1. Πηγές και μύθοι
Ο Έρως ήταν η μυθική προσωποποίηση της αγάπης και της σεξουαλικής επιθυμίας. Υπήρξε δημιούργημα των καλλιτεχνών, των ποιητών και των φιλοσόφων, αλλά δεν κατείχε σαφή θέση στη θρησκεία και στη μυθική παράδοση των Ελλήνων. Η ετυμολογία του ονόματος προέρχεται από το ρήμα «ἐράω, -ῶ», που σημαίνει αγαπώ, ποθώ.
2. Γενεαλογία
2.1. Κοσμογονικός Έρως
Η γενεαλογία του Έρωτος, όπως ανασυντίθεται από τις αρχαίες πηγές, αποτελεί θέμα πολύπλοκο και σύνθετο. Στον Όμηρο δεν αναφέρεται ως θεότητα αλλά έχει την έννοια της επιθυμίας γενικά. Στη Θεογονία του Ησιόδου αποτελεί μία από τις αρχέγονες δυνάμεις, που γεννήθηκε μετά το Χάος και τη Γη.1 Ως κοσμογονική θεότητα παρουσιάζεται και από το λογογράφο Ακουσίλαο2 και το φυσικό φιλόσοφο Παρμενίδη.3 Κατά τον πρώτο ο Έρως ήταν γιος της Νύχτας και του Ερέβους, ενώ για τον δεύτερο αποτελούσε το πρωταρχικό ον που γεννήθηκε πριν από όλους τους θεούς. Κατά τον κοσμολόγο και μυθογράφο Φερεκύδη από τη Σύρο ο Έρως ταυτίζεται με το Δία και έχει το ρόλο του δημιουργού.4 Αρχέγονο ον είναι και στην ορφική διδασκαλία, όπου άλλοτε θεωρείται γιος του Κρόνου και άλλοτε ταυτίζεται με το Φάνη, ορφική θεότητα του φωτός. Ο Φάνης, με τη σειρά του, είτε παρουσιάζεται ως γιος του Αιθέρα είτε προέρχεται από το αρχέγονο αυγό, που μαζί με τον Αιθέρα και το Χάος αποτελούν την κοσμογονική τριάδα.5 Η ορφική κοσμογονική θεωρία περί Έρωτος απηχείται στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, όπου αναφέρεται ότι ο θεός γεννήθηκε από ένα αυγό που άφησε η Νύχτα στους κόλπους του Ερέβους.6 Και για τον Aθηναίο κωμωδιογράφο Αντιφάνη εξάλλου πρώτα έγινε η Νύχτα, το Χάος, μετά ο Έρως και κατόπιν το Φως και οι θεοί.7
Ο κοσμογονικός Έρως ήταν μια αρχέγονη δύναμη απαραίτητη για την εδραίωση της τάξης και της αρμονίας στον κόσμο. Αυτή η θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο Έρως αναγνωρίζεται ως γενεσιουργός και κυρίαρχη δύναμη του κόσμου, φαίνεται να ξεκινά από τον Ησίοδο και τους ορφικούς και φτάνει μέχρι την Ελληνιστική περίοδο διαμέσου των κοσμογονιών που αναπτύσσονται από διάφορες φιλοσοφικές σχολές, ενώ μνεία σε αυτή γίνεται και από συγγραφείς των Ρωμαϊκών χρόνων.8
2.2. Ο Έρως ως μυθικό πρόσωπο
Στη λυρική ποίηση ο Έρως παίρνει τη μορφή του θεού της αγάπης. Η Σαπφώ τον αναφέρει ως γιο του Ουρανού και της Γης ή της Αφροδίτης.9 Ο Αλκαίος τον αποκαλεί γιο της Ίριδος και του Ζεφύρου.10 Αντίθετα, κατά τον ποιητή Σιμωνίδη τον Κείο,11 είναι γιος της Αφροδίτης και του Άρη, ενώ στους ύμνους τού –κατά τα άλλα άγνωστου– ποιητή Ωλήνου του Λυκίου, στους οποίους αναφέρεται ο Παυσανίας, ο Έρως ήταν γιος της αρωγού θεάς του τοκετού Ειλειθυίας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ταυτίζεται με την Άρτεμη.12 Στο έργο του Πινδάρου ο θεός δεν κατέχει εξέχουσα θέση, αξιοσημείωτο όμως είναι ότι πρώτος ο Πίνδαρος αναφέρεται στους Έρωτες ως παιδιά της Αφροδίτης.13
