1. Εισαγωγή
Οι επαφές της Ελλάδας με τις μικρασιατικές ακτές ξεκινούν από πολύ παλιά. Ήδη, οι Μυκηναίοι έμποροι ταξίδευαν από τη μία ακτή στην άλλη ανταλλάσσοντας αγαθά αλλά ταυτόχρονα και γνώσεις και πολιτισμό. Πολλούς αιώνες αργότερα, το πέρασμα από την περιοχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά στη συνέχεια και των διαδόχων του, βοήθησε στο να εισχωρήσει αυτός ο πολιτισμός στην ενδοχώρα της Ασίας. Στις πλαγιές των λόφων, τόσο στις οικείες ακτές, όσο και στο εσωτερικό αυτής της γης, διατηρούνται τα ερείπια αρχαίων θεάτρων. Το θέατρο δεν ήταν σημαντικό μόνο για την κλασική Ελλάδα, αλλά και για τον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο, και συνδέθηκε αμέσως με όλες τις λειτουργίες της πόλης, κοινωνικές και πολιτικές. Ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος, αλλά και ο ιστορικός Στράβωνας, το σύγκριναν σε σημασία με την Αγορά (Forum), καθώς είναι από τα πρώτα οικοδομήματα που χτίζονται σε μια καινούρια πόλη στα ελληνιστικά και τα ρωμαϊκά χρόνια. Τα θέατρα, εκτός από τις θεατρικές παραστάσεις, φιλοξενούσαν και πολιτικές συγκεντρώσεις για πολλούς αιώνες. Οι ρίζες του θεάτρου βρίσκονται στη λαϊκή λατρεία του Διονύσου. Οι πιστοί του έβαφαν το πρόσωπό τους με το σκουρόχρωμο κατακάθι του κρασιού και στόλιζαν το κεφάλι τους με φύλλα και κλαδιά αμπέλου. Χόρευαν και τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού τους διθυράμβους, τα τραγούδια που υμνούσαν τη ζωή, τις περιπέτειες και τα κατορθώματα του θεού Διόνυσου και οδήγησαν αργότερα στα αριστουργήματα του αρχαίου δράματος των κλασικών χρόνων. 2. Το αρχαίο ελληνικό θέατρο Η διαμόρφωση του χώρου στο αρχαίο ελληνικό θέατρο έγινε αργά και σταδιακά. Στα χρόνια μάλιστα των μεγάλων τραγικών ο εξοπλισμός ενός θεάτρου ήταν ιδιαίτερα λιτός: ένας κυκλικός χώρος, η ορχήστρα, και στη μέση της ο βωμός του Διονύσου, η θυμέλη. Πίσω, ένα παράπηγμα από ξύλο και ύφασμα, η σκηνή, χρησίμευε ταυτόχρονα ως φόντο για τη δράση και ως χώρος για την προετοιμασία των υποκριτών. Ο κόσμος αρχικά μαζευόταν γύρω από την ορχήστρα και καθόταν στην κατηφορική πλαγιά ενός μικρού λόφου. Αν χρειαζόταν, αυτή η πλαγιά ενισχυόταν με χώματα που συγκρατούνταν με αναλημματικούς τοίχους. Αυτή ήταν η πρώτη μορφή του κοίλου. Οι θεατές κάθονταν κάτω στο χώμα ή σε ξύλινα καθίσματα, ακόμα και στα χρόνια της μεγάλης ακμής του δράματος. Μόλις τον 4ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκαν τα πρώτα μόνιμα θέατρα με λίθινα εδώλια. Το κοίλο είχε σχήμα πετάλου ή ημικυκλίου. Δύο οριζόντιοι διάδρομοι, τα διαζώματα, εξυπηρετούσαν την κίνηση των θεατών και χώριζαν το κοίλο σε δύο μέρη: το κάτω τμήμα ονομάζεται κάτω κοίλο ή θέατρο και το επάνω άνω κοίλο ή επιθέατρο. Ένας σκεπαστός διάδρομος πάνω από το κοίλο, ο περίπατος, χρησίμευε για τη μετακίνηση των θεατών, αλλά και για την παραμονή τους σ' αυτόν όταν έβρεχε. Τη μετακίνηση των θεατών εξυπηρετούσαν και οι στενές κλίμακες που διέκοπταν το κοίλο σε σφηνοειδή τμήματα, τις κερκίδες. Τα καθίσματα των θεατών ονομάζονταν εδώλια και ήταν μαρμάρινα ή λίθινα. Συχνά μάλιστα λαξεύονταν στο φυσικό βράχο. Η πρώτη σειρά εδωλίων προοριζόταν για τους επισήμους, δηλαδή τους άρχοντες και τους ιερείς, και ονομαζόταν προεδρία. Συχνά ήταν πολυτελή, με ανάγλυφη διακόσμηση και επιγραφές. Μεταξύ της σκηνής και των πλευρικών τοίχων σχηματίζονταν δύο ανοιχτοί