1. Εισαγωγή
Φυσικός φιλόσοφος από την Έφεσο, γιος του Βλόσωνα. Γεννήθηκε μεταξύ 544 και 541 π.Χ. και η ακμή του τοποθετείται στα τέλη του 6ου αιώνα (504-501 π.Χ.).1 Η χρονολογία του θανάτου του παραμένει άγνωστη, σε αντίθεση με τα θρυλούμενα αίτια του τέλους του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του φέρεται να αποσύρθηκε στα βουνά όπου επιβίωνε τρεφόμενος μόνο με χόρτα και βότανα. Ως αποτέλεσμα αυτού έπαθε υδρωπικία. Στην προσπάθειά του να αυτοθεραπευτεί, χώθηκε στην κοπριά ενός βουστασίου ή ξάπλωσε κάτω από τον ήλιο και ζήτησε να του βάλουν καταπλάσματα κοπριάς, με συνέπεια το σύντομο θάνατό του.2
Ο ξεχωριστός αυτός θάνατος αντανακλά την ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του. Ο Ηράκλειτος είναι ένας από τους διασημότερους μισανθρώπους του αρχαίου κόσμου, αλλά και μελαγχολικός και αλαζονικός, που προτιμούσε να παίζει με τα παιδιά παρά να συναναστρέφεται τους ενηλίκους συμπολίτες του.3 Έχει ωστόσο πειστικά υποστηριχτεί ότι οι παραδόσεις για τον θάνατό του αντανακλούν μέρος της διδασκαλίας του και ζωροαστρικά ταφικά έθιμα. Εξάλλου, ο Ηράκλειτος έζησε στην υπό περσική κατοχή Έφεσο όταν ο ζωροαστρισμός γινόταν δόγμα της αυτοκρατορίας από το Δαρείο τον Α΄.4
Από το έργο του (Περί φύσεως) και τη διδασκαλία του δε διαθέτουμε παρά 130 περίπου αποσπάσματα σε πεζό λόγο, λακωνικά κι αποφθεγματικού χαρακτήρα. Μάλλον ήταν μικρό σε έκταση. Δεν ξέρουμε εάν ήταν ένα συνεχές κείμενο ή μια συρραφή αποφθεγμάτων.5 Οι πολυάριθμες φιλολογικές απόπειρες ανασύστασης της διδασκαλίας του κατ’ ουσίαν παρουσιάζουν διαφορετικές αναδιατάξεις της σειράς των σωζόμενων αποσπασμάτων.6
2. Δράση – διδασκαλία
Οι πληροφορίες για τις αριστοκρατικές καταβολές του Ηράκλειτου θεωρούνται ιστορικά ακριβείς. Καταγόταν από σημαντικό οίκο της Εφέσου. Αυτό ενδεχομένως εξηγεί πολλά στοιχεία του βίου και του χαρακτήρα του. Συνδυαζόμενο με την απέχθειά του για τον πολιτικό βίο, εξηγεί την αναχρονιστική πληροφορία ότι έπεισε τον τύραννο Μελαγκόμα να εγκαταλείψει την εξουσία.7 Εξηγεί επίσης τη δοξογραφική παράδοση και τα αποφθέγματά του που δείχνουν ότι απαξίωνε τις συλλογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και τη γνώμη του λαού, των πολλών.8 Ο Ηράκλειτος, όμως, αμφισβητούσε εξίσου την αυθεντία του Ομήρου, του Ησιόδου, του Αρχίλοχου, του Εκαταίου, του Πυθαγόρα, του Ξενοφάνη, την αξία των μεγάλων επικών και ιστορικών αφηγήσεων του παρελθόντος αλλά και του λόγου των φιλοσόφων ως πηγών γνώσης.9
