Ιουστινιανός (πατρίκιος)

1. Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ιουστινιανός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη λίγο μετά το 525. Ήταν νεότερος γιος του στρατιωτικού αξιωματούχου Γερμανού και της Πασσάρας, καθώς και ανιψιός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α'.1 Σχετικά με τα νεανικά χρόνια του δεν υπάρχουν πληροφορίες. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής τόσο στο ανατολικό μέτωπο, όσο και στο Ιλλυρικόν, ενώ σε μεγαλύτερη ηλικία ενεπλάκη στις εσωτερικές έριδες των ανακτόρων, με σκοπό την ανάρρησή του στο θρόνο. Επί βασιλείας Τιβερίου (578-582) νυμφεύθηκε τη Χαριτώ, θυγατέρα του αυτοκράτορα.2 Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 582.3

2. Στρατιωτική σταδιοδρομία

2.1. Η δράση του Ιουστινιανού στα Βαλκάνια

Την άνοιξη του 550 ο Ιουστινιανός και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Ιουστίνος, υπηρετούσαν στο στράτευμα το οποίο έπρεπε να οδηγήσει ο πατέρας τους Γερμανός στην Ιταλία. Όμως, μετά το θάνατο του τελευταίου, ο Ιουστινιανός και ο Ιωάννης, ανιψιός του Βιταλιανού, οδήγησαν το στράτευμα μέχρι τα Σάλωνα (σημ. Split) της Αδριατικής.4 Την άνοιξη του 552 ο Ιουστινιανός τοποθετήθηκε επικεφαλής του βυζαντινού εκστρατευτικού σώματος που εστάλη εναντίον των Σλάβων στην περιοχή του Ιλλυρικού. Στην εκστρατεία αυτή συνοδευόταν από τον Ιουστίνο.5 Λίγο αργότερα συμμετείχε στις επιχειρήσεις του βυζαντινού στρατού,6 ο οποίος είχε σταλεί για να συνδράμει τους Λογγοβάρδους7 ενάντια στην απειλή των Γεπιδών.8

2.2. Η δράση του Ιουστινιανού στο ανατολικό μέτωπο

Το 572, έχοντας πλέον τον τίτλο του πατρικίου, ο Ιουστινιανός τοποθετήθηκε επικεφαλής βυζαντινού στρατεύματος στη γεωστρατηγικά ευαίσθητη περιοχή της Περσαρμενίας, την οποία διεκδικούσαν τόσο οι Βυζαντινοί όσο και οι Πέρσες. Καθήκον του ήταν να υποστηρίξει την προσπάθεια των Αρμενίων και των Ιβήρων να ανεξαρτητοποιηθούν από την κηδεμονία των Σασσανιδών.9 Ιδιαίτερα από το 575 και έπειτα, με βάση τη Θεοδοσιούπολη, ο Ιουστινιανός συνέβαλε καθοριστικά στην προσπάθεια του Αρμένιου επαναστάτη Βαρδάνη (Vardan Mamikonian) να κρατήσει το οχυρό Τιβίον (Dwin). Όμως, παρά τις προσπάθειές του, οι Σασσανίδες μπόρεσαν να το καταλάβουν και να τρέψουν σε φυγή τους υπερασπιστές του. Ωστόσο, σύντομα ο Βαρδάνης κατάφερε, με την υποστήριξη του Ιουστινιανού, να ανακαταλάβει το οχυρό. Το 575 ο Ιουστινιανός απέτυχε να ανακόψει τις στρατιές του Σασσανίδη βασιλιά Χοσρόη Α΄ Ανουσιρβάν (Khusraw I Anushirwan), ο οποίος κατόρθωσε να καταλάβει την περιοχή της Περσαρμενίας και να προελάσει μέχρι την Καππαδοκία, όπου όμως τον περίμενε ο Βυζαντινός αξιωματούχος και, διαθέτοντας μεγάλο αριθμό ανδρών, ανάγκασε το σασσανιδικό στρατό να υποχωρήσει. Αν και με δική του ευθύνη, λόγω καθυστερημένης αντίδρασής του στις κινήσεις των Περσών, η Μελιτηνή έπεσε στα χέρια των Σασσανιδών, ο Ιουστινιανός έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα πέτυχε να αναγκάσει το σασσανιδικό στρατό να εγκαταλείψει την πόλη.10