Στην τραγική ποίηση, και συγκεκριμένα στο έργο του Αισχύλου, αρχικά ο Πόθος παίρνει τη θέση του Έρωτος ως γιου και ακολούθου της Αφροδίτης.14 Στο γνωστό χορικό για τον Έρωτα στην Αντιγόνη του Σοφοκλή υμνείται η ακαταμάχητη δύναμη που έχει στη φύση και στα ανθρώπινα όντα.15 Όμως ιδιαίτερα εξέχουσα θέση κατέχει στο έργο του Ευριπίδη. Θεωρείται γιος του Δία, συνοδός και κλειδούχος των δωματίων της Αφροδίτης. Αποκαλείται «τύραννος θεών και ανθρώπων και απάντων δαιμόνων υπέρτατος». Η δύναμή του είναι ισχυρή τόσο πάνω στους θεούς όσο και σε ολόκληρη τη φύση. Οι ιδιότητές του διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, σε αυτές που οδηγούν στην αρετή και τη σοφία και σε εκείνες που ωθούν στην αθλιότητα.16
Στα πλατωνικά έργα Φαίδρος και Συμπόσιον ο Έρως αναλύεται ως φιλοσοφική έννοια και η υπόστασή του αλλάζει ανάλογα με τα λεγόμενα των ομιλητών.17 Στο Συμπόσιον γίνεται λόγος για τον κοσμογονικό Έρωτα, το μεγαλύτερο ανάμεσα στους θεούς. Παράλληλα γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δύο Έρωτες: τον καλό Έρωτα, γιο της Αφροδίτης Ουρανίας, και τον κακό, γιο της Αφροδίτης Πανδήμου. Στο ίδιο έργο ο τραγικός ποιητής Αγάθων υποστηρίζει ότι πρόκειται για το νεότερο των θεών, ο οποίος ήταν πατέρας των Χαρίτων, του Ιμέρου και του Πόθου. Τέλος, στο μύθο που αφηγείται ο Σωκράτης και βασίζεται σε διήγηση της ιέρειας Διοτίμας από τη Μαντίνεια παρουσιάζεται μια νέα γενεαλογία του Έρωτος: γιος του Πόρου και της Πενίας, συνδυάζει τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά και των δύο γονέων του και αποτελεί μια ανήσυχη και διαρκώς ανικανοποίητη δύναμη.18
Στην ελληνιστική ποίηση ο Έρως παίρνει τη μορφή του θεού-παιδιού με το βέλος. Συνήθως η Αφροδίτη διεκδικεί τη μητρότητά του, χωρίς όμως να γίνεται μνεία στον πατέρα του, ενώ τα ερωτήματα περί γενεαλογίας του σπάνια αναφέρονται. Ιδιαίτερα αγαπητό θέμα της ποίησης αυτής της περιόδου αποτελούν οι Έρωτες, που περιγράφονται ως παιδιά είτε της Αφροδίτης είτε των Νυμφών.19
Στη Ρωμαϊκή περίοδο ο Έρως ονομάζεται Amor (θεός της αγάπης) ή Cupido (θεός της ακαταμάχητης σεξουαλικής ορμής). Οι Λατίνοι συγγραφείς αναπαράγουν τις γενεαλογίες της ελληνικής μυθικής παράδοσης. Ο Κικέρων μάλιστα απαριθμεί τρεις Έρωτες: α) γιος του Eρμή και της χθόνιας Άρτεμης, κόρης του Δία και της Περσεφόνης, β) γιος του Ερμή και της Αφροδίτης Ουρανίας, 3) Έρως-Αντέρως, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, κόρης του Δία και της Διώνης.20 Από τον Απουλήιο επίσης παραδίδεται η περίφημη ρομαντική διήγηση του Έρωτος και της Ψυχής, που αποτέλεσε προσφιλές θέμα στην τέχνη και τη λογοτεχνία της Ρωμαϊκής περιόδου.21
Στενά συνδεδεμένες με τον Έρωτα στην ελληνική μυθολογία είναι οι μορφές του Ιμέρου και του Πόθου, που παρουσιάζονται από τις λόγιες πηγές ως προσωποποιήσεις της ερωτικής επιθυμίας. Στη Θεογονία του Ησιόδου παρίστανται μαζί με τον Έρωτα και την Πειθώ στη γέννηση της Αφροδίτης. Αρχικά εμφανίζονται είτε ως συνοδοί και υπηρέτες της Αφροδίτης είτε ως παιδιά του Έρωτος. Αποτελούν οντότητες ξεχωριστές από το θεό Έρωτα, αν και επισημαίνεται η σύνδεση μαζί του, καθώς και με τις άλλες ερωτικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας, δηλαδή την Αφροδίτη, την Πειθώ και τις Χάριτες. Αργότερα όμως φαίνεται ότι δεν υπάρχει πλέον ευδιάκριτη διαφοροποίηση ανάμεσα στον Ίμερο, τον Πόθο και τον Έρωτα, τις τρεις αυτές θεότητες του ερωτικού πάθους.22
3. Ο Έρως στη λογοτεχνία
