1. Τοπογραφικά στοιχεία
Το ιερό της Αρτέμιδος βρίσκεται στην έξοδο της κωμόπολης Selcuk, λίγα μέτρα βόρεια από το δρόμο που συνδέει αυτό το τοπωνύμιο με το Kuşadasi. Ουσιαστικά ο ναός είναι χτισμένος σε ένα πεδινό σημείο έξω από την αρχαία πόλη. Η θέση δεν είναι περίοπτη, ωστόσο φαίνεται ότι αρκετοί ιωνικοί ναοί ήταν χτισμένοι σε παρόμοιες θέσεις, όπως αυτοί στη Μαγνησία, τις Σάρδεις, τα Δίδυμα.
Το Αρτεμίσιο στην Αρχαιότητα βρισκόταν πολύ πλησιέστερα στη θάλασσα.1 Οι επιχωματώσεις του ποταμού Καΰστρου έχουν σήμερα δημιουργήσει αρχαιολογικά στρώματα ύψους περίπου 5 μέτρων το καθένα, ενώ έχουν διευρύνει την πεδιάδα, απομακρύνοντας την παραλία. Σύμφωνα μάλιστα με τον Bammer,2 το Αρτεμίσιο χαρακτηρίζεται «σεισμογράφος» των αλλαγών που υπέστη η ακτογραμμή στην περιοχή με την πάροδο του χρόνου.
2. Ιστορικά στοιχεία – Οικοδομικές φάσεις του ιερού
Το ιερό της Αρτέμιδος ήταν τόπος λατρείας ήδη από τους Προϊστορικούς χρόνους. Οι πρώτοι οικιστές αναγνώρισαν στην εκεί λατρευόμενη θεότητα, που είχε τα χαρακτηριστικά της «ποτνίας θηρών», την Άρτεμη. Μυκηναϊκά ερείπια συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης εκεί κάποιου προγενέστερου ιερού. Ωστόσο τα πρωιμότερα οικοδομήματα που με βεβαιότητα ανήκαν στο ιερό, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, τοποθετούνται προς τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και διακρίνονται σε τρεις επιμέρους φάσεις. Στην πρώτη φάση (φάση Α) υπήρχε ένας βωμός θυσιών και ένα περίπτερο κτίσμα με ξύλινους κίονες (8 x 4). Ο ναός αποτελούσε πρότυπο για τη ναοδομία της εποχής και οι διαστάσεις του ήταν 6,5 x 12 μ. Ήταν ασκεπής και το λατρευτικό ξόανο της θεάς έστεκε πάνω σε βάση διαστάσεων 2 x 5 μ., που περιλάμβανε ένα βωμό και ένα στέγαστρο.3
Ένα στρώμα καταστροφής στη φάση Α του ναού αυτού έχει αποδοθεί από αρχαίους συγγραφείς στους Κιμμέριους ή τους Τρήρες.4 Παραδίδονται σχεδόν ανεκδοτολογικές ιστορίες σχετικά με το βασιλιά των Κιμμερίων Λύγδαμι. Ωστόσο, τίποτε σχεδόν δεν επιβεβαιώνει τις θεωρίες αυτές. Το μόνο σχετικά σταθερό στοιχείο είναι η χρονολόγηση της καταστροφής του ναού περί το 645 π.Χ.
Στη φάση Β ολόκληρος ο χώρος καλύφθηκε είτε από ένα ναΐσκο είτε απλώς περιβλήθηκε από νέο περίβολο. Προστέθηκε ένα πόδιο, ενώ για τη στέγασή του χρησιμοποιήθηκαν πήλινα κεραμίδια.
