Καρολίδης Παύλος

1. Γέννηση - οικογένεια

Ο Παύλος Καρολίδης γεννήθηκε το 18491 στο Ανδρονίκι (Εντιουρλιούκ), μία από τις πλουσιότερες κωμοπόλεις της Καππαδοκίας, 11 χλμ. ΝΑ της Καισαρείας. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Κάρλογλου ή Καρολίδης, εύπορος γαιοκτήμονας και δημογέροντας του Ανδρονικίου. Ο Κωνσταντίνος Καρολίδης ασχολούνταν με το σιτεμπόριο και μάλιστα ήταν ένας από τους τρεις πλούσιους εμπόρους που συνέδραμαν χρηματικά την ανέγερση του ναού της Αγίας Τριάδας Ανδρονικίου, το 1835.2 Εκτός των άλλων, ο Καρολίδης ανήκε σε οικογένεια λογίων· ο μεγαλύτερος από τα 8 αδέλφια του, ο Ιορδάνης ή Ιάρδανος Καρολίδης, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ελληνιστές και ασιανολόγους της Μικράς Ασίας, ενώ διετέλεσε και μέλος του Οθωμανικού Συμβουλίου του Κράτους.3

2. Εκπαίδευση - ανατροφή

Η μητρική γλώσσα του Καρολίδη –σύμφωνα με δική του μαρτυρία– ήταν η τουρκική· ωστόσο, έλαβε ελληνική μόρφωση. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1867 εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και 3 χρόνια αργότερα πήγε στη Γερμανία με υποτροφία του Σίμωνος Σίνα, όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Παρακολούθησε μαθήματα στο Μόναχο, στο Στρασβούργο και την Τυβίγγη· στην Τυβίγγη μάλιστα αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, το 1872.4

3. Δράση

Μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, ο Καρολίδης δίδαξε στο Γυμνάσιο της Χαλκηδόνας και στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν· την περίοδο 1876-1886 δίδαξε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1886, με προτροπή του καθηγητή του, Κωνσταντίνου Κοντού, και του Χαρίλαου Τρικούπη, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου δίδαξε για δύο μήνες στο Πρακτικό Λύκειο. Τον ίδιο χρόνο (1886) εξελέγη υφηγητής της Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, το 1893, και ύστερα από μακρά διαμάχη με το Σπυρίδωνα Λάμπρο και το συνυποψήφιό του, Γεώργιο Σωτηριάδη, διορίστηκε απευθείας τακτικός καθηγητής στην έδρα της Ελληνικής Ιστορίας, διαδεχόμενος τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.

3.1. Ο «καππαδοκικός κύκλος»

Ανάμεσα στα έργα της πρώτης συγγραφικής περιόδου, ξεχωρίζουν αυτά που συνιστούν το λεγόμενο «καππαδοκικό κύκλο»· πρόκειται για γεωγραφικές μελέτες που αφορούν την περιοχή της Καππαδοκίας και προδίδουν την έντονη επίδραση που άσκησε στον Έλληνα ιστορικό τόσο ο τόπος γέννησής του όσο και το ιδιαίτερο ιδεολογικό και πνευματικό κλίμα της εποχής. Το 1872, κι ενώ βρισκόταν στην Τυβίγγη, έγραψε την Καππαδοκίας και Πόντου Αρχαιολογία· πρόκειται για μία μικρή, ανέκδοτη πραγματεία, στην οποία προσπαθεί να αποδείξει ότι οι Καππαδόκες προήλθαν από την ανάμειξη των αυτόχθονων κατοίκων της περιοχής με τους Ασσύριους επιδρομείς, καθώς και ότι η περιοχή αυτή έλαβε το όνομα «Καππαδοκία» μετά τις επιδρομές αυτές, τις οποίες ωστόσο δε χρονολογεί.