Κύριο γνώρισμα του Έρωτος στις αρχαίες λόγιες πηγές είναι η ομορφιά του. Ήδη ο Ησίοδος τον χαρακτηρίζει ως τον πιο όμορφο από τους αθάνατους θεούς.23 Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από τους αρχαίους συγγραφείς και στη νεότητά του. Επίσης ένα από τα χαρακτηριστικά του θεού είναι τα ξανθά μαλλιά, γι’ αυτό και αποκαλείται «χρυσοκόμης» και «χρυσοφαής» από τον Ανακρέοντα και τον Ευριπίδη, αντίστοιχα.24 Τον συνοδεύουν ακόμα τα επίθετα «αβρός» και «τακερός», με τα οποία δηλώνεται η ιδιαίτερα ντελικάτη και ευαίσθητη υπόστασή του.25 Στο Συμπόσιον του Πλάτωνος ο Αγάθων, στην προσπάθειά του να δώσει έναν πλήρη ορισμό της ομορφιάς του Έρωτος, τον χαρακτηρίζει «ευδαιμονέστατον, κάλλιστον, άριστον, νεώτατον, απαλόν και υγρόν».26
Τα χρυσά φτερά που φέρει ο Έρως μνημονεύονται τόσο στη λυρική (Σαπφώ) όσο και στη δραματική ποίηση (Ευριπίδης και Αριστοφάνης), αποτελούν όμως αγαπητό θέμα και στον ελληνιστικό ποιητικό λόγο.27 Στα ποιήματα του Ασκληπιάδη, επιγραμματοποιού της Αλεξανδρινής εποχής (περίπου 300 π.Χ.), ο Έρως αλλάζει φυσιογνωμία και εμφανίζεται ως μικρό παιδί, μορφή που υιοθετεί και η μεταγενέστερη λόγια παράδοση και τέχνη. Τα επίθετα που τον συνοδεύουν δηλώνουν την παιδικότητά του· συγκεκριμένα χαρακτηρίζεται «μικρός» και «νεογνός», ενώ δε γίνεται πλέον αναφορά όπως παλαιότερα στην ομορφιά του.28
Ως σύμβολα του Έρωτος απαντούν αρχικά στις λόγιες πηγές τα λουλούδια και οι ταινίες.29 Στις αρχαίες τραγωδίες γίνεται αναφορά σε όπλα που φέρει, κυρίως στα βέλη που εξακοντίζει στις καρδιές θνητών και θεών. Ο Έρως ως «τοξότης» μνημονεύεται αρκετές φορές από τον Ευριπίδη, όπου πετά τα βέλη του στην Αφροδίτη, θέμα που κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο ενέπνευσε πολλούς ποιητές.30 Σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως στην ελληνιστική ποίηση, φέρει σύμβολα άλλων θεοτήτων, όπως τη φαρέτρα του Απόλλωνα ή τα φτερωτά σανδάλια του Ερμή ή την ασπίδα και το κράνος του Άρη.31
4. Λατρεία
O Έρως ήταν ο θεός της αγάπης, του σεξουαλικού πάθους και της γονιμότητας. Συνήθως λατρευόταν από κοινού με την Αφροδίτη και τους ακολούθους της, τον Ίμερο, τον Πόθο και τις Χάριτες. Δε γνωρίζουμε αν υπήρχαν πανελλήνια ιερά αφιερωμένα αποκλειστικά στη λατρεία του, αξιοσημείωτο είναι μάλιστα ότι για αυτή την έλλειψη επίσημης λατρείας του κάνουν λόγο τόσο ο Ευριπίδης όσο και ο Πλάτων.32
Ως αρχαιότερος και σημαντικότερος τόπος λατρείας του Έρωτος στον ελλαδικό χώρο αναφέρονται οι Θεσπιές της Βοιωτίας, όπου λατρευόταν με τη μορφή μιας άμορφης πέτρας (αργός λίθος). Στο ιερό υπήρχε σύμφωνα με τον Παυσανία λατρευτικό άγαλμα του θεού που κατασκεύασε ο Πραξιτέλης, ενώ αργότερα φιλοτέχνησε ένα μπρούντζινο άγαλμα και ο γλύπτης Λύσιππος.33 Μικρότερης σημασίας λατρεία του θεού στην κυρίως Ελλάδα μαρτυρείται στην Αθήνα, στα Μέγαρα, στα Λεύκτρα Λακωνίας, στη Σάμο, στην Ολυμπία, στη Σαμοθράκη, στη Σπάρτη και στην Κρήτη. Επιπλέον, επιγραφικές και λόγιες πηγές αναφέρουν λατρεία του στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.34