Ο ναΐσκος της φάσης C, δηλαδή ο άμεσος προκάτοχος του αρχαϊκού Αρτεμισίου, χρονολογείται περί το 600 π.Χ. και είχε χτιστεί σε μια έκταση διαστάσεων 14,63 x 28,20 μ. που οριζόταν από χαμηλό τείχος. Ανήκε στον τύπο του απλού εν παραστάσι ναού, με περίσταση και ανοιχτό σηκό, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα της θεάς. Ένας τεράστιος στερεοβάτης μαρτυρεί πρόθεση για ανοικοδόμηση ενός κολοσσιαίων διαστάσεων βωμού. Το οικοδομικό πρόγραμμα της φάσης C ήταν φιλόδοξο, έτσι ώστε να απηχεί τον πλούτο και την αίγλη που είχε αποκτήσει η πόλη στις αρχές του 6ου αιώνα. Φαίνεται όμως ότι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να αντικαθίσταται από την επόμενη φάση D, το αρχαϊκό Αρτεμίσιο. Τότε επιτέθηκε στην πόλη ο Λυδός βασιλιάς Κροίσος. Οι Εφέσιοι προσπάθησαν να αμυνθούν δένοντας τους εαυτούς τους με ένα σχοινί από το ναό της Αρτέμιδος ως την πόλη για να τεθούν υπό την προστασία της θεάς. Η κίνησή τους δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς ο βασιλιάς κατέστρεψε την πόλη και μετέφερε τους κατοίκους στην ενδοχώρα.
2.1. Αρχαϊκή περίοδος
Ο Κροίσος όχι μόνο σεβάστηκε το ιερό αλλά χρηματοδότησε και την ανοικοδόμηση του λαμπρού οικοδομήματος της Αρχαϊκής περιόδου, πράγμα που τεκμηριώνεται και από την αναγραφή του ονόματός του σε έναν τουλάχιστον σφόνδυλο κίονα, ο οποίος εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο. Η αρχαϊκή αυτή φάση του ναού είναι γνωστή και ως «ναός του Κροίσου» και χρονολογείται περί το 560-550 π.Χ., έχοντας δεδομένο ότι ο Κροίσος ηττήθηκε από τους Πέρσες το 546 π.Χ.
Αρχιτέκτονες της φάσης αυτής ήταν ο Χερσίφρων και ο Μεταγένης, καταγόμενοι από την Κρήτη, ενώ υποστηρίζεται ότι πιθανόν συνεργάστηκε μαζί τους και ο Θεόδωρος της Σάμου, αρχιτέκτονας του Ηραίου. Η συμβολή του τελευταίου κρίθηκε απαραίτητη για τη στήριξη του ναού, ο οποίος θα οικοδομούνταν σε περιοχή ελώδη, όπως ήταν και το σημείο στο οποίο είχε χτιστεί το Ηραίο. Ομοιότητες στην αρχιτεκτονική του Αρτεμισίου με το ναό της Σάμου φαίνεται ότι τεκμηριώνουν την παρουσία εκεί του Θεοδώρου. Ο στυλοβάτης του αρχαϊκού Αρτεμισίου είχε διαστάσεις 55,10 x 115,14 μ. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο κτήριο του ελληνικού κόσμου και το πρώτο οικοδόμημα μνημειακών διαστάσεων που ήταν χτισμένο εξ ολοκλήρου από μάρμαρο.5
Ο ναός ήταν δίπτερος, δηλαδή στις τέσσερις πλευρές περιβαλλόταν από διπλή σειρά κιόνων, και με την αύξηση του πλάτους μειωνόταν η εντύπωση του υπερβολικού μήκους.6 Σύμφωνα με τον Πλίνιο,7 ο ναός είχε διαστάσεις 225 x 425 πόδες (66.6. x 125.8 μ.) και συνολικά 127 κίονες. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως σειρά 8 κιόνων κατά μήκος της πρόσοψης, 9 κίονες στην οπίσθια όψη και από 21 κίονες στις μακρές πλευρές.