Ίσως, τέλος, η καταγωγή και οι αριστοκρατικής ιδεολογίας απόψεις του να φωτίζουν και τις εκφραστικές του επιλογές. Το ύφος και η γλώσσα του διαφέρουν από κάθε συγχρόνου του φιλοσόφου. Ο λόγος του είναι εντελώς προσωπικός, εσκεμμένα αμφίσημος και αινιγματικός, συχνά δυσνόητος, ώστε να δικαιολογεί το επίθετο «σκοτεινός» που του απέδιδαν. Αυτά τα ρυθμικά και γεμάτα ρητορικά σχήματα (π.χ. παρηχήσεις, χιαστά σχήματα, αντιθέσεις) αποφθέγματα σίγουρα δεν απευθύνονταν στους πολλούς.10
Η κοσμολογία, η γνωσιολογία, η ψυχολογία, η θεολογία και η ηθική του Ηράκλειτου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Η «αρχή του κόσμου» (η πρώτη φιλοσοφική χρήση του όρου) είναι η φωτιά, το πυρ, η υψηλότερη και καθαρότερη μορφή της ύλης. Υπόκειται σε μια σειρά αλλαγών που υπακούουν στην αρχή της νομοτέλειας (ειμαρμένη), δομούν τον κόσμο και εξασφαλίζουν την ενότητα και την τάξη του. Ο κόσμος υπόκειται σε περιοδικές εκπυρώσεις, κατά τις οποίες δεν καταστρέφεται αλλά φθίνει για να αναγεννηθεί, καθώς φθορά και γέννηση συγκροτούν ένα συνεχές στη σκέψη του Ηράκλειτου.11 Απαραίτητες για την κατανόηση αυτής της διαδικασίας είναι οι έννοιες της σύγκρουσης, η οποία χαρακτηρίζεται από την ενότητα των αντιθέτων, και της αέναης ροής.12
Η σύγκρουση είναι πηγή δημιουργίας και όχι καταστροφής, όπως και στις εκπυρώσεις, αφού «ο πόλεμος είναι πατέρας όλων των πραγμάτων», «η δικαιοσύνη προκύπτει από τη σύγκρουση» και «όλα είναι αποτέλεσμα διαμάχης και ανάγκης».13 Τούτο διότι, όταν κοιτάζει κανείς το όλον και προσπαθεί να το κατανοήσει, διαπιστώνει ότι οι αντιθέσεις είναι μόνο φαινομενικές. Αποτελούν είτε τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του ίδιου πράγματος ή τις αποφάνσεις διαφορετικών παρατηρητών.14 Ο κόσμος είναι σύνθεση αντιθέτων, όπως δηλώνουν οι εμβληματικές εικόνες του τόξου και της λύρας. Εδώ οι αντίρροπες δυνάμεις που εκλύονται κατά την ταυτόχρονη και εναλλασσόμενη έλξη και κάμψη (χορδών και σημείων στήριξης), κατά την «παλίντροπον αρμονίη» (την αμφίδρομη αρμονία), συνθέτουν ένα αρμονικό όλον.
Στην Αρχαιότητα αποδιδόταν στον Ηράκλειτο (μέσα από έγκυρες πηγές όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης)15 μια θεωρία της αέναης ροής των πάντων («ῥεῖν τά ὅλα» και «πάντα χωρεῖ»).16 Η σύγχρονη έρευνα αμφισβητεί έντονα την ηρακλείτεια πατρότητα αυτής της θεωρίας.17
Η δύναμη που οργανώνει τον κόσμο, της οποίας το πυρ αποτελεί την υλική εκδοχή, είναι ο λόγος. Ο ορισμός του είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Τούτο διότι ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί και προϋποθέτει όλες σχεδόν τις σημασίες του όρου στα αρχαία ελληνικά (λ.