Στη Μικρά Ασία κύριος τόπος λατρείας του ήταν το Πάριον της Μυσίας, το οποίο ο Παυσανίας συγκρίνει σε σπουδαιότητα με το ιερό των Θεσπιών. Η λατρεία στο Πάριον πιθανολογείται ότι ήταν αρχαιότερη του ιωνικού αποικισμού στην περιοχή, όπου πιθανόν ο θεός να λατρευόταν από τα προελληνικά πελασγικά φύλα που κατοικούσαν εκεί. Δυστυχώς δεν έχουμε λόγιες ή αρχαιολογικές μαρτυρίες που να μας δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τη λατρεία στο Πάριον. Από τον Πλίνιο, καθώς και από νομισματικές κοπές της πόλης που χρονολογούνται στην Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο, γνωρίζουμε ότι στο ιερό υπήρχε άγαλμα του θεού, έργο και αυτό του Πραξιτέλη, το οποίο κατασκευάστηκε γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ.: ο Έρως παριστανόταν μαζί με το μικρό Ερμή, έργο που δεν αντιγράφηκε ποτέ στην Αρχαιότητα.35 Με βάση επιγραφικές μαρτυρίες εκφράστηκε παλαιότερα η υπόθεση ότι μαζί με την Αφροδίτη Ουρανία λατρευόταν ο Έρως Ουράνιος στη Σμύρνη και στη Μαγνησία του Σιπύλου. Υπάρχει ακόμα μια επιγραφή από την Αφροδισιάδα της Καρίας που αφορά την ανάθεση αγαλμάτων του Ερμή, της Αφροδίτης και των Ερώτων.36
5. Τέχνη
Ο Έρως αποτέλεσε ιδιαίτερα αγαπητό θέμα της ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης, καθώς η μορφή του απαντάται σε αγγεία, γλυπτά, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά και έργα μικροτεχνίας. Στις πρώιμες περιόδους ο Έρως είχε ανεικονική μορφή, όπως αναφέρθηκε και για τις Θεσπιές, όπου λατρευόταν ως αργός λίθος. Στην Αθήνα πρωτοεμφανίζεται σε αγγεία γύρω στο 520-510 π.Χ. και αναδεικνύεται προσφιλές θέμα της αττικής αγγειογραφίας τόσο της Αρχαϊκής όσο και της Κλασικής περιόδου. Απεικονίζεται κυρίως ως νεανική φτερωτή μορφή, γεγονός που πολλές φορές δημιουργεί προβλήματα στην αναγνώριση και διάκρισή του από άλλες ανδρικές φτερωτές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Άλλοτε παριστάνεται ως συνοδός της Αφροδίτης και άλλοτε μαζί με μορφές του διονυσιακού θιάσου. Επίσης απεικονίζεται σε σκηνές της καθημερινής ζωής, γάμου, στο γυμνάσιο ή στην παλαίστρα. Συχνά εμφανίζεται μόνος του κρατώντας κάποιο μουσικό όργανο, συνήθως λύρα, κάποιο ζώο ή άνθη. Λιγότερο συχνές είναι οι παραστάσεις όπου κρατά βέλος και τόξο.37
Κατά την Κλασική περίοδο η μορφή του Έρωτος απαντά στο διάκοσμο σημαντικών μνημείων και φιλοτεχνείται από σπουδαίους καλλιτέχνες. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι απεικονίζεται δύο φορές στον Παρθενώνα ως συνοδός της Αφροδίτης, καθώς και στη ζωφόρο του ναού της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη. Σύμφωνα με τον Παυσανία η μορφή του Έρωτα να υποδέχεται τη θεά Αφροδίτη που αναδύεται από τη θάλασσα κοσμούσε τη βάση του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός στην Ολυμπία, έργο του Φειδία.38 Επιπλέον, κατά τον Αριστοφάνη, στο ναό της Αφροδίτης στην Αθήνα ο ζωγράφος Ζεύξις φιλοτέχνησε τον Έρωτα με στεφάνι από τριαντάφυλλα.39 Στην Ύστερη Κλασική περίοδο το θέμα του Έρωτος πραγματεύονται περίφημοι γλύπτες, όπως ο Πραξιτέλης, ο Λύσιππος και ο Σκόπας.40
Ανεξήγητη παραμένει η έλλειψη αγαλμάτων του θεού μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. Έχει εκφραστεί η υπόθεση ότι ίσως δεν υπήρχε ανάγκη δημιουργίας ενός συγκεκριμένου αγαλματικού τύπου, λόγω της απουσίας επίσημης πανελλήνιας λατρείας της θεότητας.
