1. Ονομασία-θέση
Η Ιασός (Kiyi Kişlacık) είναι μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Καρίας, στις ακτές του κόλπου της Ιασού, μεταξύ της Μιλήτου και των Μυλάσων, σε γεωγραφικό πλάτος 37°15΄ και γεωγραφικό μήκος 27°35΄. Εναλλακτικά παρουσιάζονται η ονομασία Ίασος και η γραφή Ιασσός, που είναι ύστερη. Μαρτυρούνται επίσης επιγραφικά και δύο τοπωνύμια από την πόλη, Βρίδας και Τυεννεσσός.1
2. Ιστορία της Ιασού
Η Ιασός κατοικείται ήδη από τη Νεολιθική περίοδο. Μεγάλη ακμή παρουσιάζει ένας εξαιρετικά σημαντικός οικισμός της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (3η χιλιετία). Η Ιασός υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μινωικές εγκαταστάσεις της Μικράς Ασίας (1900 ως 1550 π.Χ.). Το ακμάζον μινωικό πόλισμα το διαδέχτηκε ένας μεγάλος μυκηναϊκός οικισμός (1500 ως 1250 π.Χ.), ο οποίος κατά τα φαινόμενα βρισκόταν υπό την επιρροή, αν όχι τον άμεσο έλεγχο, των Μυκηναίων της Αργολίδας.2 Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται στο μύθο για την ίδρυση της ελληνικής πόλης από τους Αργείους. Μια πρώτη προσπάθεια των αποίκων αποκρούστηκε από τους Κάρες της περιοχής. Τελικά η πόλη ιδρύθηκε με τη σύμπραξη των Μιλησίων υπό το γιο του Νηλέα.3 Η ίδρυση ανάγεται στο 900 π.Χ. Αρχικά οι άποικοι εγκαταστάθηκαν σε νησί, το οποίο σήμερα έχει ενωθεί με τη στεριά.4 Την ιδιαίτερα έντονη δωδεκανησιακή επιρροή κατά τη Γεωμετρική περίοδο, που διαφαίνεται κυρίως στα σχήματα και στα διακοσμητικά θέματα των καρικών αγγείων, διαδέχεται η μιλησιακή επίδραση κατά τον 7ο και τον 6ο αι. π.Χ. Κάτι τέτοιο βέβαια συνάγεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, καθώς τίποτε δεν είναι γνωστό για την ιστορία της πόλης πριν από τον 5ο αι. π.Χ.5 Η ανακάλυψη επιγραφών χαραγμένων σε αγγεία στην καρική γλώσσα πιστοποιεί την ύπαρξη καρικού πληθυσμού στην πόλη.6 Είναι προφανές ότι η Ιασός συμμετείχε στο πλευρό των Ιώνων στην αποτυχημένη Ιωνική επανάσταση (499-494 π.Χ.). Κατά το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., ανήκει στην Αθηναϊκή Συμμαχία.7 Από το 414 π.Χ. το αργότερο, αποτελεί έδρα του στασιαστή Αμόργη, νόθου γιου του σατράπη Πισσούθνη, ο οποίος είχε επίσης στασιάσει το 423 π.Χ. Ο Αμόργης είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη των Αθηναίων κατά παράβαση των προηγουμένων συνθηκών. Με την παρότρυνση του σατράπη της Ιωνίας Τισσαφέρνη, οι Σπαρτιάτες και οι Συρακούσιοι σύμμαχοί τους κατέλαβαν την πόλη, εξανδραπόδισαν τους κατοίκους της και εγκατέστησαν φρουρά.8 Σύντομα όμως η πόλη επαναστάτησε, έδιωξε το Σπαρτιάτη αρμοστή και προσχώρησε και πάλι στη συμμαχία των Αθηναίων. Το 405 π.Χ. αναφέρεται η εκ νέου κατάληψη από το Σπαρτιάτη ναύαρχο Λύσανδρο, που οδήγησε στη δολοφονία των 800 ενηλίκων ανδρών της πόλης και στην πώληση των γυναικόπαιδων ως δούλων.9 Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., ή μάλλον το 394-391 π.Χ., η Ιασός είναι μέλος της συμμαχίας (που απαντά μόνο στις νομισματικές πηγές), στην οποία συμμετέχουν επίσης το Βυζάντιο, η Έφεσος, η Κνίδος, η Κύζικος, η Λάμψακος και η Σάμος.10 Τον 4ο αι. π.Χ., η Ιασός ανήκει στην καρική επικράτεια του Μαυσώλου (367-354 π.Χ.), όπως μας πληροφορεί ένα ψήφισμα της πόλης, στο οποίο αναφέρεται η αποκάλυψη μιας συνωμοσίας εις βάρος του Μαυσώλου και της ίδιας της πόλης.11 Κατά την πολιορκία της γειτονικής Μιλήτου από τον Αλέξανδρο το 334 π.Χ., η Ιασός συμμετείχε στην προσπάθεια λύσης της πολιορκίας από την πλευρά των Περσών με ένα πλοίο το οποίο έπιασαν οι Μακεδόνες.12 Οι δημοκρατικοί ηγέτες της πόλης, οι αδελφοί Γόργος και Μιννίων, συντάχθηκαν με τον Αλέξανδρο και κατόρθωσαν να επεκτείνουν την επικράτεια της πόλης σε κάποια διαφιλονικούμενα εδάφη.13 Μετά το θάνατο της δυνάστου της Καρίας Άδας, η πόλη προφανώς καταλήφθηκε από στρατεύματα του Μακεδόνα σατράπη της Καρίας Ασάνδρου, τα οποία ο Πολεμαίος, στρατηγός των Αντιγονιδών, πολιόρκησε το 313 π.Χ. Η πόλη καταλήφθηκε εκ νέου. Ο Πολεμαίος εγκατέστησε εκεί στρατεύματα.14 Η πόλη παρέμεινε υπό τον αντιγονιδικό έλεγχο ως το 309 π.Χ., όταν πέρασε στη σφαίρα επιρροής του Πτολεμαίου Α', ο οποίος εγγυήθηκε με συνθήκη την ανεξαρτησία, την αυτονομία και την εξαίρεση της πόλης από την υποχρέωση καταβολής φόρου ή φιλοξενίας φρουράς.15 Κατά τον 3ο αι. π.Χ., η πόλη ήταν, ονομαστικά τουλάχιστον, ανεξάρτητη, και μάλιστα απολάμβανε ιδιαίτερο κύρος στο ιερό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, όπου μαρτυρείται επιγραφικά η δραστηριότητα μια σειράς ευεργετών με καταγωγή από την Ιασό.16 Γύρω στο 220 π.Χ., ο Ολύμπιχος των Αλίνδων έστειλε τον Ποδίλο να λεηλατήσει την επικράτειά της, προφανώς εκτελώντας διαταγές του επικυριάρχου του, του Φιλίππου Ε' της Μακεδονίας.17 Σύμφωνα με την πλέον αποδεκτή ερμηνεία μιας σειράς διάσπαρτων φιλολογικών αναφορών, η πόλη καταλήφθηκε από το εκστρατευτικό σώμα των Μακεδόνων υπό τον ίδιο το Φίλιππο Ε' το Σεπτέμβριο του 201 π.Χ. και παρέμεινε στα μακεδονικά χέρια ως το 197/196 π.Χ., όταν η συγκλητική αποστολή απαίτησε από τους Μακεδόνες να εκκενώσουν τις ασιατικές πόλεις.18 Λίγο πριν, προφανώς το 199/198 π.