διάδρομοι, οι πάροδοι. Από αυτές εισέρχονταν οι θεατές και ο χορός, που έπαιρνε τη θέση του στην ορχήστρα όταν άρχιζε η παράσταση. Η ορχήστρα, ο χώρος ανάμεσα στο κοίλο και τη σκηνή, όπου δρούσε ο χορός, συνήθως δεν είχε πλακόστρωση. Ένας περιμετρικός αγωγός, ο εύριπος, μάζευε τα νερά της βροχής από την ορχήστρα. Μερικά θέατρα μεταξύ σκηνής και ορχήστρας είχαν μια υπόγεια κλίμακα (Χαρώνεια κλίμακα), απ’ όπου γινόταν η εμφάνιση νεκρών από τον Άδη ή η κάθοδος αυτών που πέθαιναν. Η σκηνή, το ορθογώνιο οικοδόμημα στο πίσω μέρος της ορχήστρας όπου άλλαζαν οι ηθοποιοί και φυλάσσονταν όλα τα απαραίτητα αντικείμενα για το ανέβασμα της παράστασης, ήταν μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ. ένα απλό παράπηγμα φτιαγμένο από ξύλα και ύφασμα. Μόνιμα κτήρια σκηνής από ξύλο εμφανίστηκαν στο διάστημα 300-250 π.Χ., αλλά, καθώς το ξύλο είναι υλικό που πολύ δύσκολα διατηρείται, δεν έχουν σωθεί μέχρι τις μέρες μας. Λίθινα κτήρια σκηνής εμφανίζονται μετά το 250 π.Χ. Η πλευρά της σκηνής που έβλεπαν οι θεατές απεικόνιζε συνήθως την πρόσοψη ανακτόρου ή ναού. Οι τρεις πόρτες από όπου έβγαιναν οι ηθοποιοί είχαν συμβατική αξία: υποτίθεται ότι η μία οδηγούσε σε ανάκτορο, η δεύτερη στην εξοχή, η τρίτη στο λιμάνι. Όταν επινοήθηκε η σκηνογραφία, στην πρόσοψη της σκηνής τοποθετούνταν μεγάλοι ζωγραφικοί πίνακες που απεικόνιζαν π.χ. δάσος, ακρογιαλιά ή στρατόπεδο. Γύρω στον 3ο αιώνα π.Χ. προστέθηκε μια ελαφριά κιονοστοιχία μπροστά στον τοίχο της σκηνής, το προσκήνιο. Η στοά αυτή διέθετε δωρικούς ή ιωνικούς κίονες, θριγκό και ξύλινη οροφή και στις άκρες της παρουσίαζε μικρές προβολές, τα παρασκήνια, που λειτουργούσαν ως βοηθητικοί χώροι. Στο κλασικό δράμα οι υποκριτές και ο χορός έπαιζαν κυρίως στην ορχήστρα. Κατά το 2ο αιώνα π.Χ. οι ηθοποιοί μετατοπίστηκαν από την ορχήστρα στο λογείο. Έτσι ονομάζεται το πάτωμα στην οροφή του προσκηνίου, ενώ το οικοδόμημα της σκηνής απέκτησε και δεύτερο όροφο, το επισκήνιο. Οι ηθοποιοί που παρουσιάζονταν στη στέγη ως από μηχανής θεοί εμφανίζονταν με τη βοήθεια ειδικού περιστρεφόμενου γερανού. Η ακουστική των αρχαίων θεάτρων είναι εξαιρετικά επιτυχής χάρις στην ίδια την κατασκευή τους. Ο Βιτρούβιος ωστόσο αναφέρει την ύπαρξη «ηχείων», μεγάλων χάλκινων δοχείων που τοποθετούνταν στο κοίλο και σκοπό είχαν να ενισχύουν τους ήχους της ορχήστρας. Αγγεία του είδους αυτού έχουν βρεθεί μόνο σε θέατρα Ρωμαϊκής εποχής, αν και ο Βιτρούβιος διευκρινίζει ότι υπήρχαν και σε ελληνιστικά θέατρα, λ.χ. της Κορίνθου. 3. Το θέατρο των ρωμαϊκών χρόνων Το θέατρο ως αρχιτεκτόνημα ήταν ένα δάνειο της Ελλάδας προς τη Ρώμη, με τη διαφορά ότι προσαρμόστηκε στο ρωμαϊκό πνεύμα και τρόπο ζωής. Οι Ρωμαίοι αρχιτέκτονες προχώρησαν τον 1ο αιώνα π.Χ. στη δημιουργία ενός ενιαίου αρχιτεκτονικού συνόλου που ήταν ταυτόχρονα και πρακτικό και καλαίσθητο. Από τα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου και έπειτα διαπιστώνεται έξαρση στην κατασκευή θεάτρων σε όλη την έκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πρώτος ο Αύγουστος χρησιμοποίησε τα θέατρα ως μέσο προπαγάνδας υπέρ της πολιτικής του ιδεολογίας, της ύπαρξης δηλαδή μιας μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (imperium romanum) που εγγυάται την ευημερία και την ελευθερία των πολιτών της. Όλες οι επαρχίες της αυτοκρατορίας σε Ανατολή και Δύση γεμίζουν με θεατρικά οικοδομήματα. Ακόμα