Κατά την Ελληνιστική εποχή ο Έρως αποκτά και στην τέχνη, όπως και στη λόγια παράδοση, τη μορφή του μικρού παιδιού, χωρίς να αλλάζουν τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά του. Άλλοτε φέρει φτερά και άλλοτε είναι άπτερος, ενώ το τόξο και το βέλος αποτελούν τα συνηθέστερα σύμβολά του. Εκτός από τις παραστάσεις του με την Αφροδίτη, το Διόνυσο ή τα μέλη του βακχικού θιάσου, τώρα εμφανίζεται μαζί με άλλους θεούς και με θαλάσσια τέρατα, ενώ συχνά φέρει σύμβολα άλλων θεοτήτων, όπως και στην ποίηση. Στη ρωμαϊκή τέχνη έχει τη μορφή μικρού παχουλού παιδιού (putto) και αποτελεί ιδιαίτερα αγαπητό θέμα της γλυπτικής, της νομισματικής, της διακόσμησης σαρκοφάγων και επιτύμβιων μνημείων, των τοιχογραφιών, καθώς και της μικροτεχνίας.41
Αξιομνημόνευτη, τέλος, είναι η αναφορά στην παράσταση του Έρωτος που κρατά δάδα, συνήθως ανεστραμμένη με τη φλόγα προς το έδαφος, που γνωρίζει ιδιαίτερη εξάπλωση στην Ύστερη Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Συχνότερα η παράσταση αυτού του θέματος κοσμούσε σαρκοφάγους και θεωρήθηκε ότι προσδίδεται χθόνια υπόσταση στον Έρωτα, ο οποίος συνδέθηκε με το νεκρικό βασίλειο. Η άποψη αυτή όμως έχει αμφισβητηθεί πρόσφατα, μιας και οι αρχαίοι συγγραφείς δε συσχετίζουν τον Έρωτα με το Θάνατο.42
Στην τέχνη της Μικράς Ασίας, ο Έρως αποτελεί ιδιαίτερα αγαπητό θέμα της κοροπλαστικής της Ελληνιστικής περιόδου και της νομισματοκοπίας διάφορων ελληνικών μικρασιατικών πόλεων της περιόδου αυτής και της Ρωμαϊκής. Πιο σπάνια τον συναντούμε σε σπαράγματα μωσαϊκών και στο γλυπτό διάκοσμο ρωμαϊκών σαρκοφάγων. Παριστάνεται μόνος ή συνοδεύει συνήθως συγγενικές θεότητες, την Αφροδίτη ή το Διόνυσο, και απεικονίζεται στο ίδιο θεματικό πλαίσιο και με τα ίδια χαρακτηριστικά και σύμβολα όπως και στις υπόλοιπες περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Μεγάλος αριθμός των ειδωλίων της Μύρινας, που χρονολογούνται κυρίως στον 3ο και 2ο αι. π.Χ., παριστάνουν τον Έρωτα. Αν και προέρχονται ως επί το πλείστον από τάφους, θεωρείται ότι δεν είχαν ταφικό χαρακτήρα, τουλάχιστον ως προς την αρχική τους χρήση. Διακρίνονται σε δύο τύπους: α) Έρως τυλιγμένος με ιμάτιο· έχει σκεπασμένο το κεφάλι και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το στόμα, β) Έρως με κοντό ρούχο. Τέτοιου είδους ειδώλια έχουν βρεθεί επίσης στην Πριήνη και στις Τράλλεις.43
Κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο ο Έρως, πότε μόνος και πότε μαζί με την Αφροδίτη ή άλλες θεότητες, όπως η Δήμητρα ή η Περσεφόνη, απαντά συχνά στη νομισματοκοπία μεγάλων πόλεων των περισσότερων περιοχών της Μικράς Ασίας και κυρίως της Καρίας, της Κιλικίας, της Βιθυνίας, της Ιωνίας και της Φρυγίας.44 Το μόνο, τέλος, γνωστό μνημειώδες άγαλμα από τη Μικρά Ασία είναι αυτό που προαναφέρθηκε από το Πάριον.