Χ., η Ιασός, μαζί με το σύνολο της παραλιακής Καρίας, έπεσε θύμα καταστρεπτικότατου σεισμού. Ο Αντίοχος Γ' πρόλαβε να ανακτήσει την επιρροή του στην πόλη με τη φυγή των Μακεδόνων, προσφέροντας ελευθερία και αυτονομία. Η σύζυγος του βασιλιά, η Λαοδίκη Γ', πρόσφερε μια μεγάλη ποσότητα σίτου και χρήματα για να προικιστούν οι κόρες των άπορων πολιτών, γεγονός που χάρισε στην ίδια και το σύζυγό της θεϊκές τιμές, ενώ ένα γυμνάσιο της πόλης ονομάστηκε Αντιόχειον.19 Ο Αντίοχος εξόρισε τους πολιτικούς του αντιπάλους και τοποθέτησε φρουρά στην πόλη κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Ρωμαίους. Φρόντισε επίσης ώστε να έρθουν στην πόλη δικαστές από άλλες πόλεις.20 Οι Ρωμαίοι πολιόρκησαν την Ιασό το 190 π.Χ. Η πόλη σώθηκε μόνο χάρη στην παρέμβαση των Ιασίων εξορίστων, που ζήτησαν τη διαμεσολάβηση των Ροδίων. Οι τελευταίοι έπεισαν τους Ρωμαίους να λύσουν την πολιορκία.21 Μετά την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.), η Ιασός, μαζί με την υπόλοιπη Καρία, πέρασε υπό τον έλεγχο της Ρόδου, περίπου ως το 167 π.Χ., όταν ανέκτησε την ανεξαρτησία της. Τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο ήταν δύσκολα, καθώς λόγω των οικονομικών δυσκολιών, η πόλη δεν ήταν σε θέση να διοργανώσει τα Διονύσια, ενώ και η επιστροφή των φιλορωμαίων εξορίστων πιθανόν να προκάλεσε έντονες διαμάχες.22 Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 180 π.Χ., η πόλη ανέλαβε τα Διονύσια που γιορτάζονταν εκ νέου και δέχτηκε πρεσβείες από τον Ευμένη Β', ο οποίος προσκαλούσε τους Ιασίους να συμμετάσχουν στα Νικηφόρια.23 Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., κατέφυγε σε έρανο προκειμένου να εξασφαλίσει τους πόρους για την αγορά σίτου.24 Το 129 π.Χ. εντάχθηκε στην επαρχία της Ασίας και αποτέλεσε πόλο έλξης Ιταλών εμπόρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί.25 Κατά τον Α' Μιθριδατικό πόλεμο, η Ιασός συντάχθηκε με το βασιλέα του Πόντου, γεγονός που πλήρωσε μετά το 86 π.Χ., όταν πειρατές σύμμαχοι του Σύλλα τη λεηλάτησαν υπό την ανοχή του Ρωμαίου στρατηγού.26 Έκτοτε η πόλη γνώρισε αξιοσημείωτη ηρεμία και προόδευσε μέσα σε ειρηνικές συνθήκες. Κοσμήθηκε ιδιαίτερα με λαμπρά κτήρια την περίοδο του Αδριανού. Πιθανόν καταστράφηκε από επιδρομή των Ερούλων γύρω στο 269 μ.Χ., αλλά ανοικοδομήθηκε εκ νέου. Τίποτε σχεδόν δε σώζεται από την αριστοτελική Ιασίων Πολιτεία. Οι επιγραφικές πηγές πάντως περιέχουν ενδείξεις ότι το πολίτευμα της Ιασού ήταν κατά πάσα πιθανότητα δημοκρατικό, τουλάχιστον κατά τον 4ο αι. π.Χ.27 Η Ιασός είχε βουλή, ενώ η εκκλησία του δήμου συγκαλούνταν μία φορά το μήνα, υπό την προεδρία ενός επιστάτη. Την επιμέλεια της εισαγωγής των ψηφισμάτων είχε αναλάβει το σώμα των πρυτάνεων: εισάγονταν όμως ψηφίσματα και από τη βουλή και από το δήμο, κατά το αττικό πρότυπο. Οριζόταν αμοιβή για τους πολίτες που παρακολουθούσαν τις εργασίες, το περίφημο εκκλησιαστικόν.28 Τα ψηφίσματα δημοσιοποιούνταν χάρη στις φροντίδες ενός σώματος αξιωματούχων που ονομάζονταν νεωποιαί: τα επιγραφικά αυτά κείμενα αναρτώνταν είτε στο ιερό του Απόλλωνα είτε στο αρχείο. Ο επώνυμος άρχων της πόλης ονομαζόταν στεφανηφόρος.29 Τη συνολική εικόνα της κυβερνητικής μηχανής τη γνωρίζουμε χάρη στη λεπτομερή διήγηση της αποκάλυψης της συνωμοσίας κατά του Μαυσώλου και τη δημοπράτηση των κατασχεθέντων υπαρχόντων των ενόχων. Αναφέρονται 4 άρχοντες και 4 ταμίες, 2 αστυνόμοι, 4 συνήγοροι, 6 πρυτάνεις, 11 ιερείς του Διός Μεγίστου και τέλος οι αντιπρόσωποι των φυλών.30 Σε άλλο ψήφισμα αναφέρονται οι προστάται.31 Οι επιγραφές μάς επιτρέπουν να ανασυστήσουμε το σύστημα διαχωρισμού των πολιτών σε φυλές, στις οποίες επικεφαλής βρίσκονταν ένας νεωποιής. Προφανώς υπήρχαν έξι φυλές.32 Η Ιασός αποτελούσε πάντοτε μια ευημερούσα πόλη. Κύριες πηγές εκμετάλλευσης ήταν οι πλούσιες σε αλιεύματα παρακείμενες θάλασσες και τα ορυχεία μαρμάρου που βρίσκονταν στην επικράτειά της. Μετά την κατάκτηση της Καρίας από το Μέγα Αλέξανδρο, η Ιασός ωφελήθηκε τα μέγιστα, καθώς στην επικράτειά της προστέθηκε η εκμετάλλευση μιας ιδιαίτερα πλούσιας σε ψάρια θαλάσσιας περιοχής.33 Σημαντικότερες λατρείες ήταν του Απόλλωνα, του Διός Μεγίστου και της Αρτέμιδος Αστιάδος, οι οποίες μαρτυρούνται επιγραφικά τουλάχιστον από τον 4ο αι. π.Χ.34 Επιγραφές κάνουν επίσης λόγο για τη λατρεία του Διονύσου και για μία στοά του Ποσειδώνα, η οποία υποθετικά τοποθετείται στο χώρο του μετέπειτα βουλευτηρίου. Η νομισματοκοπία της πόλης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.35 Ως αυτόνομο εργαστήριο, η Ιασός ξεκινά να κόβει αργυρό νόμισμα τον 5ο αι. π.Χ., με βάση τον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα. Ο κυριότερος τύπος είναι ο τοπικός ήρωας Ερμίας που ιππεύει σε δελφίνι, τύπος που γέννησε το μύθο του αγοριού με το δελφίνι από την Ιασό, τον οποίο ο Αλέξανδρος έκανε ιερέα του Ποσειδώνα στη Βαβυλώνα.36 Άλλοι σημαντικοί τύποι που εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ανεξάρτητης νομισματοκοπίας της πόλης είναι η δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Απόλλωνα, η λύρα του θεού, η προτομή της Άρτεμης, η μορφή της ίδιας θεάς να κυνηγά, προτομές των δύο παιδιών της Λητώς. Σπανιότερα εμφανίζονται τύποι όπως η κεφαλή του Δία, της Αθηνάς Παλλάδας, ο καρικός διπλός πέλεκυς και η κουκουβάγια της Αθηνάς. Μετά το 167 π.