1. Θέση
Το μνημείο του Γ. Μέμμιου (αρ. 32), εγγονού του Λ. Κορνηλίου Σύλλα του Ευτυχούς, ιδρύθηκε σε μια πραγματικά προνομιούχο θέση, στο ανατολικό άκρο του Εμβόλου (οδός Κουρητών), κάτω ακριβώς από το λόφο Panayir που δεσπόζει στα βόρεια (εικ. 1). Δίπλα ακριβώς από το μνημείο προς τα δυτικά βρίσκεται η κρήνη που κατά τα Μέσα Αυτοκρατορικά χρόνια μετασκευάστηκε στο λεγόμενο Υδρείον, ενώ προς Ν-ΝΑ ανοίγεται η πλατεία όπου λειτουργούσε, ήδη από τα Υστεροελληνιστικά χρόνια, το διοικητικό κέντρο της πόλης, με τη γνωστή οικοδομική ανάπτυξη κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Έτσι, στο μνημείο του Γ. Μέμμιου διαμορφώνονταν τρεις ουσιαστικά προσόψεις, η δυτική προς τον Έμβολο, η νότια –και πλέον σημαίνουσα– προς το χώρο της πλατείας του Δομιτιανού και η ανατολική προς τον κανονικό πολεοδομικό άξονα του διοικητικού κέντρου της πόλης. Η βόρεια πλευρά του οικοδομήματος, προσανατολισμένη προς τον υπερκείμενο λόφο, ήταν η λιγότερο σημαντική και ως εκ τούτου παρέμεινε βασικά ακόσμητη.1
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη και ολοκληρωμένη μελέτη,2 το μνημείο του Γ. Μέμμιου ανήκε πιθανώς στην κατηγορία των πυργόσχημων οικοδομημάτων, πολύ διαδεδομένων στη ρωμαϊκή επικράτεια ήδη από την Όψιμη περίοδο της Δημοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται πως το κτήριο διαρθρωνόταν σε τέσσερα επίπεδα-τμήματα: 1. τη βάση που αποτελούνταν από το υψηλό βάθρο και το κρηπίδωμα, 2. τον 1ο όροφο με τους ορθοστάτες και τις κόγχες στις τρεις κύριες πλευρές του, 3. το 2ο όροφο με το σηκόμορφο πυρήνα και την κορινθιακή περίσταση και 4. την κωνική στέγη που εδραζόταν πάνω σε ένα κυλινδρικό τύμπανο διακοσμημένο με βουκράνια, γιρλάντες και φιάλες (εικ. 2).
Η κάτοψη της βάσης, στο πρώτο επίπεδο, είναι τετράγωνη (εικ. 3). Σημαντική είναι η επισήμανση ενός κτιστού με την τεχνική opus caementicium συμπαγούς πυρήνα από αργούς λίθους και σπόλια,3 ο οποίος έχει ουσιαστικά περιβληθεί από τρεις δόμους ασβεστολιθικών, κυφωτών γωνιολίθων με αδρή επιφάνεια (rustica) που διαμορφώνουν το υψηλό βάθρο (podium) (εικ. 4, 5). Το τελευταίο, μαζί με τη μαρμάρινη ευθυντηρία ψηλά, έχει συνολικό ύψος 1,62 μ. Ακολουθεί η επίσης μαρμάρινη τριβαθμιδωτή κρηπίδα ύψους 0,90 μ.
Πάνω στην κρηπίδα, που επίσης περιβάλλει το συμπαγή πυρήνα στο εσωτερικό του οικοδομήματος, υψωνόταν ένα βάθρο ορθοστατών (ύψους 2,64 μ.), από το οποίο λίγα στοιχεία σώζονται κατά χώραν. Περιτρεχόταν χαμηλά από μια «αττική-ιωνική» βάση που σχημάτιζε σπείρα – τροχίλο – σπείρα και κοσμούνταν με λέσβιο κυμάτιο. Στην απόληξη των ορθοστατών υπήρχε πιθανώς μια επικρανίτιδα με κυμάτιο. Οι ορθοστάτες διαμόρφωναν έναν ενιαίο τοίχο μόνο στην ελάσσονος σημασίας βόρεια πλευρά του κτηρίου. Αντίθετα, στις υπόλοιπες τρεις ανοίγονταν ημικυκλικές κόγχες μέσα στις οποίες ήταν τοποθετημένο ένα κοίλο, μαρμάρινο θρανίο. Ουσιαστικά λοιπόν οι κόγχες έπαιζαν το ρόλο εξέδρας. Ως και το ύψος των ορθοστατών έχει πιστοποιηθεί ανασκαφικά η ύπαρξη του συμπαγούς πυρήνα που διαπερνά το κτήριο χαμηλά (εικ. 6). Το ανώτατο επίπεδο των ορθοστατών ταυτίζεται ουσιαστικά με τον τοιχοβάτη και στυλοβάτη του 1ου ορόφου.