Το 1784 εκδίδει τα Καππαδοκικά, ήτοι πραγματεία ιστορική και αρχαιολογική περί Καππαδοκίας, όπου ασχολείται και πάλι με την αρχαία ιστορία της Καππαδοκίας. Είναι αρκετά πιθανόν η Αρχαιολογία να αποτέλεσε το προσχέδιο για τα Καππαδοκικά, κάτι που φαίνεται τόσο από τη θεματική συγγένεια των δύο μελετών όσο και από το ότι αυτούσια αποσπάσματα από την πρώτη μελέτη επαναλαμβάνονται στη δεύτερη. Ακολούθησαν τα Κόμανα και τα ερείπια αυτών, ήτοι μονογραφία αρχαιολογική και τοπογραφική περί Κομάνων το 1882, και η εν Καππαδοκία λαλουμένη Ελληνική διάλεκτος το 1885· η τελευταία αποτελεί και μία από τις σημαντικότερες πραγματείες του συγγραφέα. Πρόκειται για μία γλωσσολογική μελέτη της αρχαίας καππαδοκικής γλώσσας (μετά τον 4ο αι. π.Χ.) και των διαλέκτων της· η μελέτη αυτή βραβεύθηκε από τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο της Κωνσταντινούπολης. Ο «καππαδοκικός κύκλος» έκλεισε με τη διατριβή επί υφηγεσία του Καρολίδη Σημειώσεις τινές επί της Μικρασιανής Αρίας Ομοφυλίας.5

3.2. Η μεταστροφή των ερευνητικών ενδιαφερόντων του Καρολίδη

Παρόλ’ αυτά, και παρά το γεγονός ότι την περίοδο αυτή αρχίζει να παρατηρείται στην Ελλάδα έντονο ενδιαφέρον για το μικρασιατικό ελληνισμό, ο Καρολίδης εγκαταλείπει την ενασχόλησή του με τον καππαδοκικό χώρο, ενώ οι μελέτες του για τη Μικρά Ασία έχουν πλέον δευτερεύουσα θέση στο έργο του. Η αιτία για αυτή τη μεταστροφή πρέπει μάλλον να αποδοθεί στην ανάληψη της έδρας της Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πέρα από τις αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις που δημιουργούσε ο κλάδος αυτός –ο οποίος μάλιστα μικρή σχέση έχει με την Ασιανολογία– ο Καρολίδης είχε επίσης να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση ανθρώπων όπως ο Σπυρίδων Λάμπρος, που τον κατηγορούσε ότι διεκδικούσε την έδρα της Ελληνικής Ιστορίας χωρίς να έχει παρουσιάσει καμία εργασία ανάλογου περιεχομένου. Πάντως, ο αρχικός προσανατολισμός του Καρολίδη θα πρέπει να ήταν η Ασιανολογία. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, προτού εκλεγεί υφηγητής στην έδρα της Γενικής Ιστορίας, είχε προσυμφώνησει με το Λάμπρο να εισηγηθούν από κοινού τη δημιουργία έδρας Ασιανολογίας, η οποία θα ανετίθετο στον Καρολίδη. Ο Λάμπρος όμως, όταν εξελέγη καθηγητής Γενικής Ιστορίας το 1886, ενσωμάτωσε στο διδακτικό του αντικείμενο και την Ιστορία των Ανατολικών Λαών, αθετώντας με αυτόν τον τρόπο την υπόσχεσή του. Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων, ο Καρολίδης ήταν αναγκασμένος να επαναπροσανατολίσει τα ερευνητικά του ενδιαφέροντά, στρεφόμενος στην Ελληνική Ιστορία.

