταίος, παλαιός στρατηγός του Ρωμανού Δ', αφού αποσκίρτησε από τις τάξεις του βυζαντινού στρατού περί το 1072, αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Ζ' Δούκα και εγκαθίδρυσε ηγεμονία στην περιοχή της Κιλικίας, διεκδικώντας για την επικράτειά του και την Αντιόχεια. Το κλίμα που επικρατούσε στην πόλη ήταν ευνοϊκό για τον Φιλάρετο, καθώς μεγάλη μερίδα του πληθυσμού είχε συσπειρωθεί γύρω από τον πατριάρχη Αιμιλιανό και εναντιωνόταν στους εκπροσώπους της αυτοκρατορικής εξουσίας, φαινόμενο το οποίο δεν ήταν μεμονωμένο.
Κατά τον 11ο αιώνα, μια μέση τάξη, αποτελούμενη κυρίως από εμπόρους και βιοτέχνες οργανωμένους σε συντεχνίες, ισχυροποιείται στις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (κυρίως στην Κωνσταντινούπολη) και επεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις.2 Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου μέλη της υποκινούν λαϊκές εξεγέρσεις. Επιπλέον, για τους κατοίκους της επαρχίας, η κεντρική διοίκηση αποτελούσε μια μόνιμη επιβάρυνση, απαιτώντας διαρκώς αυξανόμενους φόρους και αδιαφορώντας για την οικονομική τους δυσπραγία. Φυσικό ήταν οι επαρχιακοί πληθυσμοί αφενός να αντιμετωπίζουν με εχθρότητα την αυτοκρατορική κυβέρνηση, που συνεχώς απομυζούσε τους πόρους της περιφέρειας, και αφετέρου να μην ενδιαφέρονται για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας, η οποία ούτως ή άλλως είχε περάσει στα χέρια μισθοφόρων. Ειδικότερα για την Αντιόχεια, το γεγονός ότι πολλοί κάτοικοί της ήταν οπαδοί του μονοφυσιτισμού συνιστούσε μια επιπλέον πηγή έντασης και παράγοντα αποξένωσης του τοπικού πληθυσμού από την πρωτεύουσα, η οποία ασκούσε έντονες πιέσεις για τη μεταστροφή τους στην ορθοδοξία.
2. Η στάση της Αντιόχειας
2.1. Ο Χατατούριος στηρίζει τον Ρωμανό Διογένη
Ο αρμενικής καταγωγής Χατατούριος είχε διοριστεί δούκας Αντιοχείας το 1068 από τον Ρωμανό Δ' Διογένη. Όταν ο τελευταίος, μετά τη λήξη της αιχμαλωσίας του από τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν (φθινόπωρο 1071), προσπάθησε να ανακαταλάβει το θρόνο, ο Χατατούριος τάχθηκε με το μέρος του.3 Συνοδευόμενος από τα στρατεύματά του, ενώθηκε με τον έκπτωτο αυτοκράτορα στο οχυρό Τυροποιός της Καππαδοκίας, όπου είχε καταφύγει ο Διογένης μετά την ήττα που υπέστη στη Δοκεία από τον πρωτοπρόεδρο Κωνσταντίνο Δούκα. Ο Χατατούριος επέστρεψε μαζί με τον Ρωμανό Διογένη στην Κιλικία όπου σκόπευε να διαχειμάσει επωφελούμενος από την ασφάλεια που του πρόσφερε ο ορεινός όγκος του Ταύρου και το γεγονός ότι βρισκόταν αρκετά κοντά στην Αντιόχεια ώστε να την ελέγχει. Οργάνωσε την άμυνά του αποκλείοντας τα περάσματα του Ταύρου για τα αυτοκρατορικά στρατεύματα και αναμένοντας ενισχύσεις από τον Αλπ Αρσλάν. Ωστόσο, ο δομέστικος των σχολών της Ανατολής Ανδρόνικος Δούκας κατόρθωσε να αιφνιδιάσει τον Χατατούριο, επιλέγοντας μια οδό που τον έφερε στην Ταρσό χωρίς ο τελευταίος να προλάβει να αντιδράσει. Στη μάχη που ακολούθησε, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα επικράτησαν και ο Χατατούριος έχασε τη ζωή του.