Στις τέσσερις γωνίες του κτηρίου υψώνονταν πάνω στους ορθοστάτες αντίστοιχα τέσσερις ισχυροί πεσσοί σχήματος Γ, ο καθένας από τους οποίους αναλυόταν σε δύο παραστάδες εκατέρωθεν ενός γωνιακού ημικίονα. Τόσο τα επίκρανα των παραστάδων όσο και τα κιονόκρανα των ημικιόνων ήταν κορινθιακά, ενώ οι βάσεις τους ήταν ιωνικού-αττικού τύπου με πλίνθο. Τα τρία ανοίγματα των κογχών στη νότια, ανατολική και δυτική πλευρά του μνημείου επιστέφονταν με τόξα που τα συγκρατούσαν συνολικά έξι Καρυάτιδες στα άκρα των πεσσών. Η διαμόρφωση των τοξωτών ανοιγμάτων και των κογχών έδινε ουσιαστικά στο μνημείο την εντύπωση θριαμβικού τετράπυλου. Εσωτερικά στις τρεις κόγχες ανοίγονταν πάνω από το ύψος του θρανίου τρεις μαρμάρινες θύρες με επιμελημένη διακόσμηση και υπέρθυρο που συγκρατούνταν από κιλλίβαντες. Ο θριγκός του 1ου ορόφου αποτελούνταν από ένα τριταινιωτό επιστύλιο, μια συμφυή ζωφόρο που έφερε την τιμητική επιγραφή, και το γείσο με τους οδόντες. Συνολικά το ύψος του δεύτερου επιπέδου, από το βάθρο των ορθοστατών ως και το ανώτατο άκρο του γείσου, υπολογίζεται στα 5,28 μ.4
Η μορφή του τρίτου επιπέδου του κτηρίου είναι περισσότερο υποθετική. Ο Α. Bammer πρότεινε την αποκατάσταση ενός στηθαίου ύψους 2,45 μ.5 Κοσμούνταν, σύμφωνα με την άποψή του, με τις ανάγλυφες μορφές που είχαν εντοπιστεί κατά την ανασκαφή του χώρου. Την ύπαρξη στηθαίου απέρριψε πρόσφατα η U. Outschar. Η τελευταία προχώρησε σε νέες ταυτίσεις αρχιτεκτονικών μελών του μνημείου και, συγκεκριμένα, ενός δεύτερου ιωνικού θριγκού και μιας σειράς φατνωματικών πλακών. Έτσι, η αποκατάσταση ενός 2ου ορόφου με τετράγωνη κάτοψη (εικ. 7) και ένα σηκόμορφο πυρήνα φαίνεται αρκετά πειστική. Οι εξωτερικοί τοίχοι του σηκού αυτού είναι δυνατόν να κοσμούνταν εναλλάξ με τις ανάγλυφες πλάκες και παραστάδες. Στις τρεις κύριες πλευρές του 2ου ορόφου η Outschar τοποθετεί μια κορινθιακή περίσταση από την οποία βέβαια δε διαθέτουμε κανένα θραύσμα. Οι φατνωματικές πλάκες όμως με τα συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά, καθώς και ο συμφυής ιωνικός θριγκός, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αμφισβήτησης αυτής της πρότασης. Τμήματα του θριγκού περιλάμβαναν ένα τριταινιωτό επιστύλιο, μια ζωφόρο με ανθεμωτή διακόσμηση, καθώς και ένα γείσο με χαρακτηριστικές μιμήσεις απολήξεων δοκών. Δύο τύποι φατνωμάτων, ο πρώτος με ένα κεντρικό τετράγωνο όρθιο στις γωνίες του και ο δεύτερος με τέσσερα μικρά τετράγωνα εγγεγραμμένα σε ένα μεγαλύτερο, κοσμούσαν εναλλάξ την οροφή (εικ. 7).6
Η αποκατάσταση της στέγης του μνημείου είναι ακόμα πιο υποθετική. Το μόνο γνωστό τμήμα της στέγης είναι το κυλινδρικό τύμπανο ύψους 1,75 μ. με τη ζωφόρο γιρλαντών, φιαλών και βουκρανίων.7 Λαμβάνοντας υπόψη και άλλα μνημεία της Εφέσου, θα μπορούσαμε, σύμφωνα με την Outschar, να υποθέσουμε ότι μετά το θριγκό του 2ου ορόφου ακολουθούσε αντίστοιχα μια κρηπιδωτή κατασκευή, το ανάγλυφο κυλινδρικό τύμπανο και η κωνική απόληξη.8 Σε μια παρόμοια υπόθεση –με την προσθήκη όμως και ενός μονόπτερου ορόφου– είχε προχωρήσει και ο Alzinger.9 Αν τελικά ακολουθήσουμε την πρόταση της Outschar, το τελευταίο επίπεδο του μνημείου υπολογίζεται ότι φθάνει σε ύψος περίπου 7,5 μ.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, σύμφωνα με τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα και τις πρόσφατες προτάσεις της έρευνας, μπορούμε να πούμε ότι το μνημείο του Γ. Μέμμιου παρουσίαζε σύνθετη αρχιτεκτονική μορφή διαρθρωμένο ρυθμικά σε τέσσερα επίπεδα, ακολουθώντας τη βασική αναλογία 3:1:2 για τη βάση και τον 1ο όροφο, το 2ο όροφο και τη στέγη αντίστοιχα.10 Το μνημείο έμοιαζε με μια πυργοειδή κατασκευή που στον 1ο όροφο έδινε την εντύπωση θριαμβικού τόξου λόγω των κογχών που σχηματίζονταν στις τρεις κύριες πλευρές. Παρόμοιας αρχιτεκτονικής αντίληψης είναι και το επίσης πυργόσχημο μνημείο των Ιουλίων στο St. Rémy της Γαλλίας.11 Το κτήριο αυτό στηρίζεται επίσης πάνω σε ισχυρόβάθρο. Στον 1ο όροφο διαμορφώνεται ένα ραδινό τοξωτό τετράπυλο, που στις γωνίες του ενισχύεται από κορινθιακούς ημικίονες. Βέβαια, σε αντίθεση με το οικοδόμημα της Εφέσου, εδώ πάνω από τον ιωνικό θριγκό του 1ου ορόφου υψώνεται ένας μονόπτερος όροφος με κωνική στέγαση. Από την άλλη, η συγκεκριμένη διαμόρφωση του 2ου ορόφου του μνημείου του Μέμμιου, με το σηκόμορφο πυρήνα και την περίσταση, θα μπορούσε να συγκριθεί καλά και με άλλα μνημεία της Εφέσου, για παράδειγμα με το λεγόμενο Οκτάγωνο και το κυκλικό κτήριο στο Panayir Dag.12
3. Γλυπτός διάκοσμος
Ο γλυπτός διάκοσμος του μνημείου εντοπίζεται κυρίως στον 1ο και στο 2ο όροφο, αλλά και στο κυλινδρικό τύμπανο της στέγης.
