Ζιντζίντερε

1. Ανθρωπογεωγραφία

Το Ζιντζίντερε ήταν οικισμός της Καππαδοκίας, ο οποίος βρισκόταν νοτιοανατολικά της Καισάρειας, σε απόσταση 12 χιλιομέτρων ή δύο ωρών από αυτήν. Ήταν χτισμένος πάνω σε οροπέδιο, σε ύψος 1.400 μ., και διέθετε άφθονα νερά. Το κλίμα ήταν υγιεινό, οι χειμώνες όμως πολύ βαρείς. Ο οικισμός είναι γνωστός και με το όνομα Φλαβιανά.
Τα πρώτα σπίτια, όπως και σε πολλούς άλλους οικισμούς της Καππαδοκίας, είχαν λαξευτεί πάνω στο βράχο και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με υπόγειες στοές. Σταδιακά, αυτός ο αρχιτεκτονικός τύπος κατοικίας άρχισε να εγκαταλείπεται. Αρχικά, οι νέες κατοικίες χτίζονταν κοντά στις προηγούμενες, που χρησίμευαν πλέον ως αποθηκευτικοί χώροι. Σιγά σιγά όμως αποκόπηκαν τελείως από το βράχο.
Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, εκεί κατοικούσαν 400 περίπου χριστιανικές οικογένειες, οι οποίες προς τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού άρχισαν σταδιακά να μειώνονται λόγω της μετανάστευσης, με αποτέλεσμα την περίοδο της Ανταλλαγής να έχουν μείνει μόνο 100.1 Σύμφωνα με άλλη πηγή, ο συνολικός αριθμός των κατοίκων του Ζιντζίντερε έφτανε τους 1.500.2
Οι χριστιανοί του Ζιντζίντερε ήταν τουρκόφωνοι. Η δράση των Αμερικανών προτεσταντών, οι οποίοι ήδη από το 1845 βρίσκονταν στο Ταλάς της Καππαδοκίας, είχε αποτέλεσμα περίπου 20-30 χριστιανικές οικογένειες του Ζιντζίντερε να προσχωρήσουν στον προτεσταντισμό, γεγονός που χρονικά τοποθετείται γύρω στο 1860.3

2. Οικονομία
2.1. Αγροτική Παραγωγή

Τα καλλιεργήσιμα εδάφη του Ζιντζίντερε δεν παρείχαν δυνατότητες για την ανάπτυξη αξιόλογης αγροτικής παραγωγής, ικανής για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των κατοίκων. Ενδεικτικό της παραπάνω κατάστασης είναι το γεγονός ότι στην προ της Ανταλλαγής περίοδο μόνο 25-30 οικογένειες μπορούσαν να συντηρηθούν επαρκώς αποκλειστικά από την αγροτική τους παραγωγή.4 Παραγόταν λίγο σιτάρι, όσπρια –κυρίως φακές– και λίγα κηπευτικά, κυρίως καρπούζια. Μαρτυρείται επίσης και μικρής κλίμακας ενασχόληση με τη μελισσοκομία, προσανατολισμένη κυρίως στην αυτοσυντήρηση. Σε περίπτωση που κάποιοι κατάφερναν να έχουν πλεόνασμα, το διέθεταν στην τοπική αγορά. Στην κάλυψη των διατροφικών αναγκών της οικογένειας στόχευε και η μικρή οικόσιτη κτηνοτροφία.

