Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις, γόνος πολυμελούς αριστοκρατικής οικογένειας, γεννήθηκε περί το 1175. Είχε έξι αδελφούς, τον Αλέξιο, τον Ισαάκιο, τον Γεώργιο, τον Μανουήλ, τον Μιχαήλ και τον Κωνσταντίνο. Περί το 1200 απέκτησε συγγενικές σχέσεις με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ' Άγγελο, καθώς νυμφεύθηκε την κόρη του Άννα, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, την Ειρήνη, τη Μαρία και την Ευδοκία, και δύο γιους, που πέθαναν σε μικρή ηλικία. Στη συνέχεια ο Λάσκαρις νυμφεύθηκε άλλες δύο φορές: το 1214 την πριγκίπισσα της Μικράς Αρμενίας Φιλίππα, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Κωνσταντίνο, και το 1216 τη Μαρία ντε Κουρτενέ (de Courtenay), αδελφή του διαδόχου του θρόνου της Κωνσταντινούπολης Ροβέρτου ντε Κουρτενέ. Στα χρόνια της βασιλείας του Αλεξίου Γ' Αγγέλου (1195-1203) ο Λάσκαρις προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, ενώ λίγο μετά το γάμο του με την κόρη του έλαβε τον υψηλό τίτλο του δεσπότη. Τον ίδιο χρόνο στάλθηκε κατά του Βούλγαρου αποστάτη Αλεξίου Ιβάγκου, ενώ τον Ιούλιο του 1203 πρωτοστάτησε στις συμπλοκές με τους Λατίνους σταυροφόρους που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη. Μετά την εκδίωξη του πεθερού του Αλεξίου Γ', την επάνοδο του Ισαακίου Β' (1185-1195, 1203-1204) στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης και την αναγόρευση του γιου του Αλεξίου Δ' ως συναυτοκράτορα, και λίγο πριν από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους στις 12 Απριλίου του 1204, ο Λάσκαρις μαζί με την οικογένειά του εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στην επικράτεια της Μ. Ασίας, με σκοπό τη δημιουργία μιας νέας κρατικής οντότητας που θα αποτελούσε τη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Παρά την αρχική εχθρότητα των αυτόχθονων πληθυσμών που αντιμετώπισε εξαιτίας της συγγένειάς του με τον οίκο των Αγγέλων, οι οποίοι είχαν επιβάλει σκληρή οικονομική πολιτική στους κατοίκους της Μ. Ασίας, κατάφερε να εδραιώσει την εξουσία του στη δυτική Μ. Ασία και προχώρησε στην οργάνωση του νέου βυζαντινού κράτους με κέντρο τη Νίκαια. Το 1206 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας Ρωμαίων, ενώ η στέψη του πραγματοποιήθηκε αργότερα, το Μάρτιο του 1208, μετά την εκλογή του νέου πατριάρχη Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανού.1 Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Λάσκαρις ανέλαβε το έργο της εξάπλωσης των ορίων του κράτους του, ερχόμενος αντιμέτωπος πολλές φορές με τις δυνάμεις των Λατίνων και των Σελτζούκων του Ικονίου, ενώ παράλληλα έθεσε τα θεμέλια της εσωτερικής διοίκησης του νεοσύστατου κράτους. Πέθανε τον Αύγουστο του 1222 και τάφηκε στη μονή Υακίνθου.