χ. έκφραση, γλώσσα, αναλογία, ισχυρισμός, λογοδοσία). Ο λόγος διαπερνά τα πάντα και έτσι δομεί, συνέχει και κυβερνά τον κόσμο, χωρίς ωστόσο να είναι αρχή, με την υλιστική και μονιστική προσέγγιση της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Ο λόγος διακρίνεται από την απλή γνώμη, την οποία όλοι διαθέτουν. Ωστόσο, αν και η αλήθεια και ο λόγος του κόσμου κρύβονται από τους αδαείς πολλούς, με αποτέλεσμα η κατανόησή τους (που είναι ατομική υπόθεση) να γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη, δεν είναι απρόσιτα. Ο Ηράκλειτος εμπιστεύεται την αισθητική εμπειρία ως οδηγό στην κατανόηση και γνώση του κόσμου, αρκεί να προηγείται η ενδοσκόπηση και η δόμηση της φαινομενολογίας της δικής μας εσωτερικής εμπειρίας. Ο λόγος του κόσμου, στόχος και κριτήριο του ανθρώπου, αποκαλύπτεται σταδιακά μέσα από την προσεκτική και αδιάλειπτη κατανόηση του λόγου εντός μας και στον κόσμο που μας περιβάλλει. Η κατανόηση αυτή οφείλει να συμπεριλαμβάνει την ενότητα των αντιθέτων και την ροή. Με αυτά κατά νου, ο καθένας μπορεί να κατανοήσει το λόγο και εδώ ο Ηράκλειτος μοιάζει να αποσείει τη φήμη του ως υπερόπτη και αντιδημοκρατικού. Ο φιλόσοφος αναλαμβάνει να αφυπνίσει την ικανότητα του ανθρώπου να κατανοήσει το λόγο, ικανότητα που μένει αδρανής μέσα στη συνήθεια του καθημερινού βίου.18
Το πυρ, αιώνια και έλλογη αρχή, ταυτίζεται και με το θείο, το οποίο είναι σοφό, εμπεριέχει και ενώνει και αυτό τα αντίθετα και δεν εγγράφεται στις συμβάσεις και στον ανθρωπομορφισμό της αρχαιοελληνικής θεολογίας. Ο θεός είναι «ημέρα-νύχτα, χειμώνας-καλοκαίρι, πόλεμος-ειρήνη, κορεσμός και πείνα…και παραλλάζει όπως ακριβώς το πυρ…».19 Ο Ηράκλειτος δεν απορρίπτει τις παραδοσιακές θρησκευτικές πρακτικές. Τις θεωρεί μάλιστα έκφραση του λόγου. Απορρίπτει όμως τις ερμηνείες τους από τους ανθρώπους, ειδικούς και μη.20
Στην ψυχολογία του όλα είναι έμψυχα, η δε ψυχή ταυτίζεται με το πυρ του κόσμου (γι’ αυτό και χρειάζεται ξηρότητα). Έτσι ο άνθρωπος, μέσω της «πύρινης» ψυχής του, μετέχει του λόγου του κόσμου.21 Στην ηθική του, φαίνεται πως κυρίαρχη θέση έχουν οι νόμοι του κόσμου (η ανάγκη, η ενότητα των αντιθέτων, η ροή, το μέτρο), πέραν των ανθρώπινων νόμων. Ωστόσο, η ψυχή του ανθρώπου που έχει κατανοήσει το λόγο δικαιούται να είναι ο δρόμος του ήθους του.22
3. Αποτίμηση της προσωπικότητας – κρίσεις Αν και φυσικός φιλόσοφος ο Ηράκλειτος διαφοροποιείται αφού δεν ασχολήθηκε μόνο με τη δομούσα αρχή και την εξήγηση των αλλαγών του φυσικού κόσμου, αλλά αναζήτησε και την ουσία και τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης του φυσικού κόσμου. Αν προσθέσουμε την εμπιστοσύνη του στην ανθρώπινη αίσθηση ως πηγή γνώσης, το ιδιαίτερο ύφος του, τη ροή και την ενότητα των αντιθέτων, τότε έχουμε μπροστά μας έναν ξεχωριστό στοχαστή που επέδρασε στη μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη, αρχαία και σύγχρονη. Η ροή και η αλλαγή κυριαρχούν στην κοσμολογία του πλατωνικού Θεαίτητου, ενώ ο λόγος είναι η αρχή που κυβερνά τον κόσμο στη Στωική φιλοσοφία.23