1. Ησίοδ., Θ. 120-125. Σε σχόλια στον Απoλλώνιο το Ρόδιο αναφέρεται ότι κατά τον Ησίοδο ο Έρως ήταν γιος του Χάους, βλ. Σχόλ. Απολλ. Ρ. 3.26 (Berlin 1958), σελ. 216, ενώ στα σχόλια στο Θεόκριτο αναφέρεται ότι κατά τον Ησίοδο ο Έρως είναι γιος του Χάους και της Γης, βλ. FGrHist. I, F1-4. Από τα λεγόμενα του Ησιόδου όμως γίνεται σαφές ότι αυτές οι μορφές δεν έχουν γεννηθεί η μία από την άλλη, αλλά είναι αυτογέννητες και απέχουν χρονικά στη σειρά της γένεσής τους. Επιπλέον, από τους τρεις πρώτους θεούς του Ησιόδου μόνο ο Έρως δε γεννά απογόνους. Βλ. Κακριδής, Ι.Θ. (επιμ.), Ελληνική Μυθολογία 2: Οι Θεοί (Αθήνα 1986), σελ. 15-17, 22, 252-255. Ο Έρως ως γιος του Χάους αναφέρεται πιθανώς και από τον Ίβυκο, βλ. Page, D.L., Poetae Melici Graeci (Oxford 1962), απόσπ. 324, σελ. 163. 2. Ακουσ. FGrHist. I, F1-4· Diehls, H. - Kranz, W., Die Fragment der Vorsokratiker Ι (Zurich 1985), 9.1, σελ. 53. 3. Diehls, H. – Kranz, W., Die Fragment der Vorsokratiker Ι (Zürich 1985), 28.13, σελ. 243: «πρώτιστον μέν Έρωτα θεών μητίσατο πάντων». 4. Diehls, H. – Kranz, W., Die Fragment der Vorsokratiker Ι (Zürich 1985), σελ. 48. 5. Ορφικοί Ύμνοι 58· Kern, O., Orphicorum Fragmenta, passim Έρως, Φάνης. 6. Αριστφ., Όρν. 695-705. 7. Βλ. RE VI.1 (1907), στήλη 487, βλ. λ. “Eros” (O. Waser). 8. LIMC III.1 (Zürich – München), σελ. 850-942, βλ. λ. “Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer). Σε ποιητές της Ελληνιστικής περιόδου διατηρείται η θεωρία της κοσμογονικής προέλευσης του Έρωτα. Συγκεκριμένα ο Ανταγόρας θεωρεί τον Έρωτα γιο των Ανέμων, ενώ ο Συμίας από τη Ρόδο τον ονομάζει γιο του Χάους. Τέλος, για τον Αντίπατρο από τη Σιδώνα ο Έρωτας γεννήθηκε από τη θάλασσα. Δεν είναι πολλές οι όψιμες πηγές που μνημονεύουν την κοσμογονική υπόσταση του Έρωτα. Aναφερόμαστε ενδεικτικά στο Λουκιανό που τον αποκαλεί «Έρωτα Ωγυγίων πατήρ χρόνων», για να τον διαχωρίσει από το νεότερο έρωτα, το γιο της Αφροδίτης (Λουκ., Έρωτες 37). 9. Lobel, E. – Page, D., Poetarum Lesbiorum Fragmenta (Oxford 1955), απόσπ. 198, σελ. 105· Σχόλ. Απολλ. Ρ. 3.26 (Berlin 1958), σελ. 216· Παυσ. 9.27.3. 10. Lobel, E. – Page, D., Poetarum Lesbiorum Fragmenta (Oxford 1955), απόσπ. 327, σελ. 265. 11. Page, D.L., Poetae Melici Graeci (Oxford 1962), απόσπ. 575, σελ. 296· Σχόλ. Απολλ. Ρ. 3.26 (Berlin 1958), σελ. 216. 13. Πίνδ., απόσπ. 122.4-5, 128. 14. Αισχ., Ικ. 1038-1040. 16. Ευρ., Ιππ. 392, 525-545, 1269-1275· ΙΑ 544-550· Μήδ. 330, 627· Βάκχ. 403. 17. Πλάτ., Συμπ., Φαίδρ. passim 'Ερως. 18. Πλάτ., Συμπ. passim Έρως, βλ. ιδιαίτερα 178b,181b, 197d, 203 b. 19. Ανακρεόντ., Παλατ. Ανθολ. 5.177, Aπολλ. Ρ. 3.452, 687, 765, 937. Ο Μελέαγρος (επίγραμμα 13) λέει ότι δε γνωρίζει ποιος ήταν ο πατέρας του. 20. Cic., De natura deorum, III.23.60. 21. Απουλ., Μετ. 4.32 κ.ε. 5.1 κ.ε. 22. Έρωτας ως συνοδός της Αφροδίτης μαζί με τον Ίμερο και τον Πόθο, βλ. Ησίοδ., Θ. 201-202. Βλ. επίσης LIMC V.1 (Zürich – München 1990), σελ. 425-427, βλ. λ. “Himeros” (A. Hermary)· LIMC VII.1 (Zürich – München 1994), σελ. 501-503, βλ. λ. “Pothos” (J. Bazant). 