2. Ίδρυση Αυτοκρατορίας Νικαίας - Ενθρόνιση Θεοδώρου Α' Λασκάρεως

Όταν ο Λάσκαρις κατέφυγε μαζί με την οικογένειά του στη Μ. Ασία2 και συγκεκριμένα στη Νίκαια, οι κάτοικοι δεν τον άφησαν να εισέλθει στην πόλη, αν και έκαναν δεκτή την οικογένειά του. Στη συνέχεια ο Λάσκαρις περιήλθε τις πόλεις της Βιθυνίας και της βορειοδυτικής Μ. Ασίας προσπαθώντας να πείσει τους άρχοντες της περιοχής για την αναγκαιότητα συγκρότησης μιας εξουσίας που θα αντιστεκόταν στη λατινική επέκταση, ενώ παράλληλα επιδίωκε την αναγνώρισή του ως νόμιμου διαδόχου στη θέση του πεθερού του Αλεξίου Γ' Αγγέλου. Παρά την αρχική εχθρότητα και δυσπιστία που αντιμετώπισε από τους κατοίκους, κατάφερε τελικά να αναγνωρισθεί από τον ντόπιο πληθυσμό ως δεσπότης. Ωστόσο είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα και δυσκολίες. Η παλαιά οργάνωση του κράτους είχε διαλυθεί, ενώ ο σχηματισμός ανεξάρτητων κρατιδίων βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη στη Μ. Ασία. Στη Φιλαδέλφεια είχε επιβληθεί ως ανεξάρτητος ηγεμόνας ο Θεόδωρος Μαγκαφάς, στην κοιλάδα του Μαιάνδρου ο Μανουήλ Μαυροζώμης και στη Σαμψών (αρχαία Πριήνη) ο Σάββας Ασιδηνός, ενώ παράλληλα ο Δαβίδ Κομνηνός, αδελφός του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου Α' Μεγάλου Κομνηνού (1204-1222), προήλαυνε από τα ανατολικά κατά μήκος των ακτών. Την ίδια περίοδο είχε να αντιμετωπίσει και τις λατινικές δυνάμεις, οι οποίες, ύστερα από τη νίκη που είχαν καταφέρει επί των στρατευμάτων του Λασκάρεως τον Δεκέμβριο του 1204 στο Ποιμανηνόν, είχαν παγιώσει την κυριαρχία τους στη Βιθυνία μέχρι τη Νίκαια και νοτιοδυτικά μέχρι το Αδραμύττιον. Ωστόσο η ήττα που υπέστησαν οι Λατίνοι από τα βουλγαρικά και κουμανικά στρατεύματα του Καλογιάννη (1197-1207) στις 14 Απριλίου 1205 στην Αδριανούπολη ανάγκασε τις λατινικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Μ. Ασία να αποχωρήσουν και έδωσε τη δυνατότητα στον Λάσκαρι να εδραιώσει την εξουσία του στην περιοχή και να θέσει υπό τον έλεγχό του τους ανεξάρτητους δυνάστες, με εξαίρεση τον Μανουήλ Μαυροζώμη. Μετά τη σύγκρουση που είχε με τον στασιαστή, αναγκάστηκε να τον αναγνωρίσει ως νόμιμο δυνάστη των περιοχών της Λαοδικείας και των Χώνων, ύστερα από τη συνθήκη που υπέγραψε με το Σελτζούκο σουλτάνο του Ικονίου και συγγενή τού Μανουήλ Καϊχοσρόη Α' τον Φεβρουάριο/Μάρτιο του 1206.3 Την ίδια περίοδο ο Λάσκαρις, έχοντας κερδίσει την αναγνώριση των κατοίκων της περιοχής, αναγορεύθηκε αυτοκράτορας Ρωμαίων, διαδεχόμενος τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης. Η στέψη του ωστόσο, λόγω της αδυναμίας συγκέντρωσης της συνόδου για την εκλογή νέου πατριάρχη, πραγματοποιήθηκε μόλις το Πάσχα του 1208, από τον νέο πατριάρχη Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανό. Η εκλογή του πατριάρχη το 1208 αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Νίκαιας, καθώς εδραίωσε τις επιδιώξεις της ως έδρας του κράτους και της Εκκλησίας του Βυζαντίου. Αρχικά φάνηκε ότι ο Λάσκαρις δεν είχε ανταγωνιστές στο θρόνο της Νίκαιας. Το 1210 ωστόσο ο πεθερός του Αλέξιος Γ' εμφανίστηκε και πάλι στο προσκήνιο. Ο Αλέξιος Γ', που δεν είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες για την επανάκτηση του θρόνου, βρήκε συμμάχους στα σχέδιά του τόσο τον εξάδελφό του και δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α' Δούκα,4 όσο και τον Σελτζούκο σουλτάνο του Ικονίου, στην αυλή του οποίου είχε καταφύγει. Ο σουλτάνος, με το πρόσχημα της δήθεν νόμιμης αξιώσεως, ζήτησε από τον Λάσκαρι να παραχωρήσει το θρόνο της Νίκαιας στον πεθερό του Αλέξιο. Απέναντι σε αυτές τις διεκδικήσεις ο Λάσκαρις συγκέντρωσε το στρατό του και ήρθε αντιμέτωπος με τα σελτζουκικά στρατεύματα στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου την άνοιξη του 1211. Στη μάχη που ακολούθησε τα βυζαντινά στρατεύματα ηττήθηκαν, ωστόσο ο σουλτάνος σκοτώθηκε από τον Λάσκαρι σε μονομαχία και οι δυνάμεις των Σελτζούκων τράπηκαν σε φυγή. Στο πλαίσιο αυτών των συμπλοκών ο Αλέξιος Γ' αιχμαλωτίστηκε και στη συνέχεια δικάστηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε τύφλωση, ενώ ύστερα από εντολή του Λασκάρεως παρέμεινε έγκλειστος μέχρι το τέλος της ζωής του στη μονή Υακίνθου.