Κατά την περίοδο 1893-1908, ο Καρολίδης παρουσίασε 18 βιβλία και 38 άρθρα. Το 1891, εξάλλου, εξέδωσε την Εισαγωγήν εις την Ιστορίαν του ΙΘ΄ αιώνος, που μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί εισαγωγικό προοίμιο στην τρίτομη Ιστορίαν του ΙΘ΄ αιώνος, που εκδόθηκε την περίοδο 1892-1903. Ο χαρακτήρας της Ιστορίας είναι καθαρά ελληνοκεντρικός· είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο δεύτερος τόμος της αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ακολούθησε η έκδοση των δύο πρώτων τόμων της Ιστορίας Καθολικής ή Παγκοσμίου, την περίοδο 1894-1895. Πρόθεση του Καρολίδη ήταν η έκδοση 10 τόμων· ωστόσο, κατάφερε να γράψει μόνο 4 τόμους, αφήνοντας το εγχείρημα αυτό ημιτελές. Στο έργο αυτό, πέραν του βασικού του περιεχομένου, ο Καρολίδης ασχολείται με θεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα της Ιστορίας, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία, αν αναλογιστούμε ότι ελάχιστες μελέτες ανάλογης θεματικής είχαν εκδοθεί ως τότε στην Ελλάδα. Παράλληλα με αυτά, ο Καρολίδης εξέδωσε κι άλλα, μικρότερα έργα. Μετέφρασε επίσης δύο τρίτομες ιστορικές μελέτες του Hertzberg και επιμελήθηκε την τέταρτη –πρώτη αναθεωρημένη– έκδοση της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, που εκδόθηκε το 1902-1903. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών άρθρων που δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες, τα οποία αποδεικνύουν την πολιτική δραστηριότητά του Έλληνα ιστορικού.

3.3. Η πολιτική δραστηριότητα του Παύλου Καρολίδη

Το 1898 δημοσιεύτηκε το πρώτο γνωστό πολιτικό κείμενο του Παύλου Καρολίδη στον ελλαδικό χώρο. Με δεδομένη την έντονη απαισιοδοξία που επικράτησε την επομένη της εθνικής ήττας του 1897, ο Καρολίδης προσπάθησε να ανανεώσει το ενδιαφέρον των Ελλήνων για την περιοχή της Μακεδονίας –το οποίο, ως απόρροια των εξελίξεων, είχε μειωθεί– στα πλαίσια της πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας. Υποστήριζε την ανάληψη δράσης στη Μακεδονία, προκειμένου να περιοριστούν οι δραστηριότητες των Σέρβων και των Βουλγάρων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Καρολίδη για τη διπλωματική πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος. Ο Καρολίδης απέρριπτε την ιδέα μιας ελληνοσερβικής ή ελληνοβουλγαρικής προσέγγισης, αλλά και οποιαδήποτε προσέγγιση με τη Ρωσία. Η κυρία ιδέα του ήταν η ελληνοτουρκική προσέγγιση, που κατά τη γνώμη του θα εξυπηρετούσε τη Μεγάλη Ιδέα. Ωστόσο –κι αυτό μάλλον οφείλεται στις φιλοβασιλικές πεποιθήσεις του– το 1902 πρότεινε τη σύναψη τριμερούς συμφώνου ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Ρουμανία και την Αυστροουγγαρία, ακολουθώντας τις γερμανικές προτάσεις που εκφράζονταν από το Παλάτι στην Ελλάδα.6

Το 1908, ο Καρολίδης εξελέγη βουλευτής στην οθωμανική βουλή των νεότουρκων. Μετά την εκλογή του παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή στις απόψεις του: απέρριψε την πολιτική του προοδευτικού εξελληνισμού του οθωμανικού κράτους και την επιβολή του ελληνικού στοιχείου στις υπόλοιπες εθνότητες της αυτοκρατορίας. Υποστήριξε επίσης την ιδέα ότι το οθωμανικό κράτος είναι και θα μείνει τουρκικό στο «σώμα» και ισλαμικό στο «πνεύμα». Για το λόγο αυτόν, οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης πρέπει να έχουν οθωμανική συνείδηση, ενώ οι «Μεγάλες Ιδέες» τους θα έπρεπε να αποβλέπουν στην ανάπτυξη και προαγωγή του εθνικού τους πολιτισμού, ως μέσου για την ανάπτυξη του πολιτισμού και των συμφερόντων της Ανατολής. Ήταν αντίθετος με την παρέμβαση της ελληνικής ή όποιας άλλης βαλκανικής κυβέρνησης στις εσωτερικές υποθέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό και απέδιδε την αλλαγή της πολιτικής των νεότουρκων μετά το 1910 σε αυτές τις παρεμβάσεις. Θεωρούσε μάλιστα ότι η αλλαγή της νεοτουρκικής πολιτικής δεν απέβλεπε στον «εκτουρκισμό» των ελληνορθόδοξων οθωμανών υπηκόων, αλλά υπήρξε απλώς αποτέλεσμα κομματικής διαμάχης, που αποσκοπούσε στην ήττα του αντίθετου πολιτικού κόμματος.7