1. Διογ. Λ. 9.1 ( = Α1 DK). Ο Διογένης και το λεξικό Σούδα αναφέρουν για τον πατέρα του και τα ονόματα Ηράκων και Βαύτωρ (Α1 και Α1a DK). 2. Α1.3-4 και A1a DK. Αντίθετα, άλλοι υποστήριζαν ότι θεραπεύτηκε από την υδρωπικία και πέθανε από κάποια άλλη, άγνωστη, ασθένεια. Βλ. Α1.5 DK. 3. Μισάνθρωπος: Α1.3 DK και Moyal, J.D., “On Heraclitus’ misanthropy,” RPhA 7 (1989), σελ. 131-148. Η εικόνα του φιλοσόφου να παίζει («αστραγάλους», κότσια δηλαδή) με τα παιδιά μάλλον οπτικοποιεί την περίφημη φράση του, ίσως ορφικής προέλευσης, ότι «ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει με τους πεσσούς· στο παιδί ανήκει η βασιλεία» (B52 DK). Αλαζονικός και υπερόπτης: Α1.1 DK. Η επίδειξη και το υπεροπτικό ύφος μοιάζουν, βέβαια, να συνοδεύουν αρκετές ανεκδοτολογικές περιγραφές των πρώτων φιλοσόφων, των οποίων η δημόσια εικόνα και ο βίος απέχουν κατά πολύ από τα συνηθισμένα. Βλ. ενδεικτικά Frede, M., «Η εικόνα του φιλοσόφου στην αρχαιότητα», Neusis 7 (1998) σελ. 3-40. Στον αντίποδα αυτής της εικόνας, αποδίδεται στον Ηράκλειτο ο χαρακτηρισμός της οιήσεως ως «ιεράς νόσου» (απόσπασμα Β46 DK) και η ρήση πως «την έπαρση πρέπει να σβήνει κανείς πρώτα κι όχι την πυρκαϊά» (Α1.2 DK). Μελαγχολικός κατά το Θεόφραστο, ο οποίος προσθέτει πως γι’ αυτό ακριβώς ο Ηράκλειτος άφηνε ημιτελή κάποια έργα του ή έπεφτε σε αντιφάσεις, Α1.6 DK. 4. Ηράκλειτος και ζωροαστρισμός: Cleve, F.M., The Giants of Pre-sophistic Greek Philosophy. An Attempt to Reconstruct their Thoughts3 (The Hague 1973), σελ. 33 κ.ε. Στις συνθήκες του θανάτου του παρεισφρέει μέρος της διδασκαλίας του (βλ. τα αποσπάσματα Β36, 96-97, 118, 126, 136 DK): Fairweather, J., “The death of Heraclitus,” GRBS 14 (1973), σελ. 233-239. Για το θάνατο του φιλοσόφου βλ. επίσης Chitwood, A., Death by Philosophy (Ann Arbor 2004), σελ. 59-93. 5. Βίος και έργα: Α1.5-6, 12 DK. Αξελός, Κ., Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, Δημητριάδης, Δ. (μτφρ.) (Αθήνα 1974), σελ. 27-49· Gemelli-Marciano, M.L. (επιμ.), Die Vorsokratiker. Vol. I (Dusseldorf 2007), σελ. 330-344· Mouraviev, S. (επιμ.), Heraclitea. III.1. Recensio: Memoria. Testimonia de Vita, Morte ac Scripto (Sankt Augustin 2004)· Ρούσσος, Ε.Ν., Προσωκρατικοί. Τόμος Β΄: Ηράκλειτος. Ιστορική εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων 23, Αθήνα 2000), σελ. 28-30. Ο πάπυρος του Δερβενίου, όπου μόνο ο Ηράκλειτος και ο Ορφέας αναφέρονται ονομαστικά, είναι πλέον η αρχαιότερη πηγή μας για τη διδασκαλία του. Η στήλη 4 του παπύρου αναφέρεται στα αποσπάσματα Β3 και Β94 DK. Βλ. Betegh, G., The Derveni papyrus. Cosmology, Theology and Interpretation (Cambridge 2004), σελ. 325-348. 