Όταν κατασκευάστηκε το αρχαϊκό Αρτεμίσιο, ο προγενέστερος ναΐσκος και ο περίβολός του ενσωματώθηκαν στον αστέγαστο σηκό του νέου κτηρίου. Έτσι και το άγαλμα της Αρτέμιδος στήθηκε στην αρχική περιοχή λατρείας. Το άγαλμα αυτό είτε επιστεγαζόταν από έναν υπόστυλο όροφο είτε είχε ενταχθεί σε ναΐσκο. Το πίσω μέρος του σηκού (άδυτο) ήταν κλειστό και δεν υπήρχε οπισθόδομος. Ο πρόναος παρουσίαζε ομοιότητες με το Ηραίο των φάσεων ΙΙΙ και ΙV και με το αρχαϊκό Διδυμαίο, καθώς είχε τη μορφή επιμήκους στοάς.8
Παρότι το αρχαϊκό Αρτεμίσιο είχε γενικώς έντονες επιρροές από το Ηραίο, εμφάνιζε αρκετούς νεωτερισμούς και βελτιώσεις. Tο ύψος των κιόνων αποτελούσε 12 φορές τη διάμετρο της βάσης, ήταν δηλαδή 19 μ. Oι βάσεις ήταν συνδυασμός τετράγωνης πλίνθου με σπείρα αποτελούμενη από τροχίλο και σκοτία, πάνω στην οποία στηριζόταν μεγαλύτερη σπείρα. Ο τρόπος αυτός κατασκευής της βάσης πρόσφερε σταθερότητα και για τα επόμενα περίπου 200 χρόνια έγινε δημοφιλές στοιχείο της ιωνικής αρχιτεκτονικής. Ο αριθμός των ραβδώσεων των κιόνων ποίκιλλε, από 40 ως 48, ενώ έχουν αποκαλυφθεί και τμήματα κιόνων με ανάγλυφη διακόσμηση. Οι τελευταίοι χαρακτηρίζονται “columnae caeletae” από τον Πλίνιο, ο οποίος ανάγει τον αριθμό τους σε 36. Οι ανάγλυφοι αυτοί κίονες σίγουρα είχαν ανατολικά πρότυπα και ήταν τοποθετημένοι ως εξής: 16 στις κιονοστοιχίες της πρόσοψης, 2 x 6 εκατέρωθεν των παραστάδων και 8 στον πρόναο.
Ο θριγκός αποτελούνταν από επιστύλιο με τρεις ταινίες, πλαισιωμένο άνω και κάτω από σειρές οδόντων και ιωνικό κυμάτιο που επιστέφεται από γείσο και σίμη. Το μετακιόνιο διάστημα μεταξύ των δύο μπροστινών κιόνων έχει υπολογιστεί σε 8,74 μ., γεγονός που σημαίνει ότι το μονολιθικό επιστύλιο ζύγιζε περίπου 24 τόνους, πραγματικά αξιοσημείωτο επίτευγμα για την εποχή.9 Από τη σίμη προεξείχαν κατά διαστήματα λεοντοκεφαλές που χρησίμευαν για υδρορροές. Επίσης είχε κοσμηθεί με παραστάσεις αρμάτων και πολεμιστών. Η στέγη, η οροφή και ο εσωτερικός θριγκός του ναού ήταν κατασκευασμένα από ξύλο κέδρου. Κοντά στο ναό βρισκόταν και ο ιερός περίβολος της θεάς, που περιέκλειε άλσος όπου ζούσαν σε ελεύθερη κατάσταση άγρια ζώα.
Η χρονολόγηση του αρχαϊκού ναού έχει γίνει με βάση τα ελεφαντοστέινα αντικείμενα που βρέθηκαν στα θεμέλια, όπως το ειδώλιο ιέρειας με φρυγική φιάλη στο ένα χέρι και μικρή οινοχόη στο άλλο, που έχει χρονολογηθεί γύρω στο 570 π.Χ.,10 αλλά και τους σπονδύλους κιόνων που δωρήθηκαν από τον Κροίσο. Ωστόσο το εκλεπτυσμένο σκάλισμα στα ανάγλυφα της σίμης δείχνει ότι ορισμένα τμήματα συνέχισαν να κατασκευάζονται και να αντικαθίστανται έως και τον 5ο αι. π.Χ. Φαίνεται πως τελική χρονολογία ολοκλήρωσης του ναού ήταν το 460 π.Χ.11
2.2. Ελληνιστική περίοδος
Το 356 π.Χ. –κατά την παράδοση, την ίδια νύχτα που γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος– ο ναός αυτός καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, για την οποία υπεύθυνος ήταν κάποιος μανιακός με το όνομα Ηρόστρατος.12 Η πράξη του ερμηνεύτηκε από τον ίδιο ως απόπειρα να παραμείνει το όνομά του στην ιστορία και, κατά κάποιον τρόπο, τα κατάφερε.