2.2. Η εξέγερση του λαού της Αντιόχειας το 1074-1075
Μετά την επικράτηση του Μιχαήλ Ζ΄, στην Αντιόχεια εστάλη ως δούκας ο Ιωσήφ, μέλος της οικογένειας των Ταρχανειωτών. Όταν ο τελευταίος πέθανε, τον διαδέχθηκε ο γιος του, μάγιστρος Κατακαλών Ταρχανειώτης. Επειδή όμως δεν κατάφερνε να επιβάλει την τάξη στην Αντιόχεια, όπου η κατάσταση ήταν έκρυθμη και υπέβοσκε μια διαρκής αντίδραση κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας,4 το 1074 αντικαταστάθηκε από τον Ισαάκιο Κομνηνό. Στον τελευταίο ανατέθηκε η απομάκρυνση του πατριάρχη Αιμιλιανού από την πόλη,5 ο οποίος αντιπολιτευόταν την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, καθώς και η εξουδετέρωση του Φιλαρέτου Βραχαμίου, αφού η εγκαθίδρυση της ηγεμονίας του στην περιοχή της Κιλικίας είχε προκαλέσει έντονη ανησυχία στη Βασιλεύουσα.6
Φτάνοντας στην πόλη, ο νεοδιορισμένος Ισαάκιος Κομνηνός διαπίστωσε πολύ γρήγορα ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της αντικυβερνητικής παράταξης και η άμεση απομάκρυνση του πατριάρχη, που ήταν το κύριο ζητούμενο προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη, αποτελούσαν δύσκολο εγχείρημα, το οποίο θα προκαλούσε την αντίδραση των οπαδών του Αιμιλιανού. Έτσι, αποφάσισε να αναβάλει την εκτέλεση των αυτοκρατορικών διαταγών και να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις με τον πατριάρχη.7 Κάποια στιγμή προσποιήθηκε ότι αρρώστησε και η συμβουλή των γιατρών προκειμένου να αναρρώσει ήταν να μεταφερθεί σε περιβάλλον με ευνοϊκότερο κλίμα. Ο πατριάρχης Αιμιλιανός έσπευσε να διαθέσει τη θερινή του κατοικία στον δήθεν άρρωστο δούκα. Όταν ύστερα από λίγες μέρες τον επισκέφθηκε εκεί, ο Ισαάκιος διέφυγε της προσοχής του και επέστρεψε στην Αντιόχεια, έκλεισε τις πύλες της πόλης και διεμήνυσε στον πατριάρχη ότι, σύμφωνα με αυτοκρατορική διαταγή, έπρεπε να αναχωρήσει αμέσως για την Κωνσταντινούπολη.
Αμέσως μετά την αποπομπή του Αιμιλιανού ξέσπασαν ταραχές και το πλήθος, αφού απέκλεισε τον δούκα και τους ευγενείς στην ακρόπολη της Αντιόχειας, επιδόθηκε σε λεηλασίες στα σπίτια των ευγενών.8 Η εξέγερση υποστηρίχθηκε από τον Φιλάρετο Βραχάμιο, ο οποίος φιλοδοξούσε να θέσει την πόλη υπό τον έλεγχό του. Προκειμένου να αντιμετωπίσει το εξαγριωμένο πλήθος, ο Ισαάκιος Κομνηνός αναγκάστηκε να ζητήσει ενισχύσεις από τις φρουρές των γειτονικών πόλεων. Όταν συγκεντρώθηκε αξιόλογο στράτευμα, ο δούκας επιτέθηκε εναντίον των στασιαστών και ακολούθησε σφαγή των κατοίκων. Η λεηλασία των περιουσιών των αριστοκρατών από το εξεγερμένο πλήθος αποδεικνύει ότι στην πόλη ήταν διάχυτο το κλίμα δυσαρέσκειας για την ανώτερη τάξη και αντανακλά τις αντιθέσεις που χαρακτήριζαν την κοινωνία της στα τέλη του 11ου αιώνα. Από την άλλη, η συσπείρωση σημαντικού μέρους του πληθυσμού της Αντιόχειας σε μια παράταξη η οποία αντέδρασε άμεσα όταν επλήγη ο ηγέτης της αποτελεί σημαντική ένδειξη για τον αστικό χαρακτήρα που είχε προσλάβει η τοπική κοινωνία, ο οποίος σε τόσο εξελιγμένη μορφή εμφανίζεται έως τότε μόνο στον λαό της Κωνσταντινούπολης.