3. Εσωτερική πολιτική

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις οργάνωσε εξαρχής τον κρατικό μηχανισμό της νεοσύστατης αυτοκρατορίας, θέτοντας τα θεμέλια της κεντρικής και επαρχιακής διοίκησης. Η αποκατάσταση της Ιεράς Συνόδου παράλληλα με την εκλογή πατριάρχη στη Νίκαια καθώς και η νομιμοποίηση της αυτοκρατορικής αρχής αποτέλεσαν το πρώτο βήμα της αναδιοργάνωσης του κρατικού μηχανισμού. Στη συνέχεια η δημιουργία μόνιμου στρατού και ναυτικής δύναμης είναι το ζήτημα που θα απασχολούσε όχι μόνο τον Λάσκαρι, αλλά και τους διαδόχους του. Οι στρατιωτικές ανάγκες είναι εκείνες που υπαγόρευσαν και τη μορφή της επαρχιακής διοίκησης, καθώς και της δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής του νεοσύστατου κράτους. Οι στρατιωτικές δυνάμεις επανδρώνονται από την αγροτική γηγενή τάξη και, κυρίως, από μέλη της αριστοκρατίας της Κωνσταντινούπολης που βρήκαν καταφύγιο στη Νίκαια και απέκτησαν σημαντικές εκτάσεις γης με τη μορφή προνοιών. Επίσης, λόγω της ανάγκης επεκτατικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, δημιουργήθηκε σταδιακά μόνιμος μισθοφορικός στρατός.5 Παράλληλα επανήλθε ο θεσμός του στρατιωτικού θέματος στην επαρχιακή διοίκηση, που είχε παρακμάσει κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα. Η οργάνωση της κεντρικής διοίκησης, η υπαλληλική ιεραρχία και η αυτοκρατορική αυλή ανανεώθηκαν επίσης σύμφωνα με τις παλαιές βυζαντινές αρχές και πολλοί ανακτορικοί, διοικητικοί, τιμητικοί τίτλοι και αξιώματα επανήλθαν. Το ανώτατο αξίωμα του μεσάζοντος είναι ένα από τα πρώτα που επανήλθαν στο μηχανισμό της κεντρικής διοίκησης και δόθηκε από τον Λάσκαρι στον Δημήτριο Τορνίκη, που επωμίστηκε τα καθήκοντα του πρωθυπουργού και του προσωπικού συμβούλου του αυτοκράτορα. Ωστόσο μετά το θάνατο του Τορνίκη ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Βατάτζης δεν τον αντικατέστησε και το αξίωμα καταργήθηκε, ενώ μέρος των δικαιοδοσιών του παραχωρήθηκε στο αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη.