Σημαντικές είναι στον 1ο όροφο οι μορφές των Καρυάτιδων που συγκρατούν τα τόξα των κογχών.13 Εικονίζονται σε υψηλό ανάγλυφο έξι ημίγυμνες νεαρές, γυναικείες μορφές, με έντονη κίνηση, που πιθανόν παραπέμπει σε χορό. Φορούν λεπτό αχειρίδωτο χιτώνα και στενό ιμάτιο ριγμένο στον ώμο τους. Το κεφάλι τους είναι στραμμένο ελαφρά προς το τοξωτό άνοιγμα της κόγχης. Οι μακριοί κυματιστοί πλόκαμοι της κόμης πέφτουν απαλά στους ωμούς και στο στήθος τους. Με τα χέρια τους υψωμένα κρατούν πάνω από το κεφάλι μια κίστη από την οποία κρέμεται ένα διπλωμένο ύφασμα. Η «υγρή» απόδοση των ενδυμάτων, η σχέση τους προς το γυμνό σώμα των μορφών, αλλά και η στάση των Καρυάτιδων, γενικότερα, θυμίζουν έντονα πρότυπα του πλούσιου ρυθμού του όψιμου 5ου αι. π.Χ. Από την άλλη, ο τύπος του στενού ιματίου με τις μανιεριστικές, επάλληλες, θηλιόσχημες πτυχές στην παρυφή του βρίσκει τα παράλληλά του σε νεοαττικά ανάγλυφα των Όψιμων Ελληνιστικών και των Ρωμαϊκών χρόνων. Ανάλογες «αρχαϊστικές» αναμνήσεις θα μπορούσαμε να διακρίνουμε και στην απόδοση της κόμης των μορφών. Ο Alzinger μάλιστα υποστήριξε ότι οι Καρυάτιδες της Εφέσου είναι αντίγραφα έργου του όψιμου 5ου αι. π.Χ. και τις συσχέτισε με τη δημιουργία του «κατατεξίτεχνου» Καλλιμάχου.14 Αν και δε χωρά αμφιβολία ότι οι Καρυάτιδες του μνημείου μας εμπνέονται από πρότυπα των μανιεριστών δημιουργών του όψιμου 5ου και 4ου αι. π.Χ., ωστόσο φαίνεται πως είναι μάλλον απλές εκλεκτικιστικές δημιουργίες με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, παρά πιστά, κατά το μάλλον ή ήττον, αντίγραφα ενός κλασικού έργου.
Στο 2ο όροφο ήταν τοποθετημένες πιθανότατα οι πλάκες με τις ανάγλυφες παραστάσεις όρθιων ανδρικών μορφών.15 Στην καθεμιά πλάκα εικονιζόταν από μία μόνο μορφή. Σώζονται σε σχετικά καλή κατάσταση τέσσερις συνολικά τέτοιες πλάκες. Άλλες τρεις ή τέσσερις πλάκες διατηρούνται εντελώς αποσπασματικά. Οι πλάκες με τις ανάγλυφες παραστάσεις προεξείχαν των τοίχων του σηκού στις τρεις κύριες πλευρές του (ανατολική, νότια και δυτική) και πλαισιώνονταν από παραστάδες.16 Ένα δεύτερο πλαίσιο δημιουργούνταν οπτικά για τον απομακρυσμένο θεατή του μνημείου, καθώς οι μορφές προβάλλονταν στα μετακιόνια της κορινθιακής περίστασης μπροστά από το σηκό (εικ. 8). Σύμφωνα με τον Alzinger τα ανάγλυφα του 2ου ορόφου διακρίνονται σε τρεις τουλάχιστον τύπους: 1. togatus, 2. σαλπιγκτής ή δαδούχος, 3. θρηνών πολεμιστής. Επίσης έχει διαπιστωθεί και η ύπαρξη ενός τέταρτου, εντελώς αποσπασματικά σωζόμενου και έτσι αδιάγνωστου ακόμα τύπου.
Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι μορφές τριών πλακών, από τις οποίες διατηρείται καλύτερα η Ζ189/5817 (εικ. 9). Εικονίζεται ένας όρθιος άνδρας που φορά tunica και toga, με την οποία τυλίγει και συγκρατεί το δεξί λυγισμένο χέρι. Το αριστερό χέρι κατέβαινε παράλληλα προς το σώμα και ίσως κρατούσε έναν πάπυρο ή μια φιάλη. Στα πόδια η εικονιζόμενη μορφή φορούσε calcei, από τους οποίους όμως διατηρούνται ελάχιστα ίχνη. Ωστόσο, δε φαίνεται να αποδίδονταν τα χαρακτηριστικά υποδήματα των συγκλητικών. Η εικονιζόμενη μορφή εικονίζεται με το συνηθισμένο μοτίβο στήριξης (άνετο δεξί-στάσιμο αριστερό), ενώ η απόδοση της toga έχει πολλές ομοιότητες με την αντίστοιχη σε αγάλματα ιματιοφόρων του 4ου αι. π.Χ., αποπνέοντας έτσι έντονες κλασικιστικές τάσεις, χαρακτηριστικές στην καμπή του 1ου αι. π.Χ. προς τον 1ο αι. μ.Χ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι και οι τρεις τηβεννοφόροι του μνημείου ήταν ουσιαστικά εικονιστικά έργα (πορτρέτα).
Αντίθετα στο δεύτερο και τρίτο τύπο των αναγλύφων εικονίζονταν κατά πάσα πιθανότατα μυθολογικές/ηρωικές μορφές. Συγκεκριμένα, στον δεύτερο τύπο18 ανήκουν οι παραστάσεις τουλάχιστον δύο –ίσως και τριών– ανάγλυφων πλακών. Εικονίζεται ένας όρθιος νεαρός άνδρας που φορά ζωσμένη στη μέση εξωμίδα και έχει ριγμένο στον αριστερό του ώμο το ιμάτιο (εικ. 10). Διαγώνια στο στήθος του έχει περασμένο τον τελαμώνα (= balbeus) του εγχειριδίου που το κρατά με το δεξί χέρι από τη λαβή. Με το αριστερό κρατά ένα ραβδόσχημο αντικείμενο, πιθανώς ένα δαδί ή μια σάλπιγγα ή –γιατί όχι– ένα σκήπτρο. Στα πόδια φορά calcei που δένονται οριζόντια. Ειδικότερα στην περίπτωση της πλάκας Ζ842-Ζ2, δίπλα στο νεαρό άνδρα διακρίνεται χαμηλά τμήμα ενός αντικειμένου που πιθανώς ταυτίζεται με βωμό. Το κεφάλι του δεύτερου αυτού ανδρικού τύπου σώζεται στην δεύτερη πλάκα υπ’ αριθ. Ζ781-Ζ1 (εικ. 11). Το πρόσωπο του άνδρα είναι αγένειο και νεανικό, με μαλακό πλάσιμο και έντονα ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά. Η κόμη είναι κοντή με σγουρούς βοστρύχους και ακολουθεί στενά το περίγραμμα του κρανίου.
Στον τρίτο τύπο19 μπορούμε να κατατάξουμε μόνο ένα παράδειγμα. Παριστάνεται μια όρθια, νεανική ανδρική μορφή προς τα δεξιά (εικ. 12). Φορά επίσης εξωμίδα ζωσμένη στη μέση. Από τον αριστερό ώμο κρέμεται το ιμάτιο με την κροσσωτή παρυφή, ενώ από το στήθος περνά λοξά ο τελαμώνας του ξίφους. Ο νεαρός άνδρας γέρνει προς τα δεξιά στηριζόμενος στο όρθιο κοντάρι του, το οποίο μοιάζει να αγκαλιάζει με το αριστερό χέρι. Το δεξί είναι λυγισμένο και ακουμπά στη οσφύ. Χαρακτηριστικό είναι το μοτίβο του δεξιού σκέλους που σταυρώνει πάνω από το στάσιμο αριστερό. Στα πόδια αποδίδονται με μεγάλη λεπτομέρεια οι calcei. Το στιβαρό, κυβικό κεφάλι της μορφής με το ιδιαίτερα μαλακό πλάσιμο, τις ευρείες παρειές, την ιδεαλιστική έκφραση και τη ζωντανή απόδοση της σγουρής κόμης θεωρούνται χαρακτηριστικά του τοπικού εργαστηρίου. Η κοντή κόμη που παρακολουθεί στενά το περίγραμμα του κρανίου και φθάνει ιδιαίτερα χαμηλά στον αυχένα απαντά συχνά σε πορτραίτα του μέσου και ύστερου 1ου αι. π.Χ. Ο συγκεκριμένος τύπος του πολεμιστή που γέρνει προς το δόρυ του είναι πολύ παλιός, ανάγεται κιόλας στα Πρώιμα Κλασικά χρόνια και συναντάται συχνά στην ταφική εικονογραφία.20