6. Ενδεικτικές των αναδιατάξεων είναι οι προσπάθειες των Cleve, F.M., The Giants of Pre-sophistic Greek Philosophy. An Attempt to Reconstruct their Thoughts3 (The Hague 1973)· Jones, B., “Philosophic fire: unifying the fragments of Heraclitus,” Prudentia 28 (1996), σελ. 1-24· Ρούσσος, Ε.Ν., Προσωκρατικοί. Τόμος Β΄: Ηράκλειτος. Ιστορική εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων 23, Αθήνα 2000). Βλ. τη σχετική βιβλιογραφία στον Poster, C., “The Task of the Bow. Heraclitus’ Rhetorical Critique of Epic Language,” Philosophy and Rhetoric 39.1 (2006), σελ. 3, σημ. 8. 8. Αποσπ. Β2, 17, 27-29, 47, 56, 70, 74, 86, 104, 110, 121 DK· Kessidis, Th., “The socio-political views of Heraclitus of Ephesus,” Φιλοσοφία 13-14 (1983-1984), σελ. 92-106. Τόνιζε όμως την υποχρέωση της τήρησης και την ανάγκη υπεράσπισης των νόμων της πόλεως, αποσπ. Α1.2, Β44, 114 DK. 9. Α1.1, Β40-42 DK· Granger, H., “Heraclitus’ Quarrel with Polymathy and Historiê,” TAPhA 134 (2004), σελ. 235-261. 10. Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική 1407b11 κ.ε. (=Α4 DK) περιγράφει εύστοχα τις δυσκολίες του λόγου του Ηράκλειτου. Σκοτεινός κι αινιγματικός: Α3 DK και Διογ. Λ. 9.6. Ο πεζός λόγος του έχει πολλά ποιητικά στοιχεία. Βλ. Most, G.W., “The poetics of early Greek philosophy,” στο Long, A.A. (επιμ.), The Cambridge Companion to Early Greek Philosophy (Cambridge 1999), σελ. 337-339. Για τα ρητορικά σχήματα των αποφθεγμάτων του βλ. ενδεικτικά τα Β5, 10, 21, 48, 59-61, 103, 114 DK. Για το ύφος του βλ. Ρούσσος, Ε.Ν., Προσωκρατικοί. Τόμος Β΄: Ηράκλειτος. Ιστορική εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων 23, Αθήνα 2000), σελ. 30-31. Ο Ηράκλειτος προηγείται της τέχνης της ορθοέπειας (η μελέτη της ορθής χρήσης των λέξεων, που στηρίζεται στην ετυμολογία τους) την οποία άσκησαν αργότερα ο Πρόδικος και ο Πρωταγόρας. Βλ. χαρακτηριστικά Β48 DK και Poster, C., “The Task of the Bow. Heraclitus’ Rhetorical Critique of Epic Language,” Philosophy and Rhetoric 39.1 (2006), σελ. 15-16. 11. Α1.7-10a, Β5, 30-31, 90 DK. Βλέπε επίσης Αριστλ., Μεταφ. 984a7-8, Ουρ. 298b25-33· Διογ. Λ. 9.8· Αξελός, Κ., Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, Δημητριάδης, Δ. (μτφρ.) (Αθήνα 1974), σελ. 111-171· Cleve, F.M., The Giants of Pre-sophistic Greek Philosophy. An Attempt to Reconstruct their Thoughts3 (The Hague 1973), σελ. 39-41, 47-51· Dilcher, R., Studies in Heraclitus (Hildesheim 1995), σελ. 53-66· Finkelberg, A., “On Cosmogony and Ecpyrosis in Heraclitus,” AJPh 119 (1998), σελ. 195-222· Graham, D.W., “Heraclitus’ Criticism of Ionian Philosophy,” OSAPh 15 (1997), σελ. 40-42. 