Οι Εφέσιοι αμέσως μετά ξεκίνησαν την οικοδόμηση ενός ακόμη ωραιότερου ναού, αρχιτέκτονας του οποίου αναφέρεται ο Δεινοκράτης (κατ’ άλλους Χειροκράτης). Οι εργασίες στο ναό αυτό συνεχίζονταν ακόμη όταν στην πόλη έφτασε ο Αλέξανδρος το 334 π.Χ. Εντυπωσιασμένος από την αίγλη του ιερού, προσφέρθηκε να καλύψει όλα τα έξοδα για την ανοικοδόμηση, με την προϋπόθεση να αναγράφεται το όνομά του στην αναθηματική επιγραφή. Αυτή την προσφορά, σύμφωνα με το Στράβωνα,13 την απέρριψαν οι Εφέσιοι με τη δικαιολογία πως ήταν ανάρμοστο σε ένα θεό να «αναθέσει» ναό σε κάποιον άλλο. Τελικά το κτήριο ολοκληρώθηκε περί τα μέσα του 3ου αι. π.Χ.
Το ελληνιστικό Αρτεμίσιο ακολούθησε γενικά το αρχαϊκό αρχιτεκτονικό σχέδιο. Νέοι τοίχοι και κίονες ανεγέρθηκαν πάνω στις ακριβείς θέσεις των παλαιότερων. Τα βασικά νεότερα στοιχεία του ναού ήταν η προσθήκη μιας ακόμη σειράς κιόνων στις προσόψεις και η τοποθέτησή του πάνω σε κρηπίδα ύψους 2,68 μ. με περίπου 13 βαθμίδες. Η ανύψωση αυτή του ναού σε βάθρο ίσως αποσκοπούσε στην προστασία του οικοδομήματος από τις πλημμύρες του βαλτώδους εδάφους. Ωστόσο η βαθμιδωτή κρηπίδα είναι προσφιλές στοιχείο της ανατολίτικης αρχιτεκτονικής, που εκείνη την εποχή αρχίζει να συνδυάζεται με ελληνικές μορφές.
Στην κατασκευή του νέου ναού υπήρξε μάλλον επίδραση από το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, έργο του αρχιτέκτονα Πυθέου, ιδιαίτερα όσον αφορά την τοποθέτηση οπισθόδομου στο κτήριο. Επιπλέον οι αναλογίες του Αρτεμισίου συμφωνούσαν με εκείνες του ναού της Αθηνάς στην Πριήνη, έργο του ίδιου αρχιτέκτονα.
Οι διαστάσεις του στυλοβάτη του ελληνιστικού ναού ήταν 105 x 55 μ. Ο Πλίνιος ανέφερε πως οι κίονες του ύστερου Αρτεμισίου είχαν ύψος 60 ποδών (17,65 μ.), που αποτελούσε 9,6 φορές τη διάμετρο της βάσης. Επίσης πως οι νεότεροι κίονες έδιναν την εντύπωση ότι ήταν λιγότερο ραδινοί και πλαστικοί από αυτούς του αρχαϊκού Αρτεμισίου. Όπως και στην Πριήνη, οι κίονες στο νεότερο Αρτεμίσιο είχαν 24 ραβδώσεις. Οι βάσεις τους έφεραν και πάλι ανάγλυφη διακόσμηση, επηρεασμένη όμως από την τεχνοτροπία της ύστερης κλασικής τέχνης. Ένας από αυτούς τους κίονες σώθηκε έως τις μέρες μας και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο.14 Πάνω του παριστάνονται ανάγλυφα ο Ερμής, ο Θάνατος και μία γυναικεία μορφή που έχει ερμηνευτεί είτε ως Ευρυδίκη ή ως Άλκηστη. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα δείγματα γλυπτικής του 4ου αι. π.Χ. και είναι έργο ενός γλύπτη που ακολουθεί την τεχνοτροπία του Πραξιτέλη. Σύμφωνα με τον Πλίνιο και το Βιτρούβιο, ένας από τους κίονες ήταν έργο του γλύπτη Σκόπα.
Και ο θριγκός του ναού ακολουθούσε σε γενικές γραμμές το αρχαϊκό πρότυπο, μόνο που οι λεοντοκεφαλές της σίμης αντικαταστάθηκαν από απλά ανθέμια.