Ως προς την αποκατάσταση της εικόνας των αναγλύφων πάνω στο κτήριο ο Alzinger έχει προτείνει την τοποθέτηση των τριών τηβεννοφόρων αντίστοιχα στις τρεις κύριες πλευρές του ορόφου. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι οι τηβεννοφόροι ταυτίζονται αντίστοιχα με το Λ. Κορνήλιο Σύλλα, το γαμπρό του και τον εγγονό του, Γ. Μέμμιο, ο οποίος θα εικονιζόταν στην πιο σημαντική, νότια όψη του μνημείου. Τα τρία αυτά πορτρέτα θα πλαισιώνονταν από τις μορφές των ιδεαλιστικών τύπων. Η ταύτιση όμως των τελευταίων παρουσιάζεται ιδιαιτέρως προβληματική. Ωστόσο η άποψη του Alzinger ότι ταυτίζονται με τοπικούς ήρωες της Εφέσου –δεδομένου και του προπαγανδιστικού χαρακτήρα του μνημείου– δεν πρέπει να απέχει πολύ από την αλήθεια.21
Ακόμα ένα πεδίο ανάγλυφης διακόσμησης εντοπίζεται στη ζωφόρο του 2ου ορόφου πάνω από το τριταινιωτό επιστύλιο (εικ. 13). Το φυτικό μοτίβο που επιλέχτηκε για τη διακόσμηση του τμήματος αυτού περιλαμβάνει ανοιχτά και κλειστά ανθέμια εναλλάξ. Τα πρώτα έχουν γενικότερα ένα καλυκωτό σχήμα, τα δεύτερα τριγωνικό ή ημιωοειδές. Τα πέταλα των ανοιχτών ανθεμίων είναι αποστρογγυλεμένα στην απόληξή τους και κλίνουν προς τα μέσα. Αντίθετα τα κλειστά ανθέμια έχουν γωνιώδη απόληξη και κλίνουν προς τα μέσα. Η διάταξη των ανθεμίων της ζωφόρου αντιστοιχεί απόλυτα με το ιωνικό κυμάτιο ακριβώς από κάτω δίνοντας έτσι εντύπωση τέλειας συμμετρίας.22
Τέλος, ακριβώς κάτω από την κωνική στέγη του οικοδομήματος βρισκόταν πιθανότατα η κυκλική διακοσμητική ζωφόρος με τα βουκράνια, τις γιρλάντες και φιάλες. Το μοτίβο αυτό, τυποποιημένο και κοινό, πέρα από το σαφή διακοσμητικό του χαρακτήρα συνδέεται άμεσα με λατρευτικά ή ταφικά συμφραζόμενα.
4. Λειτουργία
Η χρήση του μνημείου του Γ. Μέμμιου θα μπορούσε βάσει ανάλογων παραδειγμάτων από άλλα μέρη του ρωμαϊκού κράτους να είναι είτε τιμητική είτε ταφική. Σημαντική είναι η επιγραφή της ζωφόρου στη δυτική πλευρά του μνημείου(εικ. 14): C · MEMMIO · C · F · SULLAE · FELICIS · N · EX · PECUNI(A)(= Γ. ΜΕΜΜΙΩΙ, ΥΙΩΙ ΓΑΙΟΥ, ΕΓΓΟΝΩΙ ΣΥΛΛΑΙ ΕΥΤΥΧΕΙ ΕΚ ΧΡΗΜΑΤΩΝ...).23 Μια παρόμοια επιγραφή υπήρχε πιθανώς και στην ανατολική πλευρά του μνημείου. Στην ιδιαιτέρως σημαίνουσα νότια όψη θα είχε αναγραφεί στα ελληνικά.24 Η επιγραφή οπωσδήποτε μνημονεύει το πρόσωπο για τον οποίο ανεγέρθηκε το οικοδόμημα, ωστόσο δεν αναφέρει ούτε την ιδιότητά του Γ. Μέμμιου, ούτε και το λόγο ανέγερσης του μνημείου. Σωστή είναι επίσης η παρατήρηση ότι, αν το μνημείο ήταν καθαρά τιμητικό και είχε γίνει ζώντος του Γ. Μέμμιου, θα αναμέναμε τουλάχιστον κάποια μνεία στα αξιώματα του τιμώμενου.25 Κάτι τέτοιο δε φαίνεται να συνέβαινε στο υπόλοιπο, χαμένο τμήμα της επιγραφής. Από την άλλη, η ανέγερση ενός τέτοιου μνημείου στο κέντρο της πόλης, αν δεν έγινε με πρωτοβουλία της ίδιας της Εφέσου, σίγουρα είχε την έγκριση και συμφωνία των αρχών της. Δεν είναι μάλιστα απίθανο η πόλη να προσέφερε και το ίδιο οικόπεδο για την οικοδόμησή του.