4. Εξωτερική πολιτική

4.1 Σχέσεις με τη λατινική Κωνσταντινούπολη

Οι επιδιώξεις του αυτοκράτορα της Νίκαιας για ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και ανασύσταση της αυτοκρατορίας από τη μια και οι επεκτατικές βλέψεις των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης στην επικράτεια της Μ. Ασίας από την άλλη οδήγησαν πολλές φορές τον Λάσκαρι σε σύγκρουση με τις δυνάμεις της λατινικής Κωνσταντινούπολης. Το 1204 οι δύο πλευρές ήρθαν για πρώτη φορά αντιμέτωπες κοντά στο Ποιμανηνόν. Εκεί ο Λάσκαρις ηττήθηκε και αναγκάστηκε να υπογράψει εκεχειρία, με την οποία παγιώθηκε η κυριαρχία των Λατίνων σε μεγάλο τμήμα των εδαφών της Βιθυνίας. Ωστόσο τα λατινικά στρατεύματα δεν παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην επικράτειά της, καθώς η ήττα που υπέστησαν οι δυνάμεις του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνου Α' της Φλάνδρας και η αιχμαλωσία του στην Αδριανούπολη στις 14 Απριλίου του 1205 τα ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να προστρέξουν στην Αδριανούπολη προς βοήθεια. Στα τέλη του 1206 ωστόσο τα λατινικά στρατεύματα εισέβαλαν και πάλι στη Μ. Ασία. Λόγω όμως της συνθήκης συνεργασίας που είχε συναφθεί ανάμεσα στον Βούλγαρο βασιλιά Ιωαννίτζη και τον αυτοκράτορα της Νίκαιας, οι Λατίνοι υποχρεώθηκαν να υπογράψουν ανακωχή με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας τον Μάιο ή Ιούνιο του 1207, καθώς δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τη συνδυασμένη επίθεση των δύο δυνάμεων. Το 1211 οι συγκρούσεις ανάμεσα στη λατινική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας αναζωπυρώθηκαν. Οι εχθροπραξίες περιορίστηκαν στα εδάφη της Μ. Ασίας, ενώ η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στην Προύσα, στις όχθες του ποταμού Ρυνδακού, στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, όπου ο στρατός του Λασκάρεως νικήθηκε από τα στρατεύματα του Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου της Φλάνδρας. Η ήττα αυτή ωστόσο δεν έκρινε την τύχη του πολέμου και οι δύο παρατάξεις οδηγήθηκαν εξαντλημένες στα τέλη του 1214 σε υπογραφή συνθήκης ειρήνης, με την οποία ο Ερρίκος διατήρησε τμήμα των εδαφών της Βιθυνίας, ενώ ο Λάσκαρις απεκόμισε το πολιτικό όφελος της αναγνώρισής του από τους Λατίνους. Την ίδια περίοδο ο Λατίνος αυτοκράτορας συμμετείχε στη συμμαχία που σύναψε ο Λάσκαρις με το βασίλειο της Μικράς Αρμενίας, σηματοδοτώντας την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ τους. Ο Λάσκαρις στο πλαίσιο της συμμαχίας αυτής με το βασίλειο της Αρμενίας, λόγω και της σελτζουκικής απειλής που είχε εμφανιστεί στην περιοχή, νυμφεύθηκε την πριγκίπισσα της Μικράς Αρμενίας Φιλίππα, με την οποία απέκτησε και έναν γιο, τον Κωνσταντίνο. Έναν χρόνο αργότερα ωστόσο, εξαιτίας της σελτζουκικής επίθεσης στο βασίλειο της Μικράς Αρμενίας και φοβούμενος επικείμενη επίθεση εναντίον της αυτοκρατορίας, διέλυσε τη συμμαχία, αποκήρυξε το γάμο του με τη Φιλίππα και απέκλεισε τον γιο του από τη διαδοχή. Το 1216, ύστερα από το θάνατο του Λατίνου αυτοκράτορα, ο Λάσκαρις επιδόθηκε σε νέες προσπάθειες προσέγγισης της λατινικής διοίκησης της Κωνσταντινούπολης μέσω επιγαμιών. Νυμφεύθηκε σε τρίτο γάμο τη Μαρία ντε Κουρτενέ, κόρη της αυτοκράτειρας της Κωνσταντινούπολης Γιολάντας (1217-1219), ενώ αργότερα άρχισε διαπραγματεύσεις με τον πάπα για την ένωση των Εκκλησιών και υπέγραψε συμφωνία με τους Βενετούς της Κωνσταντινούπολης, με την οποία τους παραχωρούσε ελευθερία εμπορικών συναλλαγών στην επικράτειά του. Στη συνέχεια, στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης, ο Λάσκαρις πρότεινε ένα νέο συνοικέσιο ανάμεσα στην κόρη του Ευδοκία και στον νέο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ροβέρτο ντε Κουρτενέ (1221-1228). Ο πατριάρχης όμως αντιτάχθηκε σε αυτό το γάμο,6 ο οποίος τελικά δεν πραγματοποιήθηκε καθώς ο Λάσκαρις πέθανε τον Αύγουστο του 1222.

4.2. Σχέσεις με την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας

Οι κοινοί στόχοι για ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έφεραν πολλές φορές αντιμέτωπη την Αυτοκρατορία της Νίκαιας με αυτήν της Τραπεζούντας. Η απειλή από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας απομακρύνθηκε ύστερα από τη συνθήκη ανακωχής που υπογράφηκε ανάμεσα στο Λάσκαρι και στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο της Φλάνδρας το 1207. Ο Δαβίδ Κομνηνός, αδελφός του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλεξίου Α' Μεγάλου Κομνηνού, που βρισκόταν σε μακρόχρονη –με ορισμένες διακοπές– σύγκρουση με τη Νίκαια, το 1207 έχασε την υποστήριξη των Λατίνων της Κωνσταντινούπολης, στους οποίους είχε γίνει υποτελής, και δεν ήταν σε θέση πλέον να αντιμετωπίσει τον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ο Λάσκαρις σταδιακά προσάρτησε έως το 1214 όλη την επικράτεια του Δαβίδ που βρισκόταν δυτικά της Σινώπης μαζί με τις πόλεις Ηράκλεια και Άμαστρι, εξασφαλίζοντας μια ισχυρή παρουσία στα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου.