2.2. Βιοτεχνική Παραγωγή, Εμπόριο, Μετανάστευση

Οι περιορισμένες δυνατότητες για ανάπτυξη αξιόλογης αγροτικής παραγωγής, σε συνδυασμό με την έλλειψη συνθηκών ασφαλείας στην περιοχή, ιδιαίτερα στις παλαιότερες περιόδους, είχαν αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των κατοίκων του Ζιντζίντερε να μεταναστεύει σε αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μετανάστευση αφορούσε τους οικονομικά ενεργούς άνδρες, οι οποίοι κατευθύνονταν είτε προς την Κωνσταντινούπολη είτε προς τα Άδανα και άλλα αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της Κιλικίας. Στους νέους τόπους εγκατάστασής τους εργάζονταν ως τεχνίτες - χτίστες, σιδεράδες, πετράδες και μαραγκοί. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν και στη Σαμψούντα και ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού. Οι κάτοικοι του Ζιντζίντερε ακολουθούσαν το γνωστό και από άλλους οικισμούς της Καππαδοκίας μεταναστευτικό πρότυπο. Μετά την πρώτη αναχώρησή τους, η οποία γινόταν σε μικρή ηλικία –δώδεκα έως δεκαπέντε ετών– και την ολοκλήρωση της μαθητείας στο μελλοντικό τους επάγγελμα, που γινόταν συνήθως κοντά σε συγγενείς ή συντοπίτες εγκατεστημένους στους τόπους υποδοχής, επέστρεφαν περιοδικά στο Ζιντζίντερε προκειμένου να επισκεφθούν την οικογένειά τους, η οποία συνέχιζε να μένει εκεί. Τα πολύ υψηλά ποσοστά μετανάστευσης, ιδιαίτερα μετά το 1890, όταν οι μετανάστες άρχισαν να παίρνουν μαζί και τις οικογένειές τους, είχαν αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά ο πληθυσμός του Ζιντζίντερε.
Τα υψηλά ποσοστά μετανάστευσης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στην ιδιαίτερα περιορισμένη ανάπτυξη του βιοτεχνικού και εμπορικού τομέα στο Ζιντζίντερε. Εκεί δραστηριοποιούνταν πια λιγοστοί μόνο έμποροι και τεχνίτες με στόχο την κάλυψη των τοπικών αναγκών, οι οποίες άλλωστε ως ένα βαθμό εξυπηρετούνταν και με προϊόντα που έστελναν ή έφερναν μαζί τους οι μετανάστες. Σύμφωνα, τέλος, με προφορικές μαρτυρίες, στο Ζιντζίντερε λειτουργούσε βιοτεχνία παραγωγής χαλιών, η οποία σταδιακά παρήκμασε.5

3. Διοικητικό καθεστώς, κοινωνική διαστρωμάτωση

Μέχρι το 1911 το Ζιντζίντερε υπαγόταν απευθείας στο μουτασαριφλίκι Καισαρείας. Μετά το 1911 η κατάσταση άλλαξε και το Ζιντζίντερε υπάχθηκε στο μουδουρλίκι του Ταλάς του μουτεσαριφλικίου της Καισαρείας του βιλαετίου Αγκύρας.
Κάθε θρησκευτική ομάδα του Ζιντζίντερε, ορθόδοξοι χριστιανοί, μουσουλμάνοι και προτεστάντες, οι οποίοι αποσχίστηκαν από τους ορθόδοξους, εξέλεγε το δικό της μουχτάρη, ο οποίος αναλάμβανε τη διοίκηση της εκάστοτε κοινότητας. Το αξίωμα του μουχτάρη ήταν αιρετό, με ετήσια θητεία. Ήταν υπεύθυνος για την κατανομή και είσπραξη των φόρων, για ληξιαρχικά ζητήματα και για την τήρηση της ασφάλειας και της τάξης. Στα καθήκοντά του τον βοηθούσε το μουχταρικό συμβούλιο, στο οποίο, εκτός από τον ίδιο, συμμετείχαν ένας δεύτερος τη τάξει μουχτάρης (μουχτάρ σανί) και τέσσερις σύμβουλοι.
Εκτός από το μουχτάρη, ο οποίος εντασσόταν στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα, υπήρχαν και οι καθαρά χριστιανικές κοινοτικές αρχές, οι οποίες υπάγονταν στη μητρόπολη Καισαρείας. Η σχολική εφορία, επιτροπή τετραμελής, αιρετή και με ετήσια θητεία, ήταν υπεύθυνη για τα θέματα της εκπαίδευσης. Η συμμετοχή στην επιτροπή αυτή προσέδιδε κύρος και διεκδικούνταν με σθένος από τους κατοίκους. Οι ενδοκοινοτικές αντιθέσεις μάλιστα έφτασαν το 1901-2 σε ανοιχτή αντιπαράθεση, η οποία ξεπεράστηκε μόνο μετά από παρέμβαση του μητροπολίτη. Η εκκλησιαστική επιτροπή υπαγόταν στη σχολική εφορία. Ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και γενικότερα των υποθέσεων που αφορούσαν τους ναούς. Απαρτιζόταν από δύο μέλη, τα οποία αρχικά εκλέγονταν από τους κατοίκους, αργότερα όμως ορίζονταν από την εφορία των σχολείων.