Από την άλλη, η ανέγερση του μνημείου στην οδό των Κουρητών ίσως παραπέμπει και στην ταφική λειτουργία του, δεδομένου ότι ο Έμβολος χρησιμοποιήθηκε τα χρόνια αυτά για την ανέγερση ταφικών μνημείων ή ηρώων, όπως αυτό του Ανδρόκλου, το Οκτάγωνο κ.ά. Σύμφωνα μάλιστα με την Outschar δεν αποκλείεται η τέφρα του νεκρού να είχε τοποθετηθεί μέσα στο σηκόμορφο δωμάτιο του 2ου ορόφου.26 Η ταφική λειτουργία του κτηρίου θα δικαιολογούσε και την έλλειψη αναφοράς των αξιωμάτων του Μέμμιου στην επιγραφή. Επίσης σε μια τέτοια περίπτωση εξηγούνται καλά και οι παραστάσεις των συγκεκριμένων ιδεαλιστικών τύπων που πλαισίωναν τους τηβεννοφόρους άνδρες. Η παρουσία τους στην ταφική εικονογραφία είναι πιστοποιημένη ήδη από τα Κλασικά χρόνια.
Όσον αφορά τον ίδιο το Γ. Μέμμιο και τη σχέση του με την Έφεσο ελάχιστα είναι γνωστά. Πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 70 π.Χ. και ήταν γιος του ομώνυμου Γάιου Μέμμιου και εγγονός του Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα του Ευτυχούς. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές διετέλεσε ανθύπατος το έτος 34 π.Χ.27 Δε γνωρίζουμε όμως αν διορίστηκε στη συνέχεια και διοικητής της Ασίας, κάτι που θα δικαιολογούσε την ανέγερση ενός τέτοιου μνημείου. Ωστόσο μια τέτοια υπόθεση δεν είναι απίθανη, δεδομένου ότι συνήθως οι διοικητές των συγκλητικών επαρχιών είχαν προηγουμένως διατελέσει ύπατοι ή ανθύπατοι. Ο θάνατος και η ταφή ενός διοικητή στην πρωτεύουσα της επαρχίας προφανώς ήταν αρκετά σημαντικά γεγονότα, προκειμένου να κινητοποιήσουν την πόλη για την ανέγερση ενός ηρώου στον κεντρικότερο δρόμο. Από την άλλη, όπως ορθά παρατηρεί και ο Bammer,28 η όλη αρχιτεκτονική αντίληψη του οικοδομήματος με το μοτίβου του θριαμβικού τετράπυλου στον 1ο όροφο, αλλά και η γενικότερη διακόσμησή του προδίδουν τη ρωμαϊκή ιμπεριαλιστική πολιτική στις επαρχίες και την κατακτητική της δύναμη. Ο αρχιτέκτονας του κτηρίου ήταν πιθανότατα Ιταλός. Αν και εμφανώς εμπνέεται από τον κλασικισμό της εποχής του, χρησιμοποιεί κυρίως φόρμες και λύσεις της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής με αποκορύφωμα το μοτίβο του θριαμβικού τόξου. Η έντονα προπαγανδιστική λειτουργία του μνημείου αποδεικνύεται όμως κυρίως στην επιγραφή της ζωφόρου του 1ου ορόφου. Εκεί γίνεται μόνο ελάχιστη μνεία στον πατέρα του Γ. Μέμμιου, αλλά τονίζεται με εμφαντικό τρόπο η καταγωγή του από το γένος των Κορνηλίων και ειδικότερα το Σύλλα. Τη σημασία της αναφοράς στο Σύλλα επιτείνει και το γεγονός ότι ο Ρωμαίος δικτάτωρ ήταν αυτός που κατέλαβε την πόλη της Εφέσου και της στέρησε όλες τις ελευθερίες της, εκδικούμενος τη σφαγή χιλιάδων Ιταλών κατά το Μιθριδατικό πόλεμο. Οι μνήμες του έντονα αρνητικού περάσματος του Σύλλα από την Έφεσου θα ήταν ακόμη νωπές κατά την ανέγερση του μνημείου για τον εγγονό του. Με ποια λογική οι Εφέσιοι ανέφεραν τόσο εμφαντικά το όνομα ενός μισητού εχθρού τους; Δε θα ήταν επομένως μακριά από την πραγματικότητα η υπόθεση ότι το μνημείο, έργο ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής αντίληψης, σχεδιασμένο από Ιταλό αρχιτέκτονα, ανεγέρθηκε με έξοδα των ίδιων των Ιταλών κατοίκων της πόλης που με ευγνωμοσύνη αναφέρονται στο Γ. Μέμμιο και τον πρόγονό του Κ. Σύλλα, τονίζοντας ακριβώς την ιδιαίτερη θέση τους ως κατακτητών μέσα στην επαρχία της Ασίας.29
5. Χρονολόγηση
Το μοναδικό terminus post quem για την ανέγερση του μνημείου είναι το έτος 34 π.Χ., οπότε, σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις, ο Γ. Μέμμιος διετέλεσε ανθύπατος. Ο Alzinger υποστήριξε στην κύρια δημοσίευση του μνημείου ότι τα φυτικά και άλλα διακοσμητικά μοτίβα του κτηρίου είναι αρκετά εξελιγμένα και θα πρέπει να χρονολογηθούν στην πρώτη δεκαετία του 1ου αι. μ.Χ.30 Ήδη όμως ο Bammer αντιπρότεινε, λίγο αργότερα, τη χρονολόγηση του μνημείου στο τέλος της περιόδου της Δημοκρατίας για ιστορικούς κυρίως λόγους. Βασικό του επιχείρημα στάθηκε η απουσία αναφοράς του Αυγούστου στην επιγραφή του 1ου ορόφου, σε αντίθεση με την κοινή πρακτική των μνημείων της Εφέσου που ανεγέρθηκαν στα χρόνια της διακυβέρνησής του. Επίσης, το όλο οικοδόμημα υπογραμμίζει, όπως είδαμε, την ιμπεριαλιστική πολιτική της Ρώμης και τη διάκριση κατακτητών και υπηκόων, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τη συμβιβαστική και ήπια για τις επαρχίες πρακτική της διακυβέρνησης του Αυγούστου.31