και μικρές πόλεις στη Μικρά Ασία ή την Αφρική, που λίγο νωρίτερα ήταν φτωχές ή ακατοίκητες, αποκτούν μνημειώδη μαρμάρινα θέατρα. Στόχος ήταν οι κάτοικοι και των πιο απομακρυσμένων περιοχών να αισθανθούν κομμάτι του ρωμαϊκού κόσμου και τρόπου ζωής. Η αγάπη των Ρωμαίων για την οργάνωση και την τάξη από τη μία πλευρά και την πολυτέλεια από την άλλη οδήγησε στην κατασκευή θεάτρων που εντυπωσίαζαν για την οργάνωση και το σχεδιασμό τους, αλλά και για τον πλούτο, τη μεγαλοπρέπεια και τη χλιδή τους. Τα εντυπωσιακά επιτεύγματα οφείλονται στις τεχνολογικές κατακτήσεις της εποχής, που τους επέτρεψαν να προχωρήσουν σε λύσεις πρωτότυπες, π.χ. στην κατασκευή θεάτρων σε εδάφη τελείως επίπεδα, στοιχείο που αποτελεί τη βασική διαφορά των ρωμαϊκών θεάτρων από τα αντίστοιχα ελληνικά. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό τα τόξα και τις καμάρες, κι έτσι προχώρησαν στη λύση των θολωτών κατασκευών, που διατάσσονταν ακτινωτά κάτω από το κοίλο (cavea, auditorium), με αποτέλεσμα τα θέατρα να αποκτούν εξωτερικά τη μορφή πολυώροφων μνημειακών οικοδομημάτων. Αυτές οι κατασκευές έδιναν στο ρωμαϊκό κοίλο μεγαλύτερη κλίση απ’ ό,τι στο ελληνικό. Τα διαζώματα (praesinctiones) χώριζαν το ρωμαϊκό κοίλο σε οριζόντια τμήματα (maeniana: ima cavea, media cavea, summa cavea). Οι θεατές ανέβαιναν στις θέσεις τους στις κερκίδες (cunei) από τις στενές κλίμακες (scalaria). Στο ανώτατο σημείο του κοίλου υπήρχε μια στεγασμένη στοά (porticus in summa cavea), στο μέσο της οποίας συχνά βρισκόταν ναΐσκος (sacellum) αφιερωμένος σε κάποιο θεό. Για την προστασία των θεατών από το δυνατό ήλιο ή τη βροχή, το κοίλο είχε τη δυνατότητα να στεγαστεί με μια τεράστια τέντα από καραβόπανο (velarium). Οπές για τη στήριξη των ειδικών πασσάλων βρίσκουμε ακόμα και σήμερα σε πολλά θέατρα. Η ορχήστρα των ρωμαϊκών θεάτρων γίνεται ημικυκλική. Στρώνεται είτε απλώς με χώμα (και από κει πήρε το όνομα κονίστρα) είτε με μαρμάρινες πλάκες. Ουσιαστική διαφορά της ρωμαϊκής σκηνής (scaena) από τα ελληνικά πρότυπα είναι το ότι ενώνεται αρχιτεκτονικά με το κοίλο, πάνω από τις παρόδους. Εκεί δημιουργούνται θεωρεία για τους διακεκριμένους θεατές (tribunalia). Το προσκήνιο (proscaenium) χαμηλώνει και το λογείο αποκτά μεγαλύτερο βάθος. Ο χώρος όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί ήταν ένα υπερυψωμένο πάτωμα (pulpitum), με πρόσοψη διακοσμημένη άλλοτε με μικρούς πεσσούς άλλοτε με ανάγλυφες πλάκες. Όταν δεν παίζονταν έργα μπροστά από τη σκηνή έπεφτε η μεγάλη κουρτίνα, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «αυλαία» (aulaeum), και απομόνωνε την πρόσοψή της. Δίπλα στη σκηνή υπήρχαν τα παρασκήνια, που εξυπηρετούσαν διάφορες λειτουργίες, ενώ πίσω υπήρχαν βοηθητικά δωμάτια για τους ηθοποιούς (postscaenium). Μια στοά πίσω από το σκηνικό οικοδόμημα (porticus post scaenam) εξυπηρετούσε τους θεατές στα διαλείμματα ή σε περίπτωση βροχής. Η σκηνή γίνεται ένα πολυώροφο πολυτελές οικοδόμημα και η πρόσοψή της (scaenae frons) έχει πλούσια αρχιτεκτονική και πλαστική διακόσμηση, με θυρώματα, ναΐσκους (aediculae), κόγχες, κίονες και αγάλματα. Στα ελληνιστικά θέατρα ο γλυπτός διάκοσμος ήταν περιορισμένος. Στα ρωμαϊκά θέατρα όμως αποκτά σημασία, διότι χρησιμοποιείται από την αυτοκρατορική προπαγάνδα.1 Στόχος ήταν η διαμόρφωση μιας ενιαίας κουλτούρας για το λαό της αυτοκρατορίας, αλλά και η