Χ., και κυρίως κατά την περίοδο της πρώτης ρωμαϊκής διοίκησης, η νομισματοκοπία της πόλης εμπλουτίστηκε με νέους τύπους, όπως η κεφαλή του ιδρυτή της πόλης Ιασού, η κεφαλή και η στεφάνη της Ίσιδας, η προσωποποίηση της Συγκλήτου και της Τύχης. Κατά την Αυτοκρατορική περίοδο, η πόλη συνέχισε να κόβει νόμισμα, χάλκινο αυτή τη φορά, ως την εποχή του Σεβήρου Αλεξάνδρου (238-244 μ.Χ.). Στους τύπους που εμφανίζονται περιλαμβάνονται η κεφαλή του Διός Αρείου, του Κερβέρου, του Σαράπιδος, της Ίσιδος, του Διονύσου, το λατρευτικό άγαλμα της Αρτέμιδος Αστιάδος, ο Απόλλων σε τέθριππο και βέβαια ο Ερμίας στο δελφίνι. Ελάχιστοι είναι οι επιφανείς πνευματικοί άνδρες της Ιασού που αναφέρονται στις φιλολογικές πηγές.37 Ο σημαντικότερος είναι ο επικός ποιητής Χοιρίλος, που έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους χειρότερους ποιητές και τους μεγαλύτερους κόλακες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.38 Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος του είχε τάξει ένα χρυσό νόμισμα για κάθε καλό στίχο και ένα χαστούκι για κάθε κακό. Η ποσότητα των κακών ήταν τέτοια, ώστε ο Χοιρίλος πέθανε από τα χτυπήματα. ‘Ενας άλλος σημαντικός άνδρας της Ιασού ήταν ο φιλόσοφος Διόδωρος, γιος του Αμεινία, μαθητής του Απολλωνίου της Κυρήνης, επιφανής χειριστής της διαλεκτικής μεθόδου και μέλος της πτολεμαϊκής αυλής στα τέλη του 4ου αι. π.Χ.39 Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, λόγω της αδυναμίας του να απαντήσει στις ερωτήσεις του φιλοσόφου Στίλπωνος από τα Μέγαρα, εισέπραξε την περιφρόνηση του Πτολεμαίου και πέθανε από την ντροπή του. Ο Ερμοκράτης ήταν σημαντικός γραμματικός και γλωσσολόγος, σύγχρονος του Καλλιμάχου (α΄ μισό 3ου αι. π.Χ.).40 Τέλος, οι επιγραφικές πηγές αναφέρουν τον τραγικό ποιητή Δύμα, ο οποίος είχε τιμηθεί στη Σαμοθράκη για την τραγωδία του Δάρδανος.
Γνωστή στους περιηγητές ήδη από το 18ο αιώνα, η Ιασός δεν έτυχε ιδιαίτερου ανασκαφικού ενδιαφέροντος παρά μόλις σχετικά πρόσφατα, με τις εργασίες της ιταλικής αποστολής από το 1960.41 Αν και οι ανασκαφές δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, ενώ και οι εργασίες αναστήλωσης των κυριότερων μνημείων είναι σε πρώιμο στάδιο, η εικόνα για την τοπογραφία της πόλης στις διάφορες περιόδους της ιστορίας της είναι σχετικά καλά γνωστή. Η πόλη περικλείεται από τείχη συνολικού μήκους 2.400 μ., δηλαδή πολύ μεγαλύτερου από το μήκος που αναφέρει ο Πολύβιος για τα γεγονότα του 190 π.Χ. Είναι πιθανό το ελληνιστικό τείχος να περιέκλειε μικρότερη έκταση απ’ όση το τείχος του 4ου αι. π.Χ., το οποίο, με βάση πρόσφατες έρευνες, αποδίδεται στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.42 Κατά μεγάλο μέρος, το τείχος αυτό καταστράφηκε το 19ο αιώνα και οι δόμοι του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μιας προκυμαίας στην Κωνσταντινούπολη. Ελάχιστα σημεία σώζονται: ένα μικρό τμήμα στα νότια, μία πύλη στα νοτιοανατολικά και μία βυζαντινή πύλη. Είναι όμως γνωστό σε μαγάλο βαθμό το γενικότερο σχέδιό του χάρη στις πρώιμες περιγραφές και τα σχέδια που δημοσίευσαν περιηγητές και μελετητές.43 Η κύρια πύλη έβλεπε στο στενό ισθμό που συνδέει το νησί με την ενδοχώρα, είχε πλάτος 4,6 μ. και περιβαλλόταν από δύο μεγάλους τετράπλευρους πύργους πλευράς 8 μ. Μια μικρότερη πύλη βρισκόταν στα βόρεια. Υπήρχε ακόμη μία σειρά πύργων. Πρόκειται για τείχος με ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή από τοπικό μάρμαρο με ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας, με κάποιους εμβόλιμους τραπεζοειδείς δόμους. Ένα δεύτερο τείχος, στην ενδοχώρα, αποτελεί σίγουρα το μεγαλύτερο αίνιγμα στην ιστορίας της πόλης.44 Πρόκειται για τείχος πάχους 2 μ., προστατευμένο από τουλάχιστον 18 κυκλικούς πύργους με τοξοθυρίδες, συνολικού μήκους 3,5 χλμ. και ύψους 5,5 μ. κατά σημεία. Είναι χτισμένο με ασβεστολιθικούς και σχιστολιθικούς δόμους ακανόνιστου σχήματος. Η κύρια πύλη βρισκόταν σε σημείο όπου το τείχος έστρεφε κατά 90 μοίρες και είχε πλάτος 2,5 μ. Εκτιμάται ότι η χρήση του ήταν καθαρά στρατιωτική και ότι χτίστηκε και αυτό στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αν και η άποψη που το συνδέει με την κατοχή της πόλης από το Φίλιππο Ε' είναι αρκετά ελκυστική, λόγω του βιαστικού χαρακτήρα της κατασκευής και των μεγάλων κατασκευαστικών και σχεδιαστικών διαφορών με το τείχος της πόλης.45
8. Τάφοι στην ενδοχώρα
