1. Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ηρόφιλος γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα της Μικράς Ασίας γύρω στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Η ακμή της δράσης του τοποθετείται στην Αλεξάνδρεια του 300 π.Χ. Είχε στενές σχέσεις με τη φημισμένη στην Αρχαιότητα ιπποκρατική ιατρική σχολή της Κω. Εκεί είχε σπουδάσει με δάσκαλο το φημισμένο στην εποχή του Πραξαγόρα, του οποίου η διδασκαλία τον επηρέασε βαθιά. Στη συνέχεια όμως μετοίκησε στην Αλεξάνδρεια, την εποχή που οι επιστήμες γνώριζαν ιδιαίτερη άνθηση στην πόλη αυτή, ενώ η ανατομία ήταν από τους πιο αναπτυγμένους τομείς της ιατρικής. Το Μουσείο ή Βασιλική Ακαδημία της Αλεξάνδρειας, που είχε ιδρυθεί από τον Πτολεμαίο Α', στόχευε στην πρόοδο της ιατρικής συγκεντρώνοντας εκεί κορυφαίους γιατρούς από την Αθήνα και από άλλες ελληνικές πόλεις.
2. Επιστημονική δράση
Ο Ηρόφιλος πραγματοποίησε εξαιρετικά ακριβείς ανατομικές έρευνες, εκτελώντας ο ίδιος τομές σε ζώντες και νεκρούς, ανθρώπους ή και ζώα, σύμφωνα με την παράδοση και του δασκάλου του, του Πραξαγόρα. Ο Ηρόφιλος έθεσε τις βάσεις για την επιστημονική έρευνα σε ένα θέμα που ήταν μέχρι τότε απαγορευμένο, αφού η αρχαία λαϊκή αντίληψη παρέδιδε ότι το νεκρό σώμα έπρεπε να ταφεί άθικτο, γιατί και μετά θάνατον εξακολουθούσε να αντιλαμβάνεται όσα συνέβαιναν.
Ακόμα και την εποχή του Ιπποκράτη, η γνώση της θέσης, του σχήματος και της αλληλεπίδρασης των οργάνων κατακτήθηκε από τυχαίες συνήθως παρατηρήσεις σε τραυματίες ή σφάγια. Η μεταβολή της στάσης στην πεποίθηση αυτή ακολουθεί την αλλαγή του φιλοσοφικού πλαισίου που εισάγεται αρχικά με τη διδασκαλία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία η ψυχή είναι ανεξάρτητη από το σώμα και αθάνατη. Μετά το θάνατο, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ψυχή απελευθερώνεται από το σώμα, το οποίο παύει να έχει οποιαδήποτε αξία. Αργότερα ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι η ψυχή, αν και δεν είναι ανεξάρτητη από το σώμα ή αθάνατη, αποτελεί το σκοπό ή την ουσία της ύπαρξης, υπαινισσόμενος ότι μετά το θάνατο το σώμα δεν έχει ούτε συναισθήματα ούτε αξία ή δικαιώματα. Από την άποψη αυτή δεν απείχε πολύ η θέση ότι το νεκρό σώμα θα μπορούσε επομένως να χρησιμοποιηθεί για νεκροτομές και ανατομικές μελέτες, που θα παρείχαν γνώση με την άνεση της παρατήρησης. Ο πρώτος ανατόμος ήταν ο Διοκλής, που σύχναζε στους κύκλους των Περιπατητικών, και συνεχιστής του έργου του ήταν ο Ηρόφιλος.