24. Ανακρ. PMG απ;oσπ. 358, σελ. 183. Eυρ., Ιππ. 1276-1275. 25. Ανακρ. PMG απόσπ. 505d· Ίβυκος PMG απόσπ. 287. 26. Πλάτ., Συμπ. 195α-196b. 27. Lobel, E. – Page D., Poetarum Lesbiorum Fragmenta (Oxford 1955), Σαπφώ: απόσπ. 47, 54, σελ. 38-39· Ίβυκ. PMG απόσπ. 286. Ανακρ. PMG απόσπ. 379· Ευρ., .Ιππ. 1270-1275· Ελ. 668· Αριστφ., Όρν. 574-705. 28. Παλατ. Ανθολ. 12.105, 12.162. 29. Ανακρ. PMG απόσπ. 505d (160), Αλκμ. PMG απόσπ. 58. 30. Αισχ., Προμ. 649-650. 902· Ικ. 1004-1005. Ευρ. Ιππ. 530-531. Couat A., Alexandrian Poetry under the first three Ptolemies 324-222 BC (London 1931), σελ. 160. 31. Παλατ. Ανθολ. 5.177, 16.214, 16.215. 32. Ευρ., Ιππ. 535-540· Πλάτ., Συμπ. 189c. 33. Παυσ. IX.31.3. Η λατρεία του Έρωτος στις Θεσπιές αναφέρεται ως πανάρχαιη από τον Παυσανία, πληροφορία που όμως έχει αμφισβητηθεί από τη σύγχρονη έρευνα βλ. Der Neue Pauly 4 (Stuttgart – Weimar 1998), στήλες 89-91, βλ. λ. “Eros” (F. Graf). Στον Ελικώνα, όπου λατρεύονταν και οι Μούσες, οι Θεσπιείς διοργάνωναν κάθε πέντε χρόνια λαμπρή γιορτή προς τιμή του Έρωτος, τα λεγόμενα Ερωτίδεια, που περιλάμβαναν θυσίες, μουσικούς και αθλητικούς αγώνες και που γιορτάζονταν μέχρι την Αυτοκρατορική περίοδο. Επιγραφικά η ονομασία της γιορτής απαντάται και ως Ερωτίδια, Ερωτίδηα, Ερωτίδαια, Ερώτια και Ερωτικά. 34. Λατρεία του Έρωτος στην Αθήνα: Παυσ. 1.30.1, στα Μέγαρα: Παυσ. 1.43.6., στα Λεύκτρα: Παυσ. 3.26.5. Βωμοί του Έρωτος στο γυμνάσιο της Ήλιδος: Παυσ. 6.23.5., 6.23.6. Για τη Σάμο βλ. Erxias, FGrH 449 F1. Για τη Σαμοθράκη βλ. Plin., ΗΝ 36.25. Στη Σάμο γνωρίζουμε την ύπαρξη γυμνασίου αφιερωμένου στον Έρωτα, στο οποίο γιορτάζονταν προς τιμή του θεού τα Ελευθέρια, ενώ στο γυμνάσιο της Ήλιδος στην Ολυμπία υπήρχαν σύμφωνα με τον Παυσανία βωμοί του Έρωτος. Στη Σπάρτη και στην Κρήτη τέλος προσφέρονταν θυσίες στον Έρωτα πριν από κάθε αγώνα. Τα γυμνάσια και οι παλαίστρες ως χώροι λατρείας του Έρωτα θεωρούνται ότι συνδέονται κυρίως με τον ομοφυλοφυλικό Έρωτα. Με τον ομοφυλοφιλικό Έρωτα θεωρείται ότι ήταν συνδεδεμένη και η λατρεία που επιχωρίαζε στη Σπάρτη και στην Κρήτη. Lexikon der Griechischen und Römischen Mythologie Ι (Leipzig 1884-1890), στήλη 1339-1372, βλ. λ. “Eros” (A. Fürtwängler). LIMC III.1 (Zürich – München), σελ. 850-942, βλ. λ. “Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer)· RE VI.1 (1907), στήλες 484-542, βλ. λ. “Eros” (O. Waser)· Fasce, S., Eros, La Figura e il culto (Genova 1977), σελ. 15-43. Γενικότερα για τη σχέση του Έρωτα με τον αθλητισμό, βλ. Scanlon, Τ.F., Eros and Greek Athletics (Oxford 2002). 35. Παυσ. 9.27.3· Plin., ΗΝ 36.22· Frisch P., Die Inschriften von Parion· ΙΚ 25 (Bonn 1983), σελ. 91-92· Laurenzi, L., “Il Prassitelico Eros di Parion”, RIA 5-6 (1956-1957), σελ. 111-118· Lexikon der Griechischen und Römischen Mythologie Ι (Leipzig 1884-1890), στήλη 1339-1372 ,βλ. λ. “Eros” (A. Fürtwängler)· LIMC III.1 (Zürich – München), σελ. 850-942, βλ. λ. “Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer)· RE VI.1 (1907), στήλες 484-542, βλ. λ. “Eros” (O. Waser)· Fasce, S., Eros, La Figura e il culto (Genova 1977), σελ.25-29. 