Στην ενδοχώρα, πέραν του τείχους, δεν υπάρχουν δημόσια οικοδομήματα. Ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ., η περιοχή καταλαμβανόταν από νεκροταφεία. Κατά την Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή περίοδο, βρίσκουμε στα βορειοανατολικά και στα ανατολικά σειρά από μνημειακούς τάφους, όπως το λεγόμενο Ωρολόγιον και η λεγόμενη Αγορά των Ψαριών, που στην πραγματικότητα ήταν ένα μαυσωλείο, καθώς και διάσπαρτες ρωμαϊκές σαρκοφάγους. Στα νότια του μαυσωλείου σώζονται τα επιβλητικά ερείπια ενός σημαντικού ρωμαϊκού υδραγωγείου.46 Στο εσωτερικό της βυζαντινής ανατολικής πύλης, στο βορειοανατολικό τμήμα της νήσου ανακαλύφθηκαν τα ερείπια του ναού του Διός Μεγίστου, όπως μαρτυρεί επιγραφή που βρέθηκε επιτόπου και ορίζει τα όρια του τεμένους. Έχει ανασκαφεί ο στυλοβάτης του ναού, που χρονολογείται πιθανόν στο 2ο αι. π.Χ. Ο ναός θα πρέπει να στέγαζε και τη λατρεία της Ήρας. Στη μικρή πλατεία που ανοιγόταν μπροστά στο ναό βρέθηκαν τα ερείπια ενός μαρμάρινου ναΐσκου με δύο κίονες εν παραστάσι στην πρόσοψη, ο οποίος λειτουργούσε μάλλον ως θησαυρός. Παρακείμενος αποθέτης περιείχε εξαιρετικά πλούσια και σημαντικά ευρήματα, συμπεριλαμβανομένων ενός κούρου αττικής προέλευσης, που χρονολογείται στο 520 π.Χ., καθώς και ενός αττικού μελανόμορφου κρατήρα με καρική επιγραφή χαραγμένη στο χείλος.47 Πολύ κοντά στο ιερό βρίσκονται τα ερείπια βυζαντινής βασιλικής. Στο μέσον περίπου του νησιού βρίσκεται το θέατρο της πόλης, από το οποίο σώζεται η σκηνή των Ρωμαϊκών χρόνων, όταν και ανακατασκευάστηκε. Από τη διακόσμηση της σκηνής βρέθηκε η βάση αγάλματος της Δικαιοσύνης και τμήματα κιόνων. Στους τοίχους του θεάτρου υπήρχαν επιγραφές του 2ου αι. π.Χ., όπου αναφέρονται παραστάσεις μουσικών και κωμικών με χορηγίες πλούσιων κατοίκων. Το κοίλο του θεάτρου χρονολογήθηκε στο β΄ τέταρτο του 2ου αι. π.Χ., όταν έγιναν εργασίες αναστήλωσης. Επίσης αναστηλώθηκε και το ελληνιστικό προσκήνιο. Η ρωμαϊκή σκηνή χρονολογείται στο 2ο αι. μ.Χ., όταν προστέθηκε και η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons). Το θέατρο είναι χτισμένο με τοπικό πωρόλιθο και μάρμαρο. Το 1849 ο περιηγητής Texier αναφέρεται σε 21 εδώλια και έξι ή επτά κερκίδες, και σε κοίλο που είχε διάμετρο 61 μ. Οι δόμοι του θεάτρου μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα.48 Στα νότια του θεάτρου έχει ανασκαφεί ένα οικιστικό σύνολο με ευρύχωρες οικίες, ορισμένες από τις οποίες διακοσμούνται με μωσαϊκά. Βόρεια του θεάτρου ήταν το κέντρο της πόλης, όπου βρίσκονται η ρωμαϊκή αγορά και το βουλευτήριο. Η Αγορά, η οποία βρίσκεται ακριβώς στα νότια της βυζαντινής πύλης, που ορίζει και την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της Ιασού, χτίζεται κατά κύριο λόγο στην εποχή του Αδριανού, αν και η πρώτη μορφή της θα πρέπει να αναχθεί στον 4ο αι. π.Χ. Ελάχιστα ίχνη πάντως σώζονται από την ελληνιστική φάση της Αγοράς, ενώ από τα παλαιότερα ίχνη αξίζει να αναφερθούμε στις θεμελιώσεις ενός ναού του β' μισού του 6ου αι. π.Χ. στα νότια, στο οποίο οι ανασκαφείς αποδίδουν μια εξαιρετικής τέχνης ιωνική ζωφόρο με παράσταση τεθρίππου.49 Η Αγορά στη ρωμαϊκή της μορφή είναι μια ευρύχωρη πλατεία που περιβάλλεται από στοές, ενώ στο νότιο τμήμα της κλείνεται από μια μεγαλόπρεπη βασιλική (υπό μορφή διπλής στοάς), πίσω από την οποία βρίσκεται το Βουλευτήριον, ο ναός της Αρτέμιδος Αστιάδος και ένας ναΐσκος με δύο κίονες εν παραστάσι, ο οποίος αργότερα ενσωματώθηκε σε μια παλαιοχριστιανική βασιλική. Εικάζεται ότι ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα.50 Οι τέσσερις στοές που περιβάλλουν την Αγορά χτίζονται με εισαγμένο μάρμαρο και διακοσμούνται με ανάγλυφα και γλυπτά που αποδίδονται στη σχολή της Αφροδισιάδος. Η βόρεια και η νότια στοά είναι διπλές, ενώ η ανατολική και η δυτική στοά στέγαζαν σημαντικές λειτουργίες του χώρου της αγοράς, όπως το Αγορανομείον, το Ηρώον, η Βιβλιοθήκη, ενώ στην νοτιοανατολική γωνία της Αγοράς υπήρχε μια ευρύχωρη στεγασμένη αίθουσα, αφιερωμένη στη λατρεία των αυτοκρατόρων, το λεγόμενο Καισάρειον (Cesaraeum).51 Το βουλευτήριο χρονολογείται στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. ή λίγο αργότερα. Ήταν χτισμένο με τοπικό πωρόλιθο, ενώ οι κλίμακες και το δάπεδο ήταν από μάρμαρο. Η πρόσοψη της σκηνής, διώροφη και με κίονες κορινθιακού ρυθμού (scaenae frons), ήταν διακοσμημένη με διονυσιακές σκηνές. Η ορχήστρα ήταν διακοσμημένη με ψηφιδωτό (opus sectile). Το κτίσμα αυτό είχε διαστάσεις 29,5 × 21,75 μ. και η χωρητικότητά του υπολογίστηκε σε 960 άτομα.52 Το ιερό της Αρτέμιδος Αστιάδος, της προστάτιδας της πόλης, έχει ταυτιστεί υποθετικά. Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό κατά την Αρχαϊκή και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο. Πρόκειται για έναν ευρύχωρο τετράπλευρο περίβολο, που περιέχει δύο κλειστές δωρικές στοές και τρεις ευρύχωρες εξέδρες, οι οποίες ανάγονται στην περίοδο του Κομμόδου, όπως μαρτυρεί επιγραφή. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι ο ναός δεν ήταν στεγασμένος. Αν και το άγαλμα της θεάς ήταν εκτεθειμένο στα φυσικά στοιχεία, ωστόσο ο Δίας φρόντιζε να μη ρίχνει χιόνι ή βροχή στην κόρη του.53 Στο χώρο βρέθηκαν σημαντικά δείγματα τοπικής γλυπτικής σχολής.54 Ο χώρος της Αγοράς είναι σήμερα διάσπαρτος με βυζαντινά μνημεία και ταφές. Στην ακρόπολη βρίσκονται το κάστρο των Σταυροφόρων και η βασιλική του 6ου αιώνα. Εκεί έχουν βρεθεί επίσης και ίχνη πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών τειχών, που προφανώς ανάγονται στην πρώιμη φάση αποικισμού της πόλης. Κατά τα άλλα, η φάση αυτή μαρτυρείται μόνο από ευρήματα από ταφές. Στη νότια πλευρά της νήσου, αναφέρεται ένα σημαντικό ιερό, το οποίο με βάση τα ευρήματα (ειδώλια γυναικών υδριαφόρων) αποδίδεται στη Δήμητρα και την Κόρη. Κατά τον 6ο αι. π.