2.3. Η παράδοση της Αντιόχειας στον Φιλάρετο Βραχάμιο
Ο δούκας Ισαάκιος Κομνηνός εγκατέλειψε την Αντιόχεια το πρώτο εξάμηνο του 1078 για να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα από διαταγή του νέου αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ' Βοτανειάτη. Στη θέση του άφησε τον Αρμένιο πρίγκιπα Βασάκ (Vasak Pahlawuni), εχθρό του Φιλαρέτου και άτομο ικανό να προστατεύσει την πόλη από τις επεκτατικές βλέψεις του τελευταίου. Όμως ο Βασάκ δολοφονήθηκε από εντόπιους Βυζαντινούς στα τέλη του 1078. Το κενό εξουσίας που δημιούργησε ο θάνατός του υποχρέωσε τα στρατεύματά του να καλέσουν τον Φιλάρετο στην Αντιόχεια, εκπληρώνοντας έτσι την επιθυμία μεγάλου μέρους του πληθυσμού, που ανήκε στην αντικυβερνητική παράταξη. Ο Φιλάρετος εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία και έσπευσε να εισέλθει στην πόλη. Αμέσως φρόντισε να τιμωρήσει τους υπαίτιους της δολοφονίας. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα μια στρατιωτική επιχείρηση, συγκέντρωσε τους αντιφρονούντες Βυζαντινούς σε ένα κοντινό χωριό και διέταξε τους στρατιώτες του να τους εκτελέσουν. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο Νικηφόρος Γ' προθυμοποιήθηκε να αναγνωρίσει επίσημα την εξουσία του Βραχαμίου στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, με τον όρο ότι και εκείνος με τη σειρά του θα αναγνώριζε την επικυριαρχία της Κωνσταντινούπολης. Στα τέλη του 1078 η Αντιόχεια εντάχθηκε στην ηγεμονία του Βραχαμίου, η οποία εκτεινόταν από την Ταρσό της Κιλικίας έως το Χαρπούτ στα βόρεια και έως τη Μεσοποταμία στα ανατολικά, περιλαμβάνοντας και την Έδεσσα (την οποία ο Φιλάρετος είχε καταλάβει από το 1077).
3. Συνέπειες
Οι στάσεις που εκδηλώθηκαν στην Αντιόχεια κατά τα έτη 1071-1078 είχαν επιπτώσεις τόσο στην άμυνα της περιοχής όσο και στην εδαφική ακεραιότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τη μία πλευρά, η κεντρική κυβέρνηση βρέθηκε στη δυσχερή θέση να προσπαθεί να επιβάλει την κυριαρχία της στην πόλη και να διατηρήσει την περιοχή της Β. Συρίας στη σφαίρα επιρροής της, αναλώνοντας αξιόμαχα στρατεύματα για να το επιτύχει, με αποτέλεσμα να παραμεληθεί η άμυνα εναντίον των Σελτζούκων. Από την άλλη, όταν το 1078 η Αντιόχεια πέρασε στα χέρια του Φιλαρέτου και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης αναγνώρισε την αυτονομία της ηγεμονίας του, η αυτοκρατορία έχασε οριστικά μια πόλη με μεγάλη στρατηγική σημασία για την άμυνα της αυτοκρατορίας στη ΝΑ Μικρά Ασία, και μάλιστα σε μια εποχή που αυτή ήταν απαραίτητη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Η Αντιόχεια ήταν το σημαντικότερο έρεισμα της αυτοκρατορίας για την άμυνά της στο ανατολικό σύνορο και τη διασφάλιση των μικρασιατικών εδαφών από τις εισβολές των τουρκικών φύλων. Όσον αφορά τα πρόσωπα που αναμείχθηκαν στις εξεγέρσεις, για τον Χατατούριο δεν διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, ενώ η αντιπολιτευτική δραστηριότητα του πατριάρχη Αιμιλιανού δεν διακόπηκε με την απομάκρυνσή του στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αιμιλιανός ενεργούσε και στην πρωτεύουσα κατά του Μιχαήλ Ζ' Δούκα και μάλιστα ηγήθηκε της παράταξης που βοήθησε τον Νικηφόρο Γ' Βοτανειάτη να καταλάβει την εξουσία τον Μάρτιο του 1078. Τέλος, η καταστολή της εξέγερσης του 1074-1075 και αργότερα η επιβολή της εξουσίας του Βραχαμίου είχαν μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αφού και στις δύο περιπτώσεις η τάξη επιβλήθηκε έπειτα από αιματηρές συγκρούσεις και ομαδικές εκτελέσεις κατοίκων της Αντιόχειας.