Γενικότερα, ο Καρολίδης, ως βουλευτής του οθωμανικού κοινοβουλίου, συχνά αγνοούσε τις εντολές της ελληνικής πρεσβείας και της Οργάνωσης Κωνσταντινούπολης, ασκώντας αυτόνομη πολιτική. Κύριοι άξονες των πολιτικών του απόψεων υπήρξαν ο αντισλαβισμός και η ιδέα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Η τακτική του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τα δύο προαναφερθέντα κέντρα της ελληνικής πολιτικής στην Κωνσταντινούπολη.8 Η τελική ρήξη ανάμεσα στον Καρολίδη και τους φορείς της ελληνικής πολιτικής δημιουργήθηκε εξαιτίας της άρνησής του να συμμετάσχει στην αποχή των Ελλήνων βουλευτών από την ψηφοφορία της 17/ 30 Δεκεμβρίου 1911. Απώτερη συνέπεια αυτής της επιλογής του ήταν να αποκλειστεί –τουλάχιστον προσωρινά– από την πολιτική ζωή του οθωμανικού κράτους. Κι αυτό γιατί εν όψει των εκλογών που προκηρύχθηκαν από το σουλτάνο στις 15 Ιανουαρίου 1912 –είχε προηγηθεί η διάλυση του κοινοβουλίου την ίδια μέρα– ο Καρολίδης δεν συμπεριλήφθηκε στους εκλογικούς συνδυασμούς ούτε των ανθενωτικών, κάτι που ήταν φυσικό, αλλά ούτε και των ενωτικών, καθώς οι τελευταίοι επιδίωκαν να αποφύγουν μία ενδεχόμενη σύγκρουση με τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις του οθωμανικού κράτους.

Ο Καρολίδης επιχείρησε να επιστρέψει στην Ελλάδα και έκανε σχετική αίτηση στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών ζητώντας να του χορηγηθεί άδεια για να επιστρέψει στα πανεπιστημιακά του καθήκοντά. Ωστόσο η επάνοδός του στην Ελλάδα κρίθηκε ανεπίκαιρη για την περίοδο αυτή· αντιθέτως, το υπουργείο Εξωτερικών τού συνέστησε να επιστρέψει τον Απρίλιο του 1912, με αφορμή τη σύγκληση του διεθνούς Ασιανολογικού Συνεδρίου στην Αθήνα. Έτσι και η ανάληψη των πανεπιστημιακών του καθηκόντων θα γίνονταν με πιο εύσχημο τρόπο. Ο Καρολίδης, απογοητευμένος από την εξέλιξη αυτή, ταξίδεψε στο εξωτερικό και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη κατά τα μέσα Μαρτίου. Τότε ωστόσο δέχτηκε την επίμονη πρόσκληση των Ελλήνων ενωτικών της Σμύρνης αλλά και της ηγεσίας του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» να συμμετάσχει ως υποψήφιος στις εκλογές με το κόμμα αυτό. Ο Καρολίδης προσχώρησε στο κόμμα της «Ένωσης και Προόδου», ενέργεια που θεωρήθηκε ως εθνική προδοσία.9 Η ελληνική πολιτική κινούνταν πλέον στον άξονα μιας αντιτουρκικής συμμαχίας, η οποία υλοποιήθηκε απτώς στις 16/29 Μαΐου 1912, με την υπογραφή της Ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας.