Ο Ηρόφιλος διερεύνησε τόσο το γυναικείο όσο και το ανδρικό γεννητικό σύστημα προχωρώντας σε νεκροτομές ανδρών και γυναικών αλλά και μελέτες συγκριτικής ανατομίας σε ζώα. Περιέγραψε με ακρίβεια τη μήτρα, τις ωοθήκες και τις σάλπιγγες. Απέρριψε τη μέχρι τότε κρατούσα άποψη περί δίχωρης μήτρας, ενώ τις ωοθήκες τις παραλλήλισε με τους όρχεις και περιέγραψε με ακρίβεια την ανατομική τους θέση, τη σύσταση και την αγγείωσή τους. Στο βιβλίο του για τη γυναικολογία μιλά για ποικίλες περιπτώσεις ανώμαλης ανάπτυξης του εμβρύου και, ακόμα, ασχολήθηκε με το ζήτημα του τοκετού με αρραγείς υμένες.
Μελετώντας το ανδρικό γεννητικό σύστημα αναγνώρισε το ρόλο των όρχεων στην παραγωγή σπέρματος και τη λειτουργία της επιδιδυμίδας, η οποία σήμερα γνωρίζουμε ότι αποτελεί δεξαμενή σπερματοζωαρίων. Αναφέρθηκε ακόμα στις δύο σπερματοδόχους ληκύθους, στις οποίες έδωσε το όνομα «δίδυμοι παραστάται».
Ανακάλυψε επίσης τους σιελογόνους αδένες που βρίσκονται στη στοματική κοιλότητα, κάποιους αδένες του στομάχου καθώς και τον τρόπο αποχέτευσης της χολής από το ήπαρ. Πολύ σημαντική ήταν η συνεισφορά του στην ανατομική γνώση του κυκλοφορικού. Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί η περιγραφή του Ηροφίλου για τη δομή της καρδιάς, αν και από πληροφορίες που έχουμε από διάφορες πηγές φαίνεται ότι οι ανατομές του στο όργανο αυτό τον οδήγησαν στη γνώση των βαλβίδων καθώς και στο ότι οι κόλποι αποτελούν τμήμα της.
Η πιο σημαντική προσφορά του όμως ήταν στη μελέτη της αγγειολογίας. Αντικρούοντας την άποψη που επικρατούσε μέχρι εκείνη την εποχή, ότι δηλαδή οι αρτηρίες περιείχαν αποκλειστικά «πνεύμα», είπε ότι περιέχουν μείγμα πνεύματος και αίματος. Παρατήρησε ότι τα τοιχώματα των αρτηριών ήταν έξι φορές παχύτερα από εκείνα των φλεβών, αφού είδε κατά τη διάρκεια των νεκροτομών ότι τα πρώτα παραμένουν χαλαρά χωρίς να συμπίπτουν, σε αντίθεση με τις φλέβες.
Ο Ηρόφιλος μελέτησε εκτενέστατα το σφυγμό και συσχέτισε το σφυγμικό κύμα με τη λειτουργία της καρδιάς. Διαχώρισε το φαινόμενο αυτό από άλλα, ενώ ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τη σημασία του ως κλινικού σημείου στη διάγνωση και την πρόγνωση. Ανέπτυξε δε ένα λεπτομερές σύστημα κατάταξης των διάφορων ειδών σφυγμού με βάση χαρακτηριστικά όπως το εύρος, τη συχνότητα, το ρυθμό και την ένταση. Προκειμένου να περιγράψει και να διακρίνει τα διάφορα είδη σφυγμού χρησιμοποίησε μουσική ορολογία, δανεισμένη από το σύγχρονό του φιλόσοφο και μουσικολόγο Αριστόξενο από τον Τάραντα. Αναγνώρισε και περιέγραψε τις μεταβολές του σφυγμού στις διάφορες ηλικίες. Για την περιγραφή των παθολογικών τύπων σφυγμού χρησιμοποίησε μεταφορικούς όρους, όπως «δορκαδίζων» (σαν γαζέλα), «μυρμηκίζων» (σαν μυρμήγκι) κ.λπ., οι οποίοι παρέμειναν στην ιατρική ορολογία για αιώνες. Έκανε την πρώτη γνωστή απόπειρα να μετρήσει τη συχνότητα του σφυγμού χρησιμοποιώντας την κλεψύδρα και συσχέτισε την αυξημένη συχνότητά του με την άνοδο του πυρετού, ένα κλινικό σύμπτωμα που ισχύει έως τις μέρες μας.