12. Σύνθεση των αντιθέτων: Α10, B51, 57, 88-89, 126 DK· Αριστλ., Τοπ. 159b30-32, ΗΕυδ. 1235a25-28. Σύγκρουση: A22, B53 DK. 13. B53, 80 DK. Για τα κυριότερα αντιθετικά ζεύγη στα αποφθέγματα του Ηράκλειτου: Ρούσσος, Ε.Ν., Προσωκρατικοί. Τόμος Β΄: Ηράκλειτος. Ιστορική εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων 23, Αθήνα 2000), σελ. 136-137. 14. Π.χ. Β48, 59-61, 83 DK. 15. Πλάτ., Κρατ. 401d, 402a, Θεαίτ. 152d-e, 160d, 179d-e· Αριστλ., Μεταφ. 987a32-34, Ουρ. 298b25-33, Τοπ. 104b21-22. 16. Α1.8 (Διογένης Λαέρτιος) και Α6 (Πλάτων) DK. 17. Barnes, J., The Presocratic philosophers. Volume I: Thales to Zeno (London 1979), σελ. 65-69· Finkelberg, A., “On Cosmogony and Ecpyrosis in Heraclitus,” AJPh 119 (1998), σελ. 195-222· Graham, D.W., “Heraclitus’ Criticism of Ionian Philosophy,” OSAPh 15 (1997), σελ. 7-12· Wiggins, D., “Heraclitus’ conceptions of flux, fire and material persistence,” στο Schofield, M. – Nussbaum, M.C. (επιμ.), Language and Logos. Studies in ancient Greek philosophy presented to G.E.L. Owen (Cambridge 1982). 18. Α16, Β1-2, 17, 28, 50-51, 54-56, 72, 101a, 107, 113, 116, 119, 123 DK· Αξελός, Κ., Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, Δημητριάδης, Δ. (μτφρ.) (Αθήνα 1974), σελ. 53-107· Benardete, S., “On Heraclitus,” RMeta 53 (1999-2000), σελ. 613-633· Cleve, F.M., The Giants of Pre-sophistic Greek Philosophy. An Attempt to Reconstruct their Thoughts3 (The Hague 1973), σελ. 41-45, 76-113· Dilcher, R., Studies in Heraclitus (Hildesheim 1995), σελ. 27-52· Hussey, E., “Epistemology and meaning in Heraclitus,” στο Schofield, M. – Nussbaum, M.C. (επιμ.), Language and Logos. Studies in ancient Greek philosophy presented to G.E.L. Owen (Cambridge 1982)· Robinson, T.M., “Esiste una dottrina del logos in Eraclito?,” στο Rossetti, L. (επιμ.), Atti del Symposium Heracliteum 1981. Vol. I: Studi (Roma 1983), σελ. 65-72. 19. Β67 DK. Βλ. και Β32, 40 DK· Dilcher, R., Studies in Heraclitus (Hildesheim 1995), σελ. 145-157· Drozdek, A., “Heraclitus’ Theology,” CM 52 (2001), σελ. 37-56. 20. Adomenas, M., “Heraclitus on Religion,” Phronesis 44 (1999), σελ. 87-113. 21. Α1.7, 1.17-18, Β36, 45, 118. 23. Αρχαίες επιδράσεις: Cleve, F.M., The Giants of Pre-sophistic Greek Philosophy. An Attempt to Reconstruct their Thoughts3 (The Hague 1973), σελ. 118-129· Ρούσσος, Ε.Ν., Προσωκρατικοί. Τόμος Β΄: Ηράκλειτος. Ιστορική εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων 23, Αθήνα 2000), σελ. 41-47. Για τις σύγχρονες επιδράσεις: Αξελός, Κ., Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, Δημητριάδης, Δ. (μτφρ.) (Αθήνα 1974), σελ. 277-305· Rossetti, L. (επιμ.) Atti del Symposium Heracliteum 1981. Vol. II: La ‘fortuna’ di Eraclito nel pensiero moderno (Roma 1984).
|
|
|