Χ., περιλάμβανε μια εσχάρα και δύο μικρούς χώρους, άδυτα προφανώς για τη φύλαξη των ιερών αντικειμένων. Στον 4ο αι. π.Χ. χτίστηκε ένας ευρύχωρος περίβολος, στον οποίο οικοδομήθηκε στοά.55 Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο το ιερό έπεσε σε αχρηστία. Στη θέση του διαμορφώθηκε ένα οικιστικό σύνολο, στο οποίο δεσπόζουν πολυτελείς επαύλεις. Οι περισσότερες οικίες διακοσμούνται με μωσαϊκά. Η λεγόμενη Έπαυλη των Ψηφιδωτών έχει ένα κεντρικό περιστύλιο αίθριο, που περιβάλλεται από αίθουσες διακοσμημένες με θαυμάσια ψηφιδωτά.56 Άλλη οικία, που βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο, διασώζει ίχνη από τοιχογραφίες. 10. Η Ιασός κατά την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο και τους Βυζαντινούς και Νεότερους χρόνους Στα Ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια αποτελεί ακμάζον χριστιανικό κέντρο, έδρα επισκοπής υπαγόμενης στη μητρόπολη της Αφροδισιάδος. Από τους επισκόπους της είναι γνωστοί ο Θεμίστιος (421), ο Φλακίλλος, ο οποίος συμμετείχε στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), ο Δαβίδ (787) και ο Γρηγόριος (878). Η μεγαλύτερη ακμή της Ιασού τοποθετείται στον 6ο αιώνα με την οικοδόμηση πληθώρας βασιλικών, μιας επισκοπικής οικίας και ενός μνημειακού πύργου στη νοτιοδυτική άκρη της νήσου, στα όρια του λιμένα. Η πόλη συνεχίζει να κατοικείται καθ’ όλη τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων. Το 12ο αιώνα κατασκευάστηκε στην Ιασό το σημαντικό οχυρό των σταυροφόρων, το οποίο σώζεται και σήμερα.57
1. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 1. 2. Για τον πολιτισμό της πρώιμης 3ης χιλιετίας, που ανήκει στον ευρύτερο πολιτισμικό χώρο της Ανατολίας, βλ. Pecorella, P.E., La cultura preistorica di Iasos in Caria (Roma 1984). Μινωϊκός οικισμός: Laviosa, Cl., “Rapporti fra Creta e la Caria nell’età del bronzo”, Πεπραγμένα του Γ΄Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ρέθυμνο 1971 (Αθήνα 1973), σελ. 182-190, “The Minoan Thalassocracy, Iasos and the Carian Coast”, Hägg, R. – Marinatos, N. (επιμ.), The Minoan Thalassocracy (Stockholm 1984), σελ. 183-184 και “Cinque oggetti da Iasos”, Ειλαπίνη. Τόμος τιμητικός για τον καθηγητή Νικόλαο Πλάτωνα 1-2 (Ηράκλειο 1987), σελ. 391-394. Μυκηναϊκός οικισμός: Benzi, M., “I Micenei a Iasos”, Studi su Iasos di Caria (Bollettino d’Arte, Suppl. al n. 31-32, Roma 1985), σελ. 29-34. 3. Πολύβιος 16.12. Για την ίδρυση της πόλης, βλ. Raffaelli, T., “Sulle origini di Iaso e di Alicarnasso”, Ostraka 4 (1995), σελ. 307-313 και Ghini, C .P., “Iasos: i miti di origini, i racconti delle fine”, Bollettino dell’Associazione Iasos di Caria 5 (1999), σελ. 22-23. 4. Η ίδρυση της αποικίας σε νήσο αναφέρεται από το Στράβωνα 14.2.21 και το Στέφ. Βυζ. βλ. λ. «Ιασός». 5. Γεωμετρική περίοδος: Özgünel, C., Karia geometrik seramiğli / Carian Geometric Pottery, I (Άγκυρα 1979), σελ. 73 κ.ε. Αρχαϊκή περίοδος: La Rocca, E., “Mileto e Iasos nel VII secolo a.C. Un'oinochoe del 'Middle Wild Goat Style I'”, Studi su Iasos di Caria. Venticinque anni di scavi della Missione archeologica italiana, Bollettino d’Arte Suppl. 31-32 (Roma 1987), σελ. 35-46. Μιλησιακό κεραμικό περιλαμβάνεται και στο βόθρο από το ιερό του Διός Μεγίστου: Laviosa, Cl., “Iasos”, Encyclopedia dell’Arte Antica, Classica e Orientale, Suppl. 1992 (Roma 1993), σελ. 84, εικ. 106 (υδρία ρυθμού Φικελλούρων). 6. Η παρουσία των Καρών στην πόλη έχει συζητηθεί διεξοδικά: Pugliese Carratelli, G., “Cari in Iasos”, RendLinc 40 (1985), σελ. 149-155 και “Ancora su Iasos e i Cari”, RendLinc 42 (1987), σελ. 289-292. Για τις επιγραφές, βλ. επίσης Βerti, F. – Inncoente, L., “Due nuovi graffiti in alfabeto cario di Iasos”, Kadmos 36 (1998), σελ. 137-142. Ονομαστική: Masson, O., “Noms cariens à Iasos”, Imparati, F. (επιμ.), Studi di storia e di filologia anatolica dedicati a Giovanni Pugliese Carratelli (Firenze 1988), σελ. 155-157. Βλ. επίσης Radt, W., “Ein lelegischer Grossbau bei Iasos”, IstMitt 27-28 (1977-1978), σελ. 127-130. Μετά τον 3ο αι. π.Χ. πάντως, τα καρικά ονόματα εκλείπουν: Robert, L., Noms Indigènes dans l’Asie Mineure gréco-romaine (Paris 1963), σελ. 91. 7. Αναφέρεται στους καταλόγους εισφορών από το 450/449 (IG I³ 263 V 21) ως το 415/414 π.Χ. (IG I³ 290 Ι 12), συνολικά 16 φορές. Η εισφορά της ανάγεται σε ένα τάλαντο ως το 432/431 π.Χ. (IG I³ 280 Ι 63), ποσό που αυξήθηκε σε τρία τάλαντα από το 421/420 π.Χ. (IG I³ 285 Ι 91). 8. Αμόργης: Ανδοκ. 