Ο Ηρόφιλος διενέργησε προσεκτική μελέτη και του ήπατος. Ξεχώρισε τους χοληφόρους πόρους από τα κολπώδη πυλαία τριχοειδή, αν και δεν μπόρεσε να καταλάβει τις λειτουργίες τους. Στο πλαίσιο των ερευνών συγκριτικής ανατομίας που επιχείρησε συνέκρινε το ανθρώπινο ήπαρ με αυτό ποικίλων ζώων και σημείωσε τις διαφορές τους ως προς το μέγεθος, τη δομή και τον αριθμό των ηπατικών λοβίων. Ανατέμνοντας τους πνεύμονες αναγνώρισε την πνευμονική αρτηρία και την πνευμονική φλέβα.
Πολύ σημαντική είναι η συμβολή του Ηροφίλου στην εξερεύνηση του νευρικού συστήματος. Παρομοίασε τα νεύρα με καλώδια μέσω των οποίων μεταδίδονται τα ερεθίσματα από τον εγκέφαλο σε ολόκληρο το σώμα. Προσδιόρισε την έκφυσή τους από την τέταρτη κοιλία του εγκεφάλου, την παρεγκεφαλίδα και το νωτιαίο μυελό. Θεωρούσε ότι περιείχαν και μετέδιδαν πνεύμα το οποίο προερχόταν από μια κοιλία του εγκεφάλου αρκετά μεγάλου μεγέθους, που πίστευε ότι ήταν η δεξαμενή του «ψυχικού πνεύματος»,1 το οποίο παραγόταν στις παράπλευρες εγκεφαλικές κοιλίες. Σήμερα γνωρίζουμε ότι πιθανώς αναφερόταν στην τρίτη εγκεφαλική κοιλία, που περιέχει εγκεφαλονωτιαίο υγρό και επικοινωνεί μέσω των μεσοκοιλιακών τμημάτων με τις πλάγιες κοιλίες και τον υδραγωγό του Silvius. Κοντά σε αυτό το σημείο έλεγε (όπως μας πληροφορεί ο Γαληνός) ότι βρισκόταν η είσοδος της παρεγκεφαλίδας στον εγκέφαλο. Πιθανόν ο Ηρόφιλος δεν κατόρθωσε να διαχωρίσει τόσο ξεκάθαρα την τρίτη από την τέταρτη κοιλία, όπως ο σύγχρονός του Ερασίστρατος. Προσπαθώντας να περιγράψει τις μήνιγγες χρησιμοποίησε τον όρο «χοριοειδείς», παρομοιάζοντάς τις με τις δύο μεμβράνες (χόριον και άμνιον) που περιβάλλουν το έμβρυο.2
Σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις του σε επίπεδο κλινικής νευρολογίας. Κατανόησε ότι κάποιες παραλύσεις πλήττουν την ανθεκτικότητα, κάποιες την εκούσια κινητικότητα, ενώ κάποιες άλλες και τις δύο, χωρίς να μπορέσει όμως να προσδιορίσει την αιτιολογία τους. Διαχώρισε τα κινητικά από τα αισθητικά νεύρα, επιτυγχάνοντας τη σαφή ταξινόμηση των αισθητικών νεύρων· δεν πέτυχε όμως την ίδια σαφήνεια και με τα κινητικά νεύρα, που συχνά τα συγχέει με τους τένοντες. Οπωσδήποτε, ακόμα και αυτός ο διαχωρισμός είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας, χωρίς να ξεχνάμε ότι στην εποχή του έλειπαν οι σύγχρονες γνώσεις νευρολογίας και νευροανατομίας σχετικά με το κεντρικό και το περιφερικό νευρικό σύστημα. Για τον Ηρόφιλο τα νεύρα δεν μπορούσαν παρά να είναι δίοδοι διακίνησης του πνεύματος, που μαζί με τη θεωρία των χυμών ήταν οι μόνες ικανοποιητικές εξηγήσεις για την εποχή του – εξάλλου, αποτελούν δύο από τις μακροβιότερες έννοιες στην ιστορία της ιατρικής.