υπενθύμιση της συνεχούς παρουσίας του αυτοκράτορα και της μεγαλοπρέπειας του αξιώματός του. Οι πιο σημαντικές θέσεις για την τοποθέτηση αγαλμάτων ήταν πάνω από τις τρεις κεντρικές θύρες της πρόσοψης. Αυτές οι τρεις θέσεις προορίζονταν για τα αγάλματα του αυτοκράτορα και της οικογένειάς του, καθώς και των θεών που η πόλη τιμούσε περισσότερο. Οι εξέχοντες πολίτες που χρηματοδοτούσαν την ανέγερση ή τη διακόσμηση ενός θεάτρου ή θέσπιζαν θεατρικές γιορτές (ludi scaenici) με δικά τους έξοδα τιμόνταν από την πόλη τους με αγάλματα που στήνονταν στο θέατρο. Στις περιοχές εκείνες που προσαρτήθηκαν έπειτα από νικηφόρες εκστρατείες και δεν είχαν καμία παράδοση σε θεατρικά οικοδομήματα, όπως οι επαρχίες της Δύσης Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία, τα θεατρικά κτίσματα ήταν καθαρά ρωμαϊκού τύπου. Στις επαρχίες της Ανατολής όμως, όπως η Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, ήταν βαθιά ριζωμένη η παράδοση και η πολιτιστική σφραγίδα των Ελλήνων και η αρχιτεκτονική των θεατρικών εγκαταστάσεων ακολούθησε τα διαμορφωμένα πρότυπα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. 4. Τα θέατρα της Μικράς Ασίας Η έρευνα για τα μικρασιατικά θέατρα ως ευρύτερη ομάδα ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια. Οι υπάρχουσες μονογραφίες, καθώς και οι ετήσιες ανακοινώσεις ανασκαφών, αφορούσαν ορισμένα από τα ανασκαμμένα θέατρα, λ.χ. της Εφέσου, της Περγάμου, της Πριήνης, της Μιλήτου, της Αφροδισιάδας. Δεν υπήρχε κάποια μελέτη που να τα αντιμετωπίζει ως σύνολο.2 Το ίδιο συνέβαινε και με τις ανασκαφές στην περιοχή, που μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν εντατικοποιηθεί και επικεντρώνονται στην αναστύλωση και ανάδειξη των θεατρικών οικοδομημάτων, με τελικό στόχο την αρχιτεκτονική και αισθητική αποκατάσταση του αρχαίου οικοδομήματος. Η μαγεία του αρχαίου ελληνικού θεάτρου αναδύεται με μοναδικό τρόπο στη γη της Μικράς Ασίας, μέσα από τα μνημειώδη θέατρα που χτίστηκαν στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Η πλειονότητα των θεατρικών οικοδομημάτων επικεντρώνεται στις περιοχές της Ιωνίας, της Καρίας, της Λυκίας, της Πισιδίας και της Παμφυλίας. Εντυπωσιακά θέατρα εντοπίζονται και βορειότερα, στη Θράκη και την Προποντίδα, αλλά και νοτιότερα, στη Φρυγία και την Κιλικία.3 Το μικρασιατικό θέατρο εμφανίστηκε μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.4 Από την αρχή υιοθέτησε τα αρχιτεκτονικά στοιχεία των θεατρικών εγκαταστάσεων του 4ου αιώνα π.Χ., όπως αυτά διαμορφώθηκαν στην κυρίως Ελλάδα: το ευρύ κοίλο, την πεταλόσχημη ή κυκλική ορχήστρα, το προσκήνιο και την επιμήκη σκηνή. Κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία μια τοπική αρχιτεκτονική παράδοση, η οποία εξελίχθηκε αργότερα στα θέατρα των Αυτοκρατορικών χρόνων. Νεοτεριστικά στοιχεία αποτέλεσαν οι είσοδοι με τη μορφή θολωτών διαδρόμων, οι λεγόμενοι «ψαλίδες» ή «ψελίδες»,5 που ξεκινούσαν από το εξωτερικό τμήμα του περιμετρικού τοίχου του κοίλου και οδηγούσαν με κλίμακες στο διάζωμα, με αποτέλεσμα η είσοδος και η έξοδος των θεατών να γίνεται και από άλλα σημεία εκτός από τις παρόδους. Επίσης, η αρχιτεκτονική διαμόρφωση του σκηνικού οικοδομήματος, με κιονοστοιχίες και θυρώματα, τα οποία εξυπηρετούν τη θεατρική οικονομία και τις ανάγκες μιας παράστασης, καθώς και η ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή των αναλημματικών τοίχων, τα οποία αποτελούσαν άλλωστε και τις εξωτερικές πλευρικές όψεις των θεατρικών εγκαταστάσεων, διαμόρφωσαν την πρωτοποριακή αρχιτεκτονική μορφή των μικρασιατικών ελληνιστικών θεάτρων. Συνεπώς, δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι η αρχιτεκτονική των ελληνιστικών θεάτρων αναπτύχθηκε ουσιαστικά στις πόλεις της Μικράς Ασίας.6 Στους ρωμαϊκούς χρόνους δε χρειάστηκε να οικοδομηθούν πολλά καινούρια θέατρα ρωμαϊκού τύπου στη μικρασιατική ακτή. Τα ελληνιστικά θέατρα που ήδη υπήρχαν διαμορφώνονταν και μετασκευάζονταν ενσωματώνοντας στην ελληνική αρχιτεκτονική παράδοση τα ρωμαϊκά πρότυπα. Προετοιμάζονταν ώστε να φιλοξενήσουν καινούρια θεάματα, όπως εικονικές ναυμαχίες, μπαλέτα μέσα στο νερό, μονομαχίες και θηριομαχίες, θεάματα οικεία και αγαπητά στα ρωμαϊκά στρατεύματα των ανατολικών επαρχιών που βρίσκονταν μακριά από τον τόπο τους. Στις περιπτώσεις αυτές αφαιρούνταν οι κατώτερες σειρές καθισμάτων του κοίλου και στη θέση τους υψωνόταν ένα τοιχίο με προστατευτικό κιγκλίδωμα για να προστατεύονται οι θεατές από τα άγρια θεάματα. Διαμορφώθηκε λοιπόν ένας νέος τύπος θεάτρων, χαρακτηριστικός για τη Μικρά Ασία, ο λεγόμενος μικρασιατικός-ρωμαϊκός. Πρόκειται για ένα μεταβατικό τύπο, συνδυασμό του ελληνικού και του ρωμαϊκού, όπου το κοίλο είναι μεγαλύτερο του ημικυκλίου και η σκηνή μνημειώδης και πολυώροφη. Ανάμεσα στα θέατρα της Μικρά Ασίας ξεχωρίζουμε τα ελληνιστικά θέατρα της Πριήνης (τέλος 4ου αιώνας π.Χ.), της ακρόπολης της Περγάμου (3ος αιώνας π.Χ.), που είναι χτισμένο πάνω σε απότομη πλαγιά, του Λητώου (2ος αιώνας π.Χ.), της Ιασσού (2ος αιώνας π.Χ.), της Τερμησσού (2ος αιώνας π.Χ) και της Μαγνησίας του Μαιάνδρου (2ος αιώνας π.Χ.). Τα ελληνιστικά θέατρα της Μιλήτου και της Εφέσου μετασκευάστηκαν γύρω στον 1ο αιώνα μ.Χ. σε θέατρα μικρασιατικού-ρωμαϊκού τύπου και είναι σήμερα από τα πιο εντυπωσιακά της Μικράς Ασίας. Ρωμαϊκού-μικρασιατικού τύπου είναι επίσης τα θέατρα στα Μύρα της Λυκίας (2ος αιώνας μ.Χ.), στη Σέλγη (2ος αιώνας μ.Χ.) της Πισιδίας, στη Σίδη (2ος αιώνας μ.Χ.) και την Πέργη της Παμφυλίας, στους Αιζανούς (1οςαιώνας π.Χ.) και στην Ιεράπολη της Φρυγίας (2ος αιώνας μ.Χ). Το θέατρο της Ασπένδου (2ος αιώνας μ.Χ.) είναι ρωμαϊκού τύπου και αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά μνημεία της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής στη Μικρά Ασία. 5. Αρχιτεκτονική μορφή των θεάτρων της Μικράς Ασίας
5.1. Το κοίλον
Ο περιμετρικός τοίχος του κοίλου γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας ήδη από τους Ελληνιστικούς χρόνους. Χρησιμοποιούνται διάφορα είδη τοιχοδομίας, με ιδιαίτερα εντυπωσιακό αισθητικό αποτέλεσμα. Χάρη στους υπόγειους θολωτούς διαδρόμους που ξεκινούσαν από το εξωτερικό τμήμα του περιμετρικού τοίχου του κοίλου διευκολυνόταν η πρόσβαση του κοινού.7 Έτσι το θέατρο γέμιζε και άδειαζε πολύ γρήγορα. Σε πολλά μικρασιατικά θέατρα διατηρούνται τα τόξα της εισόδου και της εξόδου αυτών των διαδρόμων, που οδηγούσαν σε διάφορα σημεία των διαζωμάτων. Πολλά από αυτά έφεραν διακοσμητική πλαισίωση με κυμάτια, όπως λ.