Οι αναπαραστάσεις του νεότερου Αρτεμισίου σε νομίσματα δείχνουν ότι οι στενές πλευρές του ναού επιστέφονταν από αετώματα και ότι το κτήριο είχε αμφικλινή στέγη. Στις απεικονίσεις αυτές στο αέτωμα υπάρχουν τρία αψιδωτά ανοίγματα, τα οποία βεβαίως λειτουργούσαν ανακουφιστικά, αλλά θα πρέπει να είχαν και κάποιο λατρευτικό χαρακτήρα, καθώς απαντώνται και στο Αρτεμίσιο της Μαγνησίας. Ίσως από εκεί εμφανίζονταν στους πιστούς αγάλματα θεών.
Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από τους Αυστριακούς το 1965 οδήγησαν στην ανακάλυψη του βωμού που ανήκε στο νεότερο Αρτεμίσιο. Πρόκειται για ένα πεταλόσχημο κτίσμα επενδεδυμένο με μάρμαρο, που καταλαμβάνει μια περιοχή έκτασης 32 x 22 μ. Γύρω από το βωμό βρέθηκαν αγωγοί, γεγονός που δείχνει ότι και τον 4o αι. π.Χ. η απομάκρυνση των υδάτων αποτελούσε κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων. Ένα ανάγλυφο με παράσταση Αμαζόνας που είχε αποκαλυφθεί το 1901 στη μαρμαροθέτηση της οδού Θεάτρου στην Έφεσο (σήμερα στο Μουσείο της Βιέννης) θεωρείται τμήμα από τη διακόσμηση του βωμού.15
Ένα από τα βασικά προνόμια του ναού ήταν ότι χρησίμευε ως άσυλο, ήταν δηλαδή καταφύγιο για όποιον καταδιωκόταν. Ο Αλέξανδρος επέκτεινε τα όρια της προστατευμένης περιοχής σε απόσταση ενός σταδίου γύρω από το ναό. Ο Μιθριδάτης καθόρισε ξανά τα όρια εκτοξεύοντας ένα βέλος από τη γωνία της στέγης του ναού, καλύπτοντας μία απόσταση λίγο μεγαλύτερη από ένα στάδιο. Ο Μάρκος Αντώνιος διπλασίασε αυτή την απόσταση, περιλαμβάνοντας και ένα τμήμα της πόλης. Όμως αυτό το μέτρο κρίθηκε υπερβολικό, καθώς συγκεντρωνόταν στην πόλη μεγάλος αριθμός κακοποιών, και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε από τον Αύγουστο. Ωστόσο επί Αυγούστου τμήμα του ναού χρησίμευσε ως έδρα της αυτοκρατορικής λατρείας (Σεβαστείο). Η πόλη παρέμεινε «άσυλος» εξαιτίας της λατρείας αυτής.
Ο ναός υπέστη καταστροφές από τους Γότθους το 263 μ.Χ. και η καταστροφή ολοκληρώθηκε με την επικράτηση του χριστιανισμού. Ήδη από τότε ξεκίνησε πιθανόν η απομάκρυνση τμημάτων του ναού για την επαναχρησιμοποίησή τους ως οικοδομικό υλικό.
3. Ανασκαφές
Ο ναός της Αρτέμιδος ήταν το πρώτο κτίσμα που ανασκάφηκε στην Έφεσο. Η ανακάλυψη του περίφημου ναού οφείλεται σε έναν Άγγλο μηχανικό σιδηροδρόμων, τον J.T. Wood, για τον οποίο είχε γίνει όνειρο ζωής. Η θέση του ναού ήταν σχεδόν άγνωστη. Ο Wood εργάστηκε στην Έφεσο το διάστημα 1863-1874 και ξόδεψε μεγάλο μέρος από την προσωπική του περιουσία διενεργώντας δοκιμαστικές τομές σε διάφορα σημεία της πεδιάδας. Ένα σημαντικό στοιχείο αποτέλεσε η επιγραφή που ανακαλύφθηκε το 1869 εντοιχισμένη στον ανατολικό τοίχο της νότιας παρόδου του θεάτρου. Αναφερόταν στον Gaius Vibius Salutaris, ο οποίος το 104 μ.Χ. αφιέρωσε στο ναό της Αρτέμιδος ένα σύνολο από αργυρά και χρυσά αγαλματίδια και όρισε να μεταφέρονται σε τακτές ημερομηνίες από το ναό στο θέατρο και πίσω, μέσα από συγκεκριμένη διαδρομή. Η ιερή αυτή πομπή περνούσε από την Πύλη της Μαγνησίας. Η επιγραφή αυτή συνδυάστηκε και με πληροφορία του Φιλοστράτου ότι κάποιος Τίτος Φλάβιος Δαμιανός συνέδεσε το Αρτεμίσιο με την πόλη μέσω Στοάς από την Πύλη του Κορησσού.16 Πράγματι, αποκαλύφθηκε η οδός, επενδεδυμένη με μαρμάρινες πλάκες, που οδηγούσε στον περίβολο του ιερού. Ο Wood ωστόσο δεν πρόλαβε να προχωρήσει στην ανασκαφή των κατώτερων στρωμάτων του ναού, πράγμα το οποίο τελικά πραγματοποίησαν οι D.G. Hogharth και A.E. Henderson το 1904 και το 1905, οπότε και ήρθε στο φως ο περίφημος αποθέτης των θεμελίων του ναού με ένα θησαυρό χρυσών αντικειμένων. Τα ευρήματα που ήρθαν στο φως κατά τις ανασκαφές των Άγγλων μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο.