3.29. Θουκ. 8.5.3. Βλ. Badian E., From Plataea to Potidaia. Studies in the History and Historiography of the Pentecontaetia (Baltimore-London 1993), σελ. 54. Κατάληψη από τους Λακεδαιμονίους: Θουκ. 8.28.4. Πιθανόν να έλαβε μέρος και ο δυνάστης της Ξάνθου, όπως τουλάχιστον συνάγεται από τη λυκική εκδοχή της στήλης της Ξάνθου: Melchert, H.C., “A New Interpretation of lines C 3-9 of the Xanthos Stele”, Dobesch, G. (επιμ.), Akten des II. Intern. Lykien-Symposions (Österreichische Akademie der Wissenschaft, Denschriften 231 Bd, Wien 1993), σελ. 31-34. Εγκατάσταση φρουράς: 8.29.1. Γενικά για το επεισόδιο, βλ. Westlake, H.D., “Ionians in the Ionian War”, CQ 29 (1979), σελ. 24-25. McNicoll, A.W., Hellenistic Fortifications from the Aegean to the Euphrates (Oxford 1997), σελ. 107-108. Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 208-209. 9. Η αναφορά των χειρογράφων του Διοδ. Σ. 13.104.5 στη Θάσον της Καρίας έχει διορθωθεί σε Ιασόν από τον Palmer. Με βάση τη διόρθωση αυτή, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η αναφορά του Ξεν., Ελλ. 1.1.32 στην εκδίωξη του Σπαρτιάτη αρμοστή από τη Θάσο αναφέρεται στην πραγματικότητα στην Ιασό. Βλ. Westlake, H.D., “Ionians in the Ionian War”, CQ 29 (1979), σελ. 24-25 και Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 227. Βλ. την επιγραφή IG II², 3, που χρονολογείται μεταξύ 409-405 π.Χ. και πιστοποιεί τις καλές σχέσεις των Ιασίων με την Αθήνα [Lewis, D.M., Sparta and Persia (Leyden 1977) σελ. 91, σημ. 43]. Άλλοι ερευνητές όμως αρνούνται τη σύνδεση των γεγονότων που αναφέρουν ο Ξενοφών και ο Διόδωρος με την Ιασό: Οι Meritt, B.D. – Wade Gerry H.T. – McGregor, M.F., The Athenian Tribute Lists, I (Oxford 1939), σελ. 492, πιστεύουν ότι υπάρχει μόνο μία κατάληψη, αυτή του 412 π.Χ., ενώ η δεύτερη οφείλεται σε χρονολογικό λάθος του Διοδώρου. Η διόρθωση απορρίπτεται από τον Piccirilli, L., “In margine a la plutarchea Vita di Lisandro”, CCC 14 (1993), σελ. 25-29. Βλ. επίσης Fabiani, R., “Diodoro XIII 104, 7 e la presunta distruzione di Iasos del 405 a.C”, PP 52 (1997), σελ. 81-104. 10. Για τα νομίσματα αυτά βλ. Schönert-Geiss, Die Münzprägung von Byzantion, I (Berlin 1970), σελ. 126-128, αρ. 856-870, πίν. 35-36. Υπάρχουν εν πολλοίς δύο θεωρίες: σύμφωνα με την πρώτη, η συμμαχία συμπήχθηκε μετά το 394, ενάντια στην Σπάρτη: βλ. Cawkwell, G.L., “A note on the Herakles coinage alliance of 394 B.C.”, NC (1956), σελ. 69-75 και “The ΣΥΝ Coins Again”, JHS 83 (1963), σελ. 152-154. Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, η συμμαχία ήταν φιλοσπαρτιατική και ανάγεται στο 391/390 π.Χ.: Cook, J.M. – Cook, J.M., “Cnidian Peraea and Spartan coins”, JHS 81 (1961), σελ. 66-72. Άλλες απόψεις που να τοποθετούν τις κοπές αυτές στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. δεν ευσταθούν: βλ. Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 273-277. 11. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 1. Οι τρεις ανώνυμοι γιοι του Πελδέμου που πρωτοστάτησαν στη συνωμοσία απολάμβαναν το δικαίωμα της προξενίας, όπως φανερώνει μια άλλη επιγραφή: SEG 36, αρ. 983. Του ιδίου, “Karien, die Karer und ihre Nachbarn in Kleinasien”, Kadmos 37 (1998), σελ. 171. 13. Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 112 κ.ε.· Heisserer, A.J., Alexander the Great and the Greeks of Asia Minor (Oklahoma 1980), σελ. 193. Τα δύο αυτά πρόσωπα έχουν μια σημαντική σταδιοδρομία στο πλευρό του Αλεξάνδρου. Ιδιαίτερα ο Γόργος συνοδεύει τον Αλέξανδρο ως την Περσέπολη, προτείνει την κήρυξη πολέμου στην Αθήνα και προωθεί την τήρηση του διατάγματος του Αλεξάνδρου για την επιστροφή των εξορίστων στη Σάμο: βλ. γενικά Franco, C., “Iasos ellenistica tra politica e cultura”, Santi, M.F. (επιμ.), Studi di Archeologia in onore di Gustavo Traversari (Archaeologica 141, Roma 2004), I, σελ. 383-395 και κυρίως Delrieux, Fr., “Iasos à la fin du IVe siècle. Les monnaies aux fruits de mer, des fils de Théodotos au versement de l’ekklesiastikon”, REG 114 (2001), σελ. 160-189. 14. Διόδ. Σ. 19.75.6. Βλ. γενικά Billows, R.A., Antigonos the One-Eyed (Berkeley-Los Angeles-London 1990), σελ. 209-210 και 301-302. 15. Pugliese Carratelli, G., “Supplemento epigrafico di Iasos”, ASAtene 45-46 (1967-1968), σελ. 437-445 [=Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1 – 218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 2.]· Garland, Y., “Alliance entre les Iasiens et Ptolémée”, ZPE 18 (1975), σελ. 193· Hauben, H., “On the Ptolemaic Iasos inscription IK-28, 1, 2-3”, EpigAnat 10 (1987), σελ. 3-5. Το κείμενο χρονολογείται στο 309 π.Χ. H πτολεμαϊκή παρουσία στην Ιασό αποτιμάται από τον Bagnall, R.S., The Administration of the Ptolemaic Possessions outside Egypt (Leyden 1976), σελ. 89-94. 16. Habicht, C., “Iasos und Samothrake in der Mitte des 3. Jahrhunderts v.Chr.”, Chiron 24 (1994), σελ. 69-74. 17. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 150. Meadows, A.R., “Four Rhodian decrees. Rhodes, Iasos and Philip V” Chiron 26 (1996), σελ. 251-266. Βλ. γενικά Crampa, J., Labraunda III. Les inscriptions (Lund 1963), σελ. 86-92. 18. Κατάληψη της πόλης από το Φίλιππο το 201 π.