χ στο θέατρο της Εφέσου.8 Το θέατρο του Λητώου διέθετε θολωτούς διαδρόμους με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική διακόσμηση από επιστύλια και μετόπες.9 Οι υπόγειοι θολωτοί διάδρομοι ανοίγονταν στην περιφέρεια αλλά και στις ακριανές πτέρυγες του κοίλου, συνήθως σε υψηλότερο επίπεδο από τις παρόδους, και οδηγούσαν στο διάδρομο του διαζώματος. Υπήρχε ιδιαίτερη φροντίδα ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα του οικοδομήματος.10 Εισόδους στις άκρες του κοίλου διέθετε το θέατρο στην Καύνο (β΄ μισό 2ου αιώνα π.Χ.), το θέατρο στα Άλινδα (2ος αιώνας π.Χ.) καθώς και τα μεγάλα θέατρα της Μιλήτου, της Εφέσου κ.ά.11 Με ιδιαίτερη επιμέλεια κατασκευάζονται τα αναλήμματα, οι κατακόρυφοι τοίχοι που ορίζουν τα δύο πέρατα του κοίλου προς την πλευρά των παρόδων. Το σημείο όπου το κοίλο συναντά τους αναλημματικούς τοίχους ενισχύεται με πεσσούς, όπως λ.χ. στο θέατρο στις Ερυθρές (4ος αιώνας π.Χ.), οι οποίοι δεν έχουν καμιά λειτουργική σημασία,12 ή συχνά με δύο μεγάλους γωνιακούς πύργους με χαμηλότερο ύψος από το γενικό ύψος του θεάτρου, όπως λ.χ. στο θέατρο των Πατάρων της Λυκίας. 5.2. Οι πάροδοι
Οι πάροδοι, που στα ελληνιστικά θέατρα ήταν ανοιχτοί διάδρομοι, κάποια άγνωστη στιγμή στεγάστηκαν με ημικυλινδρική καμάρα, ενώνοντας έτσι το κοίλο με το σκηνικό οικοδόμημα. Η οργανική ένωση κοίλου και σκηνής είναι μία από τις βασικές διαφορές του ρωμαϊκού θεάτρου από το ελληνιστικό. 5.3. Η ορχήστρα
Δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την εξέλιξη της ορχήστρας. Αν και πολλά από τα μικρασιατικά θέατρα διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση, ωστόσο δεν είναι πολλά που έχουν ανασκαφεί τόσο καλά, ώστε να έχει ερευνηθεί και ο χώρος της ορχήστρας.13 5.4. Το προσκήνιο
Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ελληνιστικών μικρασιατικών θεάτρων είναι ότι οι πτέρυγες του προσκηνίου, τα παρασκήνια, μειώνονται, και το προσκήνιο αποκτά μια σχεδόν τραπεζιόσχημη κάτοψη, όπως στο θέατρο της Καύνου, ή ορθογώνια, όπως στο θέατρο της Πριήνης.14 Το προσκήνιο του θεάτρου της Αλικαρνασσού είναι το πρώτο που απέκτησε τραπεζιόσχημη κάτοψη και χρονολογείται στο α΄ μισό του 3ου αιώνα π.Χ.15 Μέσα στον 1o αιώνα π.Χ. στα θέατρα της Καδύανδας, των Πινάρων και της Αρύκανδας, πόλεων της Λυκίας, τα οικοδομήματα της σκηνής διέθεταν τραπεζιόσχημο προσκήνιο δωρικού ρυθμού και πεντάθυρη πρόσοψη σκηνής, χωρίς όμως καθόλου αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Στο γ΄ τέταρτο του 1ου αιώνα π.Χ, στο θέατρο της Αφροδισιάδος, η διώροφη πρόσοψη της σκηνής διέθετε τραπεζιόσχημο προσκήνιο, ψηλό και στενό, με κιονοστοιχία δωρικού ρυθμού, που θα μπορούσε να φέρει ζωγραφικούς πίνακες.16 5.5. Η σκηνή
Στα Όψιμα Ελληνιστικά χρόνια οι μεγάλες ιωνικές πόλεις με τη μακρά ελληνική παράδοση έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του τύπου, τουλάχιστον ως προς τη διάδοση της πολυώροφης σκηνής. Ουσιαστική διαφορά της ρωμαϊκής σκηνής (scaena) από τα ελληνικά πρότυπα είναι ότι ενώνεται αρχιτεκτονικά με το κοίλο, πάνω από τις παρόδους. Η επιμήκης και πολυώροφη ορθογώνια πρόσοψη σκηνής δεν αποτελεί δάνειο των θεάτρων της Ιταλίας του 1ου αιώνα π.Χ., όπως είχε υποτεθεί παλιότερα.17 Η εξέλιξη αυτού του τύπου σκηνής, που χαρακτηρίζεται «ρωμαϊκή-μικρασιατική», πρωτοεμφανίστηκε στη μικρασιατική γη νωρίτερα και δεν περιορίζεται μόνο στη σταδιακή αντικατάσταση των τοίχων της σκηνής με κιονοστοιχίες και κόγχες, αλλά παρουσιάζει πολυπλοκότερη αρχιτεκτονική μορφή.18 Για παράδειγμα, στα τέλη του 2ου-αρχές 1ου αιώνα π.