Το χειμώνα του 575-576 κατόρθωσε να εισέλθει στην Ατροπατηνή Μηδία και από εκεί να κινηθεί προς την περιοχή των νοτιοδυτικών ακτών της Κασπίας, όπου και διαχείμασε.11 Τα πλούσια λάφυρα τα οποία είχε αποκτήσει, ανάμεσά τους και 24 ελέφαντες, συνόδευσαν τον Ιουστινιανό στο θρίαμβό του στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 576.11 Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν σε θέση να ανακαταλάβει την Αρμενία. Επί Τιβερίου Α΄ (578-582) ανέλαβε την προσπάθεια αναχαίτισης της εισβολής πολυάριθμων σασσανιδικών στρατευμάτων υπό τους μαρζμπάν Αδαρμαχάν (Adharmahan) και Ταμχοσρόη (Tamkhusraw). Αναγνωρίζοντας τον καίριας σημασίας ρόλο των Αράβων υποτελών των Βυζαντινών στον πόλεμο εναντίον των Σασσανιδών και των υποτελών στους Σασσανίδες Αράβων, κατόρθωσε να αμβλύνει τις διαφωνίες που είχαν προκύψει ανάμεσα στη βυζαντινή ηγεσία και τον Άραβα ηγεμόνα της φυλής των Λαχμιδών al-Mundhir III ( 505-554), τον Αλαμούνδαρο στις βυζαντινές πηγές. Ο Ιουστινιανός με ένα στρατιωτικό σώμα 60.000 ανδρών, στην πλειονότητά τους Λογγοβάρδους,12 κατόρθωσε να αποτρέψει την παράδοση της Κωνσταντίνης. Άμεσο αποτέλεσμα ήταν η σύναψη νέας τριετούς ανακωχής μεταξύ Βυζαντινών και Σασσανιδών.

3. Πολιτικοί στόχοι

Μετά την επιτυχημένη στρατιωτική σταδιοδρομία του, ο Ιουστινιανός επιζήτησε την καταξίωση και στον πολιτικό χώρο, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Το όνομά του αναφέρεται σε περιπτώσεις συνωμοσιών κατά δύο αυτοκρατόρων, του Ιουστίνου Β΄ (565-578) και του Τιβερίου Α'. Και στα δύο περιστατικά παρασκηνιακός συντονιστής των ενεργειών αυτών υπήρξε η Σοφία, σύζυγος και χήρα του Ιουστίνου Β΄. Στην πρώτη περίπτωση (578) η Σοφία, διαβλέποντας το τέλος του συζύγου της και την επικείμενη ανάρρηση του καίσαρα Τιβερίου στο θρόνο, στράφηκε προς τον Ιουστινιανό. Το σχέδιο προέβλεπε τη δολοφονία του Τιβερίου και την άνοδο εκείνου στο θρόνο. Ωστόσο, ο Τιβέριος διέγνωσε τις προθέσεις της Σοφίας και του Ιουστινιανού και αποκάλυψε τη συνωμοσία. Ο Ιουστινιανός τότε τρομοκρατημένος παρακάλεσε τον Τιβέριο να τον συγχωρήσει για το σφάλμα του, προσφέροντάς του 1.500 λίτρες χρυσού. Ο Τιβέριος δέχτηκε την προσφορά και συμφιλιώθηκε μαζί του. Η ίδια ενέργεια επαναλήφθηκε κατά την περίοδο της εξουσίας του Τιβερίου, συγκεκριμένα το χρονικό διάστημα 579-581. Η Σοφία συνωμότησε και πάλι με τον Ιουστινιανό, αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Ιουστινιανός υπήρξε πιο αποτελεσματικός στο στρατιωτικό τομέα παρά στην ενασχόλησή του με την πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας.



1. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 1 (Leipzig 1962), 3.39.14.

2. Kaegi, W.E., “Justinian”, Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 1.082.

3. Kaegi, W.E., “Justinian”, Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 1.082.

4. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 1 (Leipzig 1962), 3.40.10.

5. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 1 (Leipzig 1962), 4.25.1.

6. Stein, E., “Iustinianus”, στο Paulys Real-encyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft 10 (Stuttgart 1919), σελ. 1.309.

7. Ανατολικό γερμανικό φύλο συγγενές με τους Γότθους. Τον 4ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Δακία και σύντομα υποτάχθηκαν στους Ούννους. Βλ. Kazhdan, A., “Gepids”, στο Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (New York – Oxford 1991), σελ. 844.

8. Δυτικό γερμανικό φύλο που κατέλαβε την Παννονία στις αρχές του 6ου αιώνα. Βλ. Brown, T.S., “Lombards”, στο Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (New York – Oxford 1991), σελ. 1.249.

9. Stein, E., “Iustinianus”, στο Paulys Real-encyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft 10 (Stuttgart 1919), σελ. 1.309.

10. Stein, E., “Iustinianus”, στο Paulys Real-encyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft 10 (Stuttgart 1919), σελ. 1.312-1.313.

11. Θεοφυλάκτος Σιμοκάττης, Ιστορίαι, de Boor, C. – Wirth, P. (επιμ.), Theophylacti Simocattae Historiae (Stuttgart 1972), 3.14.10.

12. Ο αριθμός φαντάζει υπερβολικός. Βλ. Stein, E., “Iustinianus”, στο Paulys Real-encyclopädie der Classischen Altertumswissenschaft 10 (Stuttgart 1919), σελ. 1.310.