Χ.: πρόκειται για υπόθεση του Holleaux, M., Études d’Épigraphie et d’Histoire grecques. IV. Rome, la Macédoine et l’Orient grec (Paris 1952), σελ. 284 και 293. Βλ. McNicoll, A.W., Hellenistic Fortifications from the Aegean to the Euphrates (Oxford 1997), σελ. 109. Οι Ρόδιοι ζήτησαν από το Φίλιππο να εκκενώσει τις φρουρές από τη Βαργυλία και την Ιασό: Πολύβιος 18.2.3. Στη Διάσκεψη της Νίκαιας, το 198/197 π.Χ., ο Φίλιππος είχε αρνηθεί να παραδώσει την Ιασό: Πολύβιος 18.8. Η συνθήκη του 196 π.Χ. είχε ως όρο την ελευθερία της Βαργυλίας, της Ιασού και των Πηδάσων: Πολύβιος 18.44.4 και Τίτος Λίβιος 33.30.3. 19. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1 – 218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 4. Sokolowski, F., “Divine Honors for Antiochos and Laodike at Teos and Iasos”, GRBS 13 (1972), σελ. 171-176. Garland, Y., “Decret d’ Iasos en l’ honneur de Antiochos III”, ZPE 13 (1974), σελ. 197-198. Fischer, T., “Zum Laodike-Brief an Iasos (um 195 v.Chr.) Aktenvermerk in einer hellenistischen Inschrift?”, σε Studien zur Alten Geschichte. Siegfried Lauffer zum 70. Geburtstag am 4. August 1981 (Roma 1986), σελ. 237-243· Bielman, A., Femmes au public dans le monde hellénistique (Paris 2002), σελ. 161-165, αρ. 30· Sartre, M., L’Anatolie hellénistique de l’Egée au Caucase (Paris 2003), σελ. 103-104. Από το κείμενο αυτό (του 195 π.Χ.) συνάγεται ότι ο Αντίοχος είχε αποδώσει στην πόλη την ελευθερία της προηγουμένως. Για το σεισμό, βλ. Ιουστίνος, 30.4.1-3· Πλίνιος, ΦΙ 2.202· Πλούταρχος, Ηθ. 399γ· Στράβων 1.3.16. Αντιόχειον: Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1 – 218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 93, στ. 22-23. 20. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 73, 74, 75, 77· Pugliese Carratelli, G., “Decreti di Iasos in onore di giudici stranieri”, RendLinc 44 (1989), σελ. 47-55. Crowther, C., “Iasos in the second century B.C., 3. Foreign judges from Priene”, BICS 40 (1995), σελ. 91-138. Οι σχέσεις της Ιασού με τους Σελευκίδες βασιλείς αναπτύσσονται διεξοδικά από το Mastrocinque, A., “Iasos e I Seleucidi”, Athenaeum 83 (1995), σελ. 133-142. 22. Σύμφωνα με τον Crowther, C., “Iasos in the second century B.C., 3. Foreign judges from Priene”, BICS 40 (1995), σελ. 118, ξένοι δικαστές βρέθηκαν στην πόλη προκειμένου να παρέμβουν σε ορισμένες διαμάχες που οφείλονταν σε πολιτικά αίτια. Διονύσια: Migeotte, L., “De la liturgie à la contribution obligatoire: le financement des Dionysies et des travaux du théâtre a Iasos au IIe siecle avant J.-C.”, Chiron 23 (1993), σελ. 267-294. 23. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 6· Lambrino, S., “Lettre du roi Euméne II et décret de Iasos relatifs aux 'Nicéphoria' de Pergame”, RA 29 (1929), σελ. 107-120. 24. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 2, Nr. 219-640 (IK 28.2 , Bonn 1985), αρ. 244. 25. Mastrocinque, A., “Gli Italici a Iaso”, Emigrazione e immigrazione nel mondo antico (Milano 1994), σελ. 237-252. 27. Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 111. Flensted-Jensen, P., “Karia”, Mogen Hasen, M. – Nielsen, Th.h. (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Greek Poleis (Oxford 2004), σελ. 1118, βλ. λ. “Iasos”. Για την Ιασίων Πολιτεία, βλ. Ηρακλ., Λεμβ. 73. 28. SEG 40, αρ. 959 (εκκλησία και εκκλησιαστικόν, γύρω στο 330 π.Χ.). Gauthier, P., “L'inscription d'Iasos relative à l'ekklesiastikon (I.Iasos 20)”, BCH 114 (1990), σελ. 417-443· Delrieux, Fr., “Iasos à la fin du IVe siècle. Les monnaies aux fruits de mer, des fils de Théodotos au versement de l’ekklesiastikon”, REG 114 (2001), σελ. 160-189. 29. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 30 (αρχείο), 32 (βουλή, δήμος, επιστάτης), 42 (νεωποιαί και ανάρτηση ψηφισμάτων στο ιερό του Απόλλωνα), 52 (πρυτάνεις). 30. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 1 (μεταξύ 367 και 354 π.Χ.). 31. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 20 (γύρω στο 330 π.Χ.). 32. Jones, N.F., Public Organization in Ancient Greece: A Documentary Study (Memoirs of the Philosophical Society, Volume 176, Philadelphia 1987), σελ. 333· Gauthier, P., “L'inscription d'Iasos relative à l'ekklesiastikon (I.Iasos 20)”, BCH 114 (1990), σελ. 425-426. 33. Στράβ. 14.658. Για τα θαλασσινά της Ιασού, βλ. επίσης Αρχέστρατο της Γέλας σε Αθήναιο 3.105ε. Η βάση της τοπικής οικονομίας ήταν πάντοτε η αλιεία: βλ. Hicks, E.L., “Iasos”, JHS 8 (1887), σελ. 83-118. 34. Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 2, Nr. 219-640 (IK 28.2 , Bonn 1985), αρ. 220 (Ζευς Μέγιστος) και 259 (Άρτεμις Αστιάς). Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 1, Nr. 1-218 (IK 28.1, Bonn 1985), αρ. 42 (Απόλλων). Βλ. επίσης Πολύβιος 16.12.4 (ιερό Αρτέμιδος). 35. Η μόνη συστηματική μελέτη είναι η σύντομη παρουσίαση του Weiser, W., “Zur Münzpragung von Iasos und Bargylia” Blümel, W., Die Inschriften von Iasos, 2, Nr. 219-640 (IK 28.2, Bonn 1985), σελ. 170-187 (κυρίως σελ. 170-180). 36. Αθήν. 13.606 c-d., Πλίν., ΦΙ 9.8.27. 37. Franco, C., “Iasos ellenistica tra politica e cultura”, Santi, M.F. (επιμ.), Studi di Archeologia in onore di Gustavo Traversari (Archaeologica 141, Roma 2004), I, σελ. 389-394. 