Στη συνέχεια όμως τις ανασκαφές σε ολόκληρη την περιοχή της Εφέσου ανέλαβε το Αυστριακό Ινστιτούτο, που είχε ήδη ζητήσει την άδεια από το οθωμανικό κράτος. Το 1966 οι Αυστριακοί ανασκαφείς πραγματοποίησαν ανασκαφική έρευνα δυτικά του ναού, που οδήγησε στην εύρεση του βωμού της Αρτέμιδος. Στη διάρκεια των ανασκαφών ήρθε στο φως μεγάλος αριθμός πολύτιμων αναθημάτων, για τα οποία τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να αποφανθεί η έρευνα αν πρόκειται για τοπικά ή εισηγμένα προϊόντα. Αυτά τα ευρήματα μαρτυρούν αφενός τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα των αναθετών, αλλά και την ποικιλία των λατρειών στην περιοχή.
Κατά τις πρόσφατες δεκαετίες ήρθαν στο φως αξιόλογα ευρήματα του 8ου και 7ου αι. π.Χ., γεωμετρικής και ανατολίζουσας τέχνης αντίστοιχα. Σε αυτά συγκαταλέγονται αντικείμενα από χρυσό, ελεφαντόδοντο, φαγεντιανή, χαλκό αλλά και κεραμική των τύπων της «εφεσιακής» και της «μελανής επί ερυθρού».17
4. Θρησκεία – Λατρεία
4.1. Το λατρευτικό άγαλμα της θεάς
Η Άρτεμις της Εφέσου διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τα προελληνικά ανατολικά χαρακτηριστικά της. Η συνήθης απεικόνισή της,18 που ακολουθούσε το πρότυπο του αρχικού λατρευτικού ξόανου της θεάς, είναι η εξής: Στο κεφάλι φορά πόλο που κοσμείται συχνά με προτομές ζώων. Επίσης φέρει περιδέραια διάφορων μορφών και το κάτω ήμισυ του σώματος καλύπτεται από ένδυμα που καλείται «επενδύτης» και φέρει ανάγλυφες μορφές σε ζώνες. Πιθανόν στο αρχικό λατρευτικό άγαλμα τα ανάγλυφα αυτά ήταν κατασκευασμένα με χρυσό. Οι σειρές ωόσχημων αντικειμένων γύρω από το στήθος έχουν ερμηνευτεί είτε ως στήθη ή (σύμφωνα με πιο πρόσφατες ερμηνείες) ως αυγά. Και στις δύο περιπτώσεις τα ωόσχημα αυτά αντικείμενα αποτελούσαν σύμβολα γονιμότητας, στοιχείο που δε συνάδει με την παρθενική υπόσταση της θεάς σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία. Βεβαίως τα πολυάριθμα ζώα που βρίσκονται γύρω από τα πόδια της θεάς –ταύροι, λιοντάρια, σφίγγες κ.ά.– ταιριάζουν με τη λατρεία της ως θεάς του κυνηγιού, εντούτοις η παρουσία της χίμαιρας δείχνει και πάλι την ανατολική επιρροή.