4. Θρησκεία

Στο Ζιντζίντερε, το οποίο εκκλησιαστικά ανήκε στη μητρόπολη Καισαρείας, λειτουργούσαν τρεις ορθόδοξες εκκλησίες και υπήρχαν πολλά παρεκκλήσια και ξωκλήσια. Υπήρχε επίσης και προτεσταντικός ναός με έναν ιερέα. Στο Ζιντζίντερε βρισκόταν και η φημισμένη μονή του Προδρόμου, που ανασυστήθηκε και ανοικοδομήθηκε το 1728 από τον τότε μητροπολίτη Καισαρείας Νεόφυτο εκ Πάτμου και το 1770 έγινε σταυροπηγιακή. Ανακαινίστηκε το 1804 και την ίδια χρονιά ιδρύθηκε εκεί η φημισμένη ομώνυμη σχολή.6
Το 1832 ο τότε μητροπολίτης Καισαρείας Παΐσιος, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και ηγούμενος της μονής Προδρόμου, μετέφερε εκεί την έδρα της μητρόπολης. Το 1871, μετά το θάνατό του, η Καισάρεια αποτέλεσε τη νέα έδρα της μητρόπολης, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1882, χρονιά κατά την οποία ο Ιωάννης Αναστασιάδης τη μετέφερε εκ νέου στη μονή του Προδρόμου.7

5. Εκπαίδευση

Οι πρώτες πληροφορίες που αφορούν την οργάνωση της εκπαίδευσης χρονολογούνται στο 1804, όταν εντός της ανακαινισμένης μονής Προδρόμου ιδρύθηκε η ομώνυμη σχολή. Έπειτα από μια περίοδο παρακμής επανιδρύθηκε το 1880 από τον τότε μητροπολίτη Καισαρείας Ιωάννη Αναστασιάδη.8 Αρχικά ονομάστηκε Ροδοκανάκειος, προς τιμήν του δωρητή της, που την επιχορηγούσε για ένα διάστημα με 5.000 φράγκα ετησίως, και στη συνέχεια –όταν σταμάτησε η επιχορήγηση– απλώς Ιερατική Σχολή. Το 1892 λειτουργούσε ως πλήρες γυμνάσιο με 11 δασκάλους και 95 μαθητές,9 ενώ το 1902 είχε πια αναγνωριστεί και από το ελληνικό κράτος ως πλήρες γυμνάσιο.10 Στο μοναστήρι λειτουργούσαν επίσης εξατάξιο παρθεναγωγείο από το 1885, ορφανοτροφείο αρρένων από το 1891, το οποίο συντηρούσε 35 ορφανά, και ορφανοτροφείο θηλέων, το οποίο ιδρύθηκε το 1892 και συντηρούσε 25 ορφανά κορίτσια. Στα έξοδα που απαιτήθηκαν για την ίδρυση των ορφανοτροφείων συμμετείχε με δωρεές ο έμπορος και τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη Συμεωνάκης Σινιόσογλου, ο οποίος καταγόταν από το Ταλάς. Χρηματική στήριξη προς την Ιερατική Σχολή και προς το ορφανοτροφείο αρρένων παρείχε και ο Χαράλαμπος Κιοσέογλου, ξυλέμπορος στην Κωνσταντινούπολη, με καταγωγή επίσης από το Ταλάς.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρείχε η μητρόπολη Καισαρείας το 1892 στις οθωμανικές αρχές, στο Ζιντζίντερε λειτουργούσαν επίσης πρωτοβάθμιο σχολείο αρρένων με τρεις δασκάλους και 180 μαθητές και πρωτοβάθμιο σχολείο θηλέων με μία δασκάλα και 70 μαθήτριες. Το 1905 και τα δύο αυτά σχολεία είχαν εξασφαλίσει από το οθωμανικό κράτος άδεια λειτουργίας ως σχολαρχεία.11
Ορφανοτροφείο ίδρυσε το 1905 στο Ζιντζίντερε και η αμερικανική προτεσταντική αποστολή. Το ίδρυμα αυτό διέκοψε τη λειτουργία του το 1914 και επαναδραστηριοποιήθηκε το 1918.




1. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 57-58. Μικρές αποκλίσεις παρουσιάζουν πληροφορίες σύγχρονων συγγραφέων που επισκέφθηκαν την περιοχή. Ο Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τας Μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου Υπαγόμεναι Ελληνορθόδοξοι Κοινότητες (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ. 45) (Χανιά 1939), σελ. 15, που επισκέφθηκε την περιοχή μεταξύ του 1896 και του 1902, ανεβάζει τον αριθμό των χριστιανικών οικογενειών στις 450, ενώ αναφέρει την ύπαρξη και 50 μουσουλμανικών. Ο Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 230, ο οποίος επισκέφθηκε τον οικισμό το 1901, κάνει λόγο για 350 χριστιανικές οικογένειες και 50 περίπου μουσουλμανικές. Ο Ποιμενίδης, Μ., Ζιντζήντερε (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ. 22) (Αθήνα 1966), σελ. 3-4, κάνει λόγο για 300-500 χριστιανικές οικογένειες και 50 περίπου μουσουλμανικές.

2. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 138.

3. Ποιμενίδης, Μ., Ζιντζήντερε (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 22) (Αθήνα 1966), σελ. 3-4΄ Α.Κ.Μ.Σ., φακ. 74, Ζιντζίντερε, Λατρεία, Άλλα δόγματα.

4. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 58.

5. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 58.

6. Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τας Μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου Υπαγόμεναι Ελληνορθόδοξοι Κοινότητες (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 45) (Χανιά 1921), σελ. 15-17. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 138.

7. ΑΚΜΣ, φακ. 70, Ζιντζίντερε, Εκκλησιαστική διοίκηση.

8. Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τας Μητροπόλεις  Καισαρείας και Ικονίου Υπαγόμεναι Ελληνορθόδοξοι Κοινότητες (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 45) (Χανιά 1939), σελ. 16. Ως προς το έτος επανίδρυσης της σχολής υπάρχουν διαφωνίες. Ο Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 233, την τοποθετεί στα 1882 και ο Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 138, στα 1884.

9. Τσαλίκογλου, Ε., Ελληνικά Εκπαιδευτήρια και Ελληνορθόδοξοι Κοινότητες της Περιφερείας Καισαρείας. Βάσει των εις τα Γενικά Αρχεία του Κράτους Κωδίκων (Αθήνα 1976), σελ. 12-13.

10. Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 233-234.

11. Τσαλίκογλου, Ε., Ελληνικά Εκπαιδευτήρια και Ελληνορθόδοξοι Κοινότητες της Περιφερείας Καισαρείας. Βάσει των εις τα Γενικά Αρχεία του Κράτους Κωδίκων (Αθήνα 1976), σελ. 13-14.