1. Ο εμίρης Αφσίν λεηλάτησε την περιοχή γύρω από την Αντιόχεια το 1066-1067. Δύο χρόνια αργότερα ο Χατατούριος, δούκας Αντιοχείας, ηττήθηκε σε σύγκρουση με σελτζουκική δύναμη που είχε λεηλατήσει το Ικόνιο. Βλ. Βρυώνης, Σ., Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11ος έως 15ος αι.) (Αθήνα 1996), σελ. 85. 2. Στην ενθρόνιση του Ισαακίου Α' Κομνηνού (1057) και του Νικηφόρου Γ' Βοτανειάτη (1078) έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο οι οργανώσεις του λαού της Κωνσταντινούπολης· Cheynet, J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210) (Byzantina Sorbonensia 9, Paris 1990), σελ. 68-69, 84-85. 3. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ατταλειάτη, Ιστορία, Bekker, I. (ed.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 171.20-172.12, ο Χατατούριος είχε αναλάβει την αποστολή να πολεμήσει ενάντια στον Διογένη, αλλά στην πορεία υπερίσχυσε η αφοσίωσή του στον έκπτωτο αυτοκράτορα, που τον είχε τιμήσει με το υψηλό αξίωμα του δούκα, και έτσι αποφάσισε να τον υποστηρίξει. Όσους από τους στρατιώτες του δεν ήθελαν να εναντιωθούν στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' τους έστειλε πίσω στην Αντιόχεια, αφού πρώτα τους στέρησε τα άλογα και τον οπλισμό τους. 4. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, Gautier, P. (ed.), Nicéphore Bryennios, Histoire (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 9, Bruxelles 1975), σελ. 201.18-207.3, δεν αναφέρεται λεπτομερώς στις ταραχές που σημειώθηκαν στην Αντιόχεια κατά το διάστημα που κυβερνούσε ο Κατακαλών Ταρχανειώτης, ενώ είναι ιδιαίτερα αναλυτικός στην περιγραφή της εξέγερσης του 1074. 5. Ο Νικηφορίτζης, ο οποίος διατέλεσε δούκας Αντιοχείας επί Κωνσταντίνου Ι' Δούκα (1059-1067), ήταν ο πρώτος που είχε προτείνει την απομάκρυνση του Αιμιλιανού από την Αντιόχεια, αφού και ο ίδιος είχε έλθει σε σύγκρουση μαζί του. 6. Το 1072-1073 ο Βραχάμιος ισχυροποίησε τη θέση του στη Μεσοποταμία επιτιθέμενος, αρχικά με τη βοήθεια των Φράγκων του Raimbaud και κατόπιν με τη συνεργασία των Τουρκομάνων, εναντίον Αρμένιων ηγεμόνων που κατείχαν εδάφη στην περιοχή. Στη συνέχεια άρχισε να κινείται στις ορεινές περιοχές της Κιλικίας. Χρησιμοποιώντας ως ορμητήρια οχυρά στην οροσειρά του Ταύρου, πέτυχε να καταλάβει πόλεις που ήταν αποκομμένες από τον κορμό της αυτοκρατορίας εξαιτίας των σελτζουκικών επιδρομών. Βλ. Laurent, J., “Byzance et Antioche sous le couropalate Philarète”, Revue des Études Armeniennes 9 (1929), σελ. 61-68· Cheynet, J.-C. – Vannier, J.F., Études prosopographiques (Byzantina Sorbonensia 5, Paris 1986), σελ. 68-69· Βρυώνης, Σ., Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11ος έως 15ος αι.) (Αθήνα 1996), σελ. 99-100. 7. Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, Gautier, P. (ed.), Nicéphore Bryennios, Histoire (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 9, Bruxelles 1975), σελ. 203. 8. Νικηφόρος Βρυέννιος, Ύλη Ιστορίας, Gautier, P. (ed.), Nicéphore Bryennios, Histoire (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 9, Bruxelles 1975), σελ. 205.
|
|
|