Χ., στο θέατρο της Μιλήτου που διέθετε σκηνή με θυρώματα προστέθηκε μια προεξέχουσα εξέδρα σε σχήμα τραπεζίου με μπροστινό τοίχο όπου ανοιγόταν μία θύρα. Θεωρείται επίσης πιθανόν η πεντάθυρη πρόσοψη σκηνής των ρωμαϊκών μικρασιατικών θεάτρων να αποτελεί εξέλιξη της ελληνιστικής σκηνής με τα πέντε θυρώματα που καλύπτονταν με ζωγραφικούς πίνακες.19 Αργότερα, όμως, εμφανίζονται κάποια άλλα στοιχεία που ανάγονται σε δυτικά πρότυπα. Συγκεκριμένα, στη νερώνεια φάση του θεάτρου της Μιλήτου διαπιστώθηκε ότι η πρόσοψη της σκηνής διέθετε μια κεντρική ημικυκλική κόγχη, στοιχείο που εμφανίζεται για πρώτη φορά τώρα στη Μικρά Ασία, και φαίνεται ότι προέρχεται από το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, καθώς επιχωριάζει στην Ιταλία και τη Γαλατία τον 1ο αιώνα π.Χ. 6. Διάκοσμος Η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons) και του προσκηνίου (proscaenium ή frons pulpiti) αποκτούν πλούσια αρχιτεκτονική και γλυπτή διακόσμηση, με αγάλματα και ανάγλυφα.20 Στα θέατρα της Ελληνιστικής περιόδου δεν υπήρχε γλυπτός διάκοσμος, εκτός από προτομές των μεγάλων ποιητών. Αυτή η πρακτική άρχισε να εφαρμόζεται από τους Ρωμαίους, οι οποίοι ήταν γνωστοί για την αγάπη τους στην πολυτέλεια. Τα θέματα που επέλεγαν εξαρτιόνταν κάθε φορά από τις τοπικές λατρείες, τους μύθους και τις τοπικές παραδόσεις των πόλεων, καθώς επίσης και από τα μηνύματα που ήθελαν να περάσουν. Τα αγάλματα απεικόνιζαν ιδεαλιστικές μορφές και πορτρέτα. Στις ιδεαλιστικές μορφές περιλαμβάνονταν οι Ολύμπιοι θεοί, μικρότερες σε σημασία θεότητες, μυθολογικές μορφές και προσωποποιήσεις.21 Τα πορτρέτα χαρακτηρίζονται αυτοκρατορικά, όταν απεικονίζουν τον αυτοκράτορα και τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας22 ή ιδιωτικά, όταν απεικονίζουν επιφανείς πολίτες.23 Τα ανάγλυφα αποτελούσαν επίσης ένα σημαντικό τμήμα της διακόσμησης και εμφανίζονται από τους Αυτοκρατορικούς χρόνους και έπειτα. Ζωφόροι θεάτρων με ανάγλυφες παραστάσεις εμφανίζονται στο χώρο της Μεσογείου. Θα τις βρούμε στη Μικρά Ασία και στην Ελλάδα, αλλά και στη Βόρειο Αφρική, τη Σικελία και τη νότιο Γαλλία. Στη Μικρά Ασία ζωφόροι και μεμονωμένα ανάγλυφα κοσμούν τα θέατρα του Περγάμου, της Εφέσου, της Αλάβανδας, της Μιλήτου, των Αιζανών, της Ιεράπολης, της Νύσας, της Σαγαλασσού, της Σίδης, της Πέργης,24 των Τράλλεων.25 Οι ζωφόροι στα θέατρα πρωτοεμφανίζονται στους Υστεροελληνιστικούς χρόνους, στο θέατρο του Περγάμου, το οποίο και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τα επόμενα. Στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας φαίνεται ότι, αν και υπήρχαν ανάγλυφα, αυτά ήταν μεμονωμένα και χωρίς αφηγηματικό χαρακτήρα. Η διακόσμηση των θεάτρων με ανάγλυφες ζωφόρους ήταν περισσότερο αγαπητή στην Ανατολή παρά στη Δύση. Αυτό συνέβαινε επειδή στην Ανατολή το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε πριν επικρατήσουν οι αιματηρές μονομαχίες. Την ίδια στιγμή οι ελληνικές πόλεις ήθελαν να τονίσουν το ιστορικό παρελθόν τους χρησιμοποιώντας τους τοπικούς μύθους. Οι απεικονίσεις ποιητών, ηθοποιών, μουσικών και αθλητών αφθονούν στα θέατρα της Ανατολής.26 Η παρουσία αγαλμάτων των ανθρώπων της τέχνης εκφράζει την περηφάνια των Ελλήνων της Ανατολής για την πνευματική τους ανωτερότητα σε σχέση με τους Ρωμαίους. Ταυτόχρονα, δείχνει και την προσπάθειά τους να διατηρήσουν αυτή την πνευματική ανωτερότητα παρά την απειλή των κατώτερης ποιότητας θεατρικών δρωμένων της εποχής.