Ένας ακόμα τομέας που ανανεώθηκε από τον Ηρόφιλο ήταν ο χώρος της ιατρικής ορολογίας. Πριν από την Ελληνιστική περίοδο, δεν υπήρχαν ειδικοί περιγραφικοί όροι για την ιατρική φαινομενολογία. Ο Ηρόφιλος εισήγαγε νέους όρους και εκφράσεις, κυρίως μεταφορικούς και δανεισμένους από την καθημερινή ζωή, προκειμένου να περιγράψει τα εσωτερικά όργανα και τις νέες του ανακαλύψεις. Αρκετοί από τους όρους αυτούς επιζούν έως σήμερα και είναι σε χρήση στη σύγχρονη ιατρική. Για παράδειγμα, ονόμασε τις λεπτές αποφύσεις των κροταφικών οστών «στυλοειδείς» επειδή έμοιαζαν με τους στύλους, τα όργανα που χρησιμοποιούσαν στην εποχή του για να γράφουν επάνω σε πινακίδες από κερί. Ένας άλλος όρος που χρησιμοποιείται έως σήμερα είναι ο «ληνός του Ηροφίλου», που αναφέρεται σε περιοχή των πετάλων της μήνιγγας όπου διαμορφώνεται η συμβολή των φλεβωδών κόλπων. Εισήγαγε ακόμη την ορολογία για την περιγραφή των χιτώνων του οφθαλμού και για διάφορους τύπους σφυγμού.
3. Αποτίμηση
Αν και στον τομέα της ανατομίας ήταν πρωτοπόρος, φτάνοντας να κατηγορηθεί για τις έρευνές του ως «σφαγέας», στον τομέα της παθολογίας παρέμεινε πιστός στη θεωρία των χυμών προκειμένου να εξηγήσει την ασθένεια και την υγεία. Παρά το ότι κατόρθωσε να διαχωρίσει με σαφήνεια τις αρτηρίες από τις φλέβες βελτιώνοντας τη θεωρία του Πραξαγόρα για το σφυγμό και να συνδέσει το σφυγμικό κύμα των αρτηριών με τη λειτουργία της καρδιάς, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι το φαινόμενο του σφυγμού οφείλεται στη λειτουργία της καρδιάς ως αντλίας. Στην άποψή του ότι οι αρτηρίες περιέχουν και αίμα εκτός από πνεύμα βασίστηκε αρκετούς αιώνες αργότερα ο Γαληνός για να αποδείξει πλέον, μια για πάντα, ότι οι αρτηρίες περιέχουν μόνον αίμα. Οι προσεκτικές και ακριβείς ανατομικά έρευνες του Ηροφίλου ανανέωσαν και εφοδίασαν την ιατρική με πιο ακριβή γνώση για τα εσωτερικά όργανα του ανθρώπινου σώματος. Η γνώση αυτή δε λησμονήθηκε στους αιώνες που ακολούθησαν. Επηρέασε τους μεταγενέστερους (και κυρίως το Γαληνό) και χρησιμοποιήθηκε σαν βάση μιας απόπειρας αιτιολογικής εξήγησης των φυσιολογικών και παθολογικών λειτουργιών του οργανισμού.
1. Το ψυχικό πνεύμα ταυτίζεται σήμερα με το εγκεφαλονωτιαίο υγρό. 2. Ο όρος χρησιμοποιείται έως σήμερα και αναφέρεται στην τρίτη εσωτερική αγγειοφόρο μήνιγγα του κεντρικού νευρικού συστήματος που εκτείνεται μέσα στη νευρική ουσία.
|
|
|