1. Ο Γουναρίδης υποστηρίζει ότι η εκλογή του νέου πατριάρχη Μιχαήλ Δ΄ Αυτωρειανού καθώς και η στέψη του Θεοδώρου Α΄ Λασκάρεως πραγματοποιήθηκαν στις 25 Μαρτίου και 18 Απριλίου αντίστοιχα. Βλ. Γουναρίδης, Π., «Η χρονολογία της αναγόρευσης και της στέψης του Θεόδωρου Α΄ Λασκάρεως», Σύμμεικτα 6 (1985), σελ. 70.

2. Μετά την πτώση του Αλεξίου Ε΄ Δούκα Μούρτζουφλου, γαμπρού του Αλεξίου Γ΄, από το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, οι ιστορικοί Νικήτας Χωνιάτης και Κωνσταντίνος Ακροπολίτης σημειώνουν την εκλογή αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χωνιάτης αναφέρεται σε δύο υποψηφίους και τους ονοματίζει ως «Λάσκαρις» και «Δούκας», ενώ ο Ακροπολίτης δίνει και στους δύο το όνομα «Θεόδωρος». Η Gardner υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο εκδοχές: είτε εκλέχθηκε ο Θεόδωρος Α΄ είτε ο αδελφός του Κωνσταντίνος. Ωστόσο επισημαίνει ότι δεν έχει μεγάλη σημασία ποιος ήταν ο εκλεγμένος, αφού αρνήθηκε να λάβει τα διακριτικά του στέμματος. Βλ. Gardner, A., The Laskaris of Nicaea: The story of an empire in exile (London 1912), σελ. 55-56.

3. Ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις αναγκάστηκε, παρόλο που είχε καταφέρει να ανακόψει τις δυνάμεις του στασιαστή, να έλθει σε συμβιβασμό με το σουλτάνο του Ικονίου, θέλοντας να αποτρέψει τον κίνδυνο ενδεχόμενης επίθεσής του τη στιγμή που είχε να αντιμετωπίσει τους Λατίνους επιδρομείς, και παραχώρησε τις περιοχές της Λαοδικείας και των Χώνων στο Μαυροζώμη, συγγενή του σουλτάνου. Βλ. Σαββίδης, Α., Βυζαντινά στασιαστικά και αυτονομιστικά κινήματα στα Δωδεκάνησα και τη Μικρά Ασία, 1189-1240 μ.Χ.: Συμβολή στη μελέτη της υστεροβυζαντινής προσωπογραφίας και τοπογραφίας την εποχή των Αγγέλων, των Λασκαρίδων της Νίκαιας και των Μεγαλοκομνηνών του Πόντου (Αθήνα 1987), σελ. 235.

4. Ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας έστειλε τον Αλέξιο Γ΄ Άγγελο στο σουλτάνο του Ικονίου, με τον οποίο διατηρούσε σχέσεις φιλίας, και παράλληλα τον ενίσχυσε με πλοία. Έστειλε επίσης μαζί του τον αδελφό του Κωνσταντίνο Άγγελο. Βλ. Nicol, D.M., The Despotate of Epiros (Oxford 1957), σελ. 15.

5. Ο Θεόδωρος Α΄ το 1214 βασιζόταν σε σημαντικό βαθμό κατά τις επιχειρήσεις του σε μισθοφορικό στρατό από Γερμανούς, Τούρκους, Αρμενίους και Λατίνους της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με τον Angold, M., A Byzantine government in exile: Government and society under Lascarids of Nicaea (1204-1261) (Oxford 1975), σελ. 183.

6. Ο πατριάρχης υποστήριζε ότι ο γάμος ήταν αντίθετος με τους κανόνες της Εκκλησίας, αφού ο Θεόδωρος Α΄ ήταν νυμφευμένος με την αδελφή του Ροβέρτου Μαρία. Βλ. Nicol, D., «Από την άλωση έως την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204-1261)», ΙΕΕ Θ΄ (Αθήνα 1980), σελ. 83.