Άμεση συνέπεια αυτών ήταν ότι οι πολιτικοί και πανεπιστημιακοί κύκλοι στην Αθήνα πέτυχαν όχι μόνο να εξαλείψουν το όνομά του από την προπαρασκευαστική επιτροπή του Συνεδρίου, αλλά και να εμποδίσουν τη συμμετοχή του σε αυτό, παρά το γεγονός ότι ο Καρολίδης είχε έρθει στην Αθήνα για αυτόν το σκοπό. Έτσι ο τελευταίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να παρευρεθεί στην έναρξη του νέου κοινοβουλίου (18/4/1912) και παρέμεινε εκεί ως το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους. Η έναρξη των Βαλκανικών πολέμων τον οδήγησε να εγκαταλείψει το οθωμανικό κράτος. Συνειδητοποιώντας ότι οι συνθήκες ήταν ακόμη ακατάλληλες για την επιστροφή του στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία περίπου ως το τέλος του Α΄ Βαλκανικού πολέμου.10

3.4. Η τελευταία περίοδος (1915-1930)

Ο Καρολίδης επανήλθε στα πανεπιστημιακά του καθήκοντά στην Αθήνα στις αρχές του ακαδημαϊκού έτους 1915-1916 και παρέμεινε στην έδρα ως το 1918, οπότε και απολύθηκε, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τα βασιλικά στοιχεία ύστερα από την άρση της ισοβιότητας των δημοσίων υπαλλήλων από τη Βουλή των Λαζάρων. Το 1921, επί ηγεσίας Δ. Ράλλη, μετά την ακύρωση των πράξεων απόλυσης της κυβέρνησης Βενιζέλου, ο Καρολίδης επανήλθε στην παλιά του έδρα, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια. Το 1923 συνταξιοδοτήθηκε.

Η συγγραφική παραγωγή του Καρολίδη κατά την περίοδο 1913-1920 υπήρξε πολύ περιορισμένη, εν αντιθέσει με την αμέσως επόμενη. Για πρώτη φορά –την περίοδο 1922-1929– ο Καρολίδης στρέφεται στη μελέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας, από το 1453 ως τις μέρες του, και συγγράφει τα γνωστότερα έργα του: Σύγχρονος Ιστορία (1922-1929) και Ιστορία της Ελλάδος (1925). Εξάλλου, στην επιμέλεια της Στ΄ έκδοσης εκατονταετηρίδας της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου που έκανε, προσέθεσε ως συμπλήρωμα το τελευταίο μέρος της Συγχρόνου Ιστορίας. Το μέρος αυτό κάλυπτε την περίοδο 1897-1929 και αρχικά προοριζόταν ως 8ος τόμος της Ιστορίας. Αυτό αποτέλεσε το τελευταίο έργο του Έλληνα ιστορικού και εκδόθηκε το 1932, δύο χρόνια μετά το θάνατό του.11 Εντύπωση προκαλεί η δριμεία κριτική που ασκεί στο θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις παλαιότερες απόψεις του. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να χαρακτηρίσει τη βασιλεία του Κωνσταντίνου –για τον οποίο είχε εκφραστεί ένθερμα κατά το παρελθόν– ως φενάκη για το ελληνικό κράτος.12

Ο Παύλος Καρολίδης πέθανε στις 26 Ιουλίου 1930. Ο Φωτιάδης σημειώνει ότι αν και ο Καρολίδης υπήρξε άριστος γνώστης της παγκόσμιας Ιστορίας και καλός ιστοριοδίφης, δεν υπήρξε ιστορικός με την ευρεία σημασία της λέξης. Μολονότι είχε πολλές γνώσεις, τα έργα του παρουσιάζουν μεθοδολογικά προβλήματα και κενά. Ωστόσο, με δεδομένο ότι οι όποιες κρίσεις πρέπει να διατυπώνονται βάσει του ιστορικού πλαισίου της εκάστοτε εποχής, ο Καρολίδης υπήρξε μία πολύ σημαντική πνευματική φυσιογνωμία, με σημαίνουσα πολιτική δράση.13




1. Όπως σωστά σημειώνει και η Κίρκη Γεωργιάδου, ο Κουγέας τοποθετεί τη γέννηση του Καρολίδη στα 1848. Βλ. Κουγέας, Σ.Β., «Παύλος Καρολίδης», Νέα Εστία 7 (Αθήνα 1930), σελ. 935.