36. Με βάση επιγραφικές μαρτυρίες εκφράστηκε παλιότερα η υπόθεση ότι μαζί με την Αφροδίτη Ουρανία λατρευόταν ο Έρως Ουράνιος στη Σμύρνη και στη Μαγνησία στο Σίπυλο, CIG 3157. Επιπλέον μπορούμε να αναφερθούμε και σε μια επιγραφή από την Αφροδισιάδα της Καρίας που αφορά την ανάθεση αγαλμάτων του Ερμή, της Αφροδίτης και των Ερώτων. Paris, P. – Holleaux, M., “Inscriptions de Carie”, Bull hell. 9 (1885), σελ. 78. 37. Lexikon der Griechischen und Römischen Mythologie Ι (Leipzig 1884-1890), στήλη 1339-1372, βλ. λ. “Eros” (A. Fürtwängler)· LIMC III.1 (Zürich – München), σελ. 850-942, βλ. λ. “Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer)· RE VI.1 (1907), στήλες 484-542, βλ. λ. “Eros” (O. Waser). Reallexikon für Antike und Christentum 6 (Stuttgart 1966), στήλες 306-342, βλ. λ. “Eros” (C. Sehneider, A. Rumpf)· Greifenhagen, A., Griechische Eroten (Berlin 1957)· Schauenburg, K., “Erotenspielen” 1. Teil. AW 7 (1956), σελ. 39-52. 39. Αριστφ., Αχ. 991-992· Rutherford W., Scholia Aristophanica, Ach. 992 (London 1896), σελ. 364. 40. Lexikon der Griechischen und Römischen Mythologie Ι (Leipzig 1884-1890), στήλη 1339-1372, βλ. λ. “Eros” (A. Fürtwängler)· LIMC III.1 (Zürich – München), σελ. 850-942, βλ. λ. “Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer)· RE VI.1 (1907), στήλες 484-542, βλ. λ. “Eros” (O. Waser). Reallexikon für Antike und Christentum 6 (Stuttgart 1966), στήλες 306-342, βλ. λ. “Eros” (C. Sehneider, A. Rumpf). Döhl, H., Der Eros des Lyzipp. Frühhellenistische Eroten (Göttingen 1968). Σύμφωνα με τον Παυσανία ο Σκόπας κατασκεύασε στο ναό της Αφροδίτης στα Μέγαρα τρία αγάλματα, του Έρωτα, του Ίμερου και του Πόθου βλ. Παυσ. 1.43.6. 41. Schauenburg, K., “Erotenspielen”, 1. Teil. AW 7 (1956), σελ. 39-52· Lexikon der Griechischen und Römischen Mythologie Ι (Leipzig 1884-1890), στήλη 1339-1372, βλ. λ. “Eros” (A. Fürtwängler)· LIMC III.1 (Zürich – München), σελ. 850-942, βλ. λ. “Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer)· RE VI.1 (1907), στήλες 484-542, βλ. λ. “Eros” (O. Waser)· Reallexikon für Antike und Christentum 6 (Stuttgart 1966), στήλες 306-342, βλ. λ.“ Eros” (C. Sehneider, A. Rumpf)· Söldner M., Untersuchungen zu liegenden Eroten in der hellenistischen und römischen Kunst (Franfurt 1986). 42. LIMC III.1 (Zürich , München), σελ. 850-942, βλ. λ. “Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer). 43. LIMC III.1 (Zürich – München, ), σελ. 850-942, βλ. λ. “Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer). Burr D., Terra-Cottas from Myrina in the Museum of Fine Arts, Boston (Vienna 1934), σελ. 36-57. 44. LIMC III.1 (Zürich , München), σελ. 850-942, βλ. λ.“ Eros” (A. Hermann, H. Cassimatis, R. Vollkommer). RE VI.1 (1907), στήλες 484-542, βλ. λ. “Eros” (O. Waser).
|
|
|