4.2. Το τυπικό της λατρείας
Η άσκηση της λατρείας της θεάς ανήκε σε ένα ιερατείο του οποίου η δομή ήταν διαφορετική από τα ελληνικά δεδομένα. Μάλιστα, ορισμένες από τις λέξεις που περιγράφουν τις τάξεις του ιερατείου δεν είναι καν ελληνικές. Στην κορυφή της πυραμίδας βρισκόταν ο ιερέας ή οι ιερείς – δεν είναι γνωστό αν ήταν ένας ή πολλοί. Πάντως, γνωρίζουμε ότι επρόκειτο για ευνούχο που αποκαλούνταν Μεγάβυζος.19 Σύμφωνα με το Στράβωνα, η επιλογή του γινόταν πάντα από μη ελληνικά φύλα και περιβαλλόταν με πολύ μεγάλες τιμές.
Στην υπηρεσία του ιερέα βρισκόταν ένα πολυπληθές σώμα νεαρών παρθένων, που χωρίζονταν σε τρεις ομάδες: τις υποψήφιες ιέρειες (δόκιμες), τις ιέρειες που ασκούσαν το λειτούργημα και όσες είχαν χρηματίσει ιέρειες στο παρελθόν και είχαν καθήκον να μυούν στη λατρεία τις δόκιμες.
Μία ακόμη τάξη ιερέων ήταν οι Εσσαίοι.20 Σύμφωνα με μια αρχαία ερμηνεία, η λέξη «Εσσαίος» σήμαινε το βασιλιά των μελισσών. Κατά μια ερμηνεία, η ιεραρχία στην Έφεσο ακολουθούσε τη δομή του μελισσιού, καθώς η μέλισσα ήταν το έμβλημα της πόλης.21 Φαίνεται ότι οι Εσσαίοι λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ της θρησκευτικής και κοσμικής εξουσίας. Πρόσφεραν θυσίες στη θεά εν ονόματι της πόλης και οργάνωναν τα δημόσια δείπνα που ακολουθούσαν τις θρησκευτικές τελετουργίες.
Ένα άλλο σώμα ιερέων στην υπηρεσία της θεάς ήταν οι Κουρήτες. Μια τοπική παραλλαγή του μύθου στην Έφεσο ανέφερε πως οι Κουρήτες βοήθησαν τη Λητώ στη γέννηση της Αρτέμιδος –σε μια περιοχή που οι Εφέσιοι ισχυρίζονταν πως βρισκόταν κοντά στην πόλη τους– τρομάζοντας και διώχνοντας την Ήρα, η οποία παρακολουθούσε με φθόνο τον τοκετό. Γι’ αυτό το μυθικό συμβάν γινόταν ετησίως μία γιορτή κατά την οποία το σώμα των Κουρητών διεξήγε θυσίες και δείπνα.22
Οι Ακροβάται, δηλαδή «αυτοί που περπατούν στις άκρες των δακτύλων», ήταν ένα ακόμη σώμα του ιερατείου. Δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο περπατούσαν με αυτό τον τρόπο. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι ήταν είκοσι άτομα και έκαναν θυσίες.
Γενικώς το ιερατείο έπαιζε και οικονομικό ρόλο στη ζωή της πόλης, καθώς δεχόταν δωρεές και χρήματα αλλά μπορούσε και να δανείζει χρηματικά ποσά σε ιδιώτες.23
Σε πολυάριθμες δημοσιεύσεις των τελευταίων 30 ετών το Αρτεμίσιο αντιμετωπίστηκε ως πλουραλιστικό κέντρο λατρείας διάφορων θεοτήτων, παρότι δεν υπάρχουν αρχαίες γραπτές πηγές που να συντείνουν σε κάτι τέτοιο. Η υπόθεση που είχε διατυπωθεί από ορισμένους ερευνητές ήταν ότι ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος αντικατέστησε τις προγενέστερες λατρείες με μία νέα συγκρητιστική λατρεία της Εφεσίας Αρτέμιδος. Η άποψη αυτή όμως έχει αμφισβητηθεί τελευταία έντονα, καθώς τα ανασκαφικά δεδομένα δε συμφωνούν ούτε επαρκούν για την απόδειξη τέτοιων θεωριών.24