Ακόμα, πιο πρόσφατα, η Outschar, συσχέτισε πειστικά τα τυπολογικά και μορφολογικά στοιχεία του μνημείου του Γ. Μέμμιου με άλλα οικοδομήματα της Μικράς Ασίας και κυρίως με το Οκτάγωνο της Εφέσου που χρονολογείται γύρω στο 40 π.Χ. και την πρόσοψη του θεάτρου της Αφροδισιάδος του 28 π.Χ. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει μια χρονολόγηση και για το μνημείο του Γ. Μέμμιου στο γ΄ ή τελευταίο τέταρτο του 1ου αι. π.Χ. και πιθανότατα «πριν από την εγκαινίαση της πύλης των δύο απελεύθερων Mazaeus και Μιθριδάτη (= Νότια πύλη της Αγοράς) το 4/3 π.Χ.».32
6. Ύστερη Αρχαιότητα – Βυζαντινοί χρόνοι
Ήδη κατά τα χρόνια του Αυγούστου υπήρχε μπροστά από τη δυτική πλευρά του μνημείου ένα κρηναίο οικοδόμημα που προφανώς δεν εμπόδιζε την πρόσοψη. Ωστόσο η ανέγερση του μνημειακού Υδρείου στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. σχεδόν σε επαφή με τη δυτική αυτή πλευρά του μνημείου αποτελεί πιθανώς το terminus post quem για την ουσιαστική υποβάθμιση του μνημείου. Από την άλλη, ορισμένα ανασκαφικά ευρήματα, όπως τμήματα τοίχων της Βυζαντινής και Νεότερης εποχής, υποδεικνύουν της σταδιακή κατάρρευση του κτηρίου χωρίς όμως τη λιθαρπαγή των μελών του.33 Σημαντικό ρόλο στην καταστροφή του οικοδομήματος θα έπαιξαν σίγουρα οι σεισμοί που έπληξαν την Έφεσο και ειδικά τη συγκεκριμένη περιοχή από το 262 μ.Χ. και εξής.
7. Ιστορία της έρευνας
Ο χώρος του μνημείου του Γ. Μέμμιου ανασκάφηκε αρχικά από το F. Miltner κατά τα έτη 1957-1958 στο πλαίσιο της διερεύνησης του ανατολικού ορίου του Εμβόλου.34 Το οικοδόμημα χαρακτηρίστηκε σε πρώτη φάση από το Miltner ως «μνημείο του Σύλλα (Sullabau)». Στα επόμενα χρόνια το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ανέλαβε την αποπεράτωση των εργασιών με ορισμένες διερευνητικές τομές, μικρής κλίμακας ανασκαφές, μετρήσεις καταγραφές και κυρίως την αναστήλωση του μνημείου. Την υψηλή εποπτεία της δεύτερης αυτής φάσης είχε ο ίδιος ο διευθυντής του Ινστιτούτου F. Eichler. Τότε ταυτίστηκε για πρώτη φορά σωστά το πρόσωπο για το οποίο ανεγέρθηκε το μνημείο, το Γάιο Μέμμιο, τον εγγονό του Σύλλα.35
Το 1967/1968 πραγματοποιήθηκε η μερική αναστύλωση του κτηρίου, καρπός της οποίας ήταν και η δημοσίευσή του το 1971 (εικ. 15).36 Τη μελέτη των αρχιτεκτονικών στοιχείων και της στατικής του μνημείου, στο πρώτο ήμισυ του έργου, ανέλαβε ο A. Bammer. Ο W. Alzinger ήταν αντίστοιχα υπεύθυνος για την παρουσίαση του χρονικού της ανασκαφής του Miltner καθώς και των τυπολογικών-μορφολογικών χαρακτηριστικών του μνημείου και του γλυπτού του διακόσμου. Βασικό στοιχείο της πρώτης αυτής δημοσίευσης είναι η πιστοποίηση της μορφής του 1ου ορόφου ως τοξωτού τετραπύλου με κόγχες, καθώς και η πρόταση αποκατάστασης του 2ου ορόφου ως στηθαίου με τα ανάγλυφα. Η ανέγερσή του τοποθετήθηκε στην 1η δεκαετία του 1ου αι. μ.Χ. Έκτοτε δεν έγιναν σπουδαίες δημοσιεύσεις αποκλειστικά για το μνημείο του Γ. Μέμμιου. Μέρος των πορισμάτων της δημοσίευσης περιλήφθηκαν στο γενικότερο έργο του W. Alzinger για την αρχιτεκτονική των χρόνων του Αυγούστου στην Έφεσο που δημοσιεύτηκε το 1974.37 Την ίδια χρονιά ο έτερος των μελετητών του μνημείου δημοσίευσε τις απόψεις σχετικά με την πολιτική σημασία του οικοδομήματος.38 Το 1988 ο M. Torelli ασχολήθηκε εκ νέου με το μνημείο ως προς τους ιδεολογικούς του συμβολισμούς.39 Πραγματική όμως προώθηση της έρευνας πραγματοποιήθηκε με τη δημοσίευση της U. Outschar το 1990.40 Η τελευταία βασίστηκε στην ταύτιση νέων αρχιτεκτονικών μελών (φατνωματικών πλακών και ιωνικού θριγκού) που επιβεβαίωναν την ύπαρξη ενός στεγασμένου 2ου ορόφου. Η πρότασή της για την αποκατάσταση του ορόφου αυτού με ένα σηκόμορφο πυρήνα και κορινθιακή στις τρεις κύριες πλευρές του υιοθετήθηκε αμέσως από την έρευνα και διατηρεί την ισχύ της ως σήμερα.
1. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FιΕ VII, Wien 1971), σελ. 17. 2. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 57 κ.ε., ιδίως σελ. 70 κ.ε. 3. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ.101. 4. Γενικά για την περιγραφή του μνημείου ως και τον 1ο όροφο βλ. Bammer, A., στο Bammer, A. – Alzinger, W.,. Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 42 κ.ε., καθώς και Alzinger, W,. στο Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 81. 5. Bammer, A. – Alzinger, W., Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 60 κ.ε. 6. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 70 κ.ε. και ιδίως σελ. 74 -76. 7. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 11. Επίσης βλ. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (SοschrÖAI 16, Wien 1974). Η πλήρης δημοσίευση της ζωφόρου αυτής έγινε από τον Bammer, A., “Ein Rundfries mit Bukranien und Girlanden”, ÖJh 49 (1968-1971), σελ. 23-44. 8. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ.76. 9. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 81 κ.ε. 10. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 74 και 76. 11. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 82, εικ. 73. Επίσης βλ. Rolland, H., Le Mausoleé de Glanum (XXXIe Suppl. à Gallia, Paris 1969). 12. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 82-83. 13. Για τις Καρυάτιδες του μνημείου βλ. Alzinger, W. στο Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 85-86. 14. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 85. 15. Για τα ανάγλυφα αυτά βλ. Alzinger, W., στο Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 101 κ.ε. 16. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 69 και 80 κ.ε., εικ. 13. 17. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 101-102. 18. Ανάγλυφες πλάκες Ζ842-Ζ2 και Ζ781-Ζ1 και θραύσματα Ζ5,Ζ6: Alzinger, W., στο Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 102 και 104-105, εικ. 23-24, 91 και 93. 19. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 102 -103, πλάκα Ζ775 - Ζ3, εικ. 23 και 92. 20. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 103, σημ. 150. 21. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 106-107. 22. Για την ανάγλυφη διακόσμηση του επιστυλίου πρβ. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 ( 1990), σελ. 64. 23. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 58. 24. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 82. 25. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 88. 26. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 84-85, σημ. 100. 27. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 87, σημ. 71. 28. Bammer, A., “Die politische Symbolik des Memmiubaues”, ÖJh 50 (1972-73), σελ. 220. 29. Bammer, A., “Die politische Symbolik des Memmiubaues”, ÖJh 50 (1972-73), σελ. 222. 30. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 87 κ.ε., 92 κ.ε. και ιδίως 98. 31. Bammer, A., “Die politische Symbolik des Memmiubaues”, ÖJh 50 (1972-1973), σελ. 220 κ.ε. 32. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 84-85. 33. Για την κατάσταση του μνημείου κατά τους χρόνους της Ύστερης Αρχαιότητας και αργότερα βλ. τη συνοπτική αναφορά του Bammer, A., στο Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 23. 34. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών εκτέθηκαν στο συμπληρωματικό τμήμα των ÖJh των ετών 1958-1960. Για το χρονικό της έρευνας του Miltner βλ. ειδικότερα Alzinger, W., στο Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971), σελ. 9 κ.ε., καθώς και Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 57, σημ. 1-2 με βιβλιογραφία. 35. Η πιο διεξοδική μελέτη της γενεαλογίας και της σταδιοδρομίας του Γ. Μέμμιου έγινε από το Wiseman, T.P., “Lucius Memmius and his Family”, ClQ 17 (1967), σελ. 164-167. 36. Bammer, A. – Alzinger, W., Das Monument des C. Memmius (FiE VII, Wien 1971). 37. Alzinger, W., Augusteische Architektur in Ephesos (SoschrÖA I 16, Wien 1974). 38. Bammer, A., “Die politische Symbolik des Memmiubaues”, ÖJh 50 (1972-1973), σελ. 220-222. 39. Torelli, M., “Il monumento efesino de Memmius. Un capolavoro dell’ ideologia nobiliare della fine della republica”, ScAnt 3 (1988), σελ. 403-426. 40. Outschar, U., “Zum Monument des C. Memmius”, ÖJh 60 (1990), σελ. 57-85.
|
|
|