2. Ρενιέρη, Ε., «Ανδρονίκιο: ένα καππαδοκικό χωριό κατά το 19ο αι.», Μνήμων 15 (Αθήνα 1993), σελ. 35.

3. Γεωργιάδου, Κ., Προσθήκες στην εργογραφία του Παύλου Καρολίδη, ΚΜΣ, ΑΡ. ΤΑΞ. ΚΑΠ Κ 18 Ρ, σελ. 1.

4. Φωτιάδης, Ε. Π., «Παύλος Καρολίδης», Ελληνικά 4 (Αθήνα 1931), σελ. 291.

5. Γεωργιάδου, Κ., Προσέγγιση στη ζωή και το έργο του Παύλου Καρολίδη (1849-1930), ΚΜΣ ΑΡ. ΤΑΞ. ΚΑΠ Κ 18 Ρ, σελ. 8-11. Για τον «καππαδοκικό κύκλο» και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να ενταχθεί βλ. Πετροπούλου, Ι., «Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις του Οθωμανικού παρελθόντος (19ος αι.)», Μνήμων 21 (Αθήνα 2001), σελ. 269-295.

6. Γεωργιάδου, Κ., Προσέγγιση στη ζωή και το έργο του Παύλου Καρολίδη (1849-1930), ΚΜΣ ΑΡ. ΤΑΞ. ΚΑΠ Κ 18 Ρ, σελ. 14-26, 30-38.

7. Γεωργιάδου, Κ., Προσέγγιση στη ζωή και το έργο του Παύλου Καρολίδη (1849 – 1930), ΚΜΣ ΑΡ. ΤΑΞ. ΚΑΠ Κ 18 Ρ, σελ. 43-44.

8. Γεωργιάδου, Κ., Προσέγγιση στη ζωή και το έργο του Παύλου Καρολίδη (1849-1930), ΚΜΣ ΑΡ. ΤΑΞ. ΚΑΠ Κ 18 Ρ, σελ. 58.

9. Ο Πολιτικός Σύλλογος, το πολιτικό όργανο της Οργάνωσης Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποίησε κάθε μέσο εναντίον των Ελλήνων βουλευτών που δεν ακολούθησαν τη δική του γραμμή. Ενδεικτικό αυτού είναι η φήμη που είχε διασπείρει ότι ο Καρολίδης είχε ασπασθεί το Ισλάμ. Μπούρα, Κ., «Οι Βουλευτικές εκλογές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Έλληνες βουλευτές 1908-1918», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 4 (Αθήνα 1983), σελ. 79, σημ. 54.

10. Γεωργιάδου, Κ., Προσέγγιση στη ζωή και το έργο του Παύλου Καρολίδη (1849 – 1930), ΚΜΣ ΑΡ. ΤΑΞ. ΚΑΠ Κ 18 Ρ, σελ. 76-79.

11. Γεωργιάδου, Κ., Προσέγγιση στη ζωή και το έργο του Παύλου Καρολίδη (1849 – 1930), ΚΜΣ ΑΡ. ΤΑΞ. ΚΑΠ Κ 18 Ρ, σελ. 99, 112.

12. Γεωργιάδου, Κ., Προσέγγιση στη ζωή και το έργο του Παύλου Καρολίδη (1849 – 1930), ΚΜΣ ΑΡ. ΤΑΞ. ΚΑΠ Κ 18 Ρ, σελ. 119.

13. Φωτιάδης, Ε.Π., «Παύλος Καρολίδης», Ελληνικά 4 (Αθήνα 1931), σελ. 293-294.