1. Δεν τοποθετούνται νέα ιδεαλιστικά γλυπτά στα θέατρα μετά τα χρόνια των Σεβήρων (193-235 μ.Χ). Αυτό το γεγονός δεν είναι τυχαίο, αφού ο χριστιανισμός επικρατεί και οι αρχαίοι θεοί δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτοι σε δημόσιους χώρους. 2. Ένα από τα πρώτα μεγάλα έργα που ασχολήθηκε με το θέμα είναι το τετράτομο: De Bernardi, F., Teatri classici in Asia Minore, v. 1-4 (1966-1974). 3. Moretti, J.Ch., "L’Architecture des théâtres en Asie Mineure (1980-1989) ", TOΠΟΙ 2 (1992), σελ. 9. 4. Moretti, J.Ch., "L’Architecture des théâtres en Asie Mineure (1980-1989) ", TOΠΟΙ 2 (1992), σελ. 11. 5. Πολυδ., Ον., 4, 123.7. 6. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 683-688. 7. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 683-684. 8. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999) σελ. 684-685, σημ. 15. 9. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 685, σημ. 16. 10. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 684-686. 11. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 685, σημ. 14, σελ. 686, σημ. 20-22. 12. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 684. 13. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 683. 14. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 686, σημ. 27 και 29. 15. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 687, σημ. 30. 16. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 687, σημ. 31-33. 17. Moretti, J.Ch, "L’Architecture des théâtres en Asie Mineure (1980-1989)", TOΠΟΙ 2 (1992), σελ. 12· Fiechter, E., "Die baugeschichtliche Entwicklung des antiken Theaters" (1914), σελ. 112-114. 18. Moretti, J.Ch, "L’Architecture des théâtres en Asie Mineure (1980-1989)", TOΠΟΙ 2 (1992), σελ. 12. 19. Moretti, J.Ch, "L’Architecture des théâtres en Asie Mineure (1980-1989)", TOΠΟΙ 2 (1992), σελ. 14, σημ. 19. 20. Isler, H.P., "Bemerkungen zu kleinasiatischen Theatern des Hellenismus", στο Fiesinger, H. – Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Frisungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 683. 21. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η απεικόνιση των Θεών. Συνυπάρχουν με τα πορτρέτα των αυτοκρατόρων, δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι οι δύο αυτές δυνάμεις συνεργάζονται για την ειρήνη, την ελευθερία και την ευημερία της αυτοκρατορίας και των πολιτών της. Can Özren, A., "Die Skulpturenausstattung kaizerzeitlicher Theater in der Provinz Asia, am Beispiel der Theater in Aphrodisias, Ephesos und Hierapolis", Thetis 3 (1996), σελ. 102, σελ. 110-113. 22. Και στα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας το κέντρο βάρους του διακόσμου πέφτει στα πορτρέτα των αυτοκρατόρων και των μελών της οικογένειάς τους, δείχνοντας την πρόθεση της κεντρικής εξουσίας να περάσει τα μηνύματα και την προπαγάνδα της υπέρ του αυτοκρατορικού αξιώματος. Ο αυτοκράτορας αυτοπαρουσιαζόταν ως θεός ή απόγονος θεού. Στα θέατρα της Ανατολής απεικονίζονται και οι ηγεμόνες των Ελληνιστικών χρόνων. Με αυτό τον τρόπο τους τιμούσαν, εφόσον εκείνοι είχαν θέσει τις βάσεις για την ευημερία που γνώρισαν στη συνέχεια οι πόλεις τους. Θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν και εκφράζουν την περηφάνια του ελληνικού στοιχείου. Παράδειγμα αποτελούν τα πορτρέτα του Αττάλου Α' και του Ευμένη Β' στην Ιεράπολη ή του Λυσιμάχου στην 'Εφεσο. Πρβλ. Can Özren, A., "Die Skulpturenausstattung kaizerzeitlicher Theater in der Provinz Asia, am Beispiel der Theater in Aphrodisias, Ephesos und Hierapolis", Thetis 3 (1996), σελ. 100-1, 107-109, 113-114, 116 κ.ε. (όπου συζητά τους λόγους που ώθησαν τους Ρωμαίους στην απεικόνιση των παλιών αυτών ηγεμόνων). Ιδιαίτερο κεφάλαιο έχει αφιερώσει και ο Schwingenstein, C., Die Figurenausstattung des griechischen Theatergebäudes (München 1977), σελ. 104-114. 23. Οι πολίτες της ανώτερης κοινωνικής τάξης απεικονίζονται στα θέατρα σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που είχαν προσφέρει στην πόλη τους. Οι άνδρες απεικονίζονται φορώντας τήβεννο (toga) στα θέατρα της Δύσης, ενώ στην Ανατολή συνηθίζουν ακόμα το ιμάτιο. Οι γυναίκες απεικονίζονται στον αγαλματικό τύπο της Pudicitia, της Μικρής και Μεγάλης Ηρακλειώτισσας, για να τονιστεί η αρετή και η σεμνότητα του χαρακτήρα τους. Can Özren, A., "Die Skulpturenausstattung kaizerzeitlicher Theater in der Provinz Asia, am Beispiel der Theater in Aphrodisias, Ephesos und Hierapolis" Thetis 3 (1996), σελ. 101-2, 109, 113. 24. Για το γλυπτό διάκοσμο του θεάτρου της Πέργης, βλ. Inan, J. – Atik, N. – Öztürk, A. – Alanyalı S.H. – Ateş, G., “Vorbericht über die Untersuchungen an den Fassade des Theaters von Perge”, AA (2000), σελ. 285-340. 25. Τα θέατρα που βρίσκονται στη σημερινή Τουρκία χωρίζονται σε τρεις ομάδες: Δυτική ακτή (Πέργαμος, Έφεσος, Αλάβανδα, Μίλητος), Νότια ακτή (Σίδη, Πέργη), Ενδοχώρα (Αιζανοί, Ιεράπολη, Νύσα, Σαγαλασσός, Τράλλεις). 26. Can Özren, A., "Die Skulpturenausstattung kaizerzeitlicher Theater in der Provinz Asia, am Beispiel der Theater in Aphrodisias, Ephesos und Hierapolis", Thetis 3 (1996), σελ. 116-7. Βλ. και Schwingenstein, C., Die Figurenausstattung des griechischen Theatergebäudes (München 1977), σελ. 64 κ.ε., 69 κ.ε., 74· Fuchs, M., Untersuchungen zur Ausstattung Römischer Theater in Italien und in den Westprovinzen des Imperium Romanum (Mainz am Rhein 1987), σελ. 163, 184, 186 κ.ε.
|
|
|