38. Για το Χοιρίλο, βλ. κυρίως Borszák, I., “Choirillos und Konsorten”, Tar, I. (επιμ.), Epik durch Jahrhunderte, Internazionale Konferenz, Szeged 2-4. Oktober 1997 (Szeged 1998), σελ. 92-98. 39. Για το Διόδωρο, βλ. κυρίως Giannantoni, G., Socraticorum Reliquiae I (Roma 1983), σελ. 73-94 και Socraticorum Reliquiae ΙΙΙ (Roma 1985), σελ. 69-76. 40. Leurini, L., “Ermocrate di Iasos: un maestro dimenticato”, Bollettino dell’Associazione Iasos di Caria 6 (2000), σελ. 12-14. 41. Οι ανασκαφές διευθύνονταν από τους Doro Levi, Clelia Laviosa και Fede Berti διαδοχικά. Ανασκαφικές εκθέσεις δημοσιεύονται από το 1961-1962 στα περιοδικά Annuario della Scuola Archeologica Italiana di Atene e delle Missioni in Oriente, Kazı sonuçları toplantısı, Anatolian Studies και Türk Arkeologı Dergısı. Εκτενής σύνοψη παρουσιάζεται από τη Laviosa, C., “Iasos”, Enciclopedia dell’Arte Antica, Classica e Orientale, Suppl. 1970-1992 (Roma 1994), σελ. 76-85. 42. Ο Πολύβιος 16.12.2, αναφέρει ότι η διάμετρος της πόλης ήταν 10 στάδια (=1800 μ.). Τείχη της πόλης: McNicoll, A.W., Hellenistic Fortifications from the Aegean to the Euphrates (Oxford 1997), σελ. 109-111. Franco, C., “Le Mura di Iasos riflessioni tra archeologia e storia”, Debord, P. – Descat R. (επιμ.) Fortifications et Défense du Territoire en Asie Mineure Occidentale et Méridionale, Table Ronde CNRS , Istanbul 20-27 Mai 1993, REA 96 (1994), σελ. 173-184. Βλ. γενικά Andreussi, M., “Rilevamento delle strutture murarie emergenti per la ricostruzione diacronica del tessuto urbano di Iasos”, Bollettino dell’Associazione Iasos di Caria 1 (1995), σελ. 14-15. 43. Texier, C., Description de l’Asie Mineure III (Paris 1849), σελ. 135 κ.ε., πίν. 142-149· Judeich, W., “Iasos”, AM 15 (1890), σελ. 137-155. 44. Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Carian Coast, 3”, BSA 52 (1957), σελ. 101-102· Judeich, W., “Iasos”, AM 15 (1890), σελ. 137-155· Levi, D., “Iasos. Le Campagne di Scavo 1969-70”, ASAtene 47-48 (1969-1970), σελ. 521-529· McNicoll, A.W., Hellenistic Fortifications from the Aegean to the Euphrates (Oxford 1997), σελ. 111 κ.ε. 45. Χρονολόγηση στον ύστερο 4ο αι. π.Χ.: Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 317. Εποχή Φιλίππου του 5ου αι. π.Χ. (200 π.Χ.): McNicoll, A.W., Hellenistic Fortifications from the Aegean to the Euphrates (Oxford 1997), σελ. 111 κ.ε. 46. Ωρολόγιον: Masturzo, N., “Il restauro della tomba monumentale chiamato l’Orologio”, Bollettino dell’Associazione Iasos di Caria 4 (1998), σελ. 8-10. «Αγορά των Ψαριών» (Balik Pazari): Parapeti, R., “Il tempietto funerario del Balik Pazari”, Bollettino dell’Associazione Iasos di Caria 2 (1996), σελ. 10-11. Νεκρόπολις και υδραγωγείο: Tomasello F., L' Acquedotto Romano e la Necropoli presso l' Isthmo, (Missione Archeologica Italiana di Iasos – II, Archaeologica 95, Roma 1991). 47. Για το ιερό και τα πλούσια ευρήματα, βλ. Landolfi, M., “La stipe votiva del sanctuario di Zeus” και Laviosa, C., “Il santuario di Zeus Megistos e il suo kouros arcaico”, Studi su Iasos di Caria (Bollettino d’Arte, Suppl. al n. 31-32, Roma 1985), σελ. 47-56 και 59-66. 48. Johannowsky, W., “Osservazioni sul teatro di Iasos e su Altri Teatri in Caria”, ASAtene, 47-48 (1969-70), σελ. 451-459. 49. Laviosa, C., “Un rilievo arcaico di Iasos e il problema del fregio nei templi ionici”, ASAtene 50-51 (1972-73), σελ. 397-418. 50. Masturzo, N., “Naiskos ad edicola nell'agora di Iasos. Elementi per la definizione del tipo”, Palladio 8.15 (1995), σελ. 5-14. 51. Pagelo, E., “Il Foro imperiale romano. Considerazioni preliminari”, Studi su Iasos di Caria (Bollettino d’Arte, Suppl. al n. 31-32, Roma 1985), σελ. 137-150. 52. Βουλευτήριον: Parapetti, R., “Il Bouleuterion: aspetti architettonici e decorative”, Studi su Iasos di Caria (Bollettino d’Arte, Suppl. al n. 31-32, Roma 1985), σελ. 105-136 και Johannowsky, W., “Osservazioni sul bouleuterion di Ιasos”, Ostraca 3 (1994), σελ. 451-454. Ανάγλυφος διάκοσμος: Angiolillo, S., “Il rilievo dal Bouleuterion di Iasos. Proposte di lettura”, Studi su Iasos di Caria (Bollettino d’Arte, Suppl. al n. 31-32, Roma 1985), σελ. 105-108 και Bonifacio R., “Su un rilievo con scena di banchetto dal bouleuterion di Iasos”, Ostraka 3 (1994), σελ. 455-465. 54. Lagona, S., “Statua panneggiata dalla stoà di Artemis Astias a Iasos”, ASAtene 62 (1984), σελ. 141-149. 55. Johannowsky, W., “Appunti sul santuario di Demeter e Kore”, Studi su Iasos di Caria (Bollettino d’Arte, Suppl. al n. 31-32, Roma 1985), σελ. 55-58. 56. Manara, M., “Il progetto di copertura della 'Villa dei Mosaici'”, Bollettino dell’Associazione Iasos di Caria 1 (1995), σελ. 9-10. Για τα ψηφιδωτά της Ιασού, που ανάγονται τόσο στην Πρώιμη Αυτοκρατορική όσο και στην Παλαιοχριστιανική περίοδο, βλ. Berti, F., “I mosaici di Iasos”, III Colloquio internazionale sul mosaico antico. Ravenna 6-10 settembre 1980 (Ravenna 1983), σελ. 235-246. 57. Laviosa, Cl., “Iasos”, Princeton Encyclopaedia